Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προδοσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προδοσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Είναι τόσο απλό

Μια μελέτη σύγχρονων αμερικανών συγγραφέων, με σχετικά καλές θέσεις για τη Σοβιετική Ένωση, έφερε το χαρακτηριστικό τίτλο Socialism Betrayed. Δηλαδή προδομένος σοσιαλισμός, που ωστόσο υπήρξε προτού προδοθεί, σε αντίθεση με όσους λένε πχ πως προδόθηκε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ.

Καλή (;) ώρα όπως ο Τρότσκι, που δεν κάνει λόγο για σοσιαλισμό, αλλά για προδομένη επανάσταση, που θα έπρεπε να είναι διαρκής κι εξαγόμενη, αλλά προδόθηκε στα κλειστά σύνορα του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, που ήταν το ένα έκτο του κόσμου, αλλά δεν ήταν αρκετό.

Αυτή ήταν μια βασική, στερεότυπη κατηγορία, μετά την αντεπανάσταση, στην κριτική του κόμματος ενάντια στην Περεστρόικα και τον Γκόρμπι που ηγήθηκε της διαδικασίας της παλινόρθωσης, με απατηλά συνθήματα για περισσότερο σοσιαλισμό. Έλεγαν δηλαδή πως το κόμμα αντιμετωπίζει τα γεγονότα κάπως απλοϊκά, σα μια συνωμοσία, και τα ερμηνεύει σαν καρπό της προδοσίας ενός πράκτορα της CIA, χωρίς να βλέπει τις εσωτερικές αιτίες, τη χρεοκοπία και την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου. Λες και η ανατροπή δεν είναι ταξικός (άρα κι εσωτερικός) αλλά γεωγραφικός όρος. Και η αντεπανάσταση έρχεται μόνο απέξω (παραγγελιά, όπως η επαναστατική συνείδηση για την εργατική τάξη).

Παρόμοια κριτική έγινε και σε πιο πρόσφατες κομματικές επεξεργασίες πχ για τον κομβικό ρόλο του εικοστού συνεδρίου του ΚΚΣΕ, γιατί -λέει- το θέμα δεν είναι να αναλύσουμε την ιστορία με όρους ηθικής, καλοί-κακοί, συνεπείς-οπορτουνιστές, αλλά υλιστικά, να βρούμε τους αντικειμενικούς παράγοντες που την καθορίζουν και την ερμηνεύουν.

Σε αυτήν τη συλλογιστική, υπάρχουν πολλά παρακλάδια, πχ πολιτικός ή οικονομικός αναγωγισμός, που απολυτοποιούν τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά δε θα μας απασχολήσουν αναλυτικά σε αυτή τη φάση.

Ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα είναι πως σε πρώτη φάση οφείλουμε να καταλάβουμε τα γεγονότα, αντί να εκφέρουμε αξιολογικές κρίσεις. Η προδοσία από μόνη της δε μας λέει πολλά, αν πρώτα δεν καταλάβουμε τους παράγοντες που κατέστησαν εφικτή την επικράτησή της και το σημείο όπου οι όποιες καλές προθέσεις έστριψαν λάθος, και οι λανθασμένες επιλογές (που αντιμετώπιζαν υπαρκτά προβλήματα) κατέληξαν σε μια πορεία χρόνου να ενισχύουν τη συνειδητή αντεπαναστατική δράση.

Το δεύτερο κι εξίσου σημαντικό: ποιος λέει πως δεν το κάνουμε ήδη;
Είναι αυτονόητο πως η κριτική στην Περεστρόικα πχ δεν αφορά τη μοχθηρία και τις σατανικές ικανότητες του Γκόρμπι, αλλά τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούσε κι ανέρχονταν δυναμικά στο προσκήνιο, διεκδικώντας να ανατρέψουν το σοσιαλισμό. Το αυτό ισχύει και για το Νικήτα, σε άλλη φάση και με άλλη μορφή.

Το ίδιο κάνει κι η μελέτη Socialism Betrayed, που εξετάζει το σημαίνοντα ρόλο της σκιώδους (μαύρης, παρα-)οικονομίας στο προτσές της ανατροπής. Το ίδιο επιχειρεί από τη δική του σκοπιά κι ο Τρότσκι στην Προδομένη Επανάσταση, ερμηνεύοντας το "σταλινικό Θερμιδώρ" ως έκφραση της νίκης της γραφειοκρατίας και κάποιων προνομιούχων στρωμάτων της σοβιετικής κοινωνίας, που δεν είχαν συμφέρον να συνεχίσει η επανάσταση, για να στερεώσουν την εξουσία τους.

Δε λέω ότι με πείθει ή ότι έχει δίκιο. Αλλά κι αυτός καταλαβαίνει πως οφείλει (να προσπαθήσει) να δώσει μια συνολική ερμηνεία. Ισχύει ωστόσο πως πολύ συχνά αυτοί που μας κατηγορούν για απλοϊκές, συνωμοσιολογικές αντιλήψεις, κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια, κι είναι αυτοί που κατεξοχήν αναφέρονται σε προδοσία, ψάχνοντας απλά το χρονικό σημείο στο οποίο συντελέστηκε.

Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. Η αποστασία είναι μια χαρά πολιτικός όρος-χαρακτηρισμός, που περιγράφει αντικειμενικά μια κατάσταση, χωρίς να μπλέκει με μεταφυσικές ηθικολογικές κρίσεις, "το καλό και το κακό". Και δυστυχώς, αποστάτες δεν έχει μόνο η αστική τάξη, αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα. Κι αυτό έχει μια βαθύτερη -συγκεκριμένη κάθε φορά- ερμηνεία, που γενικά έχει να κάνει με την (οικονομική και ιδεολογική) επίδραση της αστικής τάξης στο κίνημα και την υποχώρηση μπροστά στις δυσκολίες και τα πισωγυρίσματα της ταξικής πάλης. Ο οπορτουνισμός καταλήγει στην προδοσία της τάξης μας, αλλά είναι κατεξοχήν πολιτική κατηγορία.

Υπάρχει και κάτι άλλο, που αφορά άμεσα τη συνείδηση των στελεχών της πρωτοπορίας, χωρίς να τα ερμηνεύει όλα ιδεαλιστικά, βάση αυτού.
Ο Τσε πχ αρνούνταν πεισματικά να έχει το παραμικρό προνόμιο που απέρρεε από τη θέση του και "καταδίκαζε" τον εαυτό του σε σπαρτιατική λιτότητα, εφόσον αυτό ήταν που μπορούσε να δώσει στο λαό το σοσιαλιστικό κράτος. Ο Βλαδίμηρος από την άλλη, λέγεται πως όταν τον ρώτησαν γιατί στο τρένο ταξιδεύει στην πρώτη θέση, τους είπε πολύ σωστά πως ο δικός μας στόχος δεν είναι να καταργήσουμε την πρώτη, αλλά την τρίτη θέση.

Δεν επιχειρώ να αντιπαραθέσω τον ένα στον άλλο, αλλά να εκφράσω μια σκέψη λίγο απλοϊκά και χοντροκομμένα -για να γίνει κατανοητό- για να καταδείξω κάτι.
Οι ανισότητες στο σοσιαλισμό δε στοιχειοθετούν προφανώς ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, όχι με την έννοια που γίνεται αυτό σε μια αστική κοινωνία τουλάχιστον, κι εκμεταλλευτικές σχέσεις. Αποτελούν όμως μια σοβαρή αντίθεση, που αν δεν την προσέξουμε, μπορεί να εξελιχτεί σε ανταγωνιστική. Ο εξισωτισμός -ειδικά στις πιο... "ισοπεδωτικές" εκδοχές του- δε δίνει λύση στο πρόβλημα, ούτε εξουδετερώνει τον κίνδυνο.

Από την άλλη όμως, αν διασφαλίζαμε πως τα στελέχη του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού, αυτοί που αποτελούν σημαντικά γρανάζια της οικοδόμησης και της οργανωμένης συνειδητής πρωτοπορίας, δεν έχουν το παραμικρό παράπλευρο όφελος από την πολιτική τους δραστηριότητα ή μια διευθυντική θέση που μπορεί να αναλάβουν, θα ήταν άραγε τόσο εύκολο να εκδηλωθεί και να επικρατήσει μια αντεπανάσταση από τα πάνω;

Τίποτα δεν είναι απλό φυσικά. Αλλά και το να λες πως κάτι δεν είναι απλό, δεν είναι τελικά τόσο απλό και χρειάζεται πάντα να σκεφτόμαστε αν και γιατί αναιρείται ο βασικός πυρήνας. Στην τελική αν όλοι είναι "καλοί", δε θα φτάναμε ποτέ στην προδοσία. Και ναι δεν είναι τόσο απλό, αλλά μήπως είναι; Τόσο απλό, σαν τον κομμουνισμό, που είναι απλός και κατανοητός (όπως λέει ο Μπρεχτ στο σχετικό εγκώμιο)...

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Άι μαστ μπρρεγκ γιου

Το πως σκιαγραφούνται στο Rocky IV οι σοβιετικοί, λαός και ηγεσία συνολικά, θα το δούμε αναλυτικά σε επόμενο σημείωμα. Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μερικούς χαρακτήρες.

Κεντρικό πρόσωπο και αντίπαλος του ρόκι (εκτός από τη σοβιετική ένωση σαν χώρα, υπερδύναμη και οικονομικό σύστημα εν γένει) είναι ο σοβιετικός πρωταθλητής της πυγμαχίας ιβάν ντράγκο, ο οποίος όμως μιλάει σπάνια έως ποτέ (δεν είναι αυτή η δουλειά του).
Αντ' αυτού μιλάν η σύζυγός του λουντμίλα (ντράγκοβα υποθέτω, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά) και ο νικολάι κολόφ, που τον ακολουθούν παντού.

Η λουντμίλα είναι δυναμική, ξανθιά, με αγορέ κούρεμα της εποχής. Παραείναι σύγχρονη και ψεύτικη για να είναι ρωσίδα.
Αν η μέση σοβιετική γυναίκα είχε αυτή την εικόνα, οι μισοί δυτικοί θα αυτομολούσαν μαζικά στο μπλοκ μας περνώντας το τείχος ανάποδα.
Στην πραγματικότητα όμως η λουντμίλα είναι η μπριγκίτε νίλσεν που διετέλεσε και σύζυγος του σταλόνε για κάποια φεγγάρια.

Ο νικολάι κολόφ είναι πολιτικό στέλεχος, μέλος του πολιτιμπιρό του κκσε και κάτι σαν πολιτικός επίτροπος του ντράγκο.
Την υπόθεση την έχει πάρει πατριωτικά, πιθανότατα επειδή συνδέεται και με την προσωπική του ανέλιξη.
Παραμένει παρόλα αυτά τυπικό μπρεζνιεφικό απολίθωμα παλαιάς κοπής. Ξύλινη πομπώδης γλώσσα (σύντροφο μπλα-μπλα τον λέει σε κάποια φάση ο αφρο-αμερικάνος πυγμάχος απόλο κριντ), παλαιομοδίτικο κοστούμι, μίσος και καχυποψία για τους δυτικούς.
Δεν έχει ψυχανεμιστεί ακόμα τους ανέμους της αλλαγής του αιόλου γκόρμπι που ανοίγει τους ασκούς του μαζί με το κουτί της πανδώρας.
Αν δεν πέθανε από φυσικό γήρας μέχρι το 88, τότε σίγουρα θα τον φάγανε λάχανο στη 19η συνδιάσκεψη μαζί με το λιγκατσόφ.

Αφήσαμε για το τέλος τον ιβάν ντρράγκο.
Δεν είναι ανορθογραφία.
Η σωστή προφορά στο επίθετο είναι με δυο-τρία βαριά ρο τουλάχιστον, για να παγώνει το αίμα του μέσου αμερικάνου και να καταλαβαίνει με τι έχει να κάνει.
Ο σεναριογράφος δεν θέλησε να το κάνει ντραγκόφ έστω, για να είναι πιο πειστικό. Του αρκούσε κάτι που να προκαλεί συνειρμούς (πχ με δράκους που βγάζουν φωτιές απ' το στόμα) και φόβο.

Ο ντράγκο είναι αξιωματικός του κόκκινου στρατού (φυσικά).
Είναι ένα ξανθό, δίμετρο αγόρι, περίπου το πρότυπο της άρειας φυλής, όπως το φανταζόταν ο χίτλερ τα βράδια.
Δε μιλάει πολύ. Δεν του έχει ανατεθεί κάτι τέτοιο άλλωστε από τα κεντρικά της γκοσπλάν.
Δική του δουλειά είναι να χτυπάει και να διαλύει.
"Γουατ χι χιτς, χι ντιστρρόιζ" λέει για αυτόν στους δυτικούς δημοσιογράφους ο νικολάι κολόφ.
Το μήνυμα είναι βαθύ-κοινωνικό, αλλά σαφές.
Οι σοβιετικοί δεν είναι κανονικοί άνθρωποι σαν εμάς, αλλά μηχανές προγραμματισμένες, χωρίς αισθήματα.
Ευτυχώς που υπάρχει κι ο ρόκι...

Σε όλο το έργο ο ντράγκο λέει όλες κι όλες πέντε ατάκες.
Μέχρι το τριάντα περίπου έχει στόμα, αλλά όχι μιλιά.
Πήγε στην αμερική, προπονήθηκε, ίδρωσε, πήρε μέρος σε συνέντευξη τύπου, έκανε κι έναν ψιλοτσαμπουκά με έναν προκλητικό αφροαμερικανό, αλλά όλα αυτά στο μουγκό, σαν ήρωας του σαρλό.
Η απέριττη σοβιετική λιτότητα σε όλο της το καλλιτεχνικό μεγαλείο...

Η πρώτη ατάκα απ' το ξανθό αγόρι έρχεται ανέλπιστα στο 27ο λεπτό της αναμέτρησης, πριν τον αγώνα επίδειξης με τον απόλο κριντ.
Με άπταιστη προφορά πλησιάζει τον κριντ και του λέει:
"γιου λουζ".
Στο τέλος του αγώνα κι αφού έχει σκοτώσει (!!) τον κριντ, τον πιάνει λογοδιάροοια πάνω στη μέθη της νίκης και λέει τρεις ατάκες μαζεμένες:
"άι ντιφίτ δι ολντ μαν"
"αι κεν νοτ μπι ντιφίτιντ"
"άι γουοντ του ντιφίτ δε ρίαλ τσάμπιον".
Στο σημείο αυτό το λάγνο βλέμμα του συναντιέται με αυτό του ρόκι.

Η επόμενη ατάκα αργεί λίγο κι έρχεται πριν τον αγώνα με τον ρόκι μπαλμπόα στη μόσχα.
Οι δυο πυγμάχοι συναντιούνται στο κέντρο του γηπέδου, οπότε ο ντράγκο του λέει:
"Άι μαστ μπρρέιγκ γιου".
Φωνή και σαφήνεια ρομπότ.

Η εκπληκτική ερμηνεία κορυφώνεται πριν τον 15ο και τελευταίο γύρο.
Το σοβιετικό κοινό στη θέα της νάιλον κάλτσας της άντριαν (γυναίκα του ρόκι) παραληρεί υπέρ του μπαλμπόα κι ο νικολάι κολόφ πλησιάζει έξαλλος τον ντράγκο για να τον βρίσει.
Μοιραίο λάθος.
Ο ντράγκο σηκώνει στον αέρα τον κολόφ, τον πετάει μακριά και φωνάζει ότι παλεύει για τον εαυτό του, για να νικήσει ο ίδιος.
Οι τάσεις ατομισμού, ήταν πράγματι, υπαρκτό φαινόμενο στα τελευταία χρόνια του υπαρκτού κι αυτό ακριβώς αναδεικνύει το σενάριο με το εύρημα αυτό.

Με το που χτυπά το καμπανάκι, ο ντράγκο γυρνάει προς το μέρος του ρόκι κι ολοκληρώνει το μεγαλειώδη ρόλο του με τη φράση:
"του δι εντ".
Η ερμηνεία είναι κυριολεκτικά για σεμινάριο.
Πέντε ατάκες όλες κι όλες, αλλά απλώς αξεπέραστη.

Το κερασάκι στην τούρτα έρχεται από την ίδια τη ζωή που όπως έλεγε κι ο γκόρμπι, "αυτή θα δείξει..."
Ο "ηθοποιός" που ενσαρκώνει τον ντράγκο, είναι στην πραγματικότητα σουηδός και ακούει στο πραγματικά εύηχο όνομα dolph lundgren.
Ο αστικός μύθος λέει ότι συμμετείχε στην ολυμπιακή ομάδα της χώρας του (προφανώς μετά τους ολυμπιακούς της μόσχας) αλλά το 96 στην ατλάντα πολιτογραφήθηκε αμερικάνος κι έκλεισε την καριέρα του με τα χρώματα της αστερόεσσας.
Δηλ προδότης όνομα και πράγμα.
Κι ύστερα σου λένε να μην πιστεύεις τα έργα στο σινεμά.
Μωρέ βγαλμένα από τη ζωή...

(Συνεχίζεται...)