Τις προάλλες στην εκδήλωση για το μπατίκα, ο μαυρουδέας
είχε πει ότι το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του είναι απ’ τα καλύτερα κείμενα
που έχουν γραφτεί στα ελληνικά για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές. (Να σημειώσω
παρενθετικά πως εφόσον δεν εκφράστηκε ενδιαφέρον από τη βάση του μπλοκ, η
παρουσίαση εκείνης της ομιλίας εδώ ματαιώνεται. Όποιος διψούσε πάντως για
περισσότερο μαυρουδέα μπορούσε να κορέσει προχθές τη δίψα του στον ίδιο χώρο,
στο ακροατήριο στη σίνα, στα σεμινάρια του μαρξιστικού ομίλου, όπου η κε του
μπλοκ ήθελε, αλλά δε μπόρεσε να πάει κι έτσι δε θα έχει το αντίστοιχο ρεπορτάζ.
Κλείνει η παρένθεση).
Διαβάζοντας το βιβλίο του μπατίκα, καταλαβαίνεις ότι η
εκτίμηση του μαυρουδέα δεν ήταν μία από τις συνηθισμένες υπερβολές που λέγονται
σε τέτοιες παρουσιάσεις. Ο συγγραφέας ακολουθώντας πιστά την ιστορική αναδρομή
του ένγκελς, παραθέτει με πολύ ωραίο τρόπο την ουτοπία του μορ, τους αγώνες του
μίντσερ και των χωρικών στη γερμανία, την επαναστατική δράση και θεωρία του
μπαμπέφ και των άλλων σοσιαλιστών στη γαλλία, και τη συμβολή της τριάδας των
κλασικών του ουτοπικού σοσιαλισμού, φουριέ, σεν σιμόν και όουεν, αναλύοντας
κάθε περίπτωση σε δύο επίπεδα: τα βιογραφικά στοιχεία και την εξέλιξη των ιδεών
του καθενός –καθώς τα πρώτα διαφωτίζουν σημαντικές πτυχές της δεύτερης.
Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της ανάλυσης είναι ότι δεν
περιορίζεται να επισημάνει τις ελλείψεις και τις αδυναμίες των ουτοπικών
σοσιαλιστών, αλλά αναδεικνύει και τα θετικά στοιχεία και τη συμβολή τους στη
φιλοσοφική κληρονομιά του μαρξισμού και την ανάπτυξή του (κάθε θεωρία πρέπει
πρώτα να συνδεθεί με το προϋπάρχουν υλικό της σκέψης, όπως σημειώνει εξάλλου ο
ένγκελς στην εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, ο οποίος
θεωρεί μάλιστα το σεν σιμόν ως το πιο καθολικό μυαλό της εποχής του μαζί με τον
χέγκελ). Καθώς επίσης και τους αντικειμενικούς ιστορικούς παράγοντες που τους
εμπόδισαν να δουν παραπέρα και να συλλάβουν τις βασικές ιδέες του μαρξισμού, ο
οποίος εμφανίστηκε στη βάση της ανεπτυγμένης, βιομηχανικής κοινωνίας και της
αντίστοιχης ανάπτυξης του προλεταριάτου. Όπως σημειώνει πάλι ο ένγκελς στο
αντι-ντίρινγκ, σε μια ανώριμη εξέλιξη της παραγωγής και μια ανώριμη ταξικά
κοινωνία, αντιστοιχούν επίσης ανώριμες θεωρίες.
Κι εδώ μπαίνει εύλογα το ερώτημα: πού σταματάν τα
αντικειμενικά όρια και πού αρχίζει ο υποκειμενικός παράγοντας; Αν οι ουτοπικοί
σοσιαλιστές εξέφραζαν το πνεύμα της εποχής τους κι υπόκεινταν στους
αντικειμενικούς περιορισμούς της, ταυτόχρονα ήταν πρωτοπόροι γιατί μπορούσαν να
δουν πέρα από αυτή και να κάνουν μεφαλοφυείς προβλέψεις για την κοινωνία του
μέλλοντος.
Σε ένα άλλο επίπεδο το ίδιο περίπου ερώτημα προκύπτει
στον ιστορικό υλισμό και το ρόλο της προσωπικότητας. Μπορεί ο υποκειμενικός
παράγοντας να επιδράσει στη νομοτέλεια και να την υπερβεί διαλεκτικά; Οι
αντικειμενικές τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης βρίσκουν πάντα το υποκείμενο και
τις προσωπικότητες που θα τις εκφράσουν; Ή μήπως οι μεγάλες ιστορικές
προσωπικότητες κι ο ρόλος τους στις κρίσιμες καμπές είναι αναντικατάστατος; Θα
μπορούσαμε πχ να φανταστούμε τη νικηφόρα πορεία του ρώσικου οκτώβρη χωρίς τη
συμβολή του βλαδίμηρου; Ή μήπως από την άλλη τα γεγονότα και η πορεία της
σοβιετικής ένωσης μετά το θάνατο του λένιν απέδειξαν πως ουδείς
αναντικατάστατος;
Σε αυτό το τελευταίο οι γνώμες διίστανται, κι ένα
παρακλάδι τους εκτρέπεται σε μια αντεστραμμένη προσωπολατρία, που αποδίδει όλα
τα δεινά στο στάλιν και παίζει με τα όρια του ιστορικού υλισμού. Αλλά αυτό
είναι μια άλλη κουβέντα, τελείως διαφορετική.
Επιστρέφοντας όμως στο προηγούμενα ζήτημα, μπορούμε να
προεκτείνουμε τον ίδιο προβληματισμό και στην περίπτωση των κλασικών. Οι οποίοι
κατάφεραν να είναι πολύ μπροστά από τον αιώνα τους (όχι γιατί ο μαρξ γεννήθηκε
νωρίς, όπως υπονοεί ο σταθερά απογοητευτικός την τελευταία τριετία ρούσης στο
ομώνυμο βιβλίο του, αλλά) μελετώντας ακριβώς τη δική τους εποχή και τις
αντιφάσεις της, από τις οποίες προέκυψαν κι οι προοπτικές μετεξέλιξής της. Η
περίφημη ενδέκατη θέση για τον φόιερμπαχ (οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα προσπαθούσαν
μόνο να ερμηνεύσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον κόσμο, το θέμα είναι τον
αλλάξουμε) δεν εννοεί ότι είναι άχρηστο να μελετάμε και να ερμηνεύουμε
θεωρητικά την πραγματικότητα, αλλά ότι πρέπει να διερευνήσουμε την προοπτική
της αλλαγής της, ακριβώς στη βάση των αντιθέσεων και των βασικών νόμων που την
κινούν, αντί να την ατενίζουμε θεωρητικά κι αφηρημένα, όπως ο φόιερμπαχ.
Ο μαρξ λοιπόν είχε κατορθώσει να κάνει μερικές διορατικές
και μεγαλοφυείς αναλύσεις, μιλώντας στον αιώνα του (στα γκρουντρίσε) για τη
γενική διάνοια που γίνεται κυρίαρχη παραγωγική δύναμη στη βάση της
αυτοματοποίησης της παραγωγής και της σύγχρονης πληροφορικής. Δηλ για πράγματα
που στην εποχή του ήταν ασύλληπτα! Παράλληλα όμως οι κλασικοί υπόκεινται με τη
σειρά τους στους αντικειμενικούς περιορισμούς της εποχής τους, κι αυτή η
παρατήρηση δεν έχει καμία σχέση με την ανόητη φλυαρία για τον ξεπερασμένο
μαρξισμό που έχει ισχύ μόνο στην εποχή του, ενώ σήμερα ζούμε σε μια
μετακαπιταλιστική τάχα εποχή, όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο εξαφανίζεται, κι
η εργατική τάξη πεθαίνει.
Επειδή από την άλλη, εγώ δε θεωρώ σε καμία περίπτωση
επαρκή τον εαυτό μου για να καταδείξει αυτούς τους περιορισμούς κι ακόμα
περισσότερο (δε με θεωρώ) τόσο καλό γνώστη του μαρξισμού, σε βαθμό που να
εντοπίσω τις αντιφάσεις του και τα πεδία περαιτέρω ανάπτυξής του, θα περιοριστώ
σε μερικά παρδείγματα και παρατηρήσεις γενικού περιεχομένου.
Είναι γεγονός για παράδειγμα –κι ομολογία του ίδιου του
ένγκελς, σε μια από τις τελευταίες επιστολές του- ότι οι κλασικοί έδωσαν βάρος
στην ανάδειξη του ρόλου και της επίδρασης της οικονομικής βάσης στο
εποικοδόμημα (και του κοινωνικού είναι στην κοινωνική συνείδηση), που είναι ο
πρωταρχικός πόλος στη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση, για να αποκρούσουν
θεωρητικά τον κυρίαρχο ιδεαλισμό της εποχής τους, και δεν πρόλαβαν να
αναπτύξουν θεωρητικά την αντίστροφη επενέργεια του εποικοδομήματος στην
οικονομική βάση και τι σημαίνει αυτό το περίφημο «σε τελική μόνο ανάλυση» που
είχε πει ο ένγκες στην ίδια επιστολή.
Κατά δεύτερον. Οι κλασικοί δε μίλησαν στον αέρα για τη
δικτατορία του προλεταριάτου και τις βασικές αρχές που θα διέπουν την κοινωνία
του μέλλοντος, αλλά στη βάση της πείρας της παρισινής κομμούνας, που ανακάλυψε
επιτέλους την πολιτική μορφή που θα έπαιρνε η εξουσία του οργανωμένου σε κυρίαρχη
δύναμη προλεταριάτου. Κατά συνέπεια οι κλασικοί θα θεωρούσαν πολύτιμη την πείρα
του σοβιετικού εγχειρήματος (που δεν κράτησε εβδομήντα μέρες, αλλά εβδομήντα
χρόνια), τόσο τη θετική όσο και την αρνητική και θα εμπλούτιζαν σε πολλά σημεία
τη θεωρία του μαρξισμού για τη σοσιαλιστική κοινωνία ως πρώτη ανώριμη βαθμίδα
του κομμουνισμού και τις νομοτέλειες-αντιφάσεις κατά τη μετάβαση σε αυτήν.
Επιπλέον. Ο μαρξ έλεγε ότι η ανατομία του ανθρώπου είναι
το κλειδί για την κατανόηση της ανατομίας του πιθήκου. Με την έννοια ότι η
ανάλυση ενός ανώτερου και πολυσύνθετου οργανισμού μας προσφέρει ερμηνείες και
απαντήσεις και για τις «κατώτερες», ή λιγότερο αναπτυγμένες μορφές ζωής. Αν
λοιπόν το αντικείμενό μας είναι η ανθρώπινη κοινωνία κι οι νόμοι εξέλιξής της
–δηλ ο ιστορικός υλισμός- αυτό που θα μας βοηθήσει να το κατανοήσουμε καλύτερα
είναι η μελέτη του σοσιαλισμού και της εσσδ, που ήταν κοινωνία ανώτερου τύπου
σε σχέση με τον καπιταλισμό και την ανθρώπινη προϊστορία των ταξικών κοινωνιών.
Με αυτήν την έννοια ο σοβιετικός μαρξισμός (και δεν εννοώ
κάποιους επίσημους εκπροσώπους του, που είχαν ξεπέσει στο επίπεδο μιας χυδαίας
απολογητικής) είχε αντικειμενικό πλεονέκτημα, γιατί μπορούσε να μελετήσει μια
ανώτερη μορφή εξέλιξης του αντικειμένου του, σε διάφορες πτυχές του. Και με
αυτήν την έννοια, το κόμμα οφείλει να αξιοποιήσει –και σε ένα βάθος να
αναπτύξει- αυτό το κεκτημένο, καθώς είναι ο μοναδικός οργανωμένος και μαζικός
πολιτικός χώρος που δε μηδενίζει τη σοβιετική προσφορά σε κάθε επίπεδο.
Ίσως υπάρξουν βέβαια κάποιες «υστερικές κραυγές» για
αναθεωρητισμό, που θα αντιμετωπίσουν καχύποπτα μια τέτοια προσπάθεια. Κι η
αλήθεια είναι πως βοηθάει σε αυτό και το αμαρτωλό παρελθόν του αναθεωρητισμού,
που επιχείρησε είτε να «άρει διαλεκτικά» το μαρξισμό, απαρνούμενος τις βασικές
αρχές του, είτε να τον προσμείξει «δημιουργικά» με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα
(δομισμός, φροϋδισμός) που είναι τελείως ξένα προς την ουσία του.
Για να αποφύγουμε λοιπόν μια επανάληψη των ίδιων λαθών, η
ανάπτυξη του μαρξισμού πρέπε να γίνει στη βάση αρχών, συστηματικής μελέτης και
προπαντός μιας μαρξιστικής μεθόδου, που είναι το κλειδί για τη βαθύτερη
κατανόηση του μέχρι τώρα φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού και των
προοπτικών ανάπτυξής του.
Αυτή την έννοια είχε η παρατήρηση του λένιν, ότι πενήντα
χρόνια μετά τη συγγραφή του Κεφαλαίου, κανείς δεν το έχει καταλάβει πραγματικά.
Εννοώντας ότι κανείς δεν είχε ασχοληθεί με τη μέθοδο του μαρξ και την χρήση των
κατηγοριών της διαλεκτικής στο συγκεκριμένο έργο (ουσία, φαινόμενο, κτλ).
Οι μελέτες πάνω στη μέθοδο του Κεφαλαίου άρχισαν στην
εσσδ κατά τη δεκαετία του 50’, με το έργο του ρόζενταλ, και προχώρησαν στη
συνέχεια με το έργο κι άλλων σοβιετικών φιλοσόφων, όπως πχ του ιλιένκοφ και του
βαζιούλιν (που έγραψε ανάμεσα στα άλλα και τη Λογική του Κεφαλαίου, όπου το
κεφαλαίο Λάμδα παραπέμπει και στην επιστήμη της Λογικής του χέγκελ).
Αυτή ήταν εν ολίγοις η σημασία της συμβολής του βαζιούλιν
(που στη Λογική της Ιστορίας, εφάρμοσε την ίδια μέθοδο στην ανθρώπινη κοινωνία)
στην ανάπτυξη του μαρξισμού –για την οποία υπολογίζω ότι μες στις επόμενες
μέρες θα έχουμε πιθανότατα κάποιο κείμενο, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου
από το θάνατό του, την περασμένη βδομάδα.
Κι αυτή η συμβολή του σοβιετικού μαρξισμού είναι από τα
κύρια ιδεολογικά μας όπλα απέναντι στη μόδα μιας επιφανειακής «επιστροφής στο
μαρξ» με αφορμή την κρίση, και κατά βάση μιας επιστροφής... ολοταχώς στον
ουτοπικό, προμαρξικό σοσιαλισμό –ή στην καλύτερη στο μπερνστάιν. Κι απέναντι
στις μεταμοντέρνες αναζητήσεις μακριά από
τις αφηγήσεις και τις σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν, και εν τέλει
μακριά από τον ίδιο το μαρξισμό.