Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λεύγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λεύγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα

Για τη χτεσινή επέτειο της 20ης οκτώβρη έχουν γραφτεί περισσότερα κείμενα και μαρτυρίες απ’ ό, τι για οποιδήποτε άλλο «κινηματικό» ζήτημα. Ανάμεσα στον τεράστιο όγκο πληροφοριών κι αναλύσεων η κε του μπλοκ θα ξεχώριζε και θα σημείωνε:
- τη μαρτυρία του άθλιου στο κύκνειο άσμα του γκράνμα.
- την ανάλυση του sarajevo, που μόνο για φίλα προσκείμενο στο κκε  δεν μπορεί να κατηγορηθεί.
- και το φετινό αφιέρωμα του trash με αναφορά και στα κομμένα σχόλια του ανεξάρτητου indymedia.


Το κείμενο που επέλεξα να αναδημοσιεύσω ωστόσο είναι ένα μήνυμα εσωτερικής αλληλογραφίας της συντακτικής ομάδας της λεύγας, που δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος του περιοδικού στη στήλη κοντραπούντο (που φιλοξενεί αντικρουόμενες απόψεις γύρω από κάποιο αμφιλεγόμενο ζήτημα) και κατά τη γνώμη μου αποτυπώνει αρκετά καλά το θυμό και τα συναισθήματα της δικής μας πλευράς.


Ακολουθούν όσα σταχυολόγησα εγώ σήμερα, με κάποιες διευκρινίσεις (ομολογώ ότι έχω χάσει, ελπίζω προσωρινά, κάθε διάθεση για χιούμορ) :

1.                    Δεν είμαι «κομμουνιστογενής». Προσπαθώ, με όλες τις τεράστιες αντιφάσεις μου, να είμαι κομμουνιστής. Αλλά αυτή η ιδιότητα, όπως και η ιδιότητα του μέλους του ΚΚΕ (την οποία δεν κατέχω), είναι για μένα ιδιαίτερα τιμητικές και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε κατ’ ελάχιστο αντάξιό τους. 
2.                   Δεν κάνω γαργάρα τίποτε (ειδικά όταν είμαι θυμωμένος).
3.                   Είμαι απολύτως διχαστικός και δεν επιθυμώ καμία ενότητα, καμίας αριστεράς, εντός ή εκτός εισαγωγικών.
4.                  Την Τετάρτη, το προδοτικό ΠΑΜΕ αποχώρησε από τη Βουλή, αφήνοντας ελεύθερους αριστεριστές και «παιδιά» να κάνουν το κέφι τους. Απ’ όσο ξέρω, η Βουλή δεν κάηκε, το αστικό κράτος δεν διαλύθηκε, ο ελευθεριακός κομμουνισμός (για τα «παιδιά») ή η έκδοση ευρωομολόγων (για τους «συντρόφους» του ΣΥΡΙΖΑ) δεν επιτεύχθηκαν. Η διαδήλωση πάντως διαλύθηκε στο άψε-σβήσε και οι μάζες των εκατοντάδων χιλιάδων έφυγαν από το Σύνταγμα χωρίς να συνταχθούν με τα «παιδιά», που εξέφραζαν αυθεντικά εκείνη τη στιγμή την «επαναστατική διάθεση των μαζών».
5.                   α) Όταν το ΠΑΜΕ κάνει προσυγκεντρώσεις στην Ομόνοια, «απέχει» από το «κίνημα». Όταν πάει στο Σύνταγμα, είναι «ιδιοκτησία» του.
β) Όταν το ΠΑΜΕ περιφρουρεί, είναι ΚΝΑΤ. Όταν οι μπάχαλοι διαλύουν διαδηλώσεις (βλ. Μάιο, Ιούνιο κ.λπ.) από τις οποίες το ΠΑΜΕ έχει «αποχωρήσει» για να μην υποκύψει στα ανοιχτά προβοκαρίσματα εναντίον του, που κάποιοι επιδιώκουν, ο αριστερισμός φωνάζει σύσσωμος: «Γιατί δεν έμεινε να περιφρουρήσει τη διαδήλωση;».
γ) Όταν οι «Αγανακτισμένοι» κατασκηνώνουν στην πλατεία και δεν επιτρέπουν στο ΚΚΕ να στήσει ούτε ένα πανό, δεν πρόκειται για ιδιοκτησία του Συντάγματος αλλά για νόμιμη απόκρουση του «καπελώματος» από τα σταλινικά «κομματόσκυλα του ΚΚΕ».
δ) Όταν το ΠΑΜΕ δέχεται προκλήσεις με συνθήματα, μπουκάλια κ.λπ., και αποχωρεί για να μη γίνει σύρραξη, τότε «το βάζει στα πόδια» και «προδίδει» το κίνημα. Όταν τα συνθήματα, μπουκάλια κ.λπ. γίνονται μολότοφ και μάρμαρα στα γυναικόπαιδα, τότε το ΠΑΜΕ μετατρέπεται σε ΚΝΑΤ.
ε) Μισούμε το ΠΑΜΕ-ΚΚΕ, αυτό το προδοτικό μόρφωμα, και είμαστε φυσικά έτοιμοι να του την πέσουμε ανά πάσα στιγμή με κάθε τρόπο, αλλά το ΚΚΕ-ΠΑΜΕ δεν πρέπει να στήνει «διαχωριστικές γραμμές» και «στρατιωτικές περιφρουρήσεις» απέναντι στα υπόλοιπα στοιχεία και «μπλοκ του κινήματος». Την περιφρούρηση δεν την επιβάλλει, δυστυχώς, η δηλωμένη επιθυμία κάποιων να «βαρέσουν τους κνίτες όπου τους βρουν», αλλά η περιφρούρηση είναι αυτή που προκαλεί σε κάποιους την επιθυμία «να βαρέσουν τους κνίτες όπου τους βρουν». Πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το.
στ) Όταν ο αστικός κόσμος παρακαλάει να βρει ευκαιρία να χρεώσει στο ΚΚΕ έναν «εμπρησμό του Ράιχσταγκ» και το ΚΚΕ αυτοπροστατεύεται, τότε χρεώνεται από τον «χώρο» (ή επαινείται προβοκατόρικα από τα κανάλια) ότι «προστατεύει τη Βουλή».
ζ) Η ΓΣΕΕ είναι βέβαια «πουλημένη», αλλά το ΠΑΜΕ δεν πρέπει να υπάρχει διότι διαλύει την ενότητα του εργατικού κινήματος.
η) Όταν το ΠΑΜΕ έχει στις διαδηλώσεις του χιλιάδες γέρους, γυναίκες, παιδιά, φοιτητές, απλούς εργαζομένους κ.λπ., τότε «κάνει περιπάτους» με «τα μέλη του κόμματος». Όταν περιφρουρεί αυτόν τον κόσμο (για τον οποίο έχει κάποια ευθύνη, σε αντίθεση με κάποιους που δεν αισθάνονται ευθύνη για κανέναν και τίποτε) και διατηρεί τη μαζικότητα μιας διαδήλωσης, απέναντι σε 500-1.000-1.500 «ορκισμένους επαναστάτες» και τα αναμενόμενα χημικά των ΜΑΤ, τότε στέκεται ενάντια στο «μαζικό» κίνημα.
θ) Οι διαδηλώσεις θα πρέπει να είναι πολύ μαζικές και να κατεβαίνει πολύς και απλός κόσμος. Τα «μπάχαλα» δεν απομακρύνουν τον πολύ και απλό κόσμο από τις διαδηλώσεις, δεν προκαλούν αυτοστιγμεί τη διάλυση του πλήθους, δεν γενικεύουν το φόβο, δεν έχουν κάποιες φορές αθώα θύματα (βλ. Marfin), αλλά ίσα-ίσα εκφράζουν την «επαναστατική ετοιμότητα» του «μαζικού κινήματος», που την καταπνίγει το ΚΚΕ. Άσε δε που τα μπάχαλα οδηγούν κατευθείαν στην άμεση δημοκρατία.
ι) Όταν το ΚΚΕ εξετάζει την ιστορία του και αποτιμά αρνητικά τη «Βάρκιζα», τότε είναι ζαχαριαδικό-σταλινικό, βρυκολακιασμένο κ.λπ. Όταν δεν εκτιμά ότι με «ντου» γίνεται η «επανάστα», τότε είναι το κόμμα της «Βάρκιζας».
ια) Το ΚΚΕ δεν είναι ταξικό κόμμα, δεν ξέρει τι σκέφτονται οι άνθρωποι στις λαϊκές γειτονιές και στα εργοστάσια, και δεν έχει σύνδεση με τα (επαναστατικά) αισθήματα και τις επιθυμίες του κόσμου και των μαζών. Το ΕΕΚ, η Α/Κ και τα εντευκτήρια των πανεπιστημιακών του ΣΥΡΙΖΑ φυσικά έχουν.
ιβ) Τέλος, για να μην τα πολυλογούμε: όταν το ΚΚΕ- ΠΑΜΕ έχει νεκρούς, τότε τα «ΚΝΑΤ» «αιματοκυλούν αγωνιστές».


Βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα.

Εδώ μπορείτε να δείτε το αρχικό μήνυμα στο οποίο απαντά ο κ. και την μετέπειτα εξέλιξη του διαλόγου.
                                                                                           
Εν τω μεταξύ, αν έχω μαντέψει σωστά ποιος είναι ο κ, δεν είναι «δικός μας» με τη στενή έννοια και είναι αμφίβολο πχ αν ψήφισε το κόμμα στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς «δογματικός κουκουές» για να δει σχετικά αντικειμενικά τα πράγματα και να εκτιμήσει τη στάση του καθενός. Εκτός κι αν τον τυφλώνει το μίσος (ως αντεστραμμένη αγάπη) και η εμμονή απέναντι στο κόμμα. Κι έτσι προκύπτουν τέτοιες μεροληπτικές αντιδράσεις, που σε κάνουν να θες να βάλεις τα κλάματα από τα νεύρα και να αναφωνήσεις όπως ο κ.: βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Σπορτ-Ματ*

Η σχέση του αθλητισμού με τον ιστορικό υλισμό

Λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. Καθρέφτης σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω, όπως έλεγε η ιερόδουλη στο ναυάγιο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Αν το δούμε από αυτό το πρίσμα, η περίφημη φράση του Όσιμ, η μπάλα είναι πόρνη, αποδίδει στη στρογγυλή θεά εξ αντανακλάσεως ίσως, την ιδιότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ίδια τη ζωή. Την οποία όμως συνεχίζουμε να αγαπάμε, κατά το γηπεδικό «όσο μας πληγώνεις, τόσο μας πωρώνεις».

Η ζωή είναι στρογγυλή, απρόβλεπτη, χτυπάει στο δοκάρι και διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα για λίγα εκατοστά. Πολλές φορές κυλάει βαρετά, σα στημένο παιχνίδι, με προκαθορισμένους ρόλους και ταξικά όρια για τον καθένα. Με μπόλικο κατενάτσιο και διαρκή αντίσταση, για να μη μας πάρουν πίσω τα κεκτημένα. Χιμαιρικές αντεπιθέσεις, όπου συνήθως δεν κατεβάζουμε πολύ κόσμο στην αντίπαλη περιοχή -κι αν το κάνουμε, δεν έχουμε επιτελικό σχέδιο για να σκοράρουμε. Αλλά κι ελάχιστες στιγμές χαράς κι ικανοποίησης, κάτι σαν γκολ της τιμής στο τέλος. Παραφράζοντας το γνωστό ορισμό του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι με διάφορες κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι εκμεταλλευτές. Ενώ το γκολ παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Ακόμα κι οι καλύτεροι επιθετικοί σπάνια έχουν καλύτερο ποσοστό ευστοχίας από ένα γκολ ανά επτά τελικές προσπάθειες, κατά μέσο όρο. Κι είναι εντελώς αμφίβολο ότι η ζωή θα μας δώσει τόσες ευκαιρίες.

Ας το πάρουμε αντίστροφα. Τα περισσότερα σύγχρονα ομαδικά αθλήματα αποτελούν μετουσίωση αρχέγονων ενστίκτων και προσομοιώνουν στις σημερινές συνθήκες το πρωτόγονο κυνήγι. Γι’ αυτό και ο κοινωνιολόγος Ντέσμοντ Μόρις έδωσε στη μελέτη του για το άθλημα τον τίτλο: «Η φυλή του ποδοσφαίρου».
Η φυλή είναι η ομάδα που συνεργάζεται για να φτάσει στον στόχο και να πετύχει την αντίπαλη εστία που συμβολίζει το θήραμα. Το οποίο στέκεται ακίνητο, αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς που το προστατεύουν κι αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμείς αποκαλούμε κυνηγό στα ελληνικά, τον παίκτη που αγωνίζεται στη θέση του κεντρικού επιθετικού –σέντερ φορ.

Παράλληλα το ποδόσφαιρο έχει ενσωματώσει μια σειρά χαρακτηριστικά που καθρεφτίζουν τη σημερινή ταξική κοινωνία. Τον καταμερισμό ρόλων στην ενδεκάδα που θυμίζει τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή. «Ταξικές» διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιθετικών που προσφέρουν γκολ και θέαμα και των περιφρονημένων αμυντικών. Αλλοτρίωση του παίκτη που γίνεται γρανάζι μιας συστηματοποιημένης μηχανής, χωρίς φαντασία και πρωτόβουλο πνεύμα. Κι επιστασία της ομάδας από τον προπονητή, που έχει διευθυντικό δικαίωμα πάνω στους παίκτες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους μεταθέσει στον πάγκο, ή στην κερκίδα.

Παρά τις εσωτερικές διακρίσεις και τα ιεραρχικά της χαρακτηριστικά, μια οργανωμένη ομάδα είναι ανώτερη από ένα άναρχο μπουλούκι που παίζει χύμα για την χαρά της συμμετοχής, περίπου όπως οι οργανωμένες ταξικές κοινωνίες ήταν ανώτερες από τις πρωτόγονες αγέλες. Αλλά το ζητούμενο παραμένει η διαλεκτική υπέρβαση, το «οργανωμένο χάος». Μία ομάδα που να καταργεί τις θέσεις μες στο γήπεδο, όπως ο Άγιαξ των 70’ς και να επανεφεύρει την χαμένη χαρά του παιχνιδιού, όπως η Μπαρτσελόνα. Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία στον κομμουνισμό δε θα στοχεύει στους δείκτες παραγωγής, αλλά αποκλειστικά στην χαρά της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές των αστικών μέσων ονόμασαν αυτό το στιλ παιχνιδιού ολοκληρωτικό –total football- προκειμένου να το σπιλώσουν και να δυσφημήσουν την ουσία του.

Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι παράλληλη με αυτήν του καπιταλισμού. Ξεκίνησε στην Αγγλία, τον καιρό που ο Μαρξ μελετούσε την οικονομία της κι έγραφε το Κεφάλαιο. Είδε την χώρα που το γέννησε να χάνει τα σκήπτρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο, αλλά να κρατάει τον αυτοκρατορικό μεγαλισμό, παρά την παρακμή της –όπως και στην πολιτική. Και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ να κλέβουν ταλέντα και πρώτες ύλες από τον Νέο Κόσμο της (Λατινικής) Αμερικής, για να βγάλουν οικονομικά κι αγωνιστικά οφέλη.

Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναδύει τη σαπίλα του συστήματος. Κακό θέαμα, λίγα γκολ, στημένοι αγώνες, τζόγος, βία, αναβολικά, μπράβοι, λαμόγια, ραντεβού θανάτου, διαιτητές, ξέπλυμα χρήματος κ.ά. Το κοινοτικό κεκτημένο χάνεται μαζί με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, την κοινή ώρα έναρξης των αγώνων, τις κοιλίτσες των παικτών που πρέπει να έχουν προδιαγραφές υπεραθλητών για να σταθούν σε κορυφαίο επίπεδο, και τη φωνή του Μανόλη Μαυρομάτη. Σήμερα οι εκφωνητές κι οι παίκτες μοιάζουν να έχουν βγει –με ελάχιστες εξαιρέσεις- από το ίδιο άχρωμο κι άοσμο καλούπι.

Η κοινωνία του μέλλοντος θα βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, δίνοντας καινούρια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι. Οι ομάδες θα είναι αυτοδιαχειριζόμενες στα πρότυπα της Κορίνθιανς του Σόκρατες, ενώ διαιτητές και προπονητές θα καταστούν περιττοί και θα απονεκρωθούν μαζί με τα υπόλοιπα κρατικά όργανα. Οι παίκτες των δύο ομάδων θα επιλύουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς να προσφύγουν σε κάποιον άρχοντα –του αγώνα και γενικά- για να διευθύνει την αναμέτρησή. Όπως παίζουν δηλαδή οι παρέες στις αλάνες. Ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού, που θα οικοδομηθεί μελλοντικά σε ανώτερη βάση.

Ο αθλητισμός προσφέρει πολλά παραδείγματα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Πχ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Οι μεγάλοι αστέρες φαίνονται στα κρίσιμα και λάμπουν όταν δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αλλά δεν κερδίζουν μόνοι τους τον αντίπαλο. Η μονάδα αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο –κι αντιστρόφως. Ο Μέσι στη Μπαρτσελόνα είναι πρώτο βιολί σε μια ομάδα-ορχήστρα, που δίνει παράσταση σε κάθε αγώνα και τον κάνει κονσέρτο για πολυβόλα. Αλλά στην Αργεντινή γίνεται αγνώριστος, όπως όλοι οι υποψήφιοι διάδοχοι του Μαραντόνα. Ούτε κι ο ίδιος ο Ντιέγκο δεν κατάφερε να ξορκίσει, ως προπονητής, την κατάρα του στο περσινό Μουντιάλ.
Εκεί δηλαδή που οι Ισπανοί συμπαίκτες του Μέσι στην Μπαρτσελόνα στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Μπορεί να μην είχαν φαντεζί παίκτη σαν το Μέσι, να κούρασαν κάποιους με το τίκι-τάκα, και να είχαν την χαμηλότερη επιθετική συγκομιδή πρωταθλήτριας στα χρονικά (μόλις επτά γκολ σε ισάριθμα ματς, όλα από blaugrana). Αλλά μετέφεραν σχεδόν αυτούσιο στην εθνική το στιλ της Μπάρτσα με τη γνωστή κατοχή μπάλας και κυριάρχησαν στη διοργάνωση.

Η μέθοδος είναι πιο σημαντική από το ατομικό ταλέντο. Κι ο Λένιν έλεγε ότι κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ, χωρίς να διαβάσει τη Λογική του Χέγκελ. Εννοώντας βασικά τη μέθοδο του Μαρξ και τις κατηγορίες της διαλεκτικής: ουσία, φαινόμενο, απλούστατη αφαίρεση (το εμπόρευμα), ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κτλ. Κι αν ο Χέγκελ πέφτει κάπως στρυφνός στις μάζες για να τον καταλάβουν, μπορούν να δουν τη δουλειά του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό για να κατανοήσουν την σημασία της μεθόδου. Όποιος παίζει έξυπνα και μεθοδικά, παίρνει νίκες και τίτλους ακόμα και όταν αποδυναμώνεται (απώλειες Πέκοβιτς, Γιασικεβίτσιους), ή αντιμετωπίζει θεωρητικά ανώτερους αντιπάλους (Μπαρτσελόνα).

Η μέθοδος του Ομπράντοβιτς φέρνει με τη σειρά της στο προσκήνιο τη σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Αντικειμενική μπορεί να είναι η υπεροχή μιας ομάδας, -πχ του καπιταλιστικού μπλοκ απέναντι στη σοβιετική Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι αν παίξουν δέκα φορές μεταξύ τους, οι καπιταλιστές θα κερδίσουν τις περισσότερες. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά προκαθορισμένο. Πόσο μάλλον που η ιστορία είναι σαν νοκ-άουτ αγώνας, χωρίς περιθώρια –στρατηγικής- ήττας. Εκεί μπαίνει το ζήτημα της δράσης του υποκειμένου. Τι μπορεί να κάνει για αξιοποιήσει τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να κερδίσει;

Αν οι σύντροφοι ερμήνευαν με ποδοσφαιρικούς όρους τα ιστορικά γεγονότα που τους σημάδεψαν, θα είχαν πιο νηφάλιες προσεγγίσεις από τις σημερινές. Πώς να μη στήσεις τείχος του Βερολίνου γύρω από την εστία σου, όταν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί είναι εναντίον μας –σα να παίζουμε με παίκτη λιγότερο; Και πώς να μην απαιτείς σιδερένια πειθαρχία μες στην ομάδα, όταν δεν μιλάμε καν για ένα παιχνίδι, αλλά για –ταξικό- πόλεμο διαρκείας;

Από την άλλη όμως... πώς να μην αγανακτείς, όταν έχεις χρυσή ευκαιρία στο 44’, κι αστοχείς προ κενής εστίας, με τους αστούς να λείπουν στο Κάιρο; Πώς να μη σαστίζεις όταν χάνεις με ανατροπή του σκορ –και του σοσιαλισμού- με γκολ στο 89’ και το 91’; Σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ, στον τελικό της Βαρκελώνης! Είναι μετά να μην κλαις γοερά, σαν τον Σάμουελ Κουφούρ, πεσμένος στο χορτάρι; Και να μην ψάχνεις για τον προδότη Γκόρμπι, που ήταν πιασμένος από τον αντίπαλο, και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του στη σέντρα; Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την παρακμή και την ήττα μιας ομάδας με τόσο βαριά φανέλα, τέτοιο υλικό και ιστορία;

Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Τριπλό σφύριγμα λήξης. Κι ο Γκόρμπι μας πρόδωσε, πριν κοράκι σφυρίξει τρις. Μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά. Αλλά ο αγώνας μας δεν τελείωσε. Είμαστε ιστορικά αισιόδοξοι για την εργατική ρεβάνς και τον τρίτο γύρο. Vencerémos.


**Απ’ τις αρχικές συλλαβές των ρώσικων λέξεων για τον αθλητισμό και τον υλισμό (ματεριαλισμό), κατ’ αντιστοιχία των κωδικοποιημένων ονομασιών που είχαν δώσει οι σοβιετικοί στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό (Δια-ματ και Ιστ-ματ αντίστοιχα).



Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού λεύγα, που κυκλοφορεί σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να επισκεπτείτε την ιστοσελίδα του περιοδικού στην ηλεκτρρονική διεύθυνση: http://www.levga.gr/

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Μετά το πλακωτό έρχεται η λεύγα

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο τεύχος της λεύγας, όπου μεταξύ άλλων μπορείτε να διαβάσετε και μια συντομευμένη εκδοχή του πιο κάτω κειμένου.


-Και γιατί το βγάλατε λεύγα;
-Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Μπορείς να πεις ότι παραπέμπει στο βιβλίο του βερν. Το πρώτο τεύχος θα είναι το λεύγα 01, κι άλλες 19.999 υπό τη θάλασσα. Το δεύτερο μία λεύγα λιγότερη (19.998) και πάει λέ(υ)γοντας.
Λεύγα 1, λεύγα 2... Σαν τους σπούτνικ, ας πούμε. Ωραία!
Και πόσο θέλει για να βγείτε στην επιφάνεια; Είκοσι χιλιάδες, επί δίμηνο, σαράντα χιλιάδες μήνες. Δια του δώδεκα, μας κάνει... τρεις χιλιάδες τρακόσια τόσα χρόνια! Ως τότε θα έχουμε κομμουνισμό!

Σα να λέμε, πέντε φορές η ποινή του ισοβίτη του αρκά. Ο οποίος κάθεται κι υπολογίζει ότι τα χρόνια της ποινής του αντιστοιχούν σε 330 εκατομμύρια λεπτά της ώρας!
-Μα είναι φοβερό! Τι μπορεί να κάνει κανείς σε τόσο χρόνο;
-Μπορεί να βράσει 33 εκατομμύρια αυγά σφιχτά
, του λέει ο μοντεχρήστος.
Σε λεύγες πόσο μας κάνει;

Και ποιο είναι το στίγμα του περιοδικού;
Εσείς με ποιον είστε σύντροφε; Με την ανανέωση, με τη συντήρηση, με την κατάψυξη… η θέση μας είναι περίπου αυτή, που έλεγε κι ο χάρρυ κλυνν λίγο μετά το τέλος της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει το στίγμα του ερυθρισμού. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό της μεσογειακής αναιμίας, όπου πάσχεις από έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Είναι και μαλλιαροί, δημοτικιστές. Όχι σαν κάτι «πνευματικούς» με φαλακρίτσα και μαλλιά στη γλώσσα. Που πουλάνε «ψιλό πνεύμα» και πολεμάν με δασείες την παρακμή της γλώσσας, αλλά χάνουν το δάσος. Τι διαφορά θα έχει αν αρχίσουμε να μιλάμε με ουγκ-ουγκ, αλλά ξέρουμε να τα γράφουμε με ψιλή;

-.-

Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας μιλήσουμε για πραγματική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία παλινδρομεί μεταξύ λογικής κι αισθητικής, συνειδητού κι αυθόρμητου. Στέκεται με αυταρέσκεια αναποφάσιστη ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολύ εφήμερη για φτάσει τα διαχρονικά μηνύματα της λογοτεχνίας. Αλλά καθόλου συστηματική κι αυστηρή ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Έρχεται κι αυτή η διαρκής υπενθύμιση, κάτι μεταξύ απορίας και σπόντας από τον κόσμο που σε ρωτάει: τι ιεκ τελείωσες; Και σε αποτελειώνει.

Δεν είναι ιεκ, μαντάμ. Αει στο αριστοτέλειο είναι. Σε μια άκρη μακριά απ’ την πανεπιστημιούπολη, να μην κολλήσουν κι άλλοι τον ιό του ρουφ. Άραγε τον έχεις εκ γενετής, ή τον αναπτύσσεις στην πορεία; Και πώς μεταδίδεται; Με το σάλιο (απ’ το γλείψιμο στην κυβέρνηση) και τα ερωτικά υγρά (απ’ τη συνουσία με την εξουσία);

Δεν είναι όμως όλοι ρουφ στο σινάφι μας. Και δεν είναι όλοι οι ρουφ δημοσιογράφοι. Ούτε είναι όλοι οι άνθρωποι βολεμένοι. Αλλά όλοι σχεδόν οι βολεμένοι δεν είναι άνθρωποι. Είναι γαϊδούρια αναίσθητα, με εξωνημένη συνείδηση.

Ούτε όλοι οι απόφοιτοι της σχολής είναι δημοσιογράφοι. Αφού δεν είναι επιστήμη, μπορεί να την ασκήσει οποιοσδήποτε έχει ψώνιο να βγει στο γυαλί και μέσο να μπει σε κάποιο μέσο. Κι εμείς που το ‘χαμε όνειρο από μικροί, μένουμε στην απ’ έξω. Κι εκδικούμαστε κλέβοντας κι εμείς με τη σειρά μας τις θέσεις των άλλων. Γινόμαστε πλασιέ, πωλητές, γραμματείς και φαρισαίοι. Τα όνειρά μας να δούμε πότε θα πάρουν εκδίκηση.

Στη δημοσιογραφία λοιπόν οφείλουμε το ευ ζην. Αλλά αν περιμέναμε να βγάλουμε από αυτήν τα προς το ζην, το ζην θα ήταν εντελώς αμφίβολο. Τη βγάζεις δεν τη βγάζεις.

Σπουδάσαμε κάτι που δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τίποτα. Και βρίσκουμε άλλα τίποτα και τα κάνουμε νούμερα της σόου μπιζ για να κάνουμε νούμερα στην (K)AGB. Το τίποτα που θέλει να γίνει κάτι. Το όνειρο του μικροαστού, που ζηλεύει τη δόξα του αστού.

Μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι λειτούργημα. Κι έτσι μπλέκεται διαλεκτικά με αυτό του δικαστή και του δασκάλου. Και βλέπεις τις μεγάλες περσόνες του χώρου να διδάσκουν μαθήματα αγωγής του πολίτη και να γίνονται τηλεοπτικοί εισαγγελείς, συνήθως όταν γίνονται απεργίες, (πείνας, διαρκείας, γενικές, χωρίς διάκριση).

Η κόλαση του δάντη έγραφε στην είσοδό της, αφήστε απ’ έξω κάθε ελπίδα. Ο μαρξ το παράφρασε για τον επιστήμονα που έπρεπε πριν αρχίσει να μελετά το αντικείμενό του να αφήσει έξω κάθε προκατάληψη. Εμείς επιστήμονες δεν είμαστε, αλλά είμαστε σατανάδες με κέρατα κι έχουμε θέση ρεζερβέ, πρώτο καζάνι πίστα, στην κόλαση. Αν κι ίσως μας ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος του όφη του κατηραμένου, που ξεγελά τον κόσμο και δαγκώνει το μήλο. Αλλά εκείνο ήταν το μήλο της γνώσης, ενώ εμείς πασάρουμε το άλλο της χιονάτης και ρίχνουμε υπνωτικό στην ταξική συνείδηση του τηλεθεατή, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπας (όχι ο κροπότκιν) να τον φιλήσει και να αφυπνιστεί. Κι η επιγραφή μας λέει, αφήστε στην είσοδο κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, μαζί με τα άλλα προσωπικά σας αντικείμενα, πριν μπείτε στον χώρο. Κρατήστε και τη μύτη σας καλού-κακού. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.

Φοιτητές-σπουδαστές, ενωμένοι νικητές. Και στη μέση οι δημοσιογράφοι με τα υπαρξιακά τους να καταγράφουν τη ζωή που κυλάει δίπλα τους, σαν ηδονοβλεψίες. Ένας χώρος για αποτυχημένους.
Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται αθλητικογράφοι, προπονητές της κερκίδας και της εφημερίδας που πληρώνονται. Οι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου (σαν το μεγάλο ράφα). Κι οι αποτυχημένοι πολιτικοί, αναλυτές, συντάκτες κι αρθρογράφοι. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης και τα μεταξύ τους όρια δυσδιάκριτα. Κάτι σαν σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτές που είχε το άρθρο του λουκά στο ρίζο για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εξάλλου οι καλύτεροι τηλεοπτικοί εκπρόσωποι του κόμματος είναι δημοσιογράφοι: ο μπογιό κι η κανέλλη.

Κατά βάθος όλοι κρύβουν ένα δημοσιογράφο μέσα τους. Όλη στην χώρα είναι δημοσιογράφοι, κατ’ εικόνα κι ομοίωση του θεού της τηλεόρασης. Ψώνια με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή ψοφοδεείς υποτελικοί που ποτέ δε σηκώνουν κεφάλι. Και κάθε βράδυ μπροστά στο κουτί, ή σε κάποια ταβέρνα, παίζουμε τους μοιραίους του βάρναλη.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το κακό μας, μα πρώτα απ’ όλα η τι-βί!


Κι όμως στον κομμουνισμό η δημοσιογραφία θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των κατάλοιπων του παλιού κόσμου και θα απονεκρωθεί. Θα μάθουν όλοι να δημοσιογραφούν, να μη σωπαίνουν, να ερευνάν τα πράγματα και να τα φωτίζουν ως την τελική αιτία τους. Θα γίνουν όλοι δημοσιογράφοι με καλό λέγειν και συγκροτημένη άποψη και δε θα χρειάζονται ειδικοί, γιατί τέτοιοι θα ‘μαστε όλοι.
Κι ίσως αυτό να είναι τελικά που θα δώσει το έναυσμα στον πολύ κόσμο για την επανάσταση. Ας παλέψουμε όλοι για τον κομμουνισμό, όπου δε θα υπάρχουν πλέον δημοσιογράφοι. Ούτε πράβδα, ούτε ιζβέστια.
Χαράς ευαγγέλια...

Στα ηρωικά μμε του απθ εξάλλου ήταν που αποτυπώθηκε στην πράξη η σύνδεση με την κομμουνιστική προοπτική, χάρη στην εκλογική κάθοδο του γιούχου σχήματος με την επωνυμία εσσδ (ένωση κάτι σπουδαστών δημοσιογραφίας). Τελικά το λαϊκό κίνημα με μπροστάρισσα την πανσπουδαστική (τότε) παρενέβη δυναμικά κι ακύρωσε την προβοκάτσια.

Μπορείτε (ενθαρρύνεται κι επιβάλλεται) να επισκεφτείτε και την ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.levga.gr/