Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκατζογιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκατζογιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Η άλλη Ελένη

Επειδή αναφέρθηκε σε μια πρόσφατη ανάρτηση κι άνοιξε μια σχετική κουβέντα, η κε του μπλοκ αντιγράφει κι αναδημοσιεύει στο κυριακάτικο ιστορικό ένθετο ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Β. Καββαθά "η άλλη Ελένη" που κατά τη γνώμη μου αποτυπώνει πιο πειστικά τα πραγματικά γεγονότα και τις αιτίες τους.

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το κεφάλαιο του βιβλίο όπου ο συγγραφέας συνομιλεί με το Δημήτρη Γκαστή, στέλεχος του ΔΣΕ που εκτέλεσε χρέη δικαστή, και δίνει μεταξύ άλλων μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δικαστική υπηρεσία του ΔΣΕ και τον τρόπο λειτουργία των δικαστηρίων στην ελεύθερη ορεινή Ελλάδα. Εδώ, ωστόσο, επικεντρώνουμε αυστηρά στα στοιχεία που αφορούν ειδικά τη συγκεκριμένη υπόθεση.


Ο Δημήτρης Γκαστής ήτανε στη διάθεσή μου. "Ξέρω ότι ήρθες να μιλήσουμε για την "Ελένη" του Γκατζογιάννη. Ας το πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά. Τι γράφει για μένα;"
(Ακολουθούν τα σχετικά αποσπάσματα από την Ελένη του Γκατζογιάννη).

Γνώριζα πως ο Δημήτρης Γκαστής, ως δικαστής της Ενδέκατης Μεραρχίας του αντάρτικου στρατού στα βουνά του Γράμμου, είχε στείλει πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά αν περίμενα να μοιάζει με φονιάς, βρήκα απεναντίας μια καλόβολη φυσιογνωμία ενός χαριτωμένου αβρού παρήλικος με περιποιημένο μουστάκι, τετράγωνα κοκάλινα γυαλιά και κυματιστά γκριζωπά μαλλιά. Φορούσε σανδάλια, ιταλική φανέλα του συρμού και φαρδιά πανταλόνια. Με οδήγησε στα δροσερά άδυτα του σπιτιού του, όπου μιντέρια με μαξιλάρια τριγύριζαν τους στολισμένους με χειροτεχνήματα τοίχους. Καφές και σοκολατάκια κατέφτασαν για να τιμηθεί ο επισκέπτης.
Ενώ του εξηγούσα πως ήμουν ο Ελληνοαμερικάνος δημοσιογράφος και συγκέντρωνα το υλικό ενός βιβλίου για τον εμφύλιο πόλεμο, ο πρώην δικαστής με άκουγε προσεχτικά, ύστερα χαμογέλασε κι έγινε διαχυτικός. Περηφανευόταν για την ευρυμάθειά του και μου υπέδειξε ένα μακρύ κατάλογο βιβλίων που έπρεπε να συμβουλευτώ, αλλά τον διαβεβαίωσα πως τα είχε διαβάσει όλα. Αφού πείσθηκε πως είχα την απαιτούμενη προπαίδεια, άρχισε να μου περιγράφει τη διεξαγωγή των δικών στα ανταρτοδικεία όπου είχε προεδρεύσει. "Αφήναμε τον κατηγορούμενο να μιλήσει για ν' απολογηθεί όσο ήθελε", είπε, "και επιτρέπαμε σε όποιον επιθυμούσε να σηκωθεί και να τον υπερασπιστεί, κάτι που μήτε στα πολιτικά δικαστήρια δε γίνεται σήμερα".

(σ.σ.: παρεμβάλλω την παρένθεση αυτή για να παραθέσω τι σημειώνει ο Γκαστής σχετικά με τον Γκατζογιάννη: Εκείνος δε μου είπε τίποτα για τη δίκη της μάνας του. "Για το Αντάρτικο θα γράψω" μου είπε. Με εξαπάτησε και μένα όπως τους άλλους. Και μέσα από το ειδικό έβγαλε το γενικό (του) συμπέρασμα. Δεν είχε πει τίποτα ούτε και στον άνθρωπο που μου τον έστειλε, έναν επιθεωρητή - δάσκαλο. Γιατί ο Γκατζογιάννης χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο. Χωρίς να εξηγεί τι κάνει, πετύχαινε να τον στέλνει ο ένας στον άλλον. Εγώ, λόγου χάρη, τον έστειλα στον Καλλιανέση... Αλλά, επαναλαμβάνω, χωρίς να ξέρω τους σκοπούς του. Άμα με ρωτούσε, θα του έλεγα πώς γίνανε τα πράγματα. Πώς λειτουργούσε η Δικαιοσύνη στο βουνό. Έτσι ώστε να μη ρίχνει τα βάρη στον Λύκα που ήτανε ένας απλός εισηγητής...)

(...)

Απλά τον ρώτησα κάποια στιγμή "γιατί την εκτελέσανε..."
Σκεφτότανε ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Μου απάντησε χωρίς περιστροφές: "Ήταν πληροφοριοδότης του εχθρού. Τα στοιχεία που έδινε ήτανε ακριβή. Μας εντοπίζανε και μας βομβαρδίζανε -χωρίς να ξεφεύγουν ρούπι από το στόχο τους. Μ' αυτές τις πληροφορίες χάθηκαν εκατοντάδες αγωνιστές. Αυτή είναι η αλήθεια. Όσο γι' αυτά που λέει, για τη θυσία της μάνας του, κλπ, είναι παραμύθια. Γεγονός είναι ένα: η μάνα του Γκατζογιάννη κάρφωνε έναν αγώνα -πρόδιδε αγωνιστές. Δεν καθότανε στ' αυγά της. Ήθελε να παίξει ενεργό ρόλο σ' έναν εμφύλιο. Από τη μια μεριά. Και πλήρωσε με τη ζωή της..."

-Αυτά που μου λέτε τα ξέρετε από πρώτο χέρι; Μπορώ, δηλαδή, να θεωρήσω ότι είναι υπεύθυνα, από έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει άμεση γνώση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο Λια τον Αύγουστο του 1948;

-Δε σας κρύβω ότι ενδιαφέρθηκα να μάθω συγκεκριμένα πράγματα, όταν διάβασα για πρώτη φορά αυτήν την ιστορία στην "Ακρόπολη". Άνθρωποι δικοί μας, της Υπηρεσίας Πληροφοριών και Επαγρύπνησης, όπως τους λέγαμε εμείς στη Μεραρχία, μου είπανε: "Την εκτελέσανε γιατί την πιάσανε επανειλημμένα να δίνει πληροφορίες..."

-Αυτό το στοιχείο θα το ήθελα πιο συγκεκριμένο -και όσο το δυνατόν πιο σαφές. Είναι κάτι που το άκουσα ως δεδομένο στο Λια -αλλά από πουθενά δεν έχει επιβεβαιωθεί.

-Έγραφε σημειώματα, και τα πήγαινε σ' ένα χωράφι, όπου έκανε δήθεν καλλιέργειες. Αυτό το κτήμα ήτανε στη γραμμή των συνόρων -εκεί δηλαδή που χωριζότανε η περιφέρεια. Στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στο Δημοκρατικό Στρατό και τον Εθνικό! Τα έβαζε κάτω από μια πέτρα... Τα παίρνανε οι αντίπαλοι, και με βάση τα στοιχεία που τους έδινε μας βομβαρδίζανε... Γρήγορα μπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά των δικών μας, που βλέπανε ότι τους χτυπάει καίρια ο στρατός και η αεροπορία. Πώς είναι δυνατόν να ξέρουνε οι απέναντι πού είναι η Διοίκηση της Μεραρχίας; Αφού όλα ήταν καμουφλαρισμένα, καλυμμένα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη φαίνονται... Άρχισαν να παρακολουθούν ορισμένα άτομα, να υποψιάζονται μερικούς... Ανάμεσά τους ήτανε κι η μάνα του Γκατζογιάννη... Μια απλή γυναικούλα του λαού. Ανώτερη πάσας υποψίας σε πρώτη φάση. Όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε διασυνδέσεις. Και δεν ήταν τόσο αθώα, όσο θέλει να την παρουσιάζει ο γιος της. Κατέβαινε στα Γιάννενα, στην Παραμυθιά. Έκανε ταξίδια... Ήτανε πληροφοριοδότης. Τώρα από πού τις έπαιρνε τις πληροφορίες και πού τις πήγαινε είναι κάτι που δεν έχει ξεκαθαριστεί. Αυτό που είναι βέβαιο είναι το αποτέλεσμα που έφερνε: πολλοί πλήρωσαν με τη ζωή τους τη δράση της. Και φυσικά ήτανε από τη μεριά των δικών μας!

-Εδώ, στο βιβλίο, βγαίνει ότι ήτανε μια γυναίκα αγράμματη...
-Σας λέω πράγματα από πρώτο χέρι. Από ανθρώπους που τα ζήσανε. ήτανε εκεί. Και δεν έχουνε κανένα λόγο να μου πούνε ψέματα. Το κακό είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πρόσφυγες. Μένουν στη Σοβιετική Ένωση. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να τους βρει κανείς. Εμείς τα είπαμε αυτά μια εποχή που συναντηθήκαμε εδώ, στην Ελλάδα. Και ανταλλάξαμε πληροφορίες και απόψεις για την υπόθεση.
-Δηλαδή τα πράγματα, οι διαδικασίες της δίκης βασίστηκαν σ' αυτά τα στοιχεία κατά την άποψή σας.

(...)

-Αν δεν καταλάβει κανείς την ιεραρχία -το πώς, δηλαδή, λειτουργούσε το Δικαστικό Τμήμα- δε θα μπορέσει να καταλάβει ποιος είχε την ευθύνη μιας δίκης. Ο Γκατζογιάννης έδειξε ότι δεν κατάλαβε ή δεν ήθελε να καταλάβει κάτι τέτοιο. Προτιμούσε ν' αποδώσει την ευθύνη σε κάποιον ζωντανό. Και βρήκε τον Λύκα που του ολοκλήρωσε το σενάριο...

-Λέει επίσης ότι αιτία για τη θανατική καταδίκη που της επιβλήθηκε ήτανε το γεγονός ότι φυγάδευσε τα παιδιά της...

-Ξέρω, αναφέρεται στο περιβόητο "παιδομάζωμα". Είμαι σε θέση να ξέρω από πρώτο χέρι ότι εμείς, που αποτελούσαμε στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού, βλέπαμε ότι τα σπασμένα του Εμφυλίου Πολέμου τα πλήρωναν τα παιδιά. Τα γυναικόπαιδα. Οι άμαχοι... Ο Εθνικός Στρατός -οι "μπουραντάδες" όπως τους λέγαμε τότε, γιατί τους θεωρούσαμε "παιδιά" του Μπουραντά, του διαβόητου δημιουργού των ταγμάτων ασφαλείας -χτυπούσε αδιάκριτα... Έτσι είπαμε ότι: όποιος θέλει να σώσει τα παιδιά του, να τα στείλει στις Ανατολικές χώρες. Εκεί μπορούσαμε, εκεί τα στέλναμε. Και άμα τελειώσει ο πόλεμος να τα πάρει πίσω. Και για περισσότερη σιγουριά είπαμε να τα συνοδέψουν οι μανάδες. Έτσι, εκατοντάδες γυναικόπαιδα πήρανε το δρόμο για τις λαϊκές δημοκρατίες. Φυσικά, αυτή η ενέργεια έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης, και βαφτίστηκε έτσι για να θυμίζει το παιδομάζωμα των Τούρκων, που φτιάχνανε τους γενίτσαρους, και τους στέλνανε να πολεμήσουν ενάντια στην πατρίδα τους. Σ' αυτή την περίπτωση, τα παιδιά γύρισαν πίσω επιστήμονες. Και αγαπάνε την πατρίδα περισσότερο από ορισμένους άλλους... Εμείς κάναμε πόλεμο ζωής ή θανάτου. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα γυρίσουν πίσω να μας βοηθήσουν(!) όπως γράφτηκε. Είχαμε ανάγκη από άντρες. Και όχι από παιδάκια. Τέλος πάντων. Ο Γκατζογιάννης χτίζει την ιστορία πάνω σ' αυτό το ρεφρέν. Μιλάει για εκδίκηση. Ξεχνάει ότι εμείς ευνοούσαμε αυτή τη φυγή. Θέλαμε να σωθούν τα παιδιά της. Και αν μας το έλεγε τότε, θα τη διευκολύναμε να τα περάσει στη μεριά που δε γινόταν πόλεμος. Αρκεί να μη μένανε στα χωριά. Να μην είναι εκεί που γίνονται οι βομβαρδισμοί. Να μην πέσουνε στα χέρια των οργάνων του Τσακαλώτου. Που δεν άφηναν τίποτα όρθιο.

-Μπορεί αυτό το βιβλίο να θεωρηθεί ντοκουμέντο -κατά την άποψή σας;
-Ντοκουμέντο για την ανατομία ενός ψέματος. Και όχι για την ανατομία ενός εγκλήματος, όπως αποκαλεί τη δίκη και καταδίκη της μάνας του. Είναι ένα κατασκεύασμα με πολλές εικόνες. Και δεν μπαίνει στην ουσία που είναι: μια γυναικούλα αποφασίζει να παίξει το ρόλο του πληροφοριοδότη. Και πληρώνει για την αποκοτιά της... Δεν την εκτελούν αμέσως μόλις διώχνει τα παιδιά της. Αλίμονο αν εκείνη την εποχή δικάζαμε και καταδικάζαμε τις μανάδες που διώχνανε τα παιδιά τους. Αλίμονο, αν κάναμε αδίκημα την πράξη που ευνοούσαμε. Τότε τί λαϊκή δημοκρατία επαγγελόμαστε. Αφού ξέραμε ότι πολλές τα στέλνανε εκτός πολεμικής ζώνης, στην Κόνιτσα, στη Μακεδονία...

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Δούλεψη εγώ δεν υπογράφω

Η Ελένη του Γκατζογιάννη -που έγινε Νίκολας Γκέιτζ στο Αμέρικα- ήταν κατά μία έννοια το νέο κύμα πριν το νέο κύμα στην ιστοριογραφία. Κάτι σαν πρόδρομος των καλυβομαραντζίδηδων, χωρις επιστημονικά γαλόνια, αλλά με πανομοιότυπη μέθοδο: από τη διαστρέβλωση του ειδικού στην αυθαίρετη γενίκευση κι ένα προκάτ συμπέρασμα, που πρέπει πάση θυσία να στηριχθεί.

Η "άλλη Ελένη" είναι η απάντηση του Βασίλη Καββαθά, που κάνει μια δημοσιογραφική έρευνα, έχει πολιτικούς περιορισμούς από τη σκοπιά ενός πασόκου που θλίβεται για τον εμφύλιο στον οποίο μας έριξαν οι ξένοι, και μπερδεύεται συχνά ανάμεσα στο συναίσθημα και τα λογικά επιχειρήματα, στην προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και το συμψηφισμό της Ελένης με τις Ελένες της δικής μας σκοπιάς.

Παρόλα αυτά, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς σώζει αρκετές μαρτυρίες κι ενδιαφέροντα άρθρα της εποχής για το βιβλίο, όπως πχ το διάλογο στις στήλες της Αυγής (για τη λογοτεχνική αξία της Ελένης, την ελεύθερη έκφραση, και το αν οι ιδιαίτερες συνθήκες ενός πολέμου δικαιολογούν κάθε πράξη) όπου οι πολιτικοί αναθεωρητές ξεκινούν ντροπαλά να συναντήσουν τον ιστορικό αναθεωρητισμό.

Σε ένα άλλο σημείο, το βιβλίο αναφέρεται στο μηχανισμό απόσπασης δηλώσεων φρονημάτων από το κράτος και τα όργανά του. Και στη φράση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που οι βασανιστές την πιέζουν να αποκηρύξει το γιο της και τις ιδέες του, για να τους απαντήσει:
-Από πολιτικά δεν έχω ιδέα γιε μου, αλλά δούλεψη εγώ δεν υπογράφω...

Κι επειδή γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, η δούλεψη δεν ήταν μια απλή αποκήρυξη ιδεών, αλλά κάποιες φορές σήμαινε ουσιαστικά ότι έμπαινε κανείς στη δούλεψη του ταξικού εχθρού και γινόταν γρανάζι στη μηχανή του, πχ ενάντια στους παλιούς του συναγωνιστές, για να αποδείξει την ειλικρινή μεταμέλειά του. Και δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον σπασμένο (και δεν εννοώ το "Σπασμένο Παράθυρο" προφανώς) να πει όχι και να τραβήξει φρένο στην κατρακύλα.

Δε χρειαζόταν συνεπώς ιδιαίτερη πολιτική κατάρτιση η γιαγιά, για να καταλάβει τι σήμαινε μια δήλωση και πώς ευνούχιζε τον αγωνιστή, τι υποδήλωνε η συγκεκριμένη αδυναμία του μπροστά στα βασανιστήρια, για τους συντρόφους του που παρέμεναν αλύγιστοι. Σήμαινε βασικά να προδώσεις τις ιδέες σου και να σηκώσεις το αβάσταχτο βάρος μιας ζωής ελαφριάς, κενής, χωρίς ιδανικά (εδώ ίσως κολλάει κι η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι). Να προδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, χωρίς το οποίο μένεις άδειος, ζωντανό περιφερόμενο πτώμα χωρίς ψυχή.

Είναι λοιπόν εντυπωσιακό -με την κακή έννοια- πώς κάποιοι πολιτικά καταρτισμένοι έφτασαν αναδρομικά στο σημείο να κάνουν μόνοι τους δηλώσεις δουλοφροσύνης στο σύστημα, να φτύνουν το παρελθόν τους, γλείφοντας εκεί που έφτυναν, να συνειδητοποιούν πως πήραν τη ζωή τους λάθος κι αλλάξανε ζωή. Κι αφού ήταν τόσο απλό, τζάμπα κι άδικα ταλαιπωρούνταν κι έχαναν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, ταλαιπωρώντας χωρίς λόγο και τους ανθρωποφύλακές τους.

Είναι εντυπωσιακό επίσης -με την ίδια κακή έννοια- πώς κάποιοι υποτιμούσαν τόσο πολύ το ζήτημα της δήλωσης: έλα μωρέ, γιατί δεν κάνετε, τόσοι και τόσοι που έκαναν τι έπαθαν στην τελική; Σε μια χώρα όπου είσαι ό,τι δηλώσεις -πχ αριστερός αντιμνημονιακός- και δε χρειάζεται να το δέσεις στην πράξη -που είναι κριτήριο για τις όποιες προθέσεις-δηλώσεις- οπότε μπορείς να δουλεύεις εσαεί τους πάντες. Και δε χρειάζεται ποτέ να δουλέψεις, αν εξαγοράσεις τα ένσημα από το αριστερό παρελθόν σου (που λέει κι ο Σπύρος στους Απαράδεκτους) και να τα εμπορευτείς έξυπνα στην αγορά εργασίας.

Εξάλλου η δούλεψη, κάθε δουλειά, στο δοσμένο, κυρίαρχο πλαίσιο, είναι μια μορφή "δήλωσης, συμβιβασμού με την ιδέα ότι γίνεσαι εμπόρευμα, πουλάς τον εαυτό σου για να ζήσεις και όχι για να δημιουργήσεις, που είναι το πραγματικό νόημα της ζωής. Και σήμερα φτάνουμε στο σημείο να μην παλεύουμε για την κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς, αλλά (να παρακαλάμε) για το δικαίωμά μας σε αυτήν, σε μια οποιαδήποτε θέση εργασίας, κι είμαστε έτοιμο να δηλώσουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Είμαστε σκλάβοι κι αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας, όπως λέει ο Αστερίξ στις Δάφνες του Καίσαρα (κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν).

Συμπερασματικά λοιπόν το αστικό κράτος δε ζητά ποτέ από το λαό να δηλώσει τι πραγματικά θέλει. Το πολύ-πολύ να του ζητήσει να δηλώσει τι αποκηρύσσει. Μια έτοιμη δοσμένη φόρμα δήλωσης για να αποκηρύξεις τον κομμουνισμός, τις ιδέες του και τις παραφυάδες τους (που ωστόσο μπορούν να παίξουν χρήσιμο για αυτούς ρόλο, δυσφημώντας τον). Απεταξάμην και τα μνημόνια, στην ερώτηση του περίφημου δημοψηφίσματος, που άλλαξε σε μια νύχτα, γιατί ΤΙΝΑ κάνουμε, δεν υπάρχει τελικά εναλλακτική εντός συστήματος -και πού να τρέχεις τώρα να αλλάζεις και να εγκαθιδρύεις καινούριο με επανάσταση κι άλλες εξαλλοσύνες που αφορούν τη Δευτέρα Παρουσία...