Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επανάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επανάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Κάνε αυτό που σκέφτεσαι

 Έλα, πάμε λίγο...


Κάνε τώρα αυτό που σ’ αρέσει και το σκέφτεσαι μετά
Δε θα ξαναγίνουμε νέοι, το ξέρουμε και οι δυο καλά

Κάνε τώρα αυτό που σκέφτεσαι. Πριν χάσουμε την ευκαιρία. Πριν σπαταλήσουμε τα νιάτα μας και τη νιότη του κόσμου.

Η βασική αντίθεση είναι ότι σαπίζουμε ατομικά πριν ωριμάσουν οι συνθήκες. Ότι παραμένουμε συλλογικά ανώριμοι και κρίνουμε εξ ιδίων τις συνθήκες. Ότι ασφυκτιούμε στα βιολογικά μας όρια, που δε φτάνουν τις καμπές της ιστορικής νομοτέλειας. Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την ξεζουμίσουμε, αν δεν την θυσιάσουμε για ένα ιδανικό, τι θα καταλάβουμε, τι θα καταντήσουμε.

Σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι;
Μια επανάσταση. Σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αταξική - ακρατική κοινωνία. Κομμουνισμός χωρίς επιστροφή και παλινορθώσεις.
Ή μήπως πιο πεζά πράγματα; Τι θες να κάνεις;
Ένα ταξίδι -με τι λεφτά; Διακοπές -το ερώτημα παραμένει. Μια ληστεία -σαν τους μπολσεβίκους παλιά και τον Ρομπέν των Δασών. Ένα τατουάζ -όχι κι εσύ. Έρωτα -που είναι συνώνυμο με την επανάσταση. Η οποία είναι το προαπαιτούμενο για τα υπόλοιπα -όχι τη ληστεία, εννοώ για τις ανάγκες μας.
Μια έξοδο από την ΕΕ -και μετά; Βλέποντας και κάνοντας... Μια μακαρονάδα. Τη σούπα με μανιτάρια. Τώρα μάλιστα!

Πάμε εκλογικοί αντιπρόσωποι, σε ένα αδιάφορο παιχνίδι, σαν τις τάπες των βαρελιών, περιμένοντας τις πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, που λέει η Αλέκα. Εκπρόσωποι της μικροαστικής μας ανυπομονησίας. Πρωταγωνιστές μια ζωής αβίωτης που δε ζήσαμε πραγματικά. Κομπάρσοι της ζωής που ζούμε. Κι ονειροπόλοι σκηνοθέτες μιας άλλης, με την τάξη μας στο προσκήνιο. Θα σε κάνω πρωταγωνίστρια;

Μα πού υπάρχει αυτό που λέτε;
Στα όνειρά μας. Στούς νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Στο βάθος του ουρανού που είναι πάντα κόκκινο.

Στην τελική, πού υπάρχει αυτό που λέτε εσείς; Πού είναι γραμμένο πως δεν αλλάζουν τα πράγματα; Μα ακόμα και αν θέλαμε να μείνουν ίδια, θα έπρεπε να τα αλλάξουμε όλα.

Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, δεν υπάρχουν άλλα τινά. ΤΙΝΑ. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Δεν υπάρχει εναλλακτική βαρβαρότητα, ένας καλός και δίκαιος καπιταλισμός, χωρίς ανισότητες. Δεν υπάρχει «εναλλακτικός σοσιαλισμός», που να έχει το όνομα χωρίς τη χάρη και τον «άχαρο» ρόλο του κράτους, της εξουσίας, της επιβολής. Χωρίς αυτά θα ήταν μια ουτοπία, που δεν την ενδιαφέρει να νικήσει, να επικρατήσει, να λερωθεί με τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, για να την αλλάξει.

Κάνε αυτό που σκέφτεσαι. Το βασικό είναι να σκέφτεσαι (άρα -να- υπάρχεις). Και να δρας, κατόπιν ωρίμου σκέψης. Να έχεις κριτική σκέψη, δική σου γνώμη και όχι δανεική -των ΜΜΕ, της κυρίαρχης τάξης. Να μη μένεις (μόνο) στη σκέψη, να μη μένεις (μόνο) στην ψήφο. Για σκέψου...

Σκέψου να ’ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να ’σουν το πιόνι.
Παίξτε σκάκι, οε-οε-οε.
Μα δε χρειάζεται η τακτική του σκακιστή; Ναι, δεμένη με το στρατηγικό πνεύμα, όμως. Και τα πιόνια-στρατιώτες έχουν ένα βασικό πλεονέκτημα. Ξέρουν να σκέφτονται -και να δρουν- σαν στρατηγοί, συνειδητά, καλύτερα από πολλούς τυφλά υπάκουους αξιωματικούς.

Μα χτες μες στην πορεία γυρνούσες σκεπτικός. Ως πότε συντροφάκια θα ζούμε στα στενά; Στα ασπρόμαυρα κουτάκια, που ορίζουν τη δουλειά, σώζοντας τον βασιλιά;

Κάνε τώρα αυτό που σκέφτεσαι.
Μα αν κάνω αυτό που σκέφτομαι, δε θα είναι στις κάλπες. Δεν πειράζει, κάνε σήμερα αυτό που μπορείς. Και μη σκεφτείς στιγμή πως είναι αρκετό από μόνο του...

Σκέφτομαι και γράφω (ιστορία).
Λέξεις για την καρτέλα: ταξική συνείδηση, οργανωμένη πρωτοπορία, πείρα, ωριμότητα, αντοχή.
Προχωρήστε σε ταξική αντικατάσταση των όρων παραγωγής και άσκησης της εξουσίας.

Μήπως όμως παραείναι ανάλαφρο σύνθημα; Μήπως είναι υποταγή στο αυθόρμητο και τη σκέψη της στιγμής; Μήπως είχε λίγο αστική αισθητική το σποτάκι με τους βουλευτές; Μήπως είναι το λιγότερο πολιτικό που έχουμε βγάλει ποτέ;

Μήπως έχουμε-καλλιεργούμε κοινοβουλευτικές αυταπάτες; Μήπως κατά βάθος ελπίζοζυμε πως ένα καλό αποτέλεσμα θα ενισχύσει τους αγώνες, ενώ η σχέση αυτή λειτουργεί αντίστροφα -ενίοτε και καθόλου, όπως στις πρόσφατες φοιτητικές; Μήπως οι εκλογές βοηθούν τελικά να ανεβαίνει (ή το ακριβώς αντίθετο) το δικό μας ηθικό και η ψυχολογία των σφων, για να μην ακούν/νιώθουν πως «μια ζωή στο 5% θα είστε»; Μήπως έχουν συνηθίσει/κακομάθει σε νόμιμες συνθήκες, που κλείνουν 50 χρόνια φέτος, και η δουλειά έχει γίνει λίγο ρουτίνα; Μήπως κάποιοι ελπίζουν ενδόμυχα πως ένα πιθανό διψήφιο θα κάνει τον ουρανό πιο ερυθρό;

Τι εννοείς Βίρνα; Μίλα ξεκάθαρα. Μου λες δηλαδή πως καμιά φορά μοιάζουν να κινούνται όλα γύρω από την ψήφο; Ότι επισκιάζει όλα τα άλλα, σα να είναι το πιο σημαντικό κομμάτι τη δουλειάς μας;
Ναι ίσως, εν μέρει...

Μα αν είναι έτσι, ακριβώς επειδή είναι σχετικά ασήμαντη, ρίξ’ την να πάει στο γιαλό και πάμε παρακάτω, στα πιο σημαντικά καθήκοντα. Αλλά αν κάποιος δεν κάνει καν ένα ασήμαντο βήμα, πώς περιμένεις να κάνει τα άλματα που ζητάμε εμείς;

Το εκλογικό δικαίωμα είναι απλώς δείκτης ωριμότητας για το κίνημα, έλεγε ο Ένγκελς, και δεν μπορεί να είναι ποτέ τίποτα παραπάνω. Αλλά αν το ασκούμε ανώριμα, πώς θα ωριμάσουν οι συνθήκες, δηλαδή το υποκείμενο που κρύβεται πίσω από τέτοια ψευδώνυμα και προσχήματα;

Μα το προτσές κυλάει χωρίς να κοιτά τη δική μας εκλογική μελαγχολία...

Θραύσματα-ψηφίδες από την κεντρική προεκλογική συγκέντρωση

-Τέμπη, (παν)ακρίβεια, ανεργία, εργοδοτικά εγκλήματα, πλημμύρες, πυρκαγιές, «φυσικές» καταστροφές. Τη σταθερότητά σας την βιώνουμε κάθε μέρα.

-Απεργίες και κινήματα σε όλη την Ευρώπη, οι αγρότες στους δρόμους, μαζική αλληλεγγύη στον λαό της Παλαιστίνης. Εκεί χτίζεται κάθε μέρα ο άλλος πόλος. Εκεί σπάει η «εθνική μας μοναξιά» (διάβαζε ιδιαιτερότητα).

-Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή (της ΕΕ), κανείς δε θα μας περιμένει. Θα δείξουμε όμως τον δρόμο στους υπόλοιπους, που περιμένουν σινιάλο (μόνο αυτό, τίποτα άλλο). Και θα αφήσουμε τους μενουμευρώπηδες να μας περιμένουν στη γωνία, τιμωρία που δεν έμαθαν το μάθημά τους για τα γυρίσματα της ιστορίας.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ο χαρακτήρας της επανάστασης

Όπως και στους ανθρώπους, ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν έχει σχέση με την εμφάνιση (που είναι ίσως το πρώτο που τραβάει τις εξεγερμένες μάζες, όχι όμως κι αυτό που θα τις κρατήσει σε μια ερωτική-διαλεκτική σχέση με την πρωτοπορία) και τον τρόπο εκδήλωσής της. Σημασία επίσης έχει το βάθος της, η ουσία, η ικανότητά της να εξελίσσεται και να ανανεώνεται, κι όχι οι εντυπώσεις, οι επεισοδιακές εξελίξεις και τα ταρατατζούμ στην αρχή της, στο μήνα του μέλιτος ή τις δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον εσωτερικό μας κόσμο.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κουβανική επανάσταση, που έδιωξε τη δικτατορία του Μπατίστα, χωρίς να διακηρύσσει, ούτε καν να φαντάζεται στην πραγματικότητα, το σοσιαλιστικό της περιεχόμενο που προέκυψε στην πορεία από τα ίδια τα πράγματα και τη δυναμική τους. Αλλιώς, οι ΗΠΑ θα είχαν επέμβει εξ αρχής, όπως επιχείρησαν να κάνουν το 61' στον κόλπο των Χοίρων (που επέσπευσε τη μετεξέλιξη της επανάστασης) κι όπως έκαναν σε διάφορες περιπτώσεις στον πλανήτη, χωρίς να ενδιαφέρονται για προσχήματα. Όπως λέει τρολάροντας ένας φίλος, συνοψίζοντας το λόγο του Κάστρο, όπου διακηρυσσόταν ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης:
-Θυμάστε αυτό που κάναμε δυο χρόνια πριν; Ε, ήταν σοσιαλιστική επανάσταση τελικά -και αρχικά δηλαδή, αλλά δεν το ξέραμε.
Αλλά δεν είναι η Κούβα το θέμα μας...

Ο χαρακτήρας μιας επανάστασης θα ήταν άστατος και αντιφατικός, αν παίρναμε ως σημείο αναφοράς τις αντικρουόμενες ερμηνείες κι αναλύσεις για το ποιόν του. Καθορίζεται αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέληση αυτών που συμμετέχουν -αλλιώς πχ θα μπορούσε να σταθεί η αφελής αναρχική εκτίμηση πως η αταξική κοινωνία θα μπορούσε να προκύψει οποτεδήποτε στην ιστορία, σε οποιοδήποτε στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, αρκεί να το είχαν συνειδητοποιήσει οι πρόγονοί μας, να το επιδίωκαν και να το εφάρμοζαν στην πράξη. Η επανάσταση όμως έχει άμεση σύνδεση με τις κοινωνικές τάξεις που την πραγματοποιούν και μπορούν να καθορίσουν τη δυναμική της.

Οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα είχαν σαφώς αστικό χαρακτήρα, με πρωτοπόρα κοινωνική τάξη την αστική, που εξέφραζε το πνεύμα των καιρών. Έφεραν όμως στο ιστορικό προσκήνιο ως οργανωμένο μαζικό παράγοντα με δική του βούληση το προλεταριάτο, και το τσάκισμά του ήταν βασική προϋπόθεση, από τη σκοπιά των αστών, για να μη ξεφύγουν τα πράγματα από τα ελεγχόμενα πλαίσια σε επικίνδυνες για την ταξική εξουσία ατραπούς. Οι εργατικές μάζες έπαιζαν το ρόλο σκηνικού ή ενός βοηθητικού κομπάρσου για τις επιδιώξεις της τρίτης τάξης, και μόλις τον επιτελούσαν, καταστέλλονταν αγρίως, για να μην αποκτήσουν πρωταγωνιστικές βλέψεις, επειδή τους έδωσαν ένα ρολάκι και πήραν τα μυαλά τους αέρα. Σηκώθηκαν τα πόδια κι η ουρά -της αστικής τάξης- να χτυπήσουν το κεφάλι (που κατέληγε συχνά στη γκιλοτίνα στην περίοδο της επαναστατικής τρομοκρατίας) και το κεφάλαιο.

Αυτή ήταν η αντίφαση κι ο βασικός περιορισμός που καθόριζε την επαναστατική συνέπεια της αστικής τάξης. Κι αυτό υπαγόρευε στους μπολσεβίκους να μιλάνε για τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, ως σύνθημα και φόρμουλα εκδήλωσης της επικείμενης αστικής επανάστασης, χωρίς να τρέφουν την παραμικρή εμπιστοσύνη στην αστική τάξη -που στη Ρωσία παρέμενε ευλαβικά προσκολλημενη στον τσάρο- για την επιτυχία στοιχειωδών αστικοδημοκρατικών καθηκόντων. Αλλά οι κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, δηλ το προλεταριάτο και η αγροτιά, καθορίζουν και τη δυναμική της, επηρεάζοντας το χαρακτήρα της. Ήταν δηλαδή μια εγγύηση πως η προσωρινή κυβέρνηση που θα προέκυπτε δε θα περιόριζε τις βλέψεις της σε αστικό έδαφος.

Είναι ζήτημα αν η πλούσια σε γεγονότα, εξελίξεις κι αντιφάσεις πραγματικότητα της επαναστατικής κι επαναστατημένης Ρωσίας μπορεί να χωρέσει σε κάποια έτοιμα σχήματα. Υπάρχει η ερμηνεία της βαθμιαίας στρατηγικής, πολιτικής ωρίμανσης των μπλσεβίκων, που σύντομα εγκατέλειψαν κάποιες προβληματικές πτυχές της προηγούμενης φόρμουλας της δημοκρατικής δικτατορίας και στράφηκαν στη σοσιαλιστική επανάσταση, με τις θέσεις του Απρίλη.

Υπάρχει η... σταδιακή αντίληψη πως η επανάσταση του Φλεβάρη του 17', που γκρέμισε τον τσάρο, υλοποίησε τα βασικά αστικοδημοκρατικά καθήκοντα που έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη, οδηγώντας ταχύτατα στην ωρίμανση των συνθηκών για το πέρασμα στο επόμενο επαναστατικό στάδιο.

Καθώς επίσης και το τροτσκιστικό σχήμα της διαρκούς επανάστασης και της γρήγορης μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής φάσης της σε σοσιαλιστική, αφού δε χωρίζονται με σινικά τείχη αλλά κατά μία έννοια αλληλοπροϋποτίθενται (τα καθήκοντα της α/δ επανάστασης δεν μπορούν να υλοποιηθούν πλήρως, παρά μόνο στην επόμενη, σοσιαλιστική φάση). Ένα σχήμα που προέβλεπε και μετατροπή της εθνικής επανάστασης σε παγκόσμια, αλλά... την πρόδωσε η σταλινική γραφειοκρατία και βασικά η... σταλινική πραγματικότητα, αφού το επαναστατικό κύμα ηττήθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία). Χώρια ότι ο Τρότσκι θυμήθηκε πολύ αργότερα αυτό το σχήμα και την υπεράσπισή του, στα χρόνια της εσωκομματικής διαπάλης μετά το θάνατο του Λένιν, κι όχι κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, σαν να ήταν οδηγός για δράση.

Συναντάμε επίσης συχνά την άποψη πως η Οχτωβριανή ήταν η τελευταία αστική επανάσταση στην Ευρώπη, που έφερε σε πέρας καθήκοντα α/δ χαρακτήρα, που δεν μπορούσαν να επιλυθούν αλλιώς. Κάτι που θυμίζει από την ανάποδη ίσως το επιχείρημα πως η Ελλάδα είναι η τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης -αν και η αυθεντική Σοβιετία δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλιστική, τελικά. Και το ωραίο (;) της υπόθεσης είναι πως μπορεί να τα ακούσεις πολλές φορές από τα ίδια ακριβώς στόματα, όπως και το εξής δίπολο: Η ΕΣΣΔ αντικατέστησε εν μέρει τον καπιταλισμό, που δε γνώρισε ποτέ η Ρωσία, σαν αστική επανάσταση. Αλλά παρέμεινε αυταρχική κι αντιδημοκρατική, ακριβώς γιατί παρέκαμψε το καπιταλιστικό στάδιο της εξέλιξης, την αστική δημοκρατία, που θα εκπαίδευε διαφορετικά τις μάζες, κοκ. Σαν το σχήμα για τη μετασταλινική ΕΣΣΔ, όπου είχε ήδη παλινορθωθεί ο καπιταλισμός, σε αντίθεση με τη σημερινή Ρωσία, που δεν μπορούμε να απαντήσουμε θετικά αν είναι καπιταλιστική ή κάποιο υβρίδιο -και μη χειρότερα.

Μην ξεχάσουμε επίσης τη σύγχρονη μεταβατική ανάγνωση από το πρίσμα -και συγκεκριμένες σκοπιμότητες- της σημερινής συγκυρίας, ότι ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης δεν προέκυψε αυτόματα, αλλά αναδείχτηκε μέσα από μη σοσιαλιστικά, μεταβατικά αιτήματα για γη, ειρήνη, κοκ. Με άλλα λόγια ήταν ένα άθροισμα απλώς αστικών μεταρρυθμίσεων και του αγώνα για την ικανοποίησή τους.

Εν κατακλείδι.
Ο χαρακτήρας της Οχτωβριανής επανάστασης ήταν... σπαθί, τζιμάνι παιδί, σοσιαλιστικός, που καθορίστηκε συνειδητά από την επαναστατική πρωτοπορία των μπολσεβίκων και τον προσέγγισαν ψηλαφητά κι από την ίδια τους την πείρα ευρύτερες μάζες που συνδέθηκαν οργανικά με τον αγώνα των μπολσεβίκων.

Η στάση κάθε πολιτικής δύναμης απέναντι στο χαρακτήρα της ΕΣΣΔ και την ίδια την Οχτωβριανή Επανάσταση είναι κλειδί κι ασφαλές κριτήριο για το χαρακτήρα του συγκεκριμένου χώρου. Αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ανάρτηση...

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Όταν μεγαλώσω...

Λες όταν μεγαλώσουμε να γίνουμε όλα όσα κατακρίνουμε;
Λες πχ να φτύνουμε στο δρόμο, μπροστά σε άλλους, για να μας "καμαρώσουν"; Να λέμε για τους νέους του μέλλοντος πως δεν είναι όπως εμείς στα χρόνια μας; (Καλά αυτό ήδη το κάνουμε ως ένα βαθμό). Λες να πάρουμε τα κουσούρια των γονιών μας, και να αντιγράψουμε ασυνείδητα αυτό που μισούμε; Να σαπίζουμε στον καναπέ -καλά αυτό το κάνουμε ήδη ως ένα βαθμό- ή μπροστά σε μια οθόνη -αυτό και αν το κάνουμε; Να γκρινιάζουμε μόλις ανέβει το θερμόμετρο πάνω από 25 βαθμούς ή όταν πέσει κάτω από τους δέκα; Και να είναι ο καιρός το πιο σημαντικό θέμα που μας απασχολεί, αντί το πώς θα σταθούμε στο ύψος των καιρών μας; Λες όταν μεγαλώσουμε να μικραίνουμε από τα κουσούρια που κουβαλάμε από μικροί και μεγαλώνουν μαζί μας; Λες να αρχίσουμε να λέμε κι εμείς "σχολειά" (ο τόνος στο "α"), "καφενέδες" και "ποδάρια";

Λες όταν μεγαλώσουμε να γίνουμε αυτό που σιχαινόμαστε; Αυτό που φοβόμαστε και κατακρίνουμε; Όχι πως τώρα είμαστε μικροί. Ούτε ως μέγεθος ούτε ως ιστορία και διαδρομή που κουβαλάμε πίσω μας -ιδίως αν το δεις συγκριτικά, στα χρόνια της αντεπανάστασης, που συρρίκνωσε μαζικά το κίνημα φιλοδοξώντας να γράψει τον επίλογο της ιστορίας. Αλλά όταν ωριμάσουμε πολιτικά και μεγαλώσει το μπόι μας, το πολιτικό μας βάρος, η απειλή που θα νιώθει το σύστημα από τη δράση μας.

Λες να γίνει δεύτερη φύση η εξουσία, συνήθεια που μένει σα γλίτσα πάνω μας, αφήνοντας πίσω την μπόχα και τα ελαττώματά της; Λες να κολλήσει πάνω μας τη σκουριά της η γηραλέα ρεφορμοστική σκέψη, με τη μίζερη ροπή της στο συμβιβασμό, τα φτιασιδώματα και την υποκρισία; Λες αντί για το κράτος να απονεκρωθεί η λειτουργία των συμβουλίων (σοβιέτ), η ζωντανή πολιτική κουβέντα και ο γόνιμος προβληματισμός; Να μας νικήσει η αναπόφευκτη, νομοτελειακή τάση για συγκεντρωτισμό, καταπλακώνοντας τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις μας; Λες να λυγίσουμε από το μεγάλο βάρος των απαιτήσεων και να λυγίσουμε; Να φωλιάσει μέσα μας ο φόβος, οι ταλαντεύσεις, οι ταλαντεύσεις κι η αναποφασιστικότητα; Ή τάση για συμβιβασμό και πισωγυρίσματα; Λες να συνεχίσουν να μας καθορίζουν τα πολιτικά παιδικά μας χρόνια κι η (επαναστατική) ανωριμότητας της κατάστασης; Να βρούμε μπροστά μας τα παιδικά μας "τραύματα" αντί να μάθουμε να λύνουμε καινούρια και σύνθετα προβλήματα;

Φυσικά και μπορεί να γίνουν αυτά, ως ένα βαθμό. Ίσως συμβούν κι όλα μαζί. Κανείς μας δεν είναι άτρωτος σε ό,τι μας απειλεί και μας διαβρώνει ύπουλα και αθόρυβα, κι αυτό είναι (φυσιο)λογικό εν μέρει. Μια φυσιολογική αντίδραση στην επανάσταση που μας βγάζει έξω από την "κανονικότητα", τη μίζερη, "κανονική" ροή των πραγμάτων, από όσους μένουν γαντζωμένοι σε αυτήν. Κι η δύναμη της συνήθειας είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της νιότης του κόσμου, ανεξάρτητα από την ηλικία μας.

Γι' αυτό πρέπει να ετοιμαζόμαστε από σήμερα, να εξουδετερώνουμε κάθε στραβό εν τη γενέσει του, προτού γιγαντωθεί μαζί μας. Ούτως ώστε την κρίσιμη στιγμή, να μην είμαστε απλώς έτοιμοι, αλλά ψηλότερα από τον πήχη των περιστάσεων.

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Πάντα θα υπάρχουν λόγοι να (μην) πολεμήσει κανείς

Επειδή οι καιροί είναι πονηροί και κάποια πράγματα παρερμηνεύονται, η σημερινή ανάρτηση είναι ένα απόσπασμα από κάτι που τυχαίνει να διαβάζω αυτόν τον καιρό (ο Φιντέλ μιλάει για τον Τσε) και μου φάνηκε ενδιαφέρον και διαχρονικό -για να μη μείνει κενή η ημέρα, χωρίς κείμενο. Δεν υπάρχουν πονηρές προεκτάσεις για το επίμαχο θέμα της σχέσης με το ΚΚ Κούβας, που ίσως εξεταστεί κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον, στην κατάλληλη συγκυρία.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Τσε, ο Φιντέλ ανακοινώνει στο λαό της Κούβας την έκδοση του ημερολογίου και των σημειώσεων που κρατούσε ο Τσε στο αντάρτικο της Βολιβίας, ενώ επί της ευκαιρίας βάζει στο στόχαστρο το Μόνχε (τον τότε ΓΓ του ΚΚ Βολιβίας, που πολύ σύντομα διασπάστηκε) και όσους θεωρούσαν τυχοδιωκτική τη δράση και την τακτική του Γκεβάρα. Μιλάμε εξάλλου για μια περίοδο, κατά την οποία το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα αντιμετώπιζε σοβαρά στρατηγικό προβλήματα -που εκδηλώθηκαν την ίδια χρονιά μεταξύ άλλων και με την εμφάνιση του ευρωκομμουνισμού.

* * *

Μεταξύ αυτών που ίσως ενδιαφέρονται να παραμείνει το ημερολόγιο αδημοσίευτο συγκαταλέγονται κι οι ψευδοεπαναστάτες, οι καιροσκόποι και κάθε είδους απατεώνες. Οι άνθρωποι αυτοί αυτοαποκαλούνται μαρξιστές, κομμουνιστές και δίνουν στον εαυτό τους πολλούς άλλους παρόμοιους τίτλους. Δε δίστασαν, ωστόσο, να αποκαλέσουν τον Τσε έναν τυχοδιώκτη που παρερμηνεύτηκε ή, με έναν πιο ήπιο χαρακτηρισμό, έναν ιδεαλιστή του οποίου ο θάνατος σηματοδοτεί το κύκνειο άσμα του ένοπλου επαναστατικού αγώνα στη Λατινική Αμερική. "Αν ο ίδιος ο Τσε", λένε, "ο μεγαλύτερος εκφραστής των ιδεών αυτών και ένας έμπειρος αντάρτης πολεμιστής, πέθανε στον αντάρτικο αγώνα και το κίνημά του απέτυχε να απελευθερώσει τη Βολιβία, τότε φαίνεται πόσο λάθος έκανε!" Πόσοι από αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους χάρηκαν με το θάνατο του Τσε και δεν ντράπηκαν καθόλου στη σκέψη ότι η στάση και τα επιχειρήματά τους συμπίπτουν απόλυτα με αυτά του ιμπεριαλισμού και των πιο αντιδραστικών ολιγαρχιών!

Έτσι λοιπόν δικαιολογούν τον εαυτό τους. Και έτσι δικαιολογούν και τους ύπουλους ηγέτες τους, οι οποίοι σε μια δεδομένη στιγμή δε δίστασαν να εμπλακούν σε έναν ένοπλο αγώνα, με την πρόθεση -όπως θα αποκαλύπτονταν στη συνέχεια- να καταστρέψουν τα αντάρτικα αποσπάσματα, να βάλουν τροχοπέδη στην επαναστατική αντίδραση και να επιβάλουν τα δικά τους ξεδιάντροπα και γελοία πολιτικά σχέδια, διότι ήταν απολύτως ανίκανοι να ακολουθήσουν οποιαδήποτε άλλη γραμμή. Έτσι δικαιολογούν παραπέρα και αυτούς που δε θέλουν να πολεμήσουν, που δεν πρόκειται ποτέ να πολεμήσουν για το λαό και την ελευθερία του. Έτσι δικαιολογούν, τέλος, αυτούς που έχουν μετατρέψει τις επαναστατικές ιδέες σε μια καρικατούρα και που τις καθιστούν ένα είδος δόγματος-ναρκωτικού για τις μάζες, χωρίς περιεχόμενο και χωρίς κανένα μήνυμα, αυτούς που έχουν μετατρέψει τις οργανώσεις λαϊκού αγώνα σε όργανα συμφιλίωσης με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εκμεταλλευτές, καθώς και αυτούς που συνηγορούν υπέρ πολιτικών που δεν έχουν καμία σχέση με τα γνήσια συμφέροντα των υποδουλωμένων λαών αυτής της ηπείρου.

Ο Τσε αντιμετώπιζε το θάνατό του ως κάτι φυσικό και ενδεχόμενο στην πορεία της διαδικασίας. Κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια, ειδικά στα τελευταία του κείμενα, να τονίσει ότι η πιθανότητα αυτή δε θα ήταν εμπόδιο στην αναπόφευκτη πορεία της λατινοαμερικάνικης επανάστασης. (...).
Ο Τσε θεωρούσε τον εαυτό του στρατιώτη της επανάστασης και δεν τον απασχολούσε αν θα επιζούσε. Αυτοί που βλέπουν το αποτέλεσμα του αγώνα στη Βολιβία ως ένδειξη της αποτυχίας των ιδεών του, μπορούν με την ίδια υπεραπλούστευση να αρνηθούν την ισχύ των ιδεών και των αγώνων όλων των μεγάλων προδρόμων και στοχαστών της επανάστασης. Στους τελευταίους συμπεριλαμβάνονται βέβαια και οι ιδρυτές του μαρξισμού, που δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν οι ίδιοι τον άθλο και να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τους καρπούς των τίμιων προσπαθειών τους.

(...)

Από τος 26 Ιουλίου του 1953 -ημέρα επίθεσης εναντίον του στρατοπέδου Μονκάδα στο Σαντιάγο ντε Κούβα- μέχρι και τις 2 Δεκεμβρίου του 1956 -ημέρα προσάραξης του σκάφους Granma- ο επαναστατικός αγώνας της Κούβας έδινε την εντύπωση σε πολλούς ότι δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας, με αντίπαλο μάλιστα έναν μοντέρνο και καλά εξοπλισμένο στρατό. Η δράση μιας χούφτας πολεμιστών αντιμετωπιζόταν σαν μία χίμαιρα ιδεαλιστών και ονειροπόλων, "οι οποίοι απατώνταν οικτρά". Δυστυχώς, τα απαισιόδοξα αυτά προαισθήματα επιβεβαιώθηκαν φαινομενικά, όταν το άπειρο αντάρτικο απόσπασμα ηττήθηκε συντριπτικά και τράπηκε σε ολοκληρωτική φυγή από τους στρατιώτες του Μπατίστα στις 5 Δεκεμβρίου του 1956. Χρειάστηκαν ωστόσο μόλις 25 μήνες, για να αναπτύξουν τη δύναμη και την εμπειρία που ήταν αναγκαίες για την εξολόθρευση του ίδιου στρατού.

Πάντα θα υπάρχει μια πληθώρα δικαιολογιών, για να μην πολεμήσει κανείς, σε κάθε εποχή και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Το να μην πολεμά κανείς, ωστόσο, είναι και ο μοναδικός τρόπος απώλειας της ελευθερίας. Ο Τσε δεν έζησε τόσο όσο και οι ιδέες του, πρόσφερε ωστόσο το αίμα του ως λίπασμα για αυτές. Από την άλλη πλευρά, είναι σίγουρο ότι οι ψευδοεπαναστάτες κριτές του, με όλη την πολιτική τους ανανδρία και την αιώνια έλλειψη δράσης, θα ζήσουν πολύ περισσότερο από την απόδειξη της ίδιας τους της ανοησίας.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Όσο με πληγώνεις...

Ας κλείσουμε πρώτα με τα ελαφρά θέματα -πχ την "Ελαφριά Ταξιαρχία" που εκκρεμούν, για να πιάσουμε αργότερα τα πιο σοβαρά -πχ τις "Ερυθρές Ταξιαρχίες" και τους υποστηρικτές τους.

ΠΡΩΤΟ ΗΜΙΧΡΟΝΟ

Η συντριβή της Μπαρτσελόνα από την Παρί την ημέρα του Βαλεντίνου ήταν το καλύτερο δώρο για αρκετούς, που βρήκαν πάτημα να ξεσαλώσουν, εκδηλώνοντας την αντεστραμμένη αγάπη τους (δηλ μίσος) για τους μπλαουγκράνα.

-Δεν ήξερα μέχρι χτες πως υπάρχουν τόσο πολλοί μη δεξιοί, που να είναι φόλα αντι-Μπάρτσα,
μου είπε ένας σφος τουιτεράς, κι είχε απόλυτο δίκιο.
Ο αντι-μπαρτσελονισμός είναι η νέα εναλλακτική μόδα, που ξεκινά από ένα υγιές αντανακλαστικό κόντρα σε κάτι που γίνεται κυρίαρχο, (άρα) κατεστημένο, αλλά βασικά στηρίζεται στον -όχι και τόσο υγιή- ετεροπροσδιορισμό, όχι από το φαινόμενο αυτό καθαυτό αλλά από την κουβέντα και τον ντόρο που στήνεται γύρω από αυτό, την ατμόσφαιρα και τις υπερβολές που το συνοδεύουν.

Όταν βλέπεις πχ το Μέσι να κάνει μια απλώς καλή ενέργεια κι ο εκφωνητής ουρλιάζει μες στα αυτιά σου, σαν να είδε μόλις την ντρίπλα του αιώνα, σου 'ρχεται αυθόρμητα ένα "δε γαμιέσαι κι εσύ και ο Μέσι" -και η Μπάρτσα κι η μόδα της, προφανώς. Αυτό είναι θεμιτό και ανήκει στην "ιδεολογία" του ποδοσφαίρου, που είναι κομμάτι της γοητείας του, το αλατοπίπερο της πραγματικότητας, που συχνά όμως αλλοιώνει τη γεύση και την εικόνα της. Η απέχθεια για τον (κάθε) Μπακόπουλο και τις υστερικές του αντιδράσεις καταλήγει να σκεπάζει την ουσία και το θέαμα, όπως η απέχθεια για τη μόδα της Μπαρτσελόνα και τους όψιμους "οπαδούς" της -που αύριο θα υποστηρίζουν κάτι άλλο- καταλήγει να αποκρύπτει την "εναλλακτική" αντι-Μπάρτσα μόδα, που είναι εξίσου ρηχή κι ανώριμη στάση. Κι έτσι στο τέλος χάνεται η αγνή, πρωτογενής χαρά που μπορεί να προσφέρει το παιχνίδι και ομάδες που το φτάνουν στα ανώτατα όριά του, ανάγοντάς το σε τέχνη, όπως η Μπαρτσελόνα των τελευταίων χρόνων (πιθανότατα ό,τι καλύτερο έχει δει ο μέσος φίλαθλος στον αιώνα που διανύουμε).

Μια ενδιάμεση, παρεμφερής στάση είναι η συζήτηση για τα αίτια της παρακμής και πότε άρχισε να στραβώνει το πράγμα, που περιλαμβάνει απογοητευμένους οπαδούς, που θυμίζουν πότε λιγόψυχους ριψάσπιδες που κρύβονται στα δύσκολα και πότε κοψοχέρηδες, που όλο σιχτιρίζουν και όλο το ίδιο στηρίζουν (ΠαΣοΚ, Σύριζα, Μπάρτσα. Τι, θες να νικήσει ο Κούλης και η Ρεάλ;).

Πιο πολύ όμως αυτή η κουβέντα θυμίζει εκείνο το είδος της ιδεολογικής καθαρότητας που γίνεται εν είδει πλειοδοσίας, για να νικήσει ο πιο σκληροπυρηνικός που θα βρει τη ρίζα του κακού στο απόγειο της παρακμής ή ακόμα πιο πριν, στα πρώρα, αρχικά στάδια -όταν κανείς άλλος δεν ήταν διορατικός για να το καταλάβει, όπως αυτός.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση πχ δε στράβωσε το 56' με το εικοστό συνέδριο ούτε το 28' που έφυγαν τον Τρότσκι, ούτε σε κάποιο άλλο πολλαπλάσιο του 14' -που το φορούσε ο Κρόιφ (τίποτα δεν είναι τυχαίο) αλλά την ενδέκατη μέρα (11η, εντεκάδα, ΤΥΧΑΙΟ;), αμέσως μετά τις δέκα που συγκλόνισαν τον κόσμο.
Σαν τις συζητήσεις στις παρέες παλιών ροκάδων-μεταλλάδων για τα συγκροτήματα που ξεπουλήθηκαν αμέσως μετά τον πρώτο τους ελπιδοφόρο δίσκο -πού είσαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος.

Μια άλλη κατηγορία είναι οι βαρύγδουπες κρίσεις για τον κύκλο που έκλεισε, που επαναλαμβάνονται σαν φαύλος κύκλος μετά από κάθε αποτυχία κι είναι σαν τις συζητήσεις στα καθ' ημάς και τους διανοούμενους-φωστήρες που ανακαλύπτουν κάθε τόσο ένα καινούριο στάδιο στον καπιταλισμό -μετά τον ιμπεριαλισμό- που τόσα χρόνια μετά από την πρώτη ανακάλυψή του, λογικά έχει παλιώσει τόσο που θα έπρεπε να αντικατασταθεί από κάτι ακόμα νεότερο (αλλά αυτό δεν μας το έχουν πει ακόμα, μέχρι να δικαιωθεί η πρώτη ανακάλυψη).

Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη ποτέ δεν είναι κυκλική -ούτε καν στη φύση- και προχωρά με ζιγκ-ζαγκ και διαλεκτικές σπείρες -που συνωμοτούν ενάντια στις απλοϊκές ερμηνείες και τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας. Κι αν ψάχνουμε να βρούμε οπωσδήποτε στάδια, αυτά είναι δυο: το παλιό "Λες Κορτς", που δε χωρούσε τα πλήθη που συνέρρεαν να θαυμάσουν την ομάδα των πέντε Κυπέλλων και το νέο Καμπ Νου που φτιάχτηκε για αυτό ακριβώς και σημαίνει αυτό ακριβώς στα καταλανικά: νέο γήπεδο. Δηλαδή νέο στάδιο. Μόνο που δε μας λέει η μετάφραση αν είναι απλά νέο ή το ανώτατο...

Ναι αλλά ποια είναι τα αίτια της κρίσης;
Αν ο Ροναλντίνιο ήταν ένα είδος προφήτη και προοίμιο, σαν την επανάσταση του 1905 που ετοίμασε τον κόκκινο Οχτώβρη, κι η περίοδος του Γκουαρντιόλα ήταν πραγματική επανάσταση για το άθλημα, η Μπάρτσα έκτοτε πορεύεται με αυτόματο πιλότο, αναμασώντας περασμένα μεγαλεία και δάφνες του παρελθόντος, που την κάνουν να ζαλίζεται και να παραπατά (χωρίς να δίνει χρησμούς), όπως και προχτές κακή ώρα, που έχασε από μια ομάδα χωρίς ηγέτη -που τρέχει μόνη της στη Γαλλία αλλά κινδυνεύει να βγει τρίτη- και έναν προπονητή που την είχε νικήσει μόνο άλλη μια φορά στη ζωή του.

Είναι ουσιαστικά το ίδιο πρόβλημα που είχαν μεταπολεμικά κι οι Σοβιετικοί με το επιζητούμενο πέρασμα από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη. Η Μπάρτσα έχει σταματήσει να παράγει καλούς παίκτες από τα σπλάχνα της στην ακαδημία (επιστημών της ΕΣΣΔ και) της Masia. Ενώ οι αποτυχίες του Γκουαρντιόλα στο εξωτερικό δείχνουν πως δεν μπορείς να κάνεις μηχανική εξαγωγή των αρχών της επανάστασης σε άλλες χώρες, αν δεν υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες.

Το βασικό όμως είναι ότι η Μπάρτσα παίζει πια ένα παιχνίδι χωρίς αρχή και τέλος και βασικά χωρίς αρχές (όπως λέει κι ο μικρός Καίσαρης) με το οποίο μπορεί να έχανε ή να φραξιόνιζε (φραξιονισμός χωρίς αρχές, όπως τη διετία 1929-31 στο κόμμα) αλλά τουλάχιστον το υπηρετούσε πιστά, ζούσε και πέθαινε με αυτό. Τώρα ο κεντρικός σχεδιασμός υποχωρεί και δίνει χώρο στο "απόψε αυτοσχεδιάζουμε" της τριάδας των κλασικών μπροστά, Μέσι, Σουάρες και Νέιμαρ (που είναι λίγο ποζεράς σαν τον Τρότσκι, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) και σε οπορτουνιστικούς τακτικισμούς, με σαφές στρατηγικό έλλειμμα. Στο τέλος μάλλον θα βαλσαμώσουμε το Μέσι (που φτάνει πλέον στα 30) σε ένα μαυσωλείο στην πλατεία (έτσι κι αλλιώς η Ράμπλας θα γίνει κόκκινη) για να μας ξελασπώνει από το βούρκο στον οποίο θέλουν να μας ρίξουν οι δεξιοί και το αντιδραστικό προτσές της απο-Κροϊφοποίησης.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η Μπάρτσα έβαλε στοιχεία Ρεαλ-ισμού στο παιχνίδι της, για να γίνει πιο αποτελεσματική, δανείστηκε συνταγές από το αντίπαλο, ταξικό στρατόπεδο -που προφανώς δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί με τέτοιους όρους- και ξεπούλησε την ψυχή της στο διάβολο της σκοπιμότητας. Ουσιαστικά δηλαδή έχει πεθάνει προ πολλού, παρά κάποιες πρόσκαιρες επιτυχίες που μας ξεγελάνε (το Τσου-Λου του 15', η βόλτα του Γκαγκάριν στο διάστημα, κτλ) και ίσως να φτάνει στο σημείο που η περίοδος της στασιμότητας θα οδηγήσει σε ιστορικά πισωγυρίσματα, χειρότερα κι από τις τεσσάρες που σηματοδοτούν το τέλος ενός κύκλου ή μάλλον μιας διαλεκτικής σπείρας (πχ η τεσσάρα από τη Μίλαν στην Αθήνα κι από την Μπάγερν το 13').

Για να παραφράσω ένα γνωστό τσιτάτο, η επανάσταση της Μπάρτσα ή θα είναι ολοκληρωτική -σαν total football και total socilism- ή δε θα υπάρχει και θα εκφυλιστεί.
Η Μπάρτσα απέχει πολύ βέβαια από το να είναι ΚΚΕ, Σοβιετία ή επανάσταση -και "όλοι" ξέρουμε πως βασικά ξεπουλήθηκε μετά τους πρώτους δίσκους της.
Αλλά για να παραφράσω και τον Κάππο, ο χυδαίος αντι-μπαρτσελονισμός είναι κάτι σαν ντροπαλός αντικομμουνισμός.

Ο οποίος Κάππος ήταν λέει Απολλωνιστής, κι αυτή είναι η "μεταβατική" γέφυρα για το δεύτερο ημίχρονο (μετά κι από κάποια ανάπαυλα ίσως)

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Έρωτας είναι

Έρωτας είναι... είναι... ο σύντροφος. Κι η συντρόφισσα. Χωρίς παπάκια στις καταλήξεις.
Έρωτας είναι το παπάκι του Άσιμου (χωρίς την Αλεξίου).
Έρωτας είναι η επανάσταση, αλλά όχι ως ανεκπλήρωτο απωθημένο.
Η ελευθερία, ως συνείδηση της αναγκαιότητας. Η λογική που συναντά το συναίσθημα.
Είναι το κόμμα. Αλλά κι η αντι-κουκουεδίλα ως τρόπος ζωής. Τι θα ήταν αν μας έχαναν; Ένα γκρουπουσκουλάκι τόσο δα μικρούτσικο...

Έρωτας είναι ο Ρίζος στην κωλότσεπη, ή μες στην τσάντα.
Ο πρώτος καθοδηγητής ή αυτός-ή που σου πήρε το βιογραφικό, για να δώσεις (στην οργάνωση) ό,τι πολυτιμότερο έχεις (διάθεση για προσφορά) και να το πάρεις πίσω στο πολλαπλάσιο.
Τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα σε μια πορεία (ή τα κόκκινα μάτια μετά από ένα δακρυγόνο).

Η καχεκτική, αλλά σπιρτόζα Ρόζα.
Ο Χαρίλαος στα νιάτα του, με τη στολή.
Ο Τσε. Κι ο Φιντέλ. Κι οι Κουβανοί ως λαός, όσο βαστάνε ακόμα.
Το σφυρί και το δρεπάνι, αγροτιά-εργατιά, μια φωνή και μια γροθιά (αλλά όχι τα σεξ σύμβολα των ΜΜΕ, τύπου Κρητικός αγρότης...)

Τα Λάντα, ο Τσατσένκο, οι μπάμπουσκες, ο Μίσα, η Λάικα.
Το μπάσκετ, ο Γκοσινί, η δεκαετία με τις βάτες, τα παιδικά μας χρόνια.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης (χωρίς την πολιτική Άννα Βαγενά).
Ο Χρόνης Μίσσιος μέχρι τα είκοσι. Μετά σοβαρεύεσαι και τον ξεπερνάς.
Το φαΐ κι η τσικνο-Πέμπτη (άντε να περάσει και το σημερινό, να ετοιμαζόμαστε για τα σοβαρά).

Έρωτας είναι τα βιβλία, ένα ωραίο κείμενο, η φιλοσοφία (χωρίς αμπελοφιλόσοφους της κακιάς ώρας).
Τα λάθη κι οι αδυναμίες. Κι η υπέρβασή τους.
Το εξωκοινοβούλιο για το Λαϊκό Στρώμα. (Και το ρεύμα. Κι η Τσίχλη).

Έρωτας είναι η σχέση του Μίμη Ανδρουλάκη με την εξουσία. Και του Νίκου Μπίστη για την αναθεώρηση.
Η ΕΕ και τα μνημόνια.
Οι "αντιμνημονιακοί κι η ΕΕ".
Ο φασισμός κι η φαιά (σοσιαλ)δημοκρατία.

Ένα ποτήρι νερό που το πίνεις και ξεδιψάς. Αλλά δεν είναι πως αν δεν το πιεις πεθαίνεις. Απλώς μαραίνεσαι μέσα σου και συνεχίζεις ζωντανός-νεκρός, περιμένοντας ψεύτικες ελπίδες που έρχονται.



Εντάξει, και κάτι πιο σοβαρό (το παραπάνω είναι για να σατιρίσει τη "σοβαρότητα" της γιορτής)

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο

Γενικά κι αφαιρετικά μιλώντας, οι αντικειμενικές συνθήκες αντιστοιχούν σε υλικούς όρους, το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα, σε τελική ανάλυση. Ο άνθρωπος όμως δημιουργεί πάντα την ιστορία (του), είναι το υποκείμενο και το αντικείμενό της και διαμορφώνει τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν. Η βάση επικαθορίζει το εποικοδόμημα, αλλά σε μια διαλεκτική σχέση, όπου υπάρχει κι η αντίστροφη επενέργεια.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το "αντικειμενικό" αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής και το "υποκειμενικό" στις σχέσεις στις οποίες έρχονται μεταξύ τους τα υποκείμενα που συμμετέχουν στην παραγωγή. Αλλά η βασική παραγωγική δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που απελευθερώνει πλήρως τις δυνατότητές του στην κοινωνία του μέλλοντος, εμβαθύνοντας παράλληλα στη διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις.

Η επανάσταση είναι δύσκολος στόχος -σε κάποιους φαίνεται βουνό και σε άλλους άπιαστο όνειρο αριστερής νυκτός. Είναι δύσκολο να γίνει και να επικρατήσει, κι ακόμα πιο δύσκολο να εδραιωθεί και να μακροημερεύσει, επιβιώνοντας από τα μαύρα κοράκια που θα πέσουν πάνω της, ενίοτε και από τις δικές μας γραμμές, είτε δρουν συνειδητά είτε ακούσια (πλην αντικειμενικά) ως τέτοια. Όταν συμβεί όμως, φαντάζει το πιο εύκολο και φυσιολογικό πράγμα του κόσμου κι όχι η εξαίρεση στο μίζερο κανόνα.

Πόσο αντικειμενική είναι όμως; Κατά πόσο υπακούει σε κανόνες που την καθορίζουν κι υπαγορεύουν τα βήματά της;

Η επανάσταση έχει ένα υποκείμενο -τις εξεγερμένες μάζες και την πρωτοπορία τους- κι αντικειμενικές προϋποθέσεις-συνθήκες, που οριοθετούν τη δράση τους σε ένα συγκεκριμένο φάσμα δυνατοτήτων. Κι αυτή είναι η νομοτέλεια.

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Αλλά κανείς δε μας υπόσχεται τη ζωή ως βέβαιο αποτέλεσμα κι έπαθλο του αγώνα. Πρέπει να φροντίσουμε εμείς γι' αυτό. Καμία επανάσταση δε νικάει ερήμην του υποκειμενικού παράγοντα, αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέλησή του.

Αλλά η θέληση δε φτάνει από μόνη της. Οι παλιοί σύντροφοι μάθαιναν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους, κι η πίστη τους μπορούσε να κινήσει βουνά. Εμείς σήμερα ξέρουμε πως εκτός από τη σιδερένια θέληση, χρειάζονται κι οι ευνοϊκές συνθήκες (με γκοσινικούς όρους, να μην είναι βαρύς ο αγωνιστικός χώρος, να μην έχουν φάει κάτι αηδίες τα αγριογούρουνα, κτλ). Αλλά δεν τις περιμένουμε να ωριμάσουν παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών, γιατί έτσι φτάνουμε εμείς στον πάτο του βαρελιού. Από τον οποίο, χρέος μονάχοι μας να σηκωθούμε. γιατί δε θα κινήσουν τα βουνά να μας βρουν, αν δεν πάμε εμείς σε αυτά (όπως τη δεκαετία του 40'). Αλλά δεν μπορούμε να κινήσουμε μονάχοι μας, όσο δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες...

Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι μια "διχασμένη προσωπικότητα", ώριμες κι ανώριμες συνάμα. Το επίπεδο της παραγωγικής ανάπτυξης καθορίζει αντικειμενικά το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης: σοσιαλιστικός κι επίκαιρος, όσο ποτέ. Ο σοσιαλισμός προβάλλει -κάθε φορά και περισσότερο- ως αναγκαιότητα της εποχής, αρκεί να το συνειδητοποιήσει και να τον διεκδικήσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Που όμως δεν είναι αμιγώς υποκειμενικός ή μάλλον έχει κι έναν αντικειμενικό παράγοντα, που δεν εμφανίζεται κατά παραγγελία, σύμφωνα με τη θέλησή μας. Είναι η επαναστατική κατάσταση, η αδυναμία της αστικής τάξης, η ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση των μαζών. Η οποία όμως, με τη σειρά της, κάθε άλλο παρά άσχετη είναι με τη δράση της οργανωμένης πρωτοπορίας.

Ο αναλυτικός ορισμός του Βλαδίμηρου δείχνει τη διαλεκτική σύνδεση υποκειμενικου κι αντικειμενικού παράγοντα. Οι από πάνω να μην μπορούν κι οι από κάτω να μη θέλουν πια να κυβερνηθούν, όπως πριν.

Δεν αρκεί να μη θέλουν οι από κάτω. Αλλά αν δεν εκφράζουν συστηματικά κι έμπρακτα αυτήν την εναντίωση, οι από πάνω πάντα θα μπορούν και θα βρίσκουν τρόπο να ξεπερνάνε ανώδυνα τις κρίσεις τους. Που είναι στο δικό μας χέρι να τις οξύνουμε με τη στοχευμένη, σχεδιασμένη δράση μας.

Σε επόμενο επεισόδιο/ανάρτηση, θα δούμε πώς το έπραξαν αυτό οι μπολσεβίκοι, εκατό χρόνια πριν.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Η γραμματική της επανάστασης

Οι κομμουνιστές δεν έχουν πρόταση (για το σήμερα) λέει ένα ξύλινο κλισέ, που αναπαράγεται με τη δύναμη του στερεότυπου. Η πρόταση των κομμουνιστών είναι σαφής και δεν μπαίνει για τη Δευτέρα Παρουσία, άλλο αν δε γίνεται "εδώ και τώρα", για να ικανοποιήσει τη μικροαστική μας ανυπομονησία και να διασκεδάσει το φόβο μας ότι μπορεί να φύγουμε από αυτή τη ζωή χωρίς να την έχουμε ζήσει.
Κι εγώ πότε θα γίνω μάνα; Πότε θα επαναστατήσω;

Η κύρια πρόταση των κομμουνιστών είναι η επανάσταση και συνδέεται (παρα/υπο)τακτικά με άλλες κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, που συμπληρώνουν το νόημα. Η υποτακτική σύνδεση με τις δευτερεύουσες δείχνει πως η τακτική πρέπει να υποτάσσεται στη στρατηγική, που περνάει μέσα από άλλες κύριες, στρατηγικές προτάσεις (αποδέσμευση, κοινωνικοποίηση, κτλ).

Κι από ένα βασικό σημείο στίξης, το κόμμα, που είναι όρος απαραίτητος για να φτάσουμε κάποτε στην τελεία και τον τελικό στόχο. Το κόμμα που θα οργανώσει μια σύντομη (επανα)σταση, για να πάρουμε ανάσα, από το ζυγό της καταπίεσης, και να προχωρήσουμε ορμητικά παρακάτω, σε άλλες φάσεις της οικοδόμησης.

Ανάμεσα σε δύο τελείες, υπάρχει η περίοδος, που μπορεί να περικλείει διάφορες προτάσεις, που διαμορφώνονται ευέλικτα. Αλλά δεν είναι στο χέρι μας να ορίσουμε πότε είναι επαναστατική μια περίοδος και πότε όχι. το κύριο είναι να βρισκόμαστε σε ετοιμότητα κι έτσι, όταν τελικά προκύψει, να μη βουλιάξουμε στο άγχος και το βούρκο, όπου μας τραβάνε οι δεξιοί, να μείνουμε ψύχραιμοι κι ακομπλεξάριστοι, μακριά από σύνδρομα ηττοπάθειας και κατωτερότητας στον ταξικό εχθρό, για να μπορέσουμε να αρθρώσουμε επαναστατικό λόγο, χωρίς να κομπιάζουμε και να αμφιταλαντευόμαστε στις πιο κρίσιμες στιγμές. Αρκεί να μην είναι μακροπερίοδος, με πολλές σύνθετες λέξεις, που μόνο ο Τραμπάκουλας κι ο ινστρούχτοράς του μπορούν να αφομοιώσουν, λίγο προτού πέσουν στον γκρεμό.

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις, μονοσύλλαβες (με, σε, για, ως, προς) και μη. Και με την απουσία του κόσμου, που μένει αμέτοχος, κλαίγοντας περασμένα μεγαλεία και τις μετοχές του στο χρηματιστήριο το 99'. Κι έχει συνηθίσει σε χρόνια αφωνία και στον πλάγιο λόγο, επαναλαμβάνοντας παπαγαλία ό,τι ακούει από τα δελτία ειδήσεων και τις  ασώματες κεφαλές, που τον πείθουν (;) πως οι συντάξεις είναι υπέρογκες, περιττές, μια σκέτη πρόκληση. Κι άντε να συντάξεις μετά μια ρεαλιστική πρόταση, που να γκρεμίσει τα ψέματα και την ισχύ της αστικής προπαγάνδας (και να φαίνεται "ρεαλιστική" στο έδαφός της).

Βαραίνει εξάλλου πολλές φορές κι η δική μας ελλιπής θεωρητική κατάρτιση. Γιατί κάποιοι είναι εμπειριστές και δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά με τις αφαιρέσεις και τα θεωρητικά μαθήματα. Άλλοι σκόνταφταν στο κριτήριο της πράξης και πελάγωναν στην πραγματική ζωή, έξω από τις συνθήκες εργαστηρίου. Ενώ άλλοι αντί να αφομοιώσουν τη θεωρία, παπαγαλίζουν μερικά τσιτάτα (κι αυτό είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους πιστεύουν πως οι θεωρητικές επιστήμες απαιτούν παπαγαλία και σκέτη αποστήθιση).

Κάποια σκόρπια διαβάσματα δεν αρκούν για να καλύψουν τη γενική αγραμματοσύνη ή την αυτάρεσκη ημιμάθεια (το είχε πει κι η Αλέκα, όσο ακόμα ήταν γγ) ακόμα και για τα πιο βασικά πράγματα, όπως η κυβέρνηση και ο χαρακτήρας του αστικού κράτους. Και δεν αρκούν μερικά απλά μαθήματα ή το "Αλφάβητο του Κομμουνισμού" του Μπουχάριν (και του Πρεομπραζένσκι) για να εξαλειφθεί ο "μαρξιστικός αναλφαβητισμός" εντός μας και τριγύρω μας.

Πέραν του κόμματος, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά σημεία στίξης.
Το ερωτηματικό, που δεν υποδηλώνει ροπή στον αγνωστικισμό, αλλά τη διαλεκτική σχέση γνώσης-άγνοιας, και τα ερωτήματα που πληθαίνουν μαζί με τις θεωρητικές μας κατακτήσεις.
Το θαυμαστικό, όπου δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση, για να μην οδηγηθούμε από την πίσω πόρτα στην προσωπολατρία και το θεωρητικό βαλσάμωμα των μεγάλων μορφών της επανάστασης.
Η παύλα του διαλόγου, εσωκομματικού και μη, που πρέπει να είναι ζωντανός κι εποικοδομητικός, χωρίς να επιβάλλει αποσιωπητικά, πχ για τα ευκόλως εννοοούμενα. Γιατί οι χειρότερες ήττες μας ήρθαν όταν αγνοήσαμε τα βασικά και σταμάτησε ο θρίαμβος του αυτονόητου.

Αλλά την πραγματική δομή της επανάστασης μας την αποκαλύπτει το συντακτικό: υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, που είναι ολόκληρο κεφάλαιο.
Κάποιοι δυσκολεύονται να ορίσουν το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Άλλοι το ψάχνουν στο περιθώριο της σελίδας, σαν υποσημείωση που δεν ενσωματώθηκε στο κυρίως κείμενο και τα κακώς κείμενα της αστικής κοινωνίας. Άλλοι προτιμούν να το επινοούν, άλλοι να το εννοούν και τελικά να το ξεχνάνε, προχωρώντας μπροστά χωρίς αυτό, ξεκομμένα κι αβαντγκαρντίστικα. Κι άλλοι τείνουν στις απρόσωπες μορφές έκφρασης, όπου και πάλι όμως κάτι νοείται σαν υποκείμενο, γιατί η ιστορία απεχθάνεται τα κενά.

Άλλοι πιστεύουν πως όλα αυτά είναι περιττά, ασφυκτικοί κανόνες, εξαιρέσεις, σκοτούρα σκέτη, πού να κάτσεις τώρα να σκέφτεσαι. Άλλοι πιστεύουν πως τη γλώσσα σχεδόν μας την επιβάλλουν οι αστοί για να περάσουν δια αυτής την κυριαρχία τους (ουγκ!).
Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι πώς θα περάσουμε από τον ενικό (εγώ) στον πληθυντικό (εμείς), που δε θα το βλέπουμε απλά σαν προέκταση του εαυτού μας και χώρο εκδήλωσης για υπερτροφικά "εγώ", που υποκαθιστούν το σύνολο.

Όσο για το αντικείμενο, είναι η επανάσταση, που είναι μια τέχνη, σαν τη γραφή. Και το μόνο βέβαιο είναι πως αν αποτύχει, το κόμμα θα γίνει από σημείο στίξης κατηγορούμενο, κόντρα σε κάθε λογική και συντακτικό-γραμματικό κανόνα...

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Ραγιάδες και κολίγοι

Μικρό λογοτεχνικό διάλειμμα στην κανονική ροή των αναρτήσεων με μερικά αποσπάσματα από το πρώτο μέρος της τριλογίας "οι ρίζες του ποταμού" του Ζήση Σκάρου. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο της ανάρτησης και το ιστορικό του πλαίσιο αναφέρεται στη Θεσσαλία, πριν και μετά το τέλος της τουρκοκρατίας, όπου η εθνική απελευθέρωση δεν άλλαξε τίποτα για τα φτωχά, λαϊκά στρώματα. Οι ρίζες του ποταμού αναφέρονται στο λαϊκό κίνημα και τον αγώνα του, που φουσκώνει σαν χείμαρρος και δε θα στερέψει ποτέ, όσο κι αν προσπαθούν να το εκτρέψουν σε ακίνδυνα μονοπάτια. Ενώ σε ένα άλλο επίπεδο, βρίσκουμε τις ρίζες αρκετών ελληνικών επιθέτων, όπου η μακραίωνη συνύπαρξη με τους Τούρκους έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια (και δεν εννοώ προφανώς μόνο στις καταλήξεις -ίδης, -γλου, κτλ). Συναντάμε πχ τα παφίλια, από τα οποία φτιάχνει την καμπάνα του χωριού ένας γύφτος, και το μαϊλίκι, που ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι είναι από τα συμφραζόμενα.

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα για το μουλαλίκι, που το καταλαβαίνω ως συνώνυμο της δουλείας-δουλικότητας, και την πραγματική ελευθερία.

-Έσπασε το μουλαλίκι!
Η ελπίδα πως η επανάσταση γρήγορα θα άπλωνε, σαν καλοκαιριάτικη πυρκαγιά, σε όλο τον κάμπο, φώτισε τα συλλογισμένα πρόσωπα των ραγιάδων κι ένας συνεπαρμός χαράς κι ενθουσιασμού πλημμύρισε τα στήθια τους.

-Έσπασε το μουλαλίκι!
Ψιθυριστά ή φωναχτά και τραγουδώντας κανένα στόμα δεν έμεινε χωρίς να το πει. Το κάστρο που κρατούσε τους καραγκούνηδες σκλάβους, δίχως θέληση καμιά κι απαντοχή, έσπασε! Ο κάμπος με τους κάμπους και τα μυστικά του, άνοιξε την καρδιά του.

-Εγώ το 'λεγα. Απ' το βουνό ξεκινάει το ποτάμι, μα στον κάμπο γίνεται η πλημμύρα, είπε ο Μήλιος Τσέλιος στον Κόρακα.

(...)

Σα ν' αρχινάει τώρα, στ' αλήθεια, η επανάσταση, μου φαίνεται... ψιθύριζε ο Τσέλιος.
-Άμα έσπασε ο κάμπος φουντώνει, δεν αρχινάει, είπε ο Κόρακας... Φτάνει να 'ναι όπως τ' ακούμε...
-Τι θα πει επανάσταση πατέρα; ρώτησε ο Βασιλάκης.

-Έλα εδώ να σου πω εγώ... τον τράβηξε απ' τη φούστα του ο Κόρακας και τον κράτησε στις χούφτες, ανάμεσα στα γόνατά του. Επανάσταση θα πει... Είδες τη μάνα σου πώς πυργώνει τα ξύλα ν' ανάψει το τζάκι; Να, τι θα πει επανάσταση. Φωτιά! Εκείνη π' ανάβει η μάνα σου να βράσει το τσουκάλι, είναι μια μικρή επανάσταση. Η κανονική επανάσταση είναι φωτιά τρανή, ρογκάδα! Λαμπαδιάζει τον τόπο. Πρώτα έχουμε μια σπίθα, ένα μικρούτσικο καρβουνάκι. Το σκεπάζουμε με φρύγανα, βάνουμε ολόγυρα κι αποπάνω ξερά πελεκούδια και φυσάμε. Το καρβουνάκι βόσκει μέσα, τρώει τα φρύγανα και σαν πάρουν φωτιά τα προσανάμματα, ρίχνουμε ξύλα. Ρίχνουμε ρουπάκια, ρίχνουμε κούτσουρα, ολόκληρους δέντρους. Η φωτιά δρογκώνει, θεριεύει, βγάνει φλόγες και πιλαλάει μοναχή της, τρέχει μουγκρίζοντας, δε σταματάει! Καίει αγκάθια, παλιούρια, ξεράδια... Καμιά φορά παίρνει κι από κάνα χλωρό. Φωτιά είναι αυτή! Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό. Η γης είναι που δεν παθαίνει τίποτα. Φωτιά και νερό σμίγουν πάλι μέσα της και καινούργια φύτρα ξεπετάχνονται, καινούργια βλαστάρια, καθαρά και ξεδιαλεγμένα...

-Τέτοια επανάσταση είναι που άναψε στον κάμπο, μπάρμπα και λεν, έσπασε το μουλαλίκι; ρώτησε το παιδί.
-Αυτό είναι κει πέρα ένα μικρούτσικο καρβουνάκι ακόμα. Μια σπίθα που πετάχτηκε από δω απάνω, απ' τ' αγριόβουνα, από τούτες τις καψάλες. Θα πάρει φωτιά;

-Είναι να ρωτάς, καπετάνιο; μίλησε ο Τσέλιος.
-Δε ρωτάω. Η συλλοή με κάνει... (...) Τη σκέφτομαι [την επανάσταση] και λέω: Τάχα είναι η επανάσταση τόυτο ή τσακμάκισαν μια ίσκα κι όπου πέσει; Κι η φωτιά θέλει νοικοκύρεμα...

-.-.-

Στο δρόμο τα 'μαθε τα μαντάτα:
-Λευτεριά καπετάνιο, λευτεριά! του φώναξε κάποιος παλιός αντάρτης που γύριζε στο χωριό του.
-Πού 'ν' την, μωρέ;
-Θα μας τη δώσουν οι Δυνάμεις! Μαζώχτηκαν, λέει, όξω στη Φραγκιά κι είπαν να φύγει ο Τούρκος απ' τα μέρια μας...
-Ουχού... έκανε ο Κόρακας. Ξεσβερκιάστηκες ζαλικωμένος νυχτοήμερα το ντουφέκι και δεν έμαθες ακόμα πώς έρχεται η λευτεριά;
-Όπως και να 'ρχεται Θανασό, τούτη τη φορά φαίνεται σώθηκαν τα ψέματα. Η Τουρκιά τηράει να γλιτώσει την κάπα της...

-Και πότε θα φύγουν οι αγάδες;
-Σ' ένα μήνα, σε δύο... Τόσα χρόνια πέρασαν, ας περάσουν και δυο μήνες. Μαθημένοι είμαστε εμείς... Ύστερα να συνταιριαστούμε κιόλας λίγο, Θανασό! Ξεσκιζάδες κι ακούρευτοι, πώς θα την καλωσορίσουμε τη Λευτεριά! Τώρα άρματα, είπαν, και πιλάλες δε χρειάζονται. Να πάμε στα σπίτια μας!
-Γιατί, ντρέπεται να μας δει έτσι που 'μαστε η λευτεριά;

Άμα έρθει η Λευτεριά, χαντακωμένε, και μας βρει ξαρμάτωτους, χωρίς ετούτο που την έφερε, είπε ο Κόρακας, ταρακουνώντας το ντουφέκι που κρεμόταν στον ώμο του, πάει πάλι, πέταξε! Πού να πέσει μες στους λύκους. Τέτοιοι αντρειωμένοι, θα πει, είστε σεις που με κράζετε; Ποιος θα με στηρίξει;

-.-.-

-Τι καπετάνιος ήταν ο πατέρας σου;
-Καπετάνιος με τους αντάρτες, όταν ήταν οι Τούρκοι.
-Γιατί τον έχουν φυλακή;
-Γιατί είπε πως δεν ήρθε ακόμα η λευτεριά.
-Και τι φταίει ο πατέρας σου!
-Δε θέλουν να το λέμε.
-Ποιο;
-Πως δεν ήρθε η λευτεριά.
-Τι είναι λευτεριά;
-Τι είναι λευτεριά; Δεν ξέρεις τι είναι λευτεριά; Λευτεριά είναι... έκανε ο Κυριάκης και κάθισε χαμηλά στη ράχη. Λευτεριά είναι... Ο επιστάτης παίρνει στ' αλώνι γέννημα από σας για τον αφέντη;
-Παίρνει, είπε ο Κίτσος, πέφτοντας και κείνος πλάι του.
-Ε, άμα ήταν λευτεριά, δε θα είχαμε αφεντάδες.
-Ποιος θα μας έδωνε, τότε, χωράφια να σπείρουμε;
-Δικά τους είναι τα χωράφια; Πού τα βρήκαν; Τα δούλεψαν ποτές; Τα δούλεψαν;

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Αυτή η Ανάσταση καθόλου δε μ’ αγγίζει

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Να το, το βλέπω να έρχεται…

-Επ…
-Έλα, λίγο ακόμη…
-Επ…
-Κι άλλο λίγο…
-Επ…
-Τίποτα, τίποτα, δεν το σταματά.
Καλή επ-ανάσταση.

Να το! Αναπόφευκτο σα νομοτέλεια.


Δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάποιος σύντροφος, ενσαρκώνοντας το σύνθημα “η φαντασία στην εξουσία”, (μόνο που η εξουσία φθείρει τα πάντα όπως θα ξέρεις), που να μην κρίνει σκόπιμο να σε καταπλήξει με κάτι τόσο πρωτότυπο, αυτές τις μέρες, όπως η παραπάνω ευχή. Αλλά αν η επανάσταση καταργεί τη δύναμη της συνήθειας, της αδράνειας, κι ό,τι φαινόταν ως τώρα αναγκαίο και αιώνιο, αν αποτελεί την πιο πλούσια συμπύκνωση της ανάγκης που γίνεται ιστορία, αν είναι το πιο πρωτότυπο γεγονός (θα έλεγα και συμβάν, αλλά ας μην μπλέξουμε με τον Μπαντιού και την ορολογία του) που δεν μπαίνει σε καλούπια… δεν υπάρχει πιο χιλιοφορεμένο, τετριμμένο καλούπι, πιο αναμασημένο και προβλέψιμο κλισέ από αυτή την ευχή: καλή επ-ανάσταση! Ούτε καν δηλ λαός επ-ανέστη, έτσι για μια αλλαγή.

Λες και μπορεί να υπάρξει και κακή επανάσταση (δηλ αντεπανάσταση). Είναι σαν τον πλεονασμό στην “καλή τύχη” που ευχόμαστε πολλές φορές στα δικά μας πρόσωπα, πριν από μια δοκιμασία. Αν και η τύχη μπορεί να είναι κακή (κακοδαιμονία), ου μην και ανήθικη. Γιατί όπως έγραφε ο φασίστας Τσιάνο (ο υπουργός εξωτερικών του Μουσολίνι) στο ημερολόγιό του για μια ευνοϊκή συγκυρία στον ισπανικό εμφύλιο: η τύχη δεν είναι ένα τρένο που περνάει κάθε μέρα την ίδια ώρα. Αλλά μια πόρνη που σου προσφέρει για λίγη ώρα τις υπηρεσίες της και μετά φεύγει για να βρει άλλον πελάτη… Κάτι αντίστοιχο δηλ με την περίφημη φράση του (προπονητή) Όσιμ για την πόρνη μπάλα. Θεά (Τύχη) η μία, (στρογγυλή) θεά κι η άλλη, μπορεί να έχουν θέσεις δίπλα-δίπλα, στο Πάνθεον.

Ο Καμί έλεγε βέβαια πως το ποδόσφαιρο του δίδαξε όλα όσα είχε μάθει στη ζωή του περί ηθικής. Αλλά δεν είναι τυχαίο που όσοι μπλέκουν στα δίχτυα της στρογγυλής θεάς, ή αδυνατούν να τη στείλουν εκεί, τη θεωρούν πρόστυχη και άτιμη, σαν την κοινωνία (εικόνα σου είμαι και σου μοιάζω). Η ζωή από την άλλη, είναι ένας αγώνας διαρκείας, που σπανίως έχει παρατάσεις (κάτι σαν δυαδική εξουσία) και συνηθίζει να σε στήνει στα 11 μέτρα για εκτέλεση της εσχάτης των ποινών (πέναλτι). Το βασικό όμως είναι να πάρεις την τύχη στα χέρια σου ή έστω στα πόδια σου, αλλιώς θα μένουμε πάντα με το παράπονο και θα χάνουμε άνευ αγώνα. Ενώ η ζωή είναι ένας αγώνας χωρίς τέλος, είτε για επιβίωση, είτε για πιο σύνθετα πράγματα, άσχετα αν δε μας εγγυάται κανείς πως θα έχει χάπι εντ.

Όσοι υπομένουν αγόγγυστα το Γολγοθά και περιμένουν να κλείσει φέτος η επταετία της κρίσης και των παχιών αγελάδων, για να ξεκινήσει αυτομάτως η ανάκαμψη, είτε ομνύουν στην ιερή αγελάδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (προσμένοντας άμεσα οφέλη) είτε θα δουν το τρένο της να περνάει από πάνω τους κι από τα εργασιακά τους δικαιώματα, ψάχνοντας να βρουν τι τους χτύπησε.

Το πιο φοβερό πάντως είναι η ακατανίκητη ανάγκη του κόσμου να πιστέψει σε κάτι και να βρει ένα σωτήρα που θα το λυτρώσει από το Γολγοθά του, να τον πιστέψει ως Μεσσία, ακόμα κι αν ολοφάνερα δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Περίπου όπως γίνεται και στην ταινία των Μόντι Πάιθον, η Ζωή του Μπράιαν, ο οποίος (θέλοντας και μη) κηρύσσεται ως ο έχων το χρίσμα (Χριστός). Στα καθ’ ημάς, αντιθέτως, ο Αλέξης πήρε το χρίσμα δια της κάλπης, φόρεσε το “ακάνθινο στεφάνι” για 17 ολόκληρες ώρες διαπραγμάτευσης, που τον κατέστησαν συμπαθή και στην τελευταία πιστή γιαγιά, ενώ οι φρούδες ελπίδες που (ξε)πούλησε, πήγαιναν από τον Άννα στον Καϊάφα, πότε με την ΕΚΤ και πότε με το ΔΝΤ, αφού όλοι είναι φίλοι μας (κι οι Γερμανοί ακόμα) και προπαντός εταίροι.

Ενδιάμεσα βέβαια, έταξε πράγματα και θάματα, όχι τόσο με την έννοια της παροχολογίας, όσο ότι θα σκίσει το μνημόνιο, θα το αποσυνδέσει από τη δανειακή σύμβαση, θα αλλάξει τους συσχετισμούς στην ΕΕ, και στο τέλος θα περπατήσει και στην επιφάνεια της θάλασσας. Εδώ και τώρα όμως, όχι ξέρω εγώ στη Δευτέρα Παρουσία του σοσιαλισμού, όπως ευαγγελίζονται οι δογματικοί της (κομμουνιστικής) ορθοδοξίας, που αρνήθηκαν σεχταριστικά τέτοια ιστορική ευκαιρία, να ψηφίζουμε όλοι μαζί μνημόνια, και να ξεπλένουμε τη “Δεύτερη Φορά Αριστερά”.

Η κυβέρνηση της ΔΦΑ δεν πρόλαβε ή δεν τόλμησε τελικά να φέρει μες στο Πάσχα τα νομοσχέδια για ασφαλιστικό και φορολογικό, για να μην περάσει αυτή μια βδομάδα Παθών, με το λαό στους δρόμους. Δεν πειράζει, όμως. We ‘ll always have Paris. Θα έχουμε για πάντα να θυμόμαστε το τρίτο μνημόνιο μες στο 15αύγουστο.

Τη φετινή σταύρωση όμως δεν πρόκειται να την ακολουθήσει η λύτρωση, παρά μόνο νέα αντιλαϊκά μέτρα, που μπήγουν πιο βαθιά τα καρφιά της… δημοσιονομικής προσαρμογής (όπως βαφτίζεται κατ’ ευφημισμόν η τόνωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας). Και δεν υπάρχει καμία εύκολη λύση για το ποίμνιο, όσο παραμένει τέτοιο, εντός της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας. Όσο περιμένει τον καλό ποιμένα και μια άνωθεν σωτηρία, είτε αυτό το άνωθεν αναφέρεται σε μεταφυσικά όντα, είτε (ακόμα πιο μεταφυσικά) σε κάποια αστική κυβέρνηση. Η μόνη επίγεια λύση είναι η επουράνια έφοδος (κι όχι ανάληψη, με capital control, κτλ) κι η επ-ανάσταση, για να κλείσουμε όπως ακριβώς αρχίσαμε.

Τελικά το πρόβλημα με αυτήν την ευχή, καλή επ-ανάσταση, δεν είναι τόσο στο λογοπαίγνιο. Αλλά ότι μένουμε στα ευχολόγια και δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικό για να γίνουν πράξη.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Επανάσταση είναι

Επανάσταση είναι ο συνειδητός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, η αλλαγή τάξης στην εξουσία κι η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής. Τίποτα λιγότερο που να μην παίρνει υπόψη του αυτά τα δύο σημεία. Και συνάμα πολύ περισσότερα, που αφορούν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (επαναστατική κατάσταση) και τους υποκειμενικούς όρους, που δεν είναι μόνο η πρωτοπορία και το δικό της επίπεδο ωρίμανσης, αλλά κι ο μαχόμενος λαός, γιατί τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο όνομά του, ερήμην του.

Η επανάσταση δεν είναι πόλεμος ή ειρήνη, αλλά και τα δυο μαζί. Δεν είναι μόνο τα όπλα κι η στιγμή της κατάκτησης της εξουσίας, η συντριβή του αστικού κράτους, αλλά κι αυτό που θα φέρει στη θέση του, δημιουργία ενός νέου κόσμου, ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Δεν είναι ούτε πολεμικός κομμουνισμός (κατάργηση του εμπορίου με διατάγματα) ούτε... ειρηνικός κομμουνισμός, με ειρηνικό, κοινοβουλευτικό πέρασμα στην κοινωνία του μέλλοντος. Είναι ο κομμουνισμός, χωρίς άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς.

Η βίαια κατάληψη της εξουσίας δεν είναι παρά μια (διαλεκτική) στιγμή έξαρσης σε μια μακροχρόνια διαδικασία, που δε συμβιβάζεται με τη δύναμη της (αγαπο)συνήθειας, αλλά δεν είναι περιπέτεια της μιας βραδιάς, μια κι έξω, μια ξεπέτα. Η στασιμότητα την αναιρεί τη σκοτώνει, κι όταν δεν προχωρά, πισωγυρίζει και χάνει/χάνεται. Αλλά δεν είναι κεραυνοβόλα, με μια ματιά στα ξαφνικά. Θέλει σύστημα, τακτική και πολιορκία, για να πέσει ο στόχος.

Η επανάσταση μοιάζει με το μεγάλο μας έρωτα, όπου νιώθουμε γεμάτοι, δυνατοί, άτρωτοι και κάθε μέρα μετράει σαν μήνας. Μια εμπειρία ζωής, όπου υπερβαίνουμε τον εαυτό μας, τα όριά μας, και γινόμαστε ένα με το άλλο, με κάτι έξω από εμάς.

Αλλά ο έρωτας είναι τελείωση, ολοκλήρωση, εξιδανίκευση, που δε γνωρίζει ή παραγνωρίζει τα στραβά και τις αδυναμίες.
Η επανάσταση αντιθέτως είναι μια διαδικασία γεμάτη αντιφάσεις, που κινείται καθώς τις υπερνικά και προχωράει, για να σκοντάψει παρακάτω σε άλλα λάθη, με την αφηρημάδα του ερωτευμένου ή του μεγάλου επαναστάτη.

Η εξουσία δεν υποκαθιστά τον έρωτα, δεν παραδίδεται εύκολα και δεν πέφτει οικειοθελώς. Και δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι υπάρχει μία επανάσταση εκεί έξω που μας περιμένει, αν δεν τραβήξουμε εμείς για να τη βρούμε (και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι αυτό φτάνει).

Οι αποτυχημένοι έρωτες γίνονται απωθημένα, αλλά το τυφλό πάθος δεν μπορεί να σε οδηγήσει σε μια πραγματική επανάσταση, που είναι το πιο ώριμο, το πιο φυσικό και συνειδητό πράγμα, που μπορεί να δει κανείς. Οι αποτυχημένες επαναστάσεις, που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες, για να πετύχουν, λέγονται εξεγέρσεις, με εξαίρεση με αυτήν του 05' που προετοίμασε το νικηφόρο 17'.

Όσοι δεν έζησαν ποτέ καμία επανάσταση (δηλ όλοι μας) δε δικαιούνται να ομιλούν (περισσότερο απ' όσο πράττουν), παρά μόνο να κάνουν μία.
Όποιος μιλάει συνέχεια για αυτήν, δε βρίσκει παρά ένα φτηνό υποκατάστατο για να ξεγελάει τον εαυτό του και να εξασφαλίζει την (επαναστατικώ δικαίω) σωτηρία της εξεγερμένης του ψυχής, που βολεύεται.
Κι όποιος φαντασιώνεται ότι την ξεκινά ή την κάνει μόνος του, κάθε μέρα, είναι εξίσου επικίνδυνος. Κι έχει τόση σχέση με την επανάσταση, όση και τα επαναστατικά προϊόντα των διαφημιστών ή αυτό το τραγούδι της Αρβανίτη.



Είναι πολύ λογικό να θέλουμε να τραβήξουμε το (επαναστατικό) μέλλον στον καιρό μας, με το φόβο ότι δε θα το ζήσουμε ποτέ, αλλά αυτό δε μας απαλλάσσει από την ευθύνη να σκεφτούμε σοβαρά πώς μπορεί να συμβεί αυτό στην πραγματική ζωή και όχι στη φαντασία μας που ανεβαίνει μόνη της στην εξουσία και πιάνει το Μάη (του 68') ενώ απέχει πχ από την πορεία της Πρωτομαγιάς.

Η επανάσταση δεν είναι μόνο η τέχνης της επικράτησης, πώς να νικήσεις σε ένα παιχνίδι, αλλά πώς να αλλάξεις τους κανόνες του, τον τρόπο που παίζεται κι επιβάλλεται ασυνείδητα αλλά καθολικά.

Σε κάθε περίπτωση το να ζεις ή να κάνεις μια επανάσταση, είναι πολύ προτιμότερο απ' το να γράφεις για αυτήν. Κι έτσι ο Βλαδίμηρος άφησε στη μέση το Κράτος κι Επανάσταση και μας άφησε χωρίς βασικές απαντήσεις.

Αλλά η επανάσταση δε θα γίνει σύμφωνα με τις γραφές, ούτε κι ενάντια σε αυτές, παρά πλουτίζοντάς τες, γιατί συμπυκνώνει την πιο πλούσια πείρα, είναι το πιο πρωτότυπο γεγονός που δεν μπορεί να μπει σε καλούπια, αλλά ακολουθεί γενικές νομοτέλειες. Και περιμένει να τη γράψουμε στην πράξη...

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Οι επαναστάσεις του 21ου αιώνα

Αφού λοιπόν πετάξαμε την πείρα 70 χρόνων οικοδόμησης στη Σοβιετία, για να ανακαλύψουμε την κρυφή γοητεία της (καθ’ όλα ηρωικής και πρωτοπόρας) Κομμούνας (που ωστόσο δεν έφτασε τόσο μακριά όσο ο Οκτώβρης) και του ουτοπικού σοσιαλισμού, φτάσαμε στις σύγχρονες επεξεργασίες για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, πασπαλισμένες με τη θεωρητική ναφθαλίνη του (προμαρξικού) 19ου αιώνα. Σε διάκριση πάντα από τη συνολική πείρα του υπαρκτού, και σε ευθεία σύνδεση με τα πλέον προβληματικά στοιχεία ή τις αντικειμενικές καθυστερήσεις προηγούμενων τέτοιων εγχειρημάτων –πχ το προ πολλού ξεπερασμένο «δημοκρατικό στάδιο μιας (διαρκούς) επανάστασης». Κάτι που δεν μπορεί παρά να έχει επίδραση και στην αντίληψη για τη μορφή και τον τύπο των επαναστάσεων στην εποχή μας –τις αποκαλώ επαναστάσεις του 21ου αιώνα, κατ’ αντιστοιχία του είδους του σοσιαλισμού που επιδιώκουν. Κι υπό αυτό το πρίσμα επαναθεμελιώνονται (που σημαίνει βασικά ότι γκρεμίζονται εκ βάθρων και τα ήδη υπάρχοντα «σαθρά» θεμέλια) όσα είπαν σχετικά οι κλασικοί του μαρξισμού.

Αν λοιπόν οι κλασικοί έλεγαν στο κομμουνιστικό μανιφέστο πως…

Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων (ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη καταπιεστής και καταπιεζόμενος)...

…τώρα τελευταία μαθαίνουμε (ή μάλλον συνάγουμε εύκολα απ’ όσα λέγονται) πως η ιστορία όλων των μέχρι τώρα επαναστάσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των μεταβατικών κρίκων που την ετοίμασαν.

Κι αν ο Μαρξ σημείωνε στη 18η Μπρυμαίρ πως:
Οι αστικές επαναστάσεις, όπως λ.χ. οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα, βαδίζουν ορμητικά από επιτυχία σε επιτυχία, τα δραματικά τους αποτελέσματα ξεπερνούν το ένα το άλλο, άνθρωποι και πράγματα φαίνονται σα να περιβάλλονται από αστραφτερά διαμάντια, η έκσταση είναι το πνεύμα της ημέρας. Μα οι επαναστάσεις αυτές ζούνε λίγο καιρό, γρήγορα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους και μια μακρόχρονη αποχαύνωση κυριεύει την κοινωνία προτού μάθει να αφομοιώνει νηφάλια τα αποτελέσματα της ορμητικής και θυελλώδικης εποχής της. Αντίθετα οι προλεταριακές επαναστάσεις, όπως οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμου τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν' αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν:
«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!3
Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε!»

Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε για τα μικροαστικά ξεσπάσματα του 21ου αιώνα, που λογίζονται ως η τελευταία λέξη των επαναστάσεων, αλλά είναι πίσω κι από αυτές του 19ου αιώνα και κρύβονται πίσω από το τσιτάτο του Βλαδίμηρου για όσους περιμένουν να δουν μια καθαρή επανάσταση και γι’ αυτό δε θα τη δουν ποτέ, πως:

Η μικροαστική έκσταση είναι το πνεύμα της μέρας που ανυπομονεί να βαδίσει από νίκη σε νίκη και από κορυφή σε κορυφή, αλλά τελικά συμβαδίζει με σταδιακούς μετασχηματισμούς και μακρόπνοες ρεφορμιστικές διεκδικήσεις και ζει λίγο, φτάνοντας γρήγορα στο αποκορύφωμά της για να σκορπίσει ξανά για χρόνια την αποχαύνωση και την ανυπόμονη απελπισία. Βουλιάζουν στην αυταρέσκειά τους, υπονομεύουν την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν στα ίδια και τα ίδια χωρίς να τα υλοποιήσουν ποτέ, αφήνουν μόνο μισοτελειωμένες δουλειές (ή ούτε καν αυτό), δίνουν εκούσια το χέρι τους στον αντίπαλο να το βοηθήσουν να αντλήσει νέες δυνάμεις και να ορθωθεί πιο γερός από πριν, γιατί λέει κάπου άκουσαν το «δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται», οπισθοχωρούν διαρκώς παρά τους μίνιμουμ στόχους που βάζουν, για να ρίξουν ακόμα περισσότερο τον πήχη, ώσπου να δημιουργηθούν κάποια τετελεσμένα πισωγυρίσματα, και να μη σηκώσει ποτέ ξανά κεφάλι ο απελπισμένος λαός. Και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις θα φωνάξουν μόνες τους.
Ιδού το Καστελόριζο, ιδού και το μνημόνιο.

Ζήτω ο εργασιακός μεσαίωνας κι ο ουτοπικός σοσιαλισμός

Αλλά εμείς Κάουτσκι του 21ου αιώνα δε θα γίνουμε. Ούτε δούλοι...

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Πόλεμος κι επανάσταση

Η καπιταλιστική κρίση δεν ταυτίζεται με τη γενική κρίση της αστικής κυριαρχίας (την επαναστατική κατάσταση), ούτε συνεπιφέρει αυτομάτως κάποια ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων, όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά από το κραχ του 29’, που συνδέθηκε μάλλον με την άνοδο του φασισμού. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν αποτελεί κάποια μορφή κλονισμού του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά αναπόσπαστη φάση του κύκλου ανάπτυξής του. Αυτή η διαπίστωση όμως, που αποκρούει τις εύκολες απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου «πώς γίνεται να μη δυναμώνει το κουκουέ σε περίοδο κρίσης», δεν εξαντλεί το θέμα και δε μας απαλλάσσει από το καθήκον της περαιτέρω διερεύνησής του.

Η πολιτική πρωτοπορία καλείται να απαντήσει πώς και με ποιους όρους μπορεί η οικονομική κρίση να μετατραπεί σε επαναστατική. Πώς μπορεί να αξιοποιηθούν τακτικά οι «δυσκολίες αναπαραγωγής» του αστικού, πολιτικού συστήματος, για να κερδηθούν περισσότερες συνειδήσεις, που ναι μεν δε θα ριζοσπαστικοποιηθούν αυτομάτως, αλλά μπορούν να απεγκλωβιστούν από παραδοσιακές, πολιτικές εντάξεις και ν’ απαλλαγούν από χρόνιες αυταπάτες, συσσωρεύοντας συμπυκνωμένη πείρα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και πώς μπορούν οι κομμουνιστές να ενισχύσουν τη θέση τους, ανεβάζοντας το επίπεδο συνειδητοποίησης και των αγωνιστικών διεργασιών, ανεξάρτητα από το αν θα παρουσιαστεί τελικά επαναστατική κατάσταση.

Με την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης και την επικράτηση της επανάστασης στους αδύναμους κρίκους της αλυσίδας, συνδέεται ιστορικά ο (α’ και ο β’ παγκόσμιος) ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Που ωστόσο δεν είναι άσχετος κι ανεξάρτητος ως φαινόμενο από την κρίση. Απεναντίας προϋποθέτει μια πρωτοφανή όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που δεν μπορούν να «επιλυθούν» με άλλο τρόπο και βρίσκουν «διέξοδο» στον πόλεμο, όπως μετά το παγκόσμιο κραχ του 29’. Για την ακρίβεια, η επαναστατική κατάσταση εμφανίζεται σε εκείνες τις χώρες που βγαίνουν ηττημένες από έναν πόλεμο, είτε αξιοποιείται από τον υποκειμενικό παράγοντα(ρωσία το 1917), είτε όχι (πχ ελλάδα το 44’).

Ας θυμηθούμε τώρα μια προηγούμενη ανάρτηση και την ομιλία του γγ στην καισαριανή, όπου έθεσε μεταξύ άλλων ως προβληματισμό αν μπορεί να ανατρέψει-σταματήσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα τον πόλεμο που διεξάγει η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία, χωρίς να διεκδικήσει για λογαριασμό του αυτή την τελευταία. Γιατί όμως είναι τόσο συχνές οι αναφορές του κόμματος στον πόλεμο και σε ένα ενδεχόμενο γενικευμένης σύρραξης; Αφενός γιατί αυτό φαντάζει πολύ πιθανό στο σημερινό εύφλεκτο τοπίο, που μπορεί να επεκταθεί και στη γειτονιά μας, αν λάβουμε υπόψη τις πρόσφατες ανησυχητικές εξελίξεις στην όμορη φύρομ. Αφετέρου γιατί μια τέτοια απότομη όξυνση των αντιθέσεων μπορεί να οδηγήσει αντικειμενικά (αλλά όχι ανεξάρτητα από τη δράση του υποκειμενικού παράγοντα, κατά τη γνώμη μου) στην εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης, η οποία απαιτεί μέγιστη ετοιμότητα, σωστά αντανακλαστικά και ανεβασμένες μεθόδους πάλης από την επαναστατική πρωτοπορία.

Ποιο θα είναι το σύνθημα των κομμουνιστών σε αυτή την περίπτωση; Το ορίζει το 19ο συνέδριο ως εξής: ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο. Σύντομο και εύληπτο, κατευθείαν για διαδήλωση και για τον πλαϊνό τοίχο του μπλοκ, με τον τραμπάκουλα.

Χρειάζεται όμως περαιτέρω εξειδίκευση –που την επιχειρώ πρόχειρα, μαζί με κάποιες δικές μου αφιλτράριστες αβεβαιότητες, που τίθενται υπό την κρίση της βάσης του μπλοκ.
Τι στάση θα κρατήσουν οι κομμουνιστές σε μια ενδεχόμενη ανάμιξη της ελλάδας στον πόλεμο; Πιθανότατα είναι ματαιοπονία να επιχειρήσουμε να δώσουμε μια αναλυτική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, χωρίς να γνωρίζουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες που το οριοθετούν, αλλά μπορούμε να δώσουμε ένα γενικό περίβλημα με κάποιες βασικές παραμέτρους.

Ο λαός οφείλει να υπερασπιστεί τα εδάφη της πατρίδας του ή να απέχει από μια τέτοια σύγκρουση, επιδιώκοντας την ήττα της δικής του αστικής τάξης; Να οργανώσει αυτοτελώς τη δική του αντίσταση ή να προτάξει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, που καθορίζεται αποκλειστικά από τους σκοπούς του, ανεξάρτητα από το αν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των εμπλεκόμενων έχουν επιθετικό ή αμυντικό χαρακτήρα; Κι αν τελικά ο λαός δώσει τη δική του απάντηση, με το όπλο στο χέρι, ποια συγκεκριμένη μορφή θα πάρει αυτή; Θα καταταχθεί στον εθνικό στρατό, για να πολεμήσει από τις γραμμές του ή  μήπως θα συγκροτήσει δικές του ένοπλες μονάδες; Οι κομμουνιστές θα οργανώσουν την αυτοτελή εργατική-λαϊκή αντίσταση; Θα καταταχθούν στον αστικό στρατό, προπαγανδίζοντας τον τερματισμό του πολέμου, όπως πχ στο μικρασιατικό μέτωπο; Ή θα προτιμήσουν τη «λιποταξία» και την παράνομη δράση για την ήττα της αστικής τάξης της χώρας τους;
Και πόσο προετοιμασμένοι είμαστε άραγε για αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο, τη γενική κατακραυγή για «εθνική μειοδοσία» και τις ακραία δύσκολες συνθήκες που συνεπάγεται;

Η απάντηση στα παραπάνω δένει με την εκτίμηση για τον χαρακτήρα του πολέμου και για τη θέση της κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Μπαίνει, λοιπόν, το εξής ερώτημα: τι ακριβώς καλείται να υπερασπιστεί ο ελληνικός (και κάθε άλλος) λαός; Γιατί να πολεμήσει για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών; Και τι άλλο, εκτός από ιμπεριαλιστικός, μπορεί να είναι ο επικείμενος πόλεμος, με την εμπλοκή της ελληνικής αστικής τάξης;

Το άρθρο του μαΐλη στον κυριακάτικο ρίζο, υπενθυμίζει –ανάμεσα σε πολλά κι ενδιαφέροντα- το εξής σημείο, από την πρόσφατη έκδοση του τμήματος ιστορίας για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη στάση του κκε.

Το ότι και από τις δύο πλευρές, του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου, ο πόλεμος έχει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, δε σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα είναι αδιάφορο όταν δέχεται ένοπλη επίθεση στη χώρα του. Το θέμα είναι να μη βρεθεί κάτω από τη σκέπη της αστικής τάξης, του "εθνικού" μετώπου, της "εθνικής ενότητας", σε τελευταία ανάλυση κάτω από "ξένη σημαία". Η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, πρέπει να έχουν ετοιμότητα και ικανότητα για να οργανώσουν κατά τη διάρκεια του πολέμου τη δική τους, ένοπλη πάλη, ώστε και να μην επιτρέψουν να αποσπαστούν εδάφη ή να προσαρτηθούν άλλα και να πραγματοποιηθεί η έξοδος από τον πόλεμο με επικεφαλής τη νέα εξουσία, της εργατικής τάξης».

Σημειώνει παράλληλα ότι η θέση της «παλιάς κε» δεν αδιαφορούσε για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, αλλά τη συνέδεε με την ανατροπή της κυβέρνησης μεταξά. Αυτά όμως, θα μας απασχολήσουν σε κάποια άλλη ανάρτηση. Το πιο βασικό, κατά τη γνώμη μου, ως προς το θέμα μας, είναι να εξηγηθεί αναλυτικά και να τεκμηριωθεί το συμπέρασμα που παρατίθεται παραπάνω.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Η σκέψη σκοτώνει τον έρωτα

Το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι η έλλειψη ενθουσιασμού από τη ζωή μας. Το δεύτερο βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι τα άθλια υποκατάστατά του, που προσπαθούν τεχνητά και με το ζόρι, σχεδόν ψυχαναγκαστικά να τον επιβάλουν: «περνάμε καλά-ααα»; Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Ο μέσος άνθρωπος βιώνει συνήθως αυτή την έλλειψη στην καθημερινή του ζωή στη δουλειά και τις διαπροσωπικές του σχέσεις –που συχνά δεν υπάρχουν καν ή μισο-υφίστανται και σε κάθε περίπτωση δεν προκαλούν κανένα ενθουσιασμό. Ο μέσος σύντροφος –που κι αυτός σαν το μέσο άνθρωπο είναι, αλλά με ιδιαιτερότητες, όπως όλοι μας άλλωστε- τη βιώνει εντονότερα στην πολιτική κατάσταση ως στασιμότητα κι απουσία κάποιας προοπτικής. Ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται αυτή την έλλειψη ως απουσία έρωτα από τη ζωή του και με αυτόν προσπαθεί κυρίως να καλύψει ή να ξεγελάσει κάπως το εσωτερικό του κενό. Ο μέσος σύντροφος πάλι τη βιώνει ως απουσία επαναστατικής κατάστασης ή ενδιαφέροντων καιρών που να την προμηνύουν.

Ο έρωτας είναι μια επανάσταση σε προσωπικό επίπεδο, που φέρνει τα πάνω-κάτω στη ζωή μας. Ενώ η επανάσταση αναποδογυρίζει την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, ως έκφραση της ερωτικής διαλεκτικής μας σχέσης με την πραγματικότητα γύρω μας. Αλλάζουμε τη ζωή μας, αλλάζοντας τον κόσμο, όπως έλεγε ένα παλιότερο σύνθημα του φεστιβάλ. Κι έχουμε τη ζωή πολύ (πάρα πολύ) αγαπήσει, για αυτό και είμαστε έτοιμοι να τη θυσιάσουμε (εξ ολοκλήρου ή τα πιο γλυκά της κομμάτια, με καθημερινές, μικρές θυσίες) για την επαναστατική υπόθεση. Που αν την απαρνηθείς, σκοτώνεις τον εαυτό σου και τις ιδέες σου, γλιτώνοντας από τη θυσία μια μίζερη ζωή, ενώ ουσιαστικά είσαι νεκρός μέσα σου.

Γιατί αν έχεις γευτεί μια φορά τη φλόγα της επανάστασης και του έρωτα, δεν μπορείς να υπάρξεις χωρίς αυτήν και τρως τα μούτρα σου ξανά και ξανά μέχρι να τη βρεις –κι ας είναι η φωτιά της να σε κάψει. Ούτως ή άλλως, το καμένο χώμα βγάζει/ έτσι και πέσει μια βροχή/ τα ωραιότερα λουλούδια που ‘χω δει. Στίχοι από «το τικ-τακ του ρολογιού».

Μα ο χρόνος στον έρωτα, όπως και στην επανάσταση, είναι πολύ σχετικός και συμπυκνωμένος, όπου κάθε μέρα μετράει σα μήνας και σε γεμίζει ασύγκριτες εμπειρίες και συναισθήματα. Αλλά φεύγουν πριν το καταλάβεις και το ζήτημα είναι τι αφήνουν πίσω τους, μόλις καταλαγιάσει ο αρχικός ενθουσιασμός κι η πρώτη επαναστατική ζέση· αν είναι κάτι δυνατό, με γερές βάσεις κι εξελίσσεται· κι αν μετά από τον πρώτο καιρό, που νιώθεις να πετάς στα σύννεφα, συνεχίζεις την έφοδο στον ουρανό ή απλώς αεροβατείς και περιμένεις να γκρεμοτσακιστείς στην πρώτη δυσκολία.

Ο ενθουσιασμός από ετυμολογική άποψη σημαίνει να βρίσκουμε το θεό μέσα μας ή μέσα σε κάτι άλλο (και βασικά το πρώτο με αφορμή το δεύτερο που μας το προκαλεί). Κι είναι σίγουρα σπουδαίο βήμα να κατεβάζουμε το θείο, ανώτερο στοιχείο και την τελειότητά του από τους ουρανούς στη γη και να το βρίσκουμε γύρω μας, σε απλά, καθημερινά πρόσωπα κι επίγειες καταστάσεις. Αρκεί να μην είναι τέτοια η προσωπική μας ανάγκη να ζήσουμε κάποια πράγματα, ώστε να τα επινοούμε και να τα ανακαλύπτουμε εκεί που δεν υπάρχουν. Να βλέπουμε δηλ με τα μάτια της ψυχής μας τον απόλυτο έρωτα με το πρώτο σκίρτημα, σε μια επιπόλαια περιπέτεια και την επαναστατική κατάσταση σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα, χωρίς βάθος και προοπτική –γιατί η κίνηση είναι το παν. Από την άλλη είναι εξίσου σημαντικό να μην περιμένουμε ιδανικές καταστάσεις σε καθαρά μορφή και πρίκγιπες πάνω σε άσπρα άλογα, να μάθουμε να αγαπάμε (και να ενθουσιαζόμαστε με) τους ανθρώπους με τις αντιφάσεις τους, να βρίσκουμε σε αυτό που ήδη υπάρχει εικόνες από τα προσεχώς και την κοινωνία του μέλλοντος.

Ο εύκολος κι αβασάνιστος ενθουσιασμός και το κατοπτρικό του αντίθετο της μόνιμης –και σχεδόν από άποψη- απαισιοδοξίας, που βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, για να περάσουν όλοι από κάτω και να απογοητευτεί, είναι εξίσου αδιέξοδα με το δίπολο των φτηνών τακτικισμών και της ανέξοδης στρατηγικής επί χάρτου. Κι αποτυπώνουν την ισχυρή τάση-ανάγκη φυγής από την πραγματικότητα –που είναι και το βασικό όπλο των θρησκειών και της απήχησής τους. Αλλά για να αλλάξουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και τους μίζερους ψευτοενθουσιασμούς ή την απαισιοδοξία που μας προσφέρει απλόχερα, πρέπει να πιάσουμε το νήμα στον πραγματικό κόσμο και την κίνησή του –κι όχι στην ενθουσιώδη φαντασία μας. Όχι με υπερβολικό σκεπτικισμό, που μας καταδικάζει σε αιώνια ακινησία, ούτε κατεβάζοντας ρολά στην κριτική μας ικανότητα, γιατί τάχα η σκέψη σκοτώνει τον έρωτα.

Ο αξιόλογος φροϋδομαρξιστής (όσο αντιφατικός κι αν μοιάζει για κάποιους αυτός ο συνδυασμός, του φρόιντ με το μαρξ, της αξίας με το λόγο και όλων αυτών μαζί) έριχ φρομ σημείωνε στην «τέχνη της αγάπης» ότι οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται το συναισθηματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ως ανάγκη να αγαπηθούν από τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα το ζητούμενο είναι να μάθουν να αγαπούν ανιδιοτελώς και με ουσιαστικό τρόπο οι ίδιοι τους άλλους.
Κατ’ αντιστοιχία, το επαναστατικό πρόβλημα της εποχής μας δε συνίσταται γενικά κι αόριστα στην απουσία επαναστατικής κατάστασης και την κακοτυχία μας να ζούμε σε μη επαναστατικούς καιρούς, αλλά στο τι κάνουμε και πώς να δράσουμε επαναστατικά σε αυτές τις μη επαναστατικές συνθήκες. Η τέχνη της επανάστασης προϋποθέτει να μην απογοητευόμαστε από την αρνητική συγκυρία, να μην παραιτούμαστε –ούτε βέβαια να ονειροπολούμε χαζοχαρούμενα και να φαντασιωνόμαστε παντού μεγάλες νίκες του κινήματος, για να δώσουμε θάρρος στους εαυτούς μας.


Δεν υπάρχουν θαύματα εξ ουρανού, παρά μόνο θαυμάσιοι άνθρωποι που μπορούν να τα πετύχουν. Μόνοι μας θα βρούμε ή θα δημιουργήσουμε τον ενθουσιασμό που λείπει από τη ζωή μας.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η επανάσταση

Α. η επανάσταση θα έρθει πιθανότατα από θεωρητικούς ανθρώπους. Όχι μόνο γιατί χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, όπως λέει ο βλαδίμηρος, αλλά κυρίως με την έννοια ανθρώπων προσανατολισμένων προς τις θεωρητικές επιστήμες. Δεν είναι τυχαίο ότι στην εσσδ υπήρχε το ¼ σχεδόν του παγκόσμιου επιστημονικού δυναμικού σε αυτούς τους τομείς, ενώ ο καπιταλισμός ρίχνει στο πυρ το εξώτερον τις κοινωνικές ανθρωπιστικές επιστήμες, γιατί δεν έχουν να του προσφέρουν άμεσα κέρδη παρά μόνο ίσως ανήσυχους και μορφωμένους ανθρώπους, ως πρόβλημα (αν κι έχει βρει αρκετούς διαύλους για να τους ενσωματώνει, να ελέγχει και να κατευθύνει τη μόρφωση και τις ανησυχίες τους). Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι ο λένιν είχε σπουδάσει νομικά (έχοντας ευρύτατη μόρφωση κι όντας εν μέρει αυτοδίδακτος σε χωράφια που ξέφευγαν από το αντικείμενό του) ενώ ο μαρξ ήταν φιλόσοφος-δημοσιογράφος, με ακόμα ευρύτερη μόρφωση και αντίληψη, που τον καθιστούσε σχεδόν πανεπιστήμονα για την εποχή του, όπως άλλωστε και τον ένγκελς.

Η επανάσταση χρειάζεται φιλοσόφους, ανθρώπους με στοιχειώδη αφαιρετική ικανότητα, φλογερούς ρήτορες που θα συνεπάρουν τα πλήθη, φανατισμένους ρομαντικούς με έλλογη πίστη, ανήσυχα πνεύματα με συνείδηση. Ποιητές, γιατί η επανάσταση είναι η ποίηση του μέλλοντος, συγγραφικές φλέβες που θα γράψουν από κοινού με τις μάζες την ιστορία της επανάστασης, καλλιτέχνες γιατί η επανάσταση είναι μια μορφή πολιτικής τέχνης, σαν τις πολεμικές τέχνες, αφού ο πόλεμος έρχεται ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Παιδαγωγούς που να διδάσκουν αλλά να μαθαίνουν και οι ίδιοι από το λαό, φιλολόγους που να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν το λόγο, ως μέσο έκφρασης αλλά και με την έννοια της σκέψης, δημοσιογράφους που θα υπερνικάνε τις πέντε δυσκολίες, που σημειώνει ο μπρεχτ, για να πει κανείς την αλήθεια και θα κατέχουν την τέχνη να την καθιστούν απλή, κατανοητή και ευπρόσιτη στο λαό, νομικούς που θα εφαρμόσουν το νόμο με βάση το δίκιο του εργάτη και θα έχουν την έγνοια να εξαλείψουν βαθμιαία και το δικό τους ρόλο στην κοινωνία του μέλλοντος μαζί με το κράτος, αντί να διαιωνίσουν την αρχή, την εξουσία τους.

Χρειάζονται άνθρωποι ευαίσθητοι, καλλιεργημένοι, να χωρέσουν μέσα τους και τη σκοπιά του άλλου, την εικόνα όλου του κόσμου, που να καταλαβαίνουν και να αφομοιώνουν τη διαλεκτική, να έχουν τόλμη, φαντασία, να μπορούν να διατυπώσουν πρωτότυπες ιδέες, ένα όραμα, να εκφράσουν το πνεύμα των καιρών, να κάνουν τις ιδέες υλική δύναμη, να είναι πρόπλασμα του νέου τύπου ανθρώπου της καινούριας εποχής, να έχουν τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει και γι’ αυτό να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη δική τους στην επαναστατική υπόθεση.

Β. (θα μπορούσε δηλ και -α)
Καμία επανάσταση δεν μπορεί να πετύχει με φλυαρίες και λογοκοπίες (δες πόση έκταση έπιασε πχ μόνο το πρώτο μέρος), χωρίς σκληρούς, πρακτικούς ανθρώπους, που να βλέπουν συγκεκριμένα τον κόσμο στην κίνησή του, να παρεμβαίνουν για να τον αλλάξουν κι όχι απλά να τον ερμηνεύουν, όπως έλεγε κι ο κάρολος. Ο οποίος άφησε πίσω του τα μαθηματικά χειρόγραφα, τα grundrisse κι όλη την προπαρασκευαστική δουλειά που οδήγησε στους πρώτους τόμους του κεφαλαίου –που έμεινε ωστόσο ημιτελές, σαν όλα τα μεγάλα έργα. Ενώ ο λένιν άφησε πλούσια παρακαταθήκη με την οικονομική μελέτη του για τον ιμπεριαλισμό και την μπροσούρα του για τον υλισμό και τον εμπειροκριτικισμό, όπου καταπιάνεται με ζητήματα προχωρημένης φυσικής κι ασκεί πολεμική στο μαχισμό. Χώρια η δουλειά του ένγκελς στη διαλεκτική της φύσης, που κάποια επιστημονικά δεδομένα της ξεπεράστηκαν γρήγορα αλλά τα συμπεράσματά της παραμένουν διαχρονικά.

Η επανάσταση βασίζεται στην (επιστημονική) μέθοδο, το (αρχιτεκτονικό) σχέδιο, την καλή χημεία μεταξύ της πρωτοπορίας και του αυθόρμητου, του μαζικού κινήματος. Χρειάζεται σταχανοβίτες της πράξης, που είναι το απόλυτο κριτήριο κάθε θεωρίας, προγραμματιστές με άσους και μηδενικά (όπου χωρίς τη μονάδα της εξουσίας και του κοινωνικού πλαισίου στην αρχή, τα άλλα χάνουν κάθε νόημα) και με πρωτοποριακές υπολογιστικές μεθόδους σαν του γκλουτσκόφ. Μηχανικούς που ξέρουν να λύνουν σύνθετα προβλήματα σε πρωτότυπες καταστάσεις. Αρχιτέκτονες να χτίσουν άπαρτα κάστρα και σπίτια για την εργατική τάξη, καλλιτέχνες (που είναι οι αρχιτέκτονες της ψυχής). Οικονομολόγους και γιατρούς σαν τον κόκαλη και τον γκεβάρα, που δε γιάτρευαν μόνο τους ανθρώπους, αλλά νοιάστηκαν για τις πληγές και τις αρρώστιες της κοινωνίας συνολικά, τις αιτίες που τις προκαλούν και τη θεραπεία που θα τις καταπολεμήσει. Και ο τσε, όπως λέει ο μη αστικός μύθος, είχε γίνει υπουργός οικονομικών στην κούβα, γιατί σε ένα συμβούλιο είχε ρωτήσει ο φιντέλ αν υπάρχει κανείς οικονομολόγος (economista) και αυτός σήκωσε το χέρι του, γιταί είχε (παρ)ακούσει, αν υπάρχει κανείς κομμουνιστής (comunista).

Η επαναστατική υπόθεση δεν είναι μια απλή εξίσωση, για να λυθεί εύκολα αλλά ανώτερα μαθηματικά, που απαιτούν συστηματική μαθηματική σκέψη. Κι οι θετικές επιστήμες είναι που έστειλαν τον άνθρωπο στο διάστημα, που αλλάζουν συνεχώς τα όρια του κόσμου του, επαναστατικοποιούν τις παραγωγικές δυνάμεις κι υποτάσσουν τις τυφλές δυνάμεις της φύσης στη συνειδητή, στοχοκατευθυνόμενη ανθρώπινη δραστηριότητα, καθιστώντας την κομμουνιστική προοπτική εφικτή κι επίκαιρη.

Γ. η επανάσταση δεν χρειάζεται μονοδιάστατους ανθρώπους. Νεραϊδοπαρμένους ρομαντικούς που απογειώνονται μακριά από τον κόσμο, αλαφροΐσκιωτους ιδεαλιστές που ενατενίζουν θεωρητικά αφ’ υψηλού την πραγματικότητα, φλύαρους φιλόλογους που (βάσει και ετυμολογίας) αγαπούν τα λόγια αλλά μισούν τις πράξεις, αφαιρέσεις που στεγνώνουν κι αφυδατώνουν τον πραγματικό κόσμο από τους χυμούς του, για να τον στριμώξουν στα καλούπια τους. Η επανάσταση δεν χρειάζεται ούτε στείρους εμπειρικούς πρακτικιστές, χωρίς θεωρητική σκέψη, που ψάχνουν τσιτάτα κι έτοιμες φόρμουλες για να καλύψουν τη γύμνια τους· νεοθετικιστές που ψάχνουν για όλα μαθηματικές αποδείξεις κι η διαλεκτική τους ξεπερνά, άτομα χωρίς δημιουργική φαντασία (αλλά ούτε και φαντασιόπληκτα βέβαια) που τρέχουν πάνω σε ένα σκουπόξυλο κι ονειρεύονται πως είναι πάνω σε ένα σκουπόξυλο και τρέχουν (όπως λέει ο αρκάς στις χαμηλές πτήσεις) κι όταν έχουν να αντιμετωπίσουν κάτι που ξεφεύγει από τις συνηθισμένες γνώσεις τους, ο μόνος τρόπος για να το κάνουν, είναι να πουν «έστω πως [το λύσαμε]..» φανερώνοντας, μεταξύ άλλων, και το μεγάλο εκφραστικό τους πλούτο.

Η επανάσταση απαιτεί το κούμπωμα της πράξης με τη θεωρία. Κι οι δύο μεγαλύτερες επαναστατικές μορφές, ο μαρξ και ο λένιν, ξεχώρισαν ακριβώς γιατί πέτυχαν στο μέγιστο βαθμό αυτή τη σύνδεση και βασικά.. την τερμάτισαν! Η επανάσταση θα άρει διαλεκτικά το διαχωρισμό της θεωρίας με την πράξη σε όλα τα επίπεδα· θα πάρει τα καλύτερα στοιχεία από τον καθένα μας και θα τα αναδείξει, καλλιεργώντας ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Η επανάσταση θα ‘ρθει από τέτοιους ολοκληρωμένους ανθρώπους και θα δώσει ακόμα περισσότερους στις επόμενες γενιές, μετά την επικράτησή της.

Η επανάσταση θα ‘ρθει με τρααγούδια, όπλα και σπαθιά. Αλλά αν έχουμε ήδη όπλα τι τα χρειαζόμαστε τα σπαθιά; Μα και τα τραγούδια μας είναι κι αυτά όπλα, εργαλεία με αιχμηρούς στίχους. Κι εμείς πρέπει να τα καταφέρουμε με το σπαθί μας και να το κρεμάσουμε μετά στους τοίχους (ή μήπως στους στίχους) για λόγους αισθητικής, που στην κοινωνία του μέλλοντος θα είναι σαν μια αυθόρμητη μορφή συνείδησης, μαζί με την ηθική.


Και βασικά η επανάσταση δε θα ‘ρθει να μας βρει, αν δεν πάμε εμείς να τη βρούμε, όπως το βουνό το μωάμεθ, κινώντας όρη και βουνά με την έλλογη πίστη και τη συνειδητή μας δράση

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος

Σημειώσεις για τα εκατό χρόνια από την έναρξή του

Η σημερινή συγκυρία μπορεί να παρουσιάζει ορισμένες εξωτερικές ή βαθύτερες ομοιότητες με το μεσοπόλεμο, το κραχ του 29’ και την άνοδο του φασισμού, αλλά «δανείζεται» στοιχεία από το 1914, που σήμανε τον οδυνηρό τερματισμό της “belle époque” των πρώτων χρόνων διαμόρφωσης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Στις μέρες μας, το σύντομο καλοκαίρι της νέας τάξης πραγμάτων τερματίστηκε με εξίσου οδυνηρό τρόπο από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που ξέσπασε το 08’, ενώ η γενίκευση της σύρραξης και των πολεμικών εστιών (στα μαλακά υπογάστρια της ρωσίας και της ευρύτερης σφαίρας επιρροής της) καθιστά πολύ πιθανή μια περαιτέρω όξυνση, που θα οδηγήσει –αν δεν το έχει κάνει ήδη- σε μια εκδοχή τρίτου παγκόσμιου πολέμου, με την εμπλοκή των μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών κέντρων (ηπα, εε, ρωσίας και πιθανόν της κίνας).

Όπως το ξέσπασμα της κρίσης το 08’ αιφνιδίασε πολλούς αναλυτές κάθε απόχρωσης, παρά τα σαφή σημάδια και τις ενδείξεις που το προμήνυαν, έτσι και ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για τη διεθνή κοινή γνώμη, που είχε νανουριστεί από τις καθησυχαστικές διαψεύσεις των επισήμων, μολονότι τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν από καιρό και το ξέσπασμά του δεν ήταν ασφαλώς κεραυνός εν αιθρία. Είναι αξιοσημείωτο το παράδειγμα του φρόιντ, που πριν φύγει με την οικογένειά του για διακοπές, το καλοκαίρι του 14’, έγραψε ένα εκτενές άρθρο, όπου εξηγούσε τους λόγους που απέκλειαν το ενδεχόμενο ενός πολέμου –κάτι σαν το ιστορικό αντίστοιχο εκείνου του πρωτοσέλιδου της αυγής που ανήμερα του πραξικοπήματος εξηγούσε γιατί δε θα γίνει χούντα στην ελλάδα. Και τελικά δεινοπάθησε για να επιστρέψει στη βάση του μέσα από τις εμπόλεμες ζώνες.

Το αναπόφευκτο αυτής της σύγκρουσης είχε γίνει φανερό σε όσους είχαν τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, για να τη διαβλέψουν, κάτι που αποτυπώνεται και στις προφητικές επεξεργασίες και αποφάσεις της σοσιαλιστικής διεθνούς –πχ στο συνέδριο της βασιλείας- για την αντιμετώπιση του πολέμου και τα πρακτικά καθήκοντα των μελών της. Κι αυτό παρά τις συμβιβαστικές τάσεις και τη διαπάλη στο εσωτερικό της διεθνούς, που έρχονταν ως προαπεικόνιση για τη μετέπειτα προδοτική, σοσιαλσωβινιστική στάση των περισσότερων κομμάτων της και την πολιτική τους χρεοκοπία. (Μια πολύ κατατοπιστική περιγραφή αυτής της διαπάλης μπορεί να βρει κανείς στο άρθρο του αναστάση γκίκα, στο τρέχον τεύχος της κομεπ.

Αν για την αστική ευρώπη, ο πόλεμος ήταν η οδυνηρή διάψευση της φρούδας ελπίδας για απρόσκοπτη και μακροχρόνια ειρηνική ανάπτυξη και συνεχή ανοδική πορεία των οικονομιών της, για τη συνεπή επαναστατική πτέρυγα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, σήμανε τη διάψευση των πολιτικών της προσδοκιών, το τέλος των αυταπατών για τον πραγματικό ρόλο των μέχρι τότε συντρόφων της και την οριστική ρήξη μαζί τους. Μια διαδικασία που ήταν εξίσου επώδυνη, αλλά μέσα από αυτήν και τις ωδίνες της, προέκυψε σταδιακά η συγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κι η νικηφόρος επανάσταση του οκτώβρη, ακριβώς σε εκείνη την χώρα όπου η ρήξη αυτή (με τους εγχώριους μενσεβίκους) προχώρησε έγκαιρα και συνειδητά, με τον πλέον αποφασιστικό τρόπο, ενώ αντιθέτως στην ήττα της γερμανικής επανάστασης βάρυνε η καταδικαστική καθυστέρηση των σπαρτακιστών και της συνειδητοποιημένης πρωτοπορίας να προχωρήσει στην αυτόνομη οργανωτική της συγκρότηση από το spd και τη μεσοβέζικη (σ)τάση του κάουτσκι.

Σήμερα, με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, μπορεί να μας φαίνεται σχετικά απλός και αυτονόητος αυτός ο διαχωρισμός και η μετέπειτα πορεία προς την οκτωβριανή επανάσταση. Για τους μπολσεβίκους όμως οριοθέτησε ένα τείχος πολιτικής απομόνωσης, όχι μόνο στη ρωσία, όπου κατηγορούνταν για εθνική μειοδοσία και συνεργασία με τον κάιζερ, αλλά και διεθνώς. Ακόμα και τα επόμενα χρόνια, παρά την επικράτηση και τη διεθνή ακτινοβολία της οκτωβριανής επανάστασης, η ίδρυση της κομιντέρν το 19’ δεν περιελάμβανε ιδιαίτερα μαζικά κόμματα για τα δεδομένα της εποχής –πλην του γερμανικού και των μπολσεβίκων.

Τα παραπάνω σημεία προσφέρουν αρκετά επίκαιρα διδάγματα για το παρόν, σχετικά με την εθνική σκοπιά που επισκιάζει κι ακυρώνει την ταξική ανάλυση, για το βαθμό ουσιαστικής αφομοίωσης και συμφωνίας με μια ψηφισμένη προγραμματική θέση-επεξεργασία, ή για την ανάγκη να κολυμπάμε πολλές φορές ενάντια στο ρεύμα. Το πιο βασικό δίδαγμα όμως απορρέει από τη στάση που τήρησαν οι κομμουνιστές απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ας έχουμε υπόψη πως ο λένιν, εν μέσω του πολέμου και σύνθετων πρακτικών καθηκόντων που έτρεχαν, επιλέγει την –ηθελημένη σε αυτήν την περίπτωση- απομόνωση στις βιβλιοθήκες της ελεβετίας, όχι για να προχωρήσει σε μια αφ’ υψηλού θεώρηση της πραγματικότητας, αλλά για να μελετήσει τα πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν από τη συγκυρία. Εκεί γράφει την μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό, που έχει κυρίως εκλαϊκευτικό χαρακτήρα κι άμεσες πολιτικές πρακτικές προεκτάσεις, που οδηγούν τελικά στις θέσεις του απρίλη και τη σύνδεση με το στρατηγικό στόχο.

Η ιστορική πείρα του εικοστού αιώνα αναδεικνύει τη σύνδεση του πολέμου με την επαναστατική κατάσταση. Η επαναστατική στρατηγική περνάει μέσα από τον πόλεμο και τις οξυμένες αντιθέσεις του συστήματος –κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον εξοπλισμό των λαϊκών μαζών που έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο, αλλά με μια σειρά ειδικές συνθήκες. Το κρίσιμο, καθοριστικό στοιχείο που θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες αυτής της σύνδεσης είναι ο δικός μας βαθμός ετοιμότητας απέναντι σε κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Τα τύμπανα του πολέμου χτυπούν ήδη στη γειτονιά μας –ως κανόνας κι ως μόνιμη «μουσική υπόκρουση» πια κι όχι ως μεμονωμένες περιπτώσεις- κι είναι καθαρή αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν την πρόθεση και την πολιτική βούληση να μας κρατήσουν έξω από αυτόν τον χορό, χωρίς να κοιτάξουν το συμφέρον της τάξης που υπηρετούν.

Η έκδοση της συλλογής κειμένων του λένιν για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση από τη σύγχρονη εποχή και η παρουσίασή της σε διάφορες εκδηλώσεις σε όλη την χώρα είναι οπωσδήποτε θετικό κι αναγκαίο βήμα. Υπάρχουν όμως πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν, με πιο καίριο σημείο το ατσάλωμα του δυναμικού και της βάσης για την ανελέητη επίθεση που θα δεχτούμε σε ανάλογες συνθήκες, και πιο σύνθετο καθήκον την ευέλικτη επεξεργασία συγκεκριμένων τακτικών επιλογών, από την αποχή-λιποταξία και το ντεφετισμό για την ήττα της δικής μας αστικής τάξης, ως τη συγκρότηση δικών μας ένοπλων δυνάμεων, με αυτόνομο διοικητικό κέντρο. Τα οποία όμως απαιτούν βαθύτερη μελέτη και είναι ίσως επιζήμιο και ουτοπικό να προαποφασιστούν έξω από το συγκεκριμένο πλαίσιο που θα τις καθορίσουν.