Το πιο εκνευριστικό με τους τούρκους οικοδεσπότες είναι ότι στήνουν χορό όπου βρεθούν κι όπου σταθούν. Από τις τουαλέτες, μέχρι τα μαγειρεία και την ουρά για το φαγητό. Έναν περίεργο χορό όπου πιάνονται απ’ το μικρό το δαχτυλάκι –να τελικά πού χρησιμεύει- και κινούν κυκλικά τα χέρια, σα να τραβάνε κουπί.
Ο χορός είναι όπλο των λαών, ενάντια στην απαλεψιά και τη ζωή που είναι δύσκολη. Αλλά όσο πιο απάλευτη είναι η ζωή, τόσο περισσότερο χορεύει ο κόσμος για να ξεχάσει τις αλυσίδες του –αντί να τις χάσει απλώς και να χορέψει στο ταψί τα αφεντικά του. Κι αν είναι όντως έτσι, αρχίζω να ανησυχώ για το νησί της επανάστασης όπου ακούν και χορεύουν ρούμπα όλη την ώρα.
Κι είναι κι άλλα πολλά. Το ξέσπασμα του πολεμιστή πριν τη μάχη, η υπέρβαση του φόβου και της ύπαρξής του. Το ξέσπασμα του λαού πριν από κάθε μικρή μάχη που έχει να δώσει στην καθημερινή του ζωή. Ο πόνος, ο έρωτας, οι παραδόσεις και τα συναισθήματα.
Κι ένα σωρό άλλα που είναι αμφίβολο αν τα σκέφτονται και τα βιώνουν όσοι χορεύουν. Οι περισσότεροι χουφτώνουν, κάνουν επίδειξη, ή απλώς εκτονώνονται. Αλλά έχουν και μια σειρά επιχειρήματα να σου αποδείξουν γιατί δεν είναι έτσι.
Διασκεδάζουμε με πολιτικό άλλοθι. Και μιζεριάζουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για να διαφέρουμε από τους άλλους. Πετάμε μαζί με τα απόνερα το μωρό. Και μαζί με τους χαζοχαρούμενους την χαρά που αγνοείται και την βγάλαμε ερήμην ένοχη.
Αλλά για πρώτη φορά έχουμε διεθνιστική επιχειρηματολογία, ντεμέκ μη αντικοινωνική, που δεν απαξιώνει τις παραδόσεις, το λαϊκό στοιχείο, τα αρχέγονα ένστικτα και δε συμμαζεύεται.
Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους χορούς, είπε η δομινικανή συντρόφισσα. Οι δικοί μας είναι πάντα με ζευγάρια.
Πες τα χρυσόστομη! Μου χαρίζεις αυτό τον χορό;
Κι εσύ γιατί δεν χορεύεις; ρώτησε ο καψιμιτζής. Δεν έχεις καλή σχέση με το αυθόρμητο;
Κοίτα να δεις που μέσω φρόιντ θα βγάλουμε πολιτική φλέβα.
Η τέταρτη μέρα περιελάμβανε απόδραση απ’ το αλκατράζ κι εκδρομή στη σμύρνη με πρώτη στάση την παλιά πόλη. Αλλά τις παραδοσιακές ομορφιές τις συναντάς πια μόνο στα βιβλία της διδώς σωτηρίου. Η παλιά πόλη έχει γίνει ένα μοναστηράκι αλά τουρκ με στενούς δρόμους, όπου κυκλοφορούν ελεύθερα αυτοκίνητα.
Και μετά σε ένα ύψωμα παράκεντρα, όπου βλέπεις πιάτο την πόλη κι αφήνεις πίσω σου τα στρώματα της ατμόσφαιρας καθώς ανεβαίνεις με το ασανσέρ του ξενοδοχείου που το έχτισε κάποτε ένας πλούσιος εβραίος γιατί δεν υπήρχε τότε άλλος τρόπος για να ανέβει. Και λίγα τετράγωνα πιο πέρα, η αυθεντική φτώχεια και μια άγρια ομορφιά, που πιο πολύ τη λες άγρια, παρά ομορφιά. Αλλά είναι τέτοια γιατί δεν είναι προκάτ, όπως το παζάρι.
Όπου οι συντρόφισσες καλλωπίζαν το φαίνεσθαι με χρωματιστές πασμίνες. Κι εσύ να αναρωτιέσαι αν το κάνουν για να καλύψουν με παραλλαγή βαθύτερα κενά κι αν είναι θύματα του φορμαλισμού που δίνουν σημασία στη μορφή κι όχι στο περιεχόμενο.
Ή αν είναι που το όμορφο περιεχόμενο πρέπει να αναζητά αντίστοιχα όμορφες φόρμες για να εκφραστεί και να αναδειχτεί.
Ούτως ή άλλως είχαμε τις πιο όμορφες συντρόφισσες του κάμπινγκ και τη σοβαρότερη αποστολή, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται.
Ειδικά αν σκεφτείς πως το μόνο που ένοιαζε τις πασμινοφόρες συντρόφισσες ήταν να μην εκθέσω στο μπλοκ τα μικροαστικά, καταναλωτικά τους ένστικτα.
Και το παζάρεμα για την τελική τιμή που αν δεν το κάνεις τους προσβάλλεις και σε κυνηγάν από πίσω όπως στη ζωή του μπράιαν. Αλλά κανείς σφος δεν είχε θάρρος να το κάνει. Δεν είναι δα και προκηρύξεις για μοίρασμα, να νικήσει τις αναστολές του.
Κι ακούει και τη φωνή της συνείδησης μέσα του να του λέει ρυθμικά: δεν είναι για παζάρια και για διάλυση...
Και τι αγοράσαμε τελικά;
Χάντρες και καθρεφτάκια, όπως και στον ελληνοκουβανικό, αλλά αυτά αντί για τον τσε είχαν τον κεμάλ. Τους τα πήγαμε πεντακόσια χρόνια πριν και τώρα παίρνουν εκδίκηση και τα στέλνουν πίσω να τα αγοράσουμε οικειοθελώς. Εμπόριο να γίνεται...
Κι οι ταξιτζήδες που τρέχουν σαν τρελοί και νοσταλγείς τους ταρίφες της ελλάδας. Αλλά αν ο αντικειμενικός πολιτικός μας στόχος είναι η σύγκρουση, ο δικός μας τον πέτυχε με το παραπάνω και τράκαρε με ένα άλλο γιώτα χι.
Κι αν κάνουν όπως στα συγκρουόμενα και μας δώσουν δωρεάν έξτρα γύρο, θα λέμε ο τρίτος γύρος θα είναι ο τελικός. Νικηφόρος δεν ξέρω, αλλά μοβόρικος θα ‘ναι σίγουρα.
Έχουν φαίνεται μέσα τους συσσωρευμένη ενέργεια και βγάζουν τα σπασμένα στο τιμόνι. Αυτό στα φροϋδικά λέγεται μετουσίωση. Κάποιοι σφοι διοχετεύουν τη δική τους στην οργάνωση. Και κάτι άλλοι που ξέρω στα μπλοκ και στο διαδίκτυο. Αν την κρατάς μέσα σου, κάπου τρελαίνεσαι και σε πιάνει κρίση υπερσυσσώρευσης, κυκλική κι επαναλαμβανόμενη.
Κι ήταν κι η ξεναγός μας η ζουχάλ που ασφυκτιά γιατί σκέφτεται ευρωπαϊκά -έχει και κάτι ιδεολογικές διαφωνίες- πίνει αλκοόλ στα κρυφά κάθε βράδυ κι ήταν μακράν ο πιο συμπαθητικός τούρκος/άλα που γνώρισα.
Άσε που ξέρει κι ισπανικά. Αλλά όταν ξέρεις τα βασικά η επικοινωνία περιορίζεται σε αυτά και μοιάζει με εξετάσεις προφορικών. Πώς σε λένε, πού μένεις, τι ωραία αυτά τα σπίτια και βράσε ρύζι. Με ρεβίθια.
Κι ήταν στα κοντά κι ένα δημοψήφισμα όπου είχαν να διαλέξουν μεταξύ πλαστήρα και παπάγου –στρατού κι εκκλησίας, αν κατάλαβα καλά- και το εμεπ καλεί σε αποχή.
Μια χώρα που έγινε δυτική με άγαρμπο τρόπο και τώρα φαίνεται άγαρμπη η ίδια, όπως και πολλές γυναίκες της για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Σαν βίαιοι ρυθμοί κολεκτιβοποίησης που δεν πήραν υπ’ όψιν τους, ανθρώπους και συνθήκες.
Κι αυτή είναι η μεγάλη τραγωδία κάθε ασιατικής χώρας. Όπου ο καπιταλισμός επιβλήθηκε έξωθεν, κυρίως σαν βαρβαρότητα, γιατί δεν χρειάστηκε τίποτα προοδευτικό να τον επιβάλει.
Κι η ελλάδα στέκει στη μέση δύο κόσμων και παντρεύει ιδανικά δύση κι ανατολή χωρίς να ξέρει κι η ίδια πού ακριβώς ανήκει. Αλλά κρατάει κι απ’ τους δύο τα χειρότερα.
Είναι πάντα συγκινητικό να βρίσκεις πατριώτες στο εξωτερικό. Ειδικά ηλίθια πρόβατα που τρέμουν τους γκρίζους λύκους και στοιβάζονται στο μαντρί του εθνικισμού για να νιώσουν ασφάλεια πίσω από προστάτες κι εθνικούς νταβατζήδες.
Μας σύστησε να πάμε σε ένα ελληνικό εστιατόριο για να το ενισχύσουμε, ο κοντόχοντρος άρχισε να της λέει για τα γκούντις και τους τούρκους μικροεβέ που πρέπει κι αυτούς να τους ενισχύσουμε κι αυτή φρίκαρε κι είπε στεγνά ότι είναι ρατσίστρια και μισεί τους τούρκους.
Εγώ πάλι τους έξω τους συμπάθησα πολύ περισσότερο από τους δικούς μας στο κάμπινγκ.
Γυρίσαμε στο αλκατράζ με ανεβασμένο ηθικό. Η πόλη ήταν μέτρια, κατώτερη των περιγραφών και θύμιζε κάπως θεσσαλονίκη. Αλλά η εμπειρία ήταν μοναδική. Σαν πενταήμερη, αλλά αυτή τη φορά με άτομα που πραγματικά συμπαθώ κι έχουν πλάκα.
Κι ύστερα επιστροφή στο ίδιο σκηνικό με τα συνεδριακά καρτελάκια μπροστά απ’ το μπλουζάκι με τον τσε. Και τους τούρκους με τη σταλινική ιδεολογία και τον τρόπο ζωής σύριζα.
Μα πες μου, έχεις ξαναδείς σταλινικούς συριζαίους; Α, ναι. Την κοε.
Για μια μέρα όμως οι πέτρες έσπαγαν πιο εύκολα και με χαμόγελο...
Υγ: η κε του μπλοκ διαψεύδει κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχέση δική της, ή της αποστολής με τις φωτιές που ξέσπασαν πρόσφατα στην ευρύτερη περιοχή της σμύρνης κι αναφέρει ενημερωτικά απλώς ότι μετά από εμάς στο κάμπινγκ θα πήγαιναν κάποιοι τροτσκιστές.
Ρε μήπως μπέρδεψαν τα κάμπινγκ εκεί στη νΚα;