Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Τις προάλλες συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την έγκριση του νέου σοβιετικού Συντάγματος, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Μπρέζνιεφ. Το νέο Σύνταγμα περιείχε 28 άρθρα από το προηγούμενο που είχε ψηφιστεί το 1936, και διατηρούσε αρκετά προοδευτικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας μεταξύ άλλων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Η βασική αλλαγή ωστόσο αφορούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το χαρακτήρα του κράτους, που θεωρούνταν πλέον παλλαϊκό, κράτος όλου του λαού, και όχι κράτους της εργατικής τάξης, δηλαδή “δικτατορία του προλεταριάτου”.
Πιστοποιούσε έτσι και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, σε ένα σημαντικό τομέα, τη στροφή που είχε σηματοδοτήσει είκοσι χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη διαδικασία της αποσταλινοποίησης. Ρίζες αυτής της αντίληψης, ωστόσο, μπορούμε να βρούμε και σε αρκετά προγενέστερες επεξεργασίες, που αντιμετώπιζαν πχ τη Λαϊκή Δημοκρατία ως εναλλακτικό δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικό από τη ΔτΠ (δικτατορία του προλεταριάτου) που ήταν ο σοβιετικός δρόμος που ακολούθησε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο βρισκόταν αυτή ακριβώς η έννοια, στην οποία κατά καιρούς έχει ασκηθεί πολύπλευρη κριτική από διάφορες σκοπιές, με το Λένιν ωστόσο να γράφει πως μαρξιστές δεν ήταν όσοι παραδέχονταν γενικά την ταξική πάλη -κάτι που έκαναν ακόμα και αστοί αναλυτές- αλλά μονάχα όσοι δέχονταν πως οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτό το αποτέλεσμα: την εργατική εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Κατά κανόνα, η κριτική αυτή είχε μικροαστική αφετηρία, που λυγίζει κι αναδιπλώνεται μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, απορρίπτει τη βία και τη “δικτατορία” -που όμως διαιωνίζει τη δικτατορία της αστικής τάξης, με όλους τους δημοκρατικούς μανδύες της- και αποκόβει τα δύο συνθετικά του όρου. Την απασχολεί δηλαδή πως η ΔτΠ θα πάψει να είναι “δικτατορία”, και όχι πώς θα συνεχίσει -ή αν θα πάψει- να είναι “εργατική”, του προλεταριάτου. Αυτή η σοσιαλδημοκρατική τάση φαινόταν να επηρεάζει το ΚΚΣΕ, κυριαρχώντας σταδιακά στις γραμμές του, κι αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους ήταν που αναιρούνταν από το θεωρητικό σχήμα του “παλλαϊκού κράτους”, παρά την ανελέητη κριτική που είχαν ασκήσει οι Κλασικοί σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή τους, όπως πχ ο Μαρξ στην μπροσούρα του για το Πρόγραμμα της Γκότα.
Παρόλα αυτά, και στο προηγούμενο Σύνταγμα υπήρχαν αδύνατα σημεία, καθώς ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών γινόταν σε εδαφική βάση, ανά περιοχές δηλαδή, κι όχι με βάση τις παραγωγικές μονάδες και τους χώρους δουλειάς. Προφανώς υπήρχε παράλληλα και κάποια σχετική διαπάλη, που συνεχιζόταν στο χρόνο, χωρίς να είναι τίποτα δεδομένο, ως οριστική κατάκτηση.
Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.
Είναι γνωστό πως μια τάξη που βρίσκεται στην πρωτοπορία, καταφέρνει να προβάλλει ως εκπρόσωπος όλου του έθνους, να συσπειρώσει γύρω της τις υπόλοιπες τάξεις, για να παίξει αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Είναι επίσης γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των ναζί -που ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και ας μην ήταν στενά τέτοιος- οι Σοβιετικοί επιδίωξαν με διάφορους τρόπους και ελιγμούς την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης -αφού εκκαθάρισαν πρώτα τις δικές τους γραμμές στο Κόμμα από ασταθή και ύποπτα στοιχεία- ιεραρχώντας ως απόλυτη προτεραιότητα την επιβίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Είναι επίσης εύλογο πως μια συνταγή που πετυχαίνει αποτελέσματα και νικάει, μπορεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί σε ένα άλλο πλαίσιο, με διαφορετικές συνθήκες, που δε δικαιολογούν τη συνέχισή της.
Είναι σημαντικό όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Σοβιετικής Ένωσης δεν πάλευαν γενικά και αόριστα ενάντια στον εισβολέα, αλλά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας -ενώ όσοι έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται από αυτήν, πέρασαν ανοιχτά με το πλευρό των Ναζί. Είναι επίσης σημαντικό πως η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία θα πετύχει αυτή την ευρεία συσπείρωση με την επιβεβαίωση του ρόλου της στην πράξη, σε μια σειρά καθήκοντα, και όχι κάνοντας από θέση αρχής υποχωρήσεις απέναντι σε άλλες, σύμμαχες τάξεις, στο όνομα μιας εθνικής ή παλλαϊκής ενότητας.
Ένα δεύτερο θεωρητικό ζήτημα που έμπαινε γενικά, είναι το εξής: αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η μεταβατική μορφή μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού και η ταξική πάλη οξύνεται στο σοσιαλισμό -όπως είχε γράψει ο Στάλιν- τότε πώς και πότε ακριβώς φτάνουμε στην απονέκρωση του κράτους, που θα μας οδηγήσει στο κομμουνιστικό στάδιο; Πώς δικαιολογείται ο ισχυρισμός της όξυνσης, εφόσον το κόμμα των μπολσεβίκων εκτιμούσε πχ τη δεκαετία του 30′ πως έχουν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και έχουν εξαλειφθεί οι εναντίον του απειλές από τη σοβιετική κοινωνία;
Παράλληλα, υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού μετώπου, όπου είχαν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και οι βασικές κοινωνικές τάξεις (εργατική τάξη, αγροτιά, διανόηση) δεν είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, και του εξωτερικού τομέα, με τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σφυριά του ιμπεριαλισμού να βαράνε συντονισμένα στην ίδια κατεύθυνση, βάζοντας στο στόχαστρο τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς αυτά τα δύο δε χωρίζονταν με στεγανά, δημιουργούνταν όμως μια ιδιαίτερη “παράδοξη” κατάσταση, που προκαλούσε και αντίστοιχες παραδοξολογίες σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πχ το σχήμα του “κομμουνιστικού κράτους”, με τις κρατικές, πχ στρατιωτικές δομές, να διατηρούνται ενάντια στις εξωτερικές απειλές, τη στιγμή που στο εσωτερικό θα ξεκινούσε η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Κάποια πράγματα μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η ταξική πάλη προφανώς δε σταματά ποτέ, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης παραμονεύει και δίπλα μας θα φτάσει κάποια μέρα, αν χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας, για να παραφράσουμε ένα γνωστό στίχο του Φώντα Λάδη. Η οικοδόμηση δεν είναι ένα προτσές που προχωρά αυθόρμητα, από μόνο του, χωρίς συνειδητή δράση. Κι έιναι ζητούμενο πώς θα κερδίζεται συνεχώς το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαζών σε αυτήν, παράλληλα με την απαιτούμενη εγρήγορση ενάντια στον ταξικό εχθρό, που δεν είναι άμεσα ορατός και κρύπτεσθαι φιλεί ή μπορεί να βρίσκεται μέσα μας, στη δύναμη της συνήθειας, του παλιού που αργοπεθαίνει, αλλά αντιστέκεται κι επιβιώνει με χίλιους τρόπους, από κάθε πιθανή χαραμάδα. Όσο για την απονέκρωση, είναι οπωσδήποτε κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές, ακόμα και αν υποθέσουμε πως εμείς θα “αξιωθούμε” να προλάβουμε μια επανάσταση στα κοντά.
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να κρατήσουμε ως γενική αρχή πως παρά τα όσα λέγονταν -και είχαν μια κάποια βάση- για το γιγαντισμό και την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου τομέα στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, στην πράξη είχαμε εφαρμογή αυτού που σημείωνε ο Ένγκελς για το “μισο-κράτος”, που παύει να είναι ουσιαστικά τέτοιο από τη στιγμή που παίρνει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας και σταδιακά -σε βάθος χρόνου- παύει να είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός, εφόσον εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία και τα συμφέροντά της ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που υπερασπίζονται το παλιό.
Τις προάλλες συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την έγκριση του νέου σοβιετικού Συντάγματος, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Μπρέζνιεφ. Το νέο Σύνταγμα περιείχε 28 άρθρα από το προηγούμενο που είχε ψηφιστεί το 1936, και διατηρούσε αρκετά προοδευτικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας μεταξύ άλλων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Η βασική αλλαγή ωστόσο αφορούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το χαρακτήρα του κράτους, που θεωρούνταν πλέον παλλαϊκό, κράτος όλου του λαού, και όχι κράτους της εργατικής τάξης, δηλαδή “δικτατορία του προλεταριάτου”.
Πιστοποιούσε έτσι και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, σε ένα σημαντικό τομέα, τη στροφή που είχε σηματοδοτήσει είκοσι χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη διαδικασία της αποσταλινοποίησης. Ρίζες αυτής της αντίληψης, ωστόσο, μπορούμε να βρούμε και σε αρκετά προγενέστερες επεξεργασίες, που αντιμετώπιζαν πχ τη Λαϊκή Δημοκρατία ως εναλλακτικό δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικό από τη ΔτΠ (δικτατορία του προλεταριάτου) που ήταν ο σοβιετικός δρόμος που ακολούθησε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο βρισκόταν αυτή ακριβώς η έννοια, στην οποία κατά καιρούς έχει ασκηθεί πολύπλευρη κριτική από διάφορες σκοπιές, με το Λένιν ωστόσο να γράφει πως μαρξιστές δεν ήταν όσοι παραδέχονταν γενικά την ταξική πάλη -κάτι που έκαναν ακόμα και αστοί αναλυτές- αλλά μονάχα όσοι δέχονταν πως οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτό το αποτέλεσμα: την εργατική εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Κατά κανόνα, η κριτική αυτή είχε μικροαστική αφετηρία, που λυγίζει κι αναδιπλώνεται μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, απορρίπτει τη βία και τη “δικτατορία” -που όμως διαιωνίζει τη δικτατορία της αστικής τάξης, με όλους τους δημοκρατικούς μανδύες της- και αποκόβει τα δύο συνθετικά του όρου. Την απασχολεί δηλαδή πως η ΔτΠ θα πάψει να είναι “δικτατορία”, και όχι πώς θα συνεχίσει -ή αν θα πάψει- να είναι “εργατική”, του προλεταριάτου. Αυτή η σοσιαλδημοκρατική τάση φαινόταν να επηρεάζει το ΚΚΣΕ, κυριαρχώντας σταδιακά στις γραμμές του, κι αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους ήταν που αναιρούνταν από το θεωρητικό σχήμα του “παλλαϊκού κράτους”, παρά την ανελέητη κριτική που είχαν ασκήσει οι Κλασικοί σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή τους, όπως πχ ο Μαρξ στην μπροσούρα του για το Πρόγραμμα της Γκότα.
Παρόλα αυτά, και στο προηγούμενο Σύνταγμα υπήρχαν αδύνατα σημεία, καθώς ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών γινόταν σε εδαφική βάση, ανά περιοχές δηλαδή, κι όχι με βάση τις παραγωγικές μονάδες και τους χώρους δουλειάς. Προφανώς υπήρχε παράλληλα και κάποια σχετική διαπάλη, που συνεχιζόταν στο χρόνο, χωρίς να είναι τίποτα δεδομένο, ως οριστική κατάκτηση.
Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.
Είναι γνωστό πως μια τάξη που βρίσκεται στην πρωτοπορία, καταφέρνει να προβάλλει ως εκπρόσωπος όλου του έθνους, να συσπειρώσει γύρω της τις υπόλοιπες τάξεις, για να παίξει αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Είναι επίσης γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των ναζί -που ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και ας μην ήταν στενά τέτοιος- οι Σοβιετικοί επιδίωξαν με διάφορους τρόπους και ελιγμούς την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης -αφού εκκαθάρισαν πρώτα τις δικές τους γραμμές στο Κόμμα από ασταθή και ύποπτα στοιχεία- ιεραρχώντας ως απόλυτη προτεραιότητα την επιβίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Είναι επίσης εύλογο πως μια συνταγή που πετυχαίνει αποτελέσματα και νικάει, μπορεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί σε ένα άλλο πλαίσιο, με διαφορετικές συνθήκες, που δε δικαιολογούν τη συνέχισή της.
Είναι σημαντικό όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Σοβιετικής Ένωσης δεν πάλευαν γενικά και αόριστα ενάντια στον εισβολέα, αλλά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας -ενώ όσοι έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται από αυτήν, πέρασαν ανοιχτά με το πλευρό των Ναζί. Είναι επίσης σημαντικό πως η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία θα πετύχει αυτή την ευρεία συσπείρωση με την επιβεβαίωση του ρόλου της στην πράξη, σε μια σειρά καθήκοντα, και όχι κάνοντας από θέση αρχής υποχωρήσεις απέναντι σε άλλες, σύμμαχες τάξεις, στο όνομα μιας εθνικής ή παλλαϊκής ενότητας.
Ένα δεύτερο θεωρητικό ζήτημα που έμπαινε γενικά, είναι το εξής: αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η μεταβατική μορφή μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού και η ταξική πάλη οξύνεται στο σοσιαλισμό -όπως είχε γράψει ο Στάλιν- τότε πώς και πότε ακριβώς φτάνουμε στην απονέκρωση του κράτους, που θα μας οδηγήσει στο κομμουνιστικό στάδιο; Πώς δικαιολογείται ο ισχυρισμός της όξυνσης, εφόσον το κόμμα των μπολσεβίκων εκτιμούσε πχ τη δεκαετία του 30′ πως έχουν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και έχουν εξαλειφθεί οι εναντίον του απειλές από τη σοβιετική κοινωνία;
Παράλληλα, υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού μετώπου, όπου είχαν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και οι βασικές κοινωνικές τάξεις (εργατική τάξη, αγροτιά, διανόηση) δεν είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, και του εξωτερικού τομέα, με τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σφυριά του ιμπεριαλισμού να βαράνε συντονισμένα στην ίδια κατεύθυνση, βάζοντας στο στόχαστρο τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς αυτά τα δύο δε χωρίζονταν με στεγανά, δημιουργούνταν όμως μια ιδιαίτερη “παράδοξη” κατάσταση, που προκαλούσε και αντίστοιχες παραδοξολογίες σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πχ το σχήμα του “κομμουνιστικού κράτους”, με τις κρατικές, πχ στρατιωτικές δομές, να διατηρούνται ενάντια στις εξωτερικές απειλές, τη στιγμή που στο εσωτερικό θα ξεκινούσε η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Κάποια πράγματα μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η ταξική πάλη προφανώς δε σταματά ποτέ, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης παραμονεύει και δίπλα μας θα φτάσει κάποια μέρα, αν χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας, για να παραφράσουμε ένα γνωστό στίχο του Φώντα Λάδη. Η οικοδόμηση δεν είναι ένα προτσές που προχωρά αυθόρμητα, από μόνο του, χωρίς συνειδητή δράση. Κι έιναι ζητούμενο πώς θα κερδίζεται συνεχώς το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαζών σε αυτήν, παράλληλα με την απαιτούμενη εγρήγορση ενάντια στον ταξικό εχθρό, που δεν είναι άμεσα ορατός και κρύπτεσθαι φιλεί ή μπορεί να βρίσκεται μέσα μας, στη δύναμη της συνήθειας, του παλιού που αργοπεθαίνει, αλλά αντιστέκεται κι επιβιώνει με χίλιους τρόπους, από κάθε πιθανή χαραμάδα. Όσο για την απονέκρωση, είναι οπωσδήποτε κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές, ακόμα και αν υποθέσουμε πως εμείς θα “αξιωθούμε” να προλάβουμε μια επανάσταση στα κοντά.
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να κρατήσουμε ως γενική αρχή πως παρά τα όσα λέγονταν -και είχαν μια κάποια βάση- για το γιγαντισμό και την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου τομέα στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, στην πράξη είχαμε εφαρμογή αυτού που σημείωνε ο Ένγκελς για το “μισο-κράτος”, που παύει να είναι ουσιαστικά τέτοιο από τη στιγμή που παίρνει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας και σταδιακά -σε βάθος χρόνου- παύει να είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός, εφόσον εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία και τα συμφέροντά της ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που υπερασπίζονται το παλιό.
3 σχόλια:
Μεγάλο κι ενδιαφέρον θέμα. Και βαρύ, όχι μόνο για την "ΚΑΤΙΟΥΣΑ" αλλά ακόμη και για το μπλογκ.
Νομίζω πως το "Παλλαϊκό Κράτος" (αντίφαση "εν τοις όροις", αν πάρουμε τους όρους "τοις μετρητοίς") εμφανίζεται ήδη από πολύ νωρίς, πιθανόν και προπολεμικά. Σχετίζεται μάλλον με την εκτίμηση για την λήξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό, την οριστική επικράτηση του Σοσιαλισμού από το '36 και την έναρξη της οικοδόμησης του Κομμουνισμού στην ΕΣΣΔ, όπως λες.
Το πόσο υπεραισιόδοξα ήταν αυτά από πλευράς κομμουνιστών το έδειξε η ίδια η ζωή.
Το ενδιαφέρον της ιστορίας, βέβαια, είναι πως τα σιγοντάρανε και οι ...αντιδραστικοί μέσα στην ΕΣΣΔ, που καθόλου δεν είχαν συμφωνήσει (από μέσα τους) πως όλα είχαν τελειώσει. Ισα-ίσα, είχαν κάθε λόγο να πούνε κι αυτοί "εντάξει, είμαστε στον ..κομμουνισμό(!), αυτό, που βλέπετε, είναι, ...ησυχάστε, έγινε το γινάτι σας!", και ..."Αντε να δούμε τώρα τι θα κάνουμε"!
Για να αρχίσουν το ξήλωμα μιαν ώρα αρχύτερα!
Κι ο Πόλεμος καθόλου δε βόηθαγε ν' αρχίσει ακόμη ένας γύρος ταξικής πάλης στο εσωτερικό. Δεν ήταν ώρα για τέτοια.
Ετσι εμφανίζεται πάντα η αποϊδεολογικοποίηση, με την μπούργκα του "ρεαλισμού" και των "πρακτικών λύσεων" απέναντι σε "ιδεολόγους πολυλογάδες", που "θα μας πάρουν στο λαιμό τους". Υπήρχαν πολλοί .."Μπαλάφες"(χε, χε!) στην ΕΣΣΔ και όχι μόνο!
Νομίζω, πως αυτή είναι η ουσία του προβλήματος, χωρίς να στεκόμαστε στα τυπικά σημαινόμενα των εννοιών, που έτσι κι αλλιώς, ρευστά είναι πάντα στα πλαίσια της Εξέλιξης.
Ασφαλώς η κομμουνιστική κοινωνία δε θάναι ένας ανοργάνωτος χυλός, όπου καθένας θα κάνει "ό,τι του κ.....σει", δηλαδή το όνειρο του ...νεοφιλελέ-αναρχικού. Είναι νόμος της Εξέλιξης να βαδίζει η Κοινωνία σε ολοένα υψηλότερο Καταμερισμό Εργασίας και συνθετώτερη Οργάνωση, αναγκαία συνέπεια της Kοινωνικοποίησης της Γνώσης, που δε μπορεί ήδη να χωρέσει όλη στα μυαλά καθενός ανθρώπου χωριστά εδώ και πάρα πολλά χρόνια. (Ο Homo Universalis ήταν ένα συγγνωστό αναγεννησιακό, ουτοπικό σήμερα, όραμα του Da Vinci, που είχε τους λόγους του να διακηρυχτεί τότε, αλλά κι αυτό "μοιραία" κάποτε θα άλλαζε περιεχόμενο.) Αναφέρομαι στις ανούσιες διαμάχες για το "κομμουνιστικό Κράτος". Απλά το "Κράτος" είναι ένας διαθέσιμος και τυπικά εσφαλμένος όρος για να περιγράψει την οργάνωση της νέας κοινωνίας, που βέβαια μόνο "δύναμη εκμεταλλευτικής τάξης" δε θα είναι. Ενα νέο όνομα για ένα νέο πράγμα είναι πάντα η ιδανική λύση. Αλλά τα ονόματα, ως γνωστόν, έρχονται πάντα τελευταία, μαζί με την ανθρώπινη Συνείδηση. Για δέστε πόσο όμορφα η "Ελευθερία", η "Δημοκρατία", τα "Ανθρώπινα Δικαιώματα" κλπ. στολίζουν σήμερα τις ακριβώς αντίθετές τους εφιαλτικές πραγματικότητες.
Ολα λοιπόν, και το "παλλαϊκό" και το "κομμουνιστικό" "Κράτος", και η "εδαφική βάση" κάποια στιγμή θα γίνουν πράξη, αλλά ...στην ώρα τους! Εκείνο, που δεν είχαμε καταλάβει, ούτε στην ΕΣΣΔ ούτε κι εδώ, ήταν πως ακόμη από αυτά είμασταν μακρυά.
Ισως, μετά την απόκτηση της πυρηνικής βόμβας από την ΕΣΣΔ, χάθηκε η ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε τις νέες αναγκαιότητες στις νέες πραγματικότητες, ίσως και νάταν νομοτελειακά όλα αυτά, εννοώ την προσωρινή υποχώρηση του Σοσιαλισμού. Δεν ξέρω.
Η Γνώση που θα μας δώσει η Ζωή θα μας πεί. Αλλά, όχι "δωρεάν".
Θα πρέπει να την κατακτήσουμε και μάλιστα, αυτή τη φορά, συλλογικά.
Πέρασε η ρομαντική εποχή των μοναχικών λύκων.
Τώρα εγώ φταίω, αν παραλληλίσω τους πονηρούς υποκριτικούς "θιασώτες" του "Παλλαϊκού Κράτους" στην ΕΣΣΔ, με κάτι αντίστοιχους όψιμους και ....αναδρομικούς "δικούς μας";
Νάσου και οι συντηρητικοί με τον μανδύα του ..."υπερεπαναστάτη" να μας λένε πως "στα βουνά το '43-'44 είχαμε τον ένα πόλο της ...δυαδικής εξουσίας έτοιμο"! Με λίγα λόγια, η εθνικοαπελευθερωτική Π.Ε.Ε.Α ήταν η νέα επαναστατική Λαϊκή Εξουσία, τύπου Σοβιέτ και Κομμούνας μαζί, και ....σκασμός! Μια ..."Λαϊκή Εξουσία", που έτρεχε να ...προλάβει να αποκηρύξει τον ΑΣΟ, και να τεθεί προθύμως στις διαταγές του Καϊρου(!), δηλαδή του άλλου πόλου της υποτιθέμενης ..."δυαδικής εξουσίας"! Πιό ..."δυαδική" δεν πήγαινε!
Αμ, γι αυτό ένα γνωστό στέλεχος του κόμματος άσπρισε από το κακό του, όταν του είπα, γύρω στα μέσα των '90-ties, ότι θεωρούσα το ΕΑΜ πρόδρομο του ΠΑΣΟΚ! (Καμία έκπληξη αν ο ίδιος αργότερα συντάχτηκε με τους αποχωρήσαντες από το 17ο και δώθε). Εκ των υστέρων, όλα εξηγούνται εύκολα. Το ζήτημα είναι τότε να'ν τάβλεπα (-αμε).
Από ..."Μπαλάφες" πάντα καλά πηγαίναμε στο Κόμμα, και το "ΠΑΣΟΚ" θ΄αργήσει να ψοφήσει.
Ιδού.
Το Κομμα ολα αυτα τα χρονια εχει υπερασπιστει την ΕΣΣΔ και τον Σταλιν απεναντι στις κατηγοριες οπορτουνιστων και αστων περι ''κρατικου καπιταλισμου'', ''σταλινικου ολοκληρωτισμου'' κλπ και πολυ καλα εκανε.
Μεχρι ενος σημειου ομως ετεροκαθοριζεται απο την αστικη και οπορτουνιστικη κριτικη και υπαρχει η ταση να υποτιμουνται τοσο οι οπορτουνιστικες τασεις της ηγεσιας του ΚΚΣΕ επι Σταλιν, οσο και το φαινομενο της ''γραφειοκρατιας'' (χρησιμοποιηστε εδω οποια αλλη λεξη θεωρειτε δοκιμη) στην ΕΣΣΔ απο φοβο ισως μην δωσει πυρομαχικα στους αντιπαλους.
Επισης υποτιμαται η υποβαθμιση της εσωκομματικης δημοκρατιας απο τις παραμονες του πολεμου και μετα, υποβαθμιση που ηταν αναγκαια μεχρι ενος σημειου λογω της καταστασης εκτακτης αναγκης (ΒΠΠ), αλλα εκεινη η υποβαθμιση πρακτικα διατηρηθηκε μεχρι την πτωση του σοσιαλισμου και ανεδειξε γλοιωδεις μετριοτητες σαν τον Χρουτσωφ που λουφαζαν οσο ζουσε ο Σταλιν και μετα τον θανατο του Ιωσηφ τον συκοφαντησαν οσο δεν πηγαινε.
Καταλαβαινω οτι αυτα παιρνουν χρονο, ηδη το ΚΚΕ εχει πολυ μεγαλα βηματα μπροστα στην κατευθυνση της σωστης αναλυσης του υπαρκτου σοσιαλισμου και θελω να ελπιζω οτι θα συνεχισει ετσι. Να εχουμε υπ'οψιν μας ομως τι ελλειψεις πιθανον υπαρχουν ακομα στην αναλυση του ΚΚ.
Τα γραφω ολα αυτα με αφορμη το σχολιο του Σεχταρ για την αισιοδοξια των σοβιετικων και την αποιδεολογικοποιηση. Πιστευω οτι αυτα τα δυο χαρακτηριστικα εχουν ταξικη και πολιτικη βαση και δεν ηταν απλα λαθη.
Δημοσίευση σχολίου