Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Ο Τίτο ήταν ένας Κροάτης με Σλοβένα μητέρα, που κράτησε ενωμένη όσο ζούσε τη Γιουγκοσλαβία και λατρεύτηκε από τους Σέρβους, για αυτόν ακριβώς το λόγο. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Βελιγράδι, σε ένα μικρό δάσος έξω από το κέντρο της πόλης, όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας.
Σε αντίθεση με άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες της ΚΑ Ευρώπης, οι Σέρβοι δεν έχουν κάποιο “Μουσείο Τρόμου” ή της αντίστοιχης μυστικής υπηρεσίας τους, για να καταγγείλουν τα “εγκλήματα του κομμουνιστικού καθεστώτος”. Πιθανότατα έχουν απομακρύνει κάποια μνημεία κι αγάλματα, παραμένουν όμως πολλά ονόματα δρόμων (όπως της Παρισινής Κομμούνας και του σοβιετικού Στρατηγού Τολμπούχιν, που απελευθέρωσε τα Βαλκάνια) κι ο οβελίσκος που ανεγέρθηκε για την ιδρυτική συνδιάσκεψη του Κινήματος των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι, το 1961.
Ίσως, από μια άποψη, οι Γιουγκοσλάβοι οικοδόμησαν λιγότερα -με ένα sui generis αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό της αγοράς- και είχαν λιγότερα να γκρεμίσουν, για να ολοκληρώσουν την καπιταλιστική παλινόρθωση, συνεπώς δε χρειάστηκε να δαιμονοποιήσουν τα σύμβολα και τους πρωταγωνιστές του προηγούμενου καθεστώτος. Και στη σημερινή αστική Ρωσία εξάλλου -που είναι επίσης συγκαλυμμένος ο αντικομμουνισμός των επίσημων αρχών ως προς το σοβιετικό παρελθόν της χώρας- τιμούν πχ τον Κοσίγκιν που ήταν στέλεχος του ΚΚΣΕ, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του άνοιξαν το δρόμο στη σταδιακή επικράτηση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η σημερινή κυβέρνηση δε διάκειται προφανώς θετικά προς το γιουγκοσλαβικό παρελθόν και τον Τίτο -και ας είναι αμφιλεγόμενος. Κι αυτό ακριβώς εξηγούσε μια Σέρβα υπάλλληλος στην υποδοχή ενός από τα κτίρια του χώρου, σε έναν “αγανακτισμένο τουρίστα” από τη Δύση, που περίμενε προφανώς να συναντήσει τον ωμό αντικομμουνισμό που έχει συνηθίσει και μια σαφή, κατηγορηματική καταδίκη για τα “σημεία και τέρατα” στα χρόνια του Τίτο. Για να προσθέσει στη συνέχεια ότι προσπαθούν στη χώρα της να δουν αντικειμενικά το παρελθόν τους. Αυτό το τελευταίο μεταφράζεται στη μέση οδό του μέσου όρου -κάτι σαν τον “τρίτο δρόμο” του Τίτο: ούτε συμπάθεια και προβολή, ούτε απέχθεια και καταδίκη για το -ούτε σοσιαλιστικό ούτε τυπικά καπιταλιστικό- γιουγκοσλαβικό μοντέλο.
Έτσι μες στο μουσείο, υπάρχουν διαδραστικές οθόνες με συνεντεύξεις διάφορων δημόσιων προσώπων, ιστορικών, οικονομολόγων κτλ, στην πλειοψηφία τους μάλλον αρνητικά διακείμενων στην “ημι-σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία”. Παράλληλα όμως υπήρχαν συνεντευξιαζόμενοι που αναγνώριζαν πχ πως οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχουν πολύ περισσότερα κοινά που τους δένουν μεταξύ τους -μολονότι είναι δύσκολο να συνυπάρξουν ξανά σε ένα κράτος.
Ένας εξ αυτών μάλιστα σημείωνε μια μικρή λεπτομέρεια, το δώρο που είχε στείλει ένα νηπιαγωγείο του Σεράγεβο για το πρώτο Συνέδριο των Αδεσμεύτων, και μια ζωγραφιά που απεικόνιζε κορίτσια και αγόρια όλων των φυλών, εκκινώντας από αυτήν για να ξετυλίξει το νήμα της ειδοποιού διαφοράς και υπεροχής των αξιών που δίδασκε στα παιδιά εκείνο το σύστημα. Σε ποιο αστικό σχολείο θα μπορούσε άραγε να συμβεί αυτό σήμερα, όταν τα παιδιά στη Βοσνία κοιτάζουν καχύποπτα όποιον δεν έχει την ίδια θρησκεία και το όνομά του παραπέμπει στην “αντίπαλη” πλευρά;
Στις καπιταλιστικές χώρες, η διαφημιζόμενη ενότητα δεν είναι παρά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, που ντύνονται με το μανδύα του εθνικού συμφέροντος και ένα ψευδεπίγραφο “όλοι μαζί”. Στις σοσιαλιστικές χώρες -ακόμα και στη Γιουγκοσλαβία ως ένα βαθμό- το αντίστοιχο ιδανικό ήταν η ενοποίηση της ανθρωπότητας και η φιλία των λαών, έστω κι αν πολιτικά μεταφραζόταν και διολίσθαινε ενίοτε προς την “ειρηνική συνύπαρξη” και τις “οικουμενικές”, αταξικές θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων.
Με τα δεδομένα που περιγράφονται παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς πως η κριτική στάση απέναντι στον Τίτο από κομμουνιστική σκοπιά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο καθήκον στη Σερβία. Για να το πούμε διαφορετικά, είναι πολύ λογικό -αλλά όχι αναπόφευκτο, σίγουρα- οι Σέρβοι κομμουνιστές να υπερασπίζονται (κριτικά ή όχι και τόσο) την όποια οικοδόμηση υπήρξε και να ταυτίζονται ή να αξιοποιούν πολιτικά το μαζικό κύμα νοσταλγίας για τα χρόνια του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας.
Στο Μουσείο μαθαίνουμε πως υπήρχε ένα έθιμο στα γενέθλια του Τίτο, όπου ο απλός λαός έστελνε μαζικά γράμματα στον ηγέτη του, και του έγραφε οτιδήποτε τον απασχολούσε και ήθελε να του πει, από ευχές μέχρι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, και πως πολλοί οπαδοί του Τίτο συνέχισαν να στέλνουν χιλιάδες γράμματα, ακόμα και μετά το θάνατό του (σαν σήμερα, στα 1980), όπου του έγραφαν πως νοσταλγούν τις παλιότερες εποχές, που ήταν ο ίδιος στα πράγματα.
Στις οθόνες της ίδιας πτέρυγας, πάνω από τη συλλογή με τα δώρα που λάμβανε ο Γιόζιπ (Ιωσήφ κι αυτός με το όνομα, αλλά χωρίς τη χάρη όπως φάνηκε) μπορεί να δει κανείς μαγνητοσκοπημένες συνάξεις παλιών -και όχι μόνο- κομμουνιστών, με τις γιουγκοσλαβικές σημαίες, τα σύμβολα, τις κονκάρδες, τις φορεσιές τους και τα εικονίσματα του Τίτο φυσικά, που στήνουν χορό, τραγούδι και συγκινούνται, καθώς θυμούνται τα παλιά -ή μάλλον το νέο κόσμο που έχασαν.
Στην ακριβώς διπλανή οθόνη, παίζει ένα βίντεο από τη δεκαετία του 60′ και του 70′ και τη μεταφορά της φλόγας (όχι όμως της ολυμπιακής) σε ένα μεγάλο στάδιο, στο πλαίσιο κάποιων αγώνων (ή μήπως των γενεθλίων του Τίτο, που ήταν σαν σήμερα, στις 7 του Μάη;), μέσα από κάμπη, δάση, εργοστάσια και γειτονιές, από χαμογελαστούς δρομείς με ροδαλά μάγουλα, σε στιγμές βγαλμένες από τη χειρότερη καρικατούρα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Που ωστόσο δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις, βλέποντας κάτι μακρινό -όχι τόσο από την άποψη της χρονικής απόστασης, αλλά του απελθόντα νέου κόσμου που τα γέννησε.
Στο ίδιο μουσείο μπορεί να δει κανείς:
-αναπαράσταση από το γραφείο του Τίτο με τη βιβλιοθήκη του, όπου δυστυχώς δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε ποια βιβλία περιελάμβανε κι αν είχε και αυτό που του είχε προλογίσει ο Ανδρέας στην Ελλάδα.
-τη “μανία” που έχουν με το σιδηρόδρομο και τα τρένα οι Σέρβοι, που έχουν μάλλον μέτριες, οδικές υπεραστικές συγκοινωνίες, αλλά διαφημίζουν τη σιδηροδρομική τους σύνδεση με τη Ρωσία!
-το βαγόνι στο περίφημο μπλε τρένο του Τίτο, που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του σε όλη τη χώρα, και το οποίο μετέφερε το φέρετρό του από τη Λιουμπλιάνα στην πρωτεύουσα για την κηδεία του.
-μια εικόνα με τους εκατοντάδες πολιτικούς ηγέτες που παραβρέθηκαν στην κηδεία του και τον Μπρέζνιεφ κάπως παράμερα από τους υπόλοιπους.
-Το χάρτη με τις χώρες που έστειλαν κάποιον εκπρόσωπο στην κηδεία και τα λιγοστά χαρακτηριστικά κενά, όπως το λευκό χρώμα στο σημείο της Αλβανίας.
-Τα δώρα που έστελνε στον Τίτο ξεχωριστά κάθε ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, με γλυπτά και αγάλματα, που κοσμούν τον κήπο του Μουσείου. Και τους άπειρους πυραύλους-ρουκέτες, που του έστελναν ως προσωπικά δώρα διάφοροι φίλοι κι επίσημοι καλεσμένοι, λες και έκανε συλλογή…
-Και μια περιγραφή με τη χρονική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων, από την οποία προκύπτει πως οι φοιτητές και οι λαϊκές μάζες αντέδρασαν έντονα στις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 70′ που ενίσχυαν τις ανισότητες και τα στοιχεία της αγοράς -ενώ το κλασικό σχήμα στις επίσημες μετασοσιαλιστικές αφηγήσεις, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πως ο λαός αντιδρούσε γιατί ήθελε περισσότερες ελευθερίες και βασικά… περισσότερο καπιταλισμό.
Εν κατακλείδι: οι επαναστάσεις κι οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν σε μουσεία. Αλλά η Γιουγκοσλάβικη ίσως άξιζε όντως μια θέση σε αυτό, για τον ιδιότυπο τρίτο δρόμο της προς το σοσιαλισμό, που δε χρειάστηκε καν αντεπανάσταση για την καπιταλιστική παλινόρθωση -που όμως δεν ήταν βελούδινη, γιατί πέρασε μέσα από τον εμφύλιο (μοναδικό στο είδος του, γιατί είχε λαούς που δεν αισθάνονταν ότι είναι το ίδιο) και τη διάλυση μιας χώρας που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία…
Ο Τίτο ήταν ένας Κροάτης με Σλοβένα μητέρα, που κράτησε ενωμένη όσο ζούσε τη Γιουγκοσλαβία και λατρεύτηκε από τους Σέρβους, για αυτόν ακριβώς το λόγο. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Βελιγράδι, σε ένα μικρό δάσος έξω από το κέντρο της πόλης, όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας.
Σε αντίθεση με άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες της ΚΑ Ευρώπης, οι Σέρβοι δεν έχουν κάποιο “Μουσείο Τρόμου” ή της αντίστοιχης μυστικής υπηρεσίας τους, για να καταγγείλουν τα “εγκλήματα του κομμουνιστικού καθεστώτος”. Πιθανότατα έχουν απομακρύνει κάποια μνημεία κι αγάλματα, παραμένουν όμως πολλά ονόματα δρόμων (όπως της Παρισινής Κομμούνας και του σοβιετικού Στρατηγού Τολμπούχιν, που απελευθέρωσε τα Βαλκάνια) κι ο οβελίσκος που ανεγέρθηκε για την ιδρυτική συνδιάσκεψη του Κινήματος των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι, το 1961.
Ίσως, από μια άποψη, οι Γιουγκοσλάβοι οικοδόμησαν λιγότερα -με ένα sui generis αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό της αγοράς- και είχαν λιγότερα να γκρεμίσουν, για να ολοκληρώσουν την καπιταλιστική παλινόρθωση, συνεπώς δε χρειάστηκε να δαιμονοποιήσουν τα σύμβολα και τους πρωταγωνιστές του προηγούμενου καθεστώτος. Και στη σημερινή αστική Ρωσία εξάλλου -που είναι επίσης συγκαλυμμένος ο αντικομμουνισμός των επίσημων αρχών ως προς το σοβιετικό παρελθόν της χώρας- τιμούν πχ τον Κοσίγκιν που ήταν στέλεχος του ΚΚΣΕ, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του άνοιξαν το δρόμο στη σταδιακή επικράτηση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η σημερινή κυβέρνηση δε διάκειται προφανώς θετικά προς το γιουγκοσλαβικό παρελθόν και τον Τίτο -και ας είναι αμφιλεγόμενος. Κι αυτό ακριβώς εξηγούσε μια Σέρβα υπάλλληλος στην υποδοχή ενός από τα κτίρια του χώρου, σε έναν “αγανακτισμένο τουρίστα” από τη Δύση, που περίμενε προφανώς να συναντήσει τον ωμό αντικομμουνισμό που έχει συνηθίσει και μια σαφή, κατηγορηματική καταδίκη για τα “σημεία και τέρατα” στα χρόνια του Τίτο. Για να προσθέσει στη συνέχεια ότι προσπαθούν στη χώρα της να δουν αντικειμενικά το παρελθόν τους. Αυτό το τελευταίο μεταφράζεται στη μέση οδό του μέσου όρου -κάτι σαν τον “τρίτο δρόμο” του Τίτο: ούτε συμπάθεια και προβολή, ούτε απέχθεια και καταδίκη για το -ούτε σοσιαλιστικό ούτε τυπικά καπιταλιστικό- γιουγκοσλαβικό μοντέλο.
Έτσι μες στο μουσείο, υπάρχουν διαδραστικές οθόνες με συνεντεύξεις διάφορων δημόσιων προσώπων, ιστορικών, οικονομολόγων κτλ, στην πλειοψηφία τους μάλλον αρνητικά διακείμενων στην “ημι-σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία”. Παράλληλα όμως υπήρχαν συνεντευξιαζόμενοι που αναγνώριζαν πχ πως οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχουν πολύ περισσότερα κοινά που τους δένουν μεταξύ τους -μολονότι είναι δύσκολο να συνυπάρξουν ξανά σε ένα κράτος.
Ένας εξ αυτών μάλιστα σημείωνε μια μικρή λεπτομέρεια, το δώρο που είχε στείλει ένα νηπιαγωγείο του Σεράγεβο για το πρώτο Συνέδριο των Αδεσμεύτων, και μια ζωγραφιά που απεικόνιζε κορίτσια και αγόρια όλων των φυλών, εκκινώντας από αυτήν για να ξετυλίξει το νήμα της ειδοποιού διαφοράς και υπεροχής των αξιών που δίδασκε στα παιδιά εκείνο το σύστημα. Σε ποιο αστικό σχολείο θα μπορούσε άραγε να συμβεί αυτό σήμερα, όταν τα παιδιά στη Βοσνία κοιτάζουν καχύποπτα όποιον δεν έχει την ίδια θρησκεία και το όνομά του παραπέμπει στην “αντίπαλη” πλευρά;
Στις καπιταλιστικές χώρες, η διαφημιζόμενη ενότητα δεν είναι παρά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, που ντύνονται με το μανδύα του εθνικού συμφέροντος και ένα ψευδεπίγραφο “όλοι μαζί”. Στις σοσιαλιστικές χώρες -ακόμα και στη Γιουγκοσλαβία ως ένα βαθμό- το αντίστοιχο ιδανικό ήταν η ενοποίηση της ανθρωπότητας και η φιλία των λαών, έστω κι αν πολιτικά μεταφραζόταν και διολίσθαινε ενίοτε προς την “ειρηνική συνύπαρξη” και τις “οικουμενικές”, αταξικές θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων.
Με τα δεδομένα που περιγράφονται παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς πως η κριτική στάση απέναντι στον Τίτο από κομμουνιστική σκοπιά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο καθήκον στη Σερβία. Για να το πούμε διαφορετικά, είναι πολύ λογικό -αλλά όχι αναπόφευκτο, σίγουρα- οι Σέρβοι κομμουνιστές να υπερασπίζονται (κριτικά ή όχι και τόσο) την όποια οικοδόμηση υπήρξε και να ταυτίζονται ή να αξιοποιούν πολιτικά το μαζικό κύμα νοσταλγίας για τα χρόνια του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας.
Στο Μουσείο μαθαίνουμε πως υπήρχε ένα έθιμο στα γενέθλια του Τίτο, όπου ο απλός λαός έστελνε μαζικά γράμματα στον ηγέτη του, και του έγραφε οτιδήποτε τον απασχολούσε και ήθελε να του πει, από ευχές μέχρι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, και πως πολλοί οπαδοί του Τίτο συνέχισαν να στέλνουν χιλιάδες γράμματα, ακόμα και μετά το θάνατό του (σαν σήμερα, στα 1980), όπου του έγραφαν πως νοσταλγούν τις παλιότερες εποχές, που ήταν ο ίδιος στα πράγματα.
Στις οθόνες της ίδιας πτέρυγας, πάνω από τη συλλογή με τα δώρα που λάμβανε ο Γιόζιπ (Ιωσήφ κι αυτός με το όνομα, αλλά χωρίς τη χάρη όπως φάνηκε) μπορεί να δει κανείς μαγνητοσκοπημένες συνάξεις παλιών -και όχι μόνο- κομμουνιστών, με τις γιουγκοσλαβικές σημαίες, τα σύμβολα, τις κονκάρδες, τις φορεσιές τους και τα εικονίσματα του Τίτο φυσικά, που στήνουν χορό, τραγούδι και συγκινούνται, καθώς θυμούνται τα παλιά -ή μάλλον το νέο κόσμο που έχασαν.
Στην ακριβώς διπλανή οθόνη, παίζει ένα βίντεο από τη δεκαετία του 60′ και του 70′ και τη μεταφορά της φλόγας (όχι όμως της ολυμπιακής) σε ένα μεγάλο στάδιο, στο πλαίσιο κάποιων αγώνων (ή μήπως των γενεθλίων του Τίτο, που ήταν σαν σήμερα, στις 7 του Μάη;), μέσα από κάμπη, δάση, εργοστάσια και γειτονιές, από χαμογελαστούς δρομείς με ροδαλά μάγουλα, σε στιγμές βγαλμένες από τη χειρότερη καρικατούρα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Που ωστόσο δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις, βλέποντας κάτι μακρινό -όχι τόσο από την άποψη της χρονικής απόστασης, αλλά του απελθόντα νέου κόσμου που τα γέννησε.
Στο ίδιο μουσείο μπορεί να δει κανείς:
-αναπαράσταση από το γραφείο του Τίτο με τη βιβλιοθήκη του, όπου δυστυχώς δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε ποια βιβλία περιελάμβανε κι αν είχε και αυτό που του είχε προλογίσει ο Ανδρέας στην Ελλάδα.
-τη “μανία” που έχουν με το σιδηρόδρομο και τα τρένα οι Σέρβοι, που έχουν μάλλον μέτριες, οδικές υπεραστικές συγκοινωνίες, αλλά διαφημίζουν τη σιδηροδρομική τους σύνδεση με τη Ρωσία!
-το βαγόνι στο περίφημο μπλε τρένο του Τίτο, που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του σε όλη τη χώρα, και το οποίο μετέφερε το φέρετρό του από τη Λιουμπλιάνα στην πρωτεύουσα για την κηδεία του.
-μια εικόνα με τους εκατοντάδες πολιτικούς ηγέτες που παραβρέθηκαν στην κηδεία του και τον Μπρέζνιεφ κάπως παράμερα από τους υπόλοιπους.
-Το χάρτη με τις χώρες που έστειλαν κάποιον εκπρόσωπο στην κηδεία και τα λιγοστά χαρακτηριστικά κενά, όπως το λευκό χρώμα στο σημείο της Αλβανίας.
-Τα δώρα που έστελνε στον Τίτο ξεχωριστά κάθε ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, με γλυπτά και αγάλματα, που κοσμούν τον κήπο του Μουσείου. Και τους άπειρους πυραύλους-ρουκέτες, που του έστελναν ως προσωπικά δώρα διάφοροι φίλοι κι επίσημοι καλεσμένοι, λες και έκανε συλλογή…
-Και μια περιγραφή με τη χρονική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων, από την οποία προκύπτει πως οι φοιτητές και οι λαϊκές μάζες αντέδρασαν έντονα στις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 70′ που ενίσχυαν τις ανισότητες και τα στοιχεία της αγοράς -ενώ το κλασικό σχήμα στις επίσημες μετασοσιαλιστικές αφηγήσεις, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πως ο λαός αντιδρούσε γιατί ήθελε περισσότερες ελευθερίες και βασικά… περισσότερο καπιταλισμό.
Εν κατακλείδι: οι επαναστάσεις κι οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν σε μουσεία. Αλλά η Γιουγκοσλάβικη ίσως άξιζε όντως μια θέση σε αυτό, για τον ιδιότυπο τρίτο δρόμο της προς το σοσιαλισμό, που δε χρειάστηκε καν αντεπανάσταση για την καπιταλιστική παλινόρθωση -που όμως δεν ήταν βελούδινη, γιατί πέρασε μέσα από τον εμφύλιο (μοναδικό στο είδος του, γιατί είχε λαούς που δεν αισθάνονταν ότι είναι το ίδιο) και τη διάλυση μιας χώρας που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία…
6 σχόλια:
Ασφαλώς και πήγε στα ανεπιθύμητα το σχόλιό σου, γιατί είναι άσχετο με την ανάρτηση και δεν το έστειλες εκεί που πρέπει. Επίσης, βρίσκω ενοχλητικό ότι αλλάζεις ψευδώνυμα, για να πεις κάτι που στερείται εμφανώς καλής προαίρεσης
Ασφαλώς και με μάρανε η προαίρεση. Αν εσένα δε σε ενδιαφέρει, να διαλέξεις το "Αμάραντος" για επόμενο ψευδώνυμο.
Επίσης δε θέλω να στο χαλάσω αλλά είσαι ο πρώτος και ο μόνος που πήγες ντουγρού στα ανεπιθύμητα για τέτοιο θέμα
Α ναι, και η «ψυχολογία γκεστάλτ» λέγεται στα ελληνικά «μορφολογική ψυχολογία», ενώ ο «μπιχεβιορισμός» λέγεται, πάλι στα ελληνικά, «συμπεριφορισμός».
Αμάραντος Ιστοριοδίφης
Πληροφοριακά για το πρόσφατο εξώφυλλο του «Μακελειού».
Οι φωτογραφίες του εξώφυλλου της φυλλάδας του Χίου αποτελούν φωτομοντάζ από χρωματισμένες φωτογραφικές λήψεις της εκτέλεσης του στρατηγού (ΠΖ) της Βέρμαχτ Άντον Ντόστλερ (Anton Dostler 1891–1945) την 1η Δεκεμβρίου 1945 στην πόλη Αβέρτα της γνωστής μας επαρχίας της Ιταλίας Καζέρτας λίγο μετά την καταδίκη του σε θάνατο από αμερικάνικο στρατοδικείο. Ο Ντόστλερ είχε διατάξει την εκτέλεση στις 26/3/1944 δεκαπέντε αιχμάλωτων αμερικανών στρατιωτών στην Ιταλία. Υπήρξε ο πρώτος ανώτερος αξιωματικός της Βέρμαχτ που εκτελέστηκε ως εγκληματίας πολέμου από τους συμμάχους μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αμάραντος Ιστοριοδίφης
Για τον Μήτσο Παρτσαλίδη.
Είναι βέβαια πολύ εύκολο και ενδεχομένως και βολικό να ξεμπερδεύουμε «αντιντερμενιστικά» με τις αντιλήψεις του «τίμιου οπορτουνιστή» (;!;!;!) Μήτσου Παρτσαλίδη, του «Πατριάρχη», όπως καθόλου άστοχα χαρακτηρίστηκε, του «αναθεωρητισμού» στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, ισχυριζόμενοι πως «Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως οι αντιλήψεις του Παρτσαλίδη δεν διαφοροποιούνταν δραματικά από εκείνες που κυριαρχούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο διεθνές και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, ενώ για κάποιες περιόδους, ειδικά μετά το 20ο συνέδριο, θα έλεγε κανείς πως μάλλον ταυτίζονταν.». Κι αυτό γιατί στο πρόσωπό του μεγάλο ρόλο έπαιξε η συχνά πυρετώδης και εν πολλοίς αγωνιώδης προσπάθεια να βρει θεωρητικό «πάτημα» στον καραμπινάτο οπορτουνισμό του, προσπάθεια που κατά κανόνα τον οδηγούσε σε εξαιρετικά πρόχειρες αν όχι δουλικά μιμητικές και οπωσδήποτε κατεξοχήν σχηματικές, έωλες και επιφανειακές προσεγγίσεις. Χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα αποτελεί η «πρεμούρα» του να εγκολπωθεί και να «περάσει» στο ΚΚΕ —ήδη από το 1956 με άρθρο του στο «Νέο Κόσμο» («Μερικά διδάγματα από το 8ο Συνέδριο του ΚΚ της Κίνας», «Νέος Κόσμος», τεύχος 12 (Δεκέμβρης 1956), σελ. 23–45)— την τότε αντίληψη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας περί «εθνικής αστικής τάξης» απ’ αφορμή την παρακολούθηση των εργασιών του 8ου Συνέδριου του ΚΚΚ (το Σεπτέμβριο του 1956: μαζί με τον Λεωνίδα Στρίγκο αποτελούσαν την αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στο εν λόγω συνέδριο). Απ’ αυτή την άποψη οι αντιλήψεις του Μήτσου Παρτσαλίδη για την πολιτική τακτική και στρατηγική του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος διέφεραν τωόντι δραματικά, δραματικότατα από τις αντίστοιχες π. χ. του Νίκου Ζαχαριάδη που διακρίνονταν —παρά τα όσα λάθη εμπεριείχαν— από δημιουργικότητα στην πρακτική εφαρμογή του μαρξισμού-λενινισμού στις τότε ελληνικές συνθήκες — σε αντίθεση προς τον όχι σπάνια τυφλό μιμητισμό και «αθέατο» δογματικό «αντιδογματισμό» του Παρτσαλίδη. Εξ ου και η διαφαινόμενη «σχετικοποίηση» του οπορτουνισμού του Παρτσαλίδη —είτε αυτή γίνεται σε ελληνικό είτε σε διεθνή συσχετισμό— είναι, πολύ φοβάμαι, μάλλον εκ του πονηρού. Αφήνω το ζήτημα αν ο Μήτσος Παρτσαλίδης είχε «την κρυφή στήριξη ορισμένων κύκλων της σοβιετικής ηγεσίας» στη σύγκρουσή του με τον Ζαχαριάδη, γιατί «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει», αρκεί να διαβάσει κανείς τις ομιλίες του Παρτσαλίδη στην 3η Συνδιάσκεψη του 1950 και στις 6η και 7η Πλατιές Ολομέλειες του 1956 και 1957 αντίστοιχα (τα σχετικά πρακτικά έχουν εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή»)…
Αμάραντος Ιστοριοδίφης
«αντιντερμενιστικά» = «αντιντετερμινιστικά»
Συγνώμη λάθος!
Αμάραντος Ιστοριοδίφης
Δημοσίευση σχολίου