Αν είναι η έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας αμαρτία, τότε όλοι σχεδόν είμαστε το κατά δύναμιν αμαρτωλοί κι εγώ βουτηγμένος σε αυτή, σαν δάχυλο στο κουτί με τη Μερέντα. Αν μη τι άλλο οφείλουμε να το κρύβουμε, ακόμα και με την έννοια της (αυτο)περιφρούρησης, αλλά τα blog υπάρχουν για να λέμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να μην το φωνάζουμε με λατρεία, κεφαλαιογράμματη γραφή (τα caps lock, μάνα) και χοντράδες.
Λοιπόν, θα το πω και αμαρτία ουκ έχω -απλώς έχω παραδοθεί σε αυτήν. Δε με αγγίζουν οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Δεν έχω το επίπεδο και τα εφόδια για να το καταφέρω -το λέω και ξαλαφρώνω. Μπορώ να καταλάβω ότι πιάνουν ενδιαφέροντα θέματα, στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, και πόσο εντυπωσιακό είναι ότι τα έθεταν στην εποχή τους, πετυχαίνοντας μια θαυμαστή διαχρονικότητα. Αλλά είναι ελάχιστες οι φορές που ένιωσα να πλουτίζω εσωτερικά βλέποντας μια αρχαία τραγωδία, από αισθητική άποψη ή από τους προβληματισμούς που έμπαιναν. Μιλάω πάντα για τον κανόνα -κι οι λιγοστές εξαιρέσεις τον επιβεβαιώνουν.
Ίσως να ευθύνεται και ο τρόπος που ανεβαίνουν στη σκηνή -η σκηνοθετική προσέγγιση, ο φορμαλισμός, η τέχνη για την τέχνη χωρίς «διδακτισμό» και μηνύματα, η υπερβολική προσκόλληση στο πρωτότυπο ή το ακριβώς αντίθετο (κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις), η αυτοαναφορικότητα και τα μικροαστικά σύνδρομα, το πομπώδες παίξιμο, οι λυρικοί διάλογοι που θυμίζουν τις σειρές του Φώσκολου:
-Ω Γιάγκο, βασιλέα των Θηβών και της Τζάιαντ, είναι αλήθεια αυτό που άκουσα ή με γελούν τα αυτιά μου; Ποια μοίρα σκοτεινή όρισε να λάβω τέτοιο μαντάτο; Ποιοι θεοί καταράστηκαν την πόλη μας να ζήσει μια τέτοια μέρα; Μίλα λοιπόν, βασιλέα, με λόγια θαρρετά, σε ξορκίζω να μου απαντήσεις, αλλιώς... κοκ.
Ίσως φταίνε τα φεγγάρια, ίσως πάλι φταίω εγώ -που είναι και το πιθανότερο-, πχ ότι είμαι μάλλον βιβλιοφίλ, αλλά ούτε εκεί τα εκτιμώ όλα -δεν κατάφερα ποτέ πχ να απολαύσω τη γραφή του Τομ Ρόμπινς. Μα πάνω από όλα βαραίνουν όσα σημείωσα αρχικά: έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, αντίστοιχων ερεθισμάτων από το σχολικό και το οικογενειακό περιβάλλον κι όποια συλλογική ευθύνη περιλαμβάνουν αυτά -χωρίς να ελαφραίνουν την ατομική.
Παρόλα όσα, μπορώ να απολαύσω πολύ πιο εύκολα τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Όχι γιατί είναι πιο εύπεπτες και ευχάριστες -ως κωμωδίες- αλλά ίσως γιατί τις βρίσκω πιο σημερινές και επίκαιρες. Η Λυσιστράτη -και όχι μόνο- είναι ένα φλογερό αντιπολεμικό μανιφέστο, διαχρονικής αξίας, σφραγισμένο από την αρχέγονη ανάμνηση της χαμένης μητριαρχίας. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο εμφανίζεται και στις Εκκλησιάζοτσες, που μπορεί να είναι μια παρωδία με αναφορές στον πρωτόγονο κομμουνισμό, περιγράφει και ψηλαφίζει όμως προβλήματα της κοινωνίας του μέλλοντος, όπου ο καθένας θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του. Και η Νεφελοκοκκυγία στις Όρνιθες είναι η ενσάρκωση μιας τέτοιας πολιτείας, μετά την έφοδο των πτηνών στον ουρανό.
Εξαρτάται και πώς θα τις ανεβάσεις, βέβαια. Μπορεί πχ να δώσει βάρος και απόλυτη προτεραιότητα στη μορφή, την άρτια χοροθεατρική κίνηση και από την ουσία του έργου να καταλάβεις πως ο Αριστοφάνης καταγγέλλει τους πολιτικούς και τα λαμόγια -όπως ο Μπινιάρης στους περσινούς του Όρνιθες, με Παπασπηλιόπουλο και Χρυσοστόμου.
Στον αντίποδα, ο Κακλέας μπορεί να μην έχει πάντα το πιο εύστοχο κριτήριο, φροντίζει όμως να φεύγει ο θεατής με αρκετή τροφή για σκέψη -κι αν είναι λίγο μασημένη, δεν πειράζει. Το απέδειξε και πέρσι στον Πλούτο του, όπου ο διάλογος με τις 4 εκδοχές της Πενίας πχ μπορεί να σε οδηγήσει σε προεκτάσεις για την ταξική συνείδηση -αν τη γεννά η φτώχεια, η πείνα και η κρίση ή αν είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική έννοια. Κι αν η παράβαση - μπρεχτική αποστασιοποίηση που επιχείρησε στο τέλος άξιζε ίσως καλύτερης τύχης από την ιστορικό Ευθυμίου (την αδελφή του Πέτρου), μας αποζημίωνε μουσικά με τον (έναν) Χατζηφραγκέτα ή τους στίχους του Τελευταίου Καλεσμένου.
Γιατί ο σεβασμός στην ουσία απαιτεί πειραματισμούς στη μορφή και τη μεταφορά του περιεχομένου στην εποχή μας.
-.-
Αν οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι ένας θησαυρός -έστω μερικώς σωσμένος- της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η διασκευή - μεταφορά τους σε κόμικ από το δίδυμο Αποστολίδη-Ακοκαλίδη είναι σαν σταγονίδια από το αθάνατο κρασί της μεταπολίτευσης, χρονοκάψουλα ανεκτίμητης αξίας και αναπόσπαστο απόσπασμα της κλασικής παιδείας που πρέπει να έχει κάθε παιδί -και ας μη σκαμπάζει τίποτα από αρχαίες τραγωδίες.
Οι Ιππείς πχ είναι μια μεγαλοφυής διασκευή-σάτιρα
του δικομματικού παροξυσμού της εποχής με
τις βάτες και των πολιτικών προεκλογικών συγκεντρώσεων
πανηγυριών με τα σημαιάκια, τον μεταφερόμενο
όχλο με τα πούλμαν κτλ. Ό,τι πρέπει να ξέρει / διαβάσει
κάποιος που δεν έζησε την παραφροσύνη της περιόδου
ή έστω τον απόηχό της.
Η κεντρική ιδέα -ότι τον δημαγωγό, φιλοπόλεμο
Κλέωνα μπορεί να τον νικήσει μόνο κάποιος χειρότερός
του που να τον ξεπερνά στα κουσούρια και τις
βρωμιές του- μεταφέρεται στον σύντομο εικοστό
αιώνα και τη δεκαετία του ’80, για να σατιρίσει
το τότε αναδυόμενο δίδυμο Ανδρέα-Μητσοτάκη.
Κι αν πίσω από τις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος
της επάρατου Δεξιάς και πιθανόν μια συμπάθεια
στον «εθνάρχη» Κώτσο -που προετοίμασε τον θρίαμβο
της Σφακτηρίας-ΕΟΚ αλλά τον καπηλεύτηκε ο Ανδρέας
ως Κλέων- δεν πειράζει. Στην τελική, και ο Αρίστος
με τη συμμορία των αρίστων ήταν (αριστοκρατικούς-ολιγαρχικούς)
αλλά αυτό δε μείωσε την αξία του έργου του. Κι
όλα αυτά δείχνουν καλύτερα το κλίμα της εποχής
και του ριζοσπαστικού της πνεύματος, που κάποιοι
το είπαν χρυσό αιώνα χρυσή δεκαετία με τις βάτες
και άλλοι αριστερή ιδεολογική ηγεμονία, ενώ
κάποιοι άλλοι Κεκράκτες το περιφέρουν σήμερα,
άταφο νεκρό, σαν μπαμπούλα για τον όχλο των
νοικοκυραίων που τους ψηφίζει.
-.-
Το βιβλίο του Anthony Doerr «Νεφελοκοκκυγία» έχει συγκεκριμένες αρετές -στην περιγραφή των τοπίων και του κλίματος μιας άλλης ιστορικής εποχής- χωρίς να κάνει εν τέλει τη διαφορά. Ένα από τα μηνύματα του βιβλίου -να εκτιμάμε αυτό που έχουμε, αφήνοντας τις χιμαιρικές αναζητήσεις- μοιάζει ενδιαφέρον αλλά έχει και αντιδραστική ανάγνωση -να πάψουμε να αναζητούμε την ουτοπία, την κοινωνία της αφθονίας κτλ. Η αφηγηματική ροή σπάει σε τρεις παράλληλες διηγήσεις: στο παρελθόν (η άλωση της Πόλης), το παρόν (το πρόσφατο παρελθόν που οδηγεί στο σήμερα) και ένα δυστοπικό μέλλον, όπου το είδος μας αναγκάζεται να αναζητήσει μακριά από την Γη έναν πλανήτη για να ζήσει. Κάποτε αυτό το στιλ μπορεί να ήταν πρωτότυπο, πλέον είναι τόσο κλισέ που πιθανότατα διδάσκεται στο εισαγωγικό μάθημα στα σεμινάρια «δημιουργικής γραφής». Κι αν δεν το ακολουθήσεις, ίσως να αποβάλλεσαι από τη συγγραφική κοινότητα, προς παραδειγματισμό.
Αλλά το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου είναι κατά βάση οικολογικό, ενάντια στην καταστροφή των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, σχετικό με την κλιματική αλλαγή και τις προοπτικές βιωσιμότητας του πλανήτη μας και του ανθρώπινου είδους. Κάτι που μας συνδέει με την τελευταία θεματική και τον επίλογο.
-.-
Κάποτε ο Βλαδίμηρος έγραφε τις «Δύο Τακτικές στη Σοσιαλδημοκρατία», που είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες μπροσούρες του και ας έχουν αλλάξει πολλά έκτοτε -πχ το τι ορίζει η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει ακριβώς συγκροτημένο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα -κι ο πόλος που πήγαινε να δημιουργηθεί, διαλύθηκε στη δίνη του πολέμου, όπως ακριβώς και 100 χρόνια πριν, με έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο. Θα μπορούσε όμως να διακρίνει κανείς χοντρικά δύο προσεγγίσεις ή δύο αποχρώσεις της ίδιας προσέγγισης στο ζήτημα τις κλιματικής αλλαγής. Ας τις ανιχνεύσουμε με τη βοήθεια δύο συνεντεύξεων από δύο υποψήφιους του ΚΚΕ με επιστημονική ιδιότητα -αλλά όχι κομματική, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν απαραίτητα μια επίσημη θέση.
Η πρώτη είναι του Βασίλη Μπέλλου (Πολιτικού Μηχανικού και καθηγητή Πανεπιστημίου) και ορισμένοι βασικοί άξονες της θέσης του είναι οι εξής.
Η κλιματική αλλαγή είναι μια ανοησία από επιστημονική άποψη. Δεν μπορεί να οριστεί εμπειρικά, στο σύντομο πλαίσιο του βίου μας -επειδή κάποιες χρονιές είχαμε πολύ ζεστά καλοκαίρια ή δεν είχαμε χειμώνα- ούτε από τα ελλιπή μετεωρολογικά στοιχεία που συλλέτγουμε εδώ και μερικές δεκαετίες, παρά μόνο σε πολύ μεγαλύτερη χρονική κλίμακα -αρκετών αιώνων. Ο πλανήτης μας έχει μια διαδρομή πολλών εκατομμυρίων χρόνων, με τεράστιες κλιματικές διακυμάνσεις, που δεν εμπόδισαν ωστόσο την εξέλιξή του. Ο παράγοντας της υπερθέρμανσης είναι ανησυχητικός αλλά δεν έχει αποδειχτεί η σχέση αιτίου-αιτιατού: αν δηλαδή η έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας ή αν η τελευταία προκαλείται από άλλα, φυσικά αίτια, προκαλώντας με τη σειρά της την αύξηση του CO2. Η στρατηγική της «πράσινης ανάπτυξης» είναι μονόδρομος για την ΕΕ, και δεν υπαγορεύεται από τις περιβαλλοντικές της ευαισθησίες αλλά από το συγκριτικό της μειονέκτημα σε ορυκτά και άλλους ενεργειακούς πόρους (συγκριτικά με την ΗΠΑ, την Κίνα και άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα) και από την ανάγκη να βρει μια διέξοδο το συσσωρευμένο κεφάλαιο που λιμνάζει αναξιοποίητο.
Αυτά με τηλεγραφικούς τίτλους και τον κίνδυνο να τα φτωχαίνω ή να τα διαστρεβλώνω ελαφρώς κάπου -οπότε καλύτερα να τα διαβάσετε από την παραπομπή. Η άλλη συνέντευξη είναι με τον Μάνο Σαριδάκη (αστροφυσικό διεθνούς εμβέλειας του Αστεροσκοπείου Αθηνών) αλλά η αντίστοιχη απάντηση δεν είναι το ίδιο εκτενής, συνεπώς την παραθέτω ολόκληρη.
Η υπερθέρμανση είναι χιλιοεπιβεβαιωμένη, όπως και το γεγονός ότι έχουμε μπροστά μας μια κλιματική κρίση. Και να τονίσω εδώ ότι η κλιματική κρίση χτυπάει μεν όλον τον πλανήτη, αλλά όχι με τον ίδιο βαθμό. Δυστυχώς, η ανατολική Μεσόγειος είναι από τα hot spots όπου η κλιματική αλλαγή είναι τρεις φορές εντονότερη από το μέσο όρο. Τώρα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η κλιματική κρίση είναι ανθρωπογενής, δεν υπάρχει φυσική διαδικασία που να επιφέρει αλλαγές σε τόσο μικρές χρονικές κλίμακες. Αλλά αυτό που λέω συνήθως σε κόσμο που αμφισβητεί το ανθρωπογενές αίτιο, είναι το εξής: Έστω, ρε παιδιά, ότι δεν είναι ανθρωπογενής, πάλι δεν θα πρέπει να κάνουμε κάτι, πάλι δεν θα πρέπει να πάρουμε μέτρα; Δηλαδή όταν βρέχει, καθόμαστε στη βροχή να βρεχόμαστε επειδή η βροχή δεν είναι ανθρωπογενής; Άρα να συμφωνήσουμε καταρχήν ότι πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα, και τα υπόλοιπα τα συζητάμε.
Δε σκοπεύω να στριμώξω στον επίλογο τις δικές μου σκέψεις για ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό ζήτημα, οπότε θα περιοριστώ σε μερικά σύντομα υστερόγραφα.
Η πρώτη φορά που ήρθα σε ουσιαστική επαφή με αντίστοιχους προβληματισμούς και ανησυχίες για το μέλλον του πλανήτη ήταν διαβάζοντας την πολυδιαφημισμένη Κόμη της Βερενίκης του Γραμματικάκη. Ομολογώ ότι το τέλειωσα με αρκετά ερωτήματα και προβληματισμούς -κι ας μυρίζει ίσως Μαλθουσιανισμό το καμπανάκι που κρούει περί υπερπληθυσμού και αδυναμίας του πλανήτη μας να μας θρέψει όλους ή να καλύψει τις ενεργειακές μας ανάγκες, με τα υπάρχοντα τεχνολογικά δεδομένα τουλάχιστον. Όταν κατέβηκε υποψήφιος με το Ποτάμι του Θεοδωράκη έδειξε -πέραν κάθε αμφιβολίας- το ταξικό πρόσημο των προβληματισμών του -προσπάθησα, ωστόσο, να τους φιλτράρω και να κρατήσω τον λογικό τους πυρήνα.
-Το πολιτικό ταβάνι διαφημισμένων «κινηματικών» προσωπικοτήτων όπως η Ναόμι Κλάιν είναι τόσο χαμηλό που συναντά την Γκριν Πις και την Γκρέτα Τούμπεργκ, στην προσπάθειά της να «αλλάξει» τον κόσμο. Ακόμα και στο δικό της βιβλίο για το θέμα, πάντως, δε γίνεται να μην παραδεχτεί τις δραματικές, φυσικές κλιματικές αλλαγές του μακρινού παρελθόντος (εντοπίζοντας τη διαφορά στο ότι η τρέχουσα μεταβολή-κρίση είναι ανθρωπογενής) και τη συλλογή σχετικά αξιόπιστων δεδομένων μόλις από τον 19ο αιώνα και έπειτα. Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ο ανεκδιήγητος ρεφορμισμός της, ακόμα και για τα αστικά δεδομένα, που καταλήγει σε ριζοσπαστικές προτάσεις του στιλ: να μην τρώμε κρέας -έστω δύο φορές τη βδομάδα- ή να μειώσουμε την αύξηση της υπερθέρμανσης κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου -αντί για 2 όπως προβλέπεται- μες στις επόμενες δεκαετίες, με στόχο όχι απαραίτητα να σταματήσουμε αλλά να καθυστερήσουμε έστω την αλλαγή...
-Το ΚΚΕ οφείλει -στον εαυτό του, όχι σε εμάς- να είναι και να φαίνεται τίμιο, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, για να σπάσει το εδραιωμένο σε ορισμένους κύκλους στερεότυπο ότι αδιαφορεί για το περιβάλλον ή ότι μια επανάληψη -με καλύτερους όρους- του σοβιετικού πειράματος θα βασιζόταν στον λιγνίτη μέχρι να σβήσει ο ήλιος, θα κατέστρεφε εκ νέου την Αράλη κοκ.
Κατά τη γνώμη μου, δε χρειάζεται αμηχανία αλλά επιθετικός επικοινωνιακός λόγος και πρωτοβουλίες. Να μην αφήσουμε την οικολογία σε αστικά χέρια και πράσινα άλογα. Να αναδείξουμε πως ο πλανήτης κινδυνεύει, ότι δεν τον καταστρέφει ο άνθρωπος -γενικά και αόριστα- αλλά το κέρδος, ότι η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι ανθρωπογενής αλλά... «καπιταλογενής» κι ότι η επανάσταση δεν είναι απλά μονόδρομος αλλά επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε να έχουμε οποιοδήποτε μέλλον -ακόμα και αν δε μας αρέσει η περιγραφή των κομμουνιστών για την κοινωνία του μέλλοντος.
Ας μείνουν αυτά ως βάση συζήτησης και αν υπάρχει λόγος, συνεχίζουμε.
6 σχόλια:
Ισχύει ότι το θέμα της οικολογίας το έχουμε κάπως χαμηλά σε ιεράρχηση (τι να κάνει και αυτός ο κουτσουμπας, πόσα να δώσει πχια;;;)...
Νομίζω πάντως ότι οι κεντρικές θέσεις, όποτε εκφράζονται από σπόντα, είναι πιο κοντά στην αντίληψη του Σαριδακη με έμφαση όμως στην προστασία, τη διατήρηση και την παραπέρα ανάπτυξη του φυσικού πλούτου της χώρας, ο οποίος είναι και βασικός παράγοντας προστασίας από την κλιματική κρίση.
Μια ακόμα πτυχή η οποία δεν έχει αναλυθεί, είναι ότι θεωρητικά αλλά και πρακτικά, μόνο στον σοσιαλισμό-κομμουνισμο μπορεί να σχεδιαστεί και να λειτουργήσει μια 100% κυκλική οικονομία όπως
και να περιοριστεί η σπατάλη γενικότερα...
Θα συμφωνήσω πάντως ότι αν και δεν επείγει κάτι τέτοιο (μάλλον), θα έπρεπε να εμβαθύνει το κόμμα στο γιατί όλα αυτά ισχύουν και πως.
Πραγματικά έχει πολύ ενδιαφέρον όταν με την οποιαδήποτε αφορμή, προβάλλεται τι θα έπρεπε/μπορούσε να γίνει αν δεν θεωρούνταν κόστος, όπως πχ στο θέμα των σεισμών στις Κυκλάδες. Εκεί είναι που φαίνεται η ξεφτίλα του καπιταλισμού σε όλο της το μεγαλείο.
Κώστας
1/2
Ίσως εκ πρώτης όψεως πρόκειται για δήλωση που ηχεί βαρύγδουπα και δυσάρεστα: Η «οικολογία», αποσπασμένη από την οικονομία, έχει όλες της προϋποθέσεις της «ιδεολογίας» ως αντιστροφής της πραγματικότητας. Ο ίδιος ο όρος, «οικολογία», εκτός από έμφαση στην «πλευρά» που συνιστά το ειδικό της αντικείμενο, αποτελεί ταυτόχρονα και έμφαση αυτής της απόσπασης. Αλλά αυτή η απόσπαση δεν μπορεί να οδηγήσει στην καθολική θεώρηση της ανταλλαγής του ανθρώπου με τη φύση, και σε τελική ανάλυση καθιστά και την ίδια την «οικολογία» υπόθεση ατελή, αναποτελεσματική έως και διαστρεβλωτική των όρων αυτής της ανταλλαγής.
Μοιάζει σαν παιχνίδι με τις λέξεις, αλλά δεν είναι: Η οικο-λογία είναι χρήσιμη έως το βαθμό που τονίζει, που φέρνει στο προσκήνιο, την υποτιμημένη, αγνοημένη πλευρά της οικο-νομο-λογίας. Είναι, όμως, μόνο στο πεδίο αυτής της τελευταίας -και όχι βέβαια αφηρημένα, αλλά στη βάση συγκεκριμένων υλικών ιστορικών όρων- όπου μπορούν να αποτελέσουν μια ενότητα οι μεταξύ τους αποσπασμένες πλευρές της: «οικολογία» - «οικονομία», και όπου μπορούν τα ζητήματα της οικολογίας να πραγματωθούν σαν «ρυθμιστικά» συστατικά της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το «Κεφάλαιο» του Μαρξ δεν είναι οικολογικό αλλά οικονομολογικό σύγγραμμα, αλλά σε αυτό διατυπώθηκαν ορισμένες αρχές που, κάπου έναν αιώνα αργότερα, «επανεμφανίστηκαν» σε διάφορες παραλλαγές σαν θέσεις μια ειδικά «οικολογικής» σκέψης:
Ανήκει στην «οικονομολογία» του «Κεφαλαίου» η διατύπωση, για πρώτη φορά, της θέσης ότι:
«Ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος, μάλιστα όλες οι σύγχρονες κοινωνίες μαζί παρμένες, δεν είναι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλώς οι κάτοχοί της, οι επικαρπωτές της, και οφείλουν σαν καλοί οικογενειάρχες να την κληροδοτήσουν βελτιωμένη στις επόμενες γενεές» (τόμος 3, σελ. 254).
Αυτό που στη σημερινή κοινωνία τουλάχιστον αναποτελεσματικά εμφανίζεται σαν «πρόγραμμα ανακύκλωσης», έχει τη θέση του στην «οικονομολογία» του «Κεφαλαίου» με την διατύπωση της θέσης ότι:
«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή μαζί με τη διαρκώς αυξανόμενη υπεροχή του αστικού πληθυσμού, που τον συγκεντρώνει σε μεγάλα κέντρα, από τη μια μεριά συσσωρεύει την ιστορική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, ενώ από την άλλη διαταράσσει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη, δηλ. την επιστροφή στο έδαφος των συστατικών του εδάφους που καταναλώνει ο άνθρωπος με τη μορφή μέσων συντήρησης και ιματισμού, και επομένως τον αιώνιο φυσικό νόμο της αέναης γονιμότητας του εδάφους. Έτσι καταστρέφει ταυτόχρονα τη σωματική υγεία των εργατών των πόλεων και την πνευματική ζωή των εργατών της υπαίθρου. Ταυτοχρονα όμως με την καταστροφή των αυθόρμητα μόνο δημιουργημένων όρων αυτής της ανταλλαγής της ύλης δημιουργεί την ανάγκη ν’ αποκατασταθεί συστηματικά αυτή η ανταλλαγή της ύλης σαν ρυθμιστικός νόμος της κοινωνικής παραγωγής και με μορφή που ν’ ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά στην πλέρια ανάπτυξη του ανθρώπου» (τόμος 1, σελ. 522).
Και ο κατάλογος δεν περιορίζεται στα παραπάνω, που πάντως αποτελούν κάποιες από τις πιο γενικευμένες -ως προς το θέμα- θέσεις και, ταυτόχρονα, κατευθυντήριες αρχές. Ενδεικτικά, κάποια αποσπάσματα ακόμα:
2/3
Σε άμεση συνέχεια με το προηγούμενο:
«Όπως στη βιομηχανία των πόλεων, έτσι και στη σύγχρονη γεωργία η ανεβασμένη παραγωγική δύναμη και η μεγαλύτερη ρευστοποίηση της γεωργίας εξαγοράζονται με το μαράζωμα και τη διασπάθιση της ίδιας της εργατικής δύναμης. Και κάθε πρόοδος της κεφαλαιοκρατικής γεωργίας δεν είναι μόνο πρόοδος στην τέχνη καταλήστεψης του εργάτη, μα και στην τέχνη καταλήστεψης του εδάφους, κάθε πρόοδος στο ανέβασμα της γονιμότητάς του για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι ταυτόχρονα και πρόοδος στην καταστροφή των μόνιμων πηγών αυτής της γονιμότητας. Και όσο περισσότερο μια χώρα, όπως λ.χ. οι Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, ξεκινάει από τη βιομηχανία σαν το φόντο της ανάπτυξής της, τόσο πιο γρήγορο είναι αυτό το προτσές της καταστροφής. Επομένως, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβρύζει κάθε πλούτος: τη γη και τον εργάτη» (τόμος 1, σελ. 522-523).
«…η μεγάλη γαιοκτησία περιορίζει τον αγροτικό πληθυσμό σε ένα διαρκώς μειωνόμενο κατώτατο όριο και αντιπαραθέτει σ’ αυτόν ένα διαρκώς αυξανόμενο βιομηχανικό πληθυσμό, στριμωγμένο σε μεγάλες πόλεις. Έτσι δημιουργεί όρους που προκαλούν ένα αγιάτρευτο ρήγμα στη συνοχή της κοινωνικής και υπαγορευμένης από τους φυσικούς νόμους της ζωής ανταλλαγής της ύλης, με αποτέλεσμα να σπαταλάται η δύναμη του εδάφους και αυτή η σπατάλη να εξάγεται με το εμπόριο μακρυά έξω από τα σύνορα της χώρας.
Αν η μικρή ιδιοκτησία στη γη δημιουργεί μια τάξη από βαρβάρους που μισοστέκει έξω από την κοινωνία και που συνενώνει όλη την χοντροκοπιά των πρωτόγονων κοινωνικών σχηματισμών με όλα τα βάσανα και την αθλιότητα των πολιτισμένων χωρών, η μεγάλη γαιοκτησία υποσκάφτει την εργατική δύναμη στην τελευταία περιοχή, στην οποία καταφεύγει η φυσική της ενέργεια και όπου αποταμιεύεται σαν εφεδρικό κεφάλαιο για την ανανέωση της ζωτικής δύναμης των εθνών: στο χωριό. Η μεγάλη βιομηχανία και η γεωργία που ασκείται με βιομηχανικό τρόπο δρουν από κοινού. Αν στην αρχή χωρίζονται η μια από την άλλη, γιατί η πρώτη αφανίζει και καταστρέφει περισσότερο την εργατική δύναμη και επομένως τη φυσική δύναμη των ανθρώπων, ενώ η δεύτερη αφανίζει και καταστρέφει τη φυσική δύναμη του εδάφους – αργότερα, στην παραπέρα πορεία, δίνουν το χέρι μεταξύ τους: το βιομηχανικό σύστημα στο χωριό αποδυναμώνει επίσης τους εργάτες, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο από την πλευρά τους προμηθεύουν στη γεωργία τα μέσα για την εξάντληση του εδάφους» (τόμος 3, σελ. 999).
3/3
Και ακόμα ένα, για το τέλος:
«Αυτό που δείχνει γενικά η πείρα στον κεφαλαιοκράτη είναι ένας μόνιμος υπερπληθυσμός, δηλ. υπερπληθυσμός σε σχέση με τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου στην κάθε συγκεκριμένη στιγμή, μόλο που ο υπερπληθυσμός αυτος αποτελείται από μαραγκιασμένες γενεές ανθρώπων που πεθαίνουν γρήγορα και που διαδέχονται γρήγορα η μια την άλλη, σα να πούμε από ανθρώπινες γενεές που τις έχουν δρέψει πρόωρα. Πάντως η πείρα δείχνει στο λογικό κεφαλαιοκράτη από την άλλη πλευρά, πόσο γρήγορα και βαθιά η κεφαλαιοκρατική παραγωγή που, άμα την εξετάσουμε ιστορικά, χρονολογείται μόλις από χθες, χτύπησε στη ζωτική της ριζα τη δύναμη του λαού, πώς ο εκφυλισμός του βιομηχανικού πληθυσμού επιβραδύνεται μόνο χάρη στη διαρκή απορρόφηση άθιχτων ζωτικών στοιχείων από την ύπαιθρο και πώς ακόμα αρχίζουν να ξεκληρίζονται και οι εργάτες γης (…). Το κεφάλαιο όμως που έχει τόσο «σοβαρούς λόγους» να αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενεάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πρακτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλ. σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο κι από την ενδεχόμενη πτώση της γης πάνω στον ήλιο. Κάθε φορά που γίνεται κάποια χρηματιστηριακή απάτη με τις μετοχές όλοι ξέρουν ότι κάποτε θα ξεσπάσει οπωσδήποτε η μπόρα, όμως ο καθένας ελπίζει ότι θα ξεσπάσει στο κεφάλι του διπλανού του, αφού ο ίδιος προηγούμενα θα’χει συλλέξει τη χρυσή βροχή και θα την έχει μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Ύστερα από μένα ας έρθει ο κατακλυσμός είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. (…)» (τόμος 1, σελ. 281-282).
Άγης
Συμφωνώ απόλυτα για τις λεκτικές ρίζες και την ουσία τους. Η οικολογία δεν αφορά αφηρημένα να έχει κανείς περιβαλλοντική συνείδηση αλλά συνολικά τον τρόπο που ζούμε και παράγουμε.
Πολύ καλά τα λέει και ο Κάρολος. Αλλά εμείς, 150 χρόνια μετά, δεν επιβάλλεται να πλουτίσουμε αυτή την αρχική ανάλυση με όλα τα νέα δεδομένα που γνωρίζουμε; Να προβάλλουμε επιθετικά -και όχι αμήχανα- το ζήτημα ότι ο καπιταλισμός θέτει σε άμεσο κίνδυνο τον πλανήτη και τις ζωές μας και να μην το χαρίσουμε ως επίπεδο σε αποσπασματικές, μονομερείς προσεγγίσεις και παρεμβάσεις επιπέδου ΜΚΟ;
Αλλιώς θα είναι σα να επιβεβαιώνουμε ένα στρεβλό στερεότυπο -ότι δε μας ενδιαφέρει η οικολογία- και όσα λέει και ο Κώστας στο δικό του σχόλιο.
@Άγης
Πολύ ενδιαφέροντα τα αποσπάσματα που έδωσες, δεν είχα ιδέα!
Κώστας
Δημοσίευση σχολίου