Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Πώς η τέχνη γίνεται ιστορία

Δυο όψεις έχει η ζωή, ανάλαφρη και σοβαρή
ας μπούμε από την πρώτη και θα δούμε πού θα βγει

Συναυλία-αφιέρωμα στον Μικρούτσικο. Αλήθεια τώρα, πιστεύεις πως κολλάει τέτοιο στιλ με την περίσταση; Όχι, αλλά δεν υπάρχει συγκίνηση χωρίς γέλιο. Και όπως και να είναι τα άστρα, πρέπει να τους βγάζουμε γλώσσα.


Πρώτο μέρος

Μήνυμα στο viber. «Βάλτε ΜΕΓΚΑ τώρα». Ευτυχισμένο το 1992. Πετυχαίνουμε προαναγγελία της συναυλίας και θέμα για τη σχέση του Θάνου με το Κόμμα. Τι έγινε ρε παιδιά; Από πότε παίζει το τιμημένο ο λαθρέμπορας; Α, οκ, είναι της Γιάμαλη. Άλλοθι πολυφωνίας, με στιλ εναλλακτικής θείτσας. Καλεσμένος ο Ανδρέας, βαθύτατα συγκινημένος, λίγο πριν πάει στο εξοχικό -βάζελος γαρ. Λίγο πριν, έπεφτε ο τίτλος «η Ελλάδα τιμά τον Μικρούτσικο». 
Λες να είναι όλη η Ελλάδα ΚΚΕ και να μην το ξέρει; Ζούμε σε έναν κόσμο μαγικό. Μα να πεθαίνεις για το Κόμμα είναι άλλο, και άλλο εκείνο να σε πεθαίνει -σε μια συναυλία, για ένα κιβώτιο αδειανό, για μια θέση πάρκινγκ, ενώ εσύ, στην άλλη όχθη του Κηφισού, απολαμβάνεις τα αργύρια της προδοσίας.

Ξεκινάμε μιάμιση ώρα πριν για το ΣΕΦ. Ηθικό ακμαίο, μέχρι να μπεις στην κίνηση και το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, για μια θέση στάθμευσης. Μα πόση ώρα πριν να ξεκινάς, με αυτό το Κόμμα; (Καταντάει εκνευριστική πια τόση συνέπεια). Αρχίζεις νοερά τις χριστοπαναγίες (σαν τον Μπαρτζώκα), νιώθεις έτοιμος για επεισόδια στο πάρκινγκ (παρομοίως), μέχρι να δεις τυχαία μια αλάνα, σαν όαση στην έρημο. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους στα παράκτια του Δέλτα: δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο (και Ελένης, για τη συμπερίληψη) έχει τέλεια καβάτζα για παρκάρισμα. Αρκεί να πετάς πετραδάκια πίσω σου -θρύψαλα τα τζάμια- για να βρεις στην επιστροφή την υπόγεια διάβαση, μες σε τόσους ανισόπεδους κόμβους. Μα τι χάος είναι αυτό...

Είσοδος στο ΣΕΦ, είναι ήδη γεμάτο, μα εγώ το έχω (ξε)περάσει αυτό το στάδιο και τη θεωρία των σταδίων. Πρώτη φορά sold out φέτος, και με κόσμο στο παρκέ, 20 χιλιάδες μες στο νερό, εποχές τιρινίνι. Είναι μικρό το γήπεδο, δε μας χωρά στο ΣΕΦ και ένας γάβρος στο Χ (Τουίτερ) να σου απαντά για το Ελληνικό και τις ευθύνες των Αγγελόπουλων. Αξία ανεκτίμητη. Κοκκίνισε, κοκκίνισε ολόκληρη η Ελλάδα. Και να σου πω, κάτω τα χέρια από το «έχει η πλάση κοκκινίσει», μη γίνουμε μπίλιες, ε.

Ήταν ένα σταδιάκι, τόσο δα μικρούτσικο...

Ποιος έχει τα πλακάτ, τα πανιά, έπρεπε να έχουμε και ένα «θρυλικοί μάγκες», αλλά με Γόδα, Μουράτη, Αναματερό. Και πανό από τοπικούς συνδέσμους, Κοκκινιά, Περισσός, Θύρα 17 Καισαριανής κτλ. Να βάλουμε και ένα για τα Τέμπη ή δε θα ξεκινήσει το ματς; Τελικά έπαιξε σχετικό βίντεο μετά.

Στο κέντρο ο φωτεινός πίνακας έκανε κοντινά στον κόσμο, έδειχνε βίντεο, στίχους από τραγούδια, υπερθέαμα, ΣΕΦ experience, μόνο στο ΝΒΑ στο ΚΚΣΕ και τη Σοβιετία γίνονται αυτά. Ραγίζουν τα τσιμέντα, δακρύζει ο Μίσα -κι ας είναι από άλλη διοργάνωση. Το κόμμα είναι ο καλύτερος παραγωγός περιεχομένου, πολιτισμού και συγκινήσεων.

Κι αν έπαιρνε το ΚΚΕ τη διαχείριση του ΣΕΦ -με το σοβιετικό όνομα και την οροφή αλά Γκαουντί; Μεγαλεία. Στην παρουσίαση οι παίκτες θα έμπαιναν υπό τους ήχους της Ρόζας ή κάποιου άσματος του Θάνου -αντί για το Sirius των ALP για τους Μπουλς. Έντι Ταβάρες, απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι...

Αντί για kiss cam, θα υψώναμε γροθιές, αν μας έκανε κοντινό ο σκηνοθέτης. Και οι red drops με τις σφεντόνες θα εκτόξευαν μπλουζάκια του Φεστιβάλ ή Ριζοσπάστες. Αλλά πώς θα βρούμε το μπλουζάκι του Θ. Παπαδόπουλου, με τον Θάνο;
Θύμιο, quiero tu camiseta...


Έκκληση απ’ τα μεγάφωνα να μην αφήνουμε κενές θέσεις. Κι αν γεμίσουν οι κερκίδες, να κατέβουμε στο γήπεδο. Κι αν γεμίσει το γήπεδο, θα πάμε απέναντι στο Καραϊσκάκη.
Κάποιοι λοξοκοιτάζουν στα κινητά το ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, όπως στην άλλη συναυλία στο Γαλάτσι, όπου έχει ο Μίλτος μια ωραία ιστορία για το σπίτι του, και ο Ιβάν μια ακόμα καλύτερη με πιστολέρο. Αλλά τώρα κύλησαν όλα ομαλά, το πιο μεγάλο αθλητικό «σοκ» ήταν η ανταλλαγή Λούκα-Ντέιβις στο ΝΒΑ -αλλά ποιος ασχολείται σοβαρά με τέτοια εμποροπανήγυρη;

Ξεκινά η εκδήλωση, αρχίζεις να αναρωτιέσαι: Μήπως να παίρναμε για τη νοηματική τη διερμηνέα που ήταν την Πρωτοχρονιά στο Σύνταγμα; Άραγε η Μποφίλιου -με το μαύρο μαλλί και τον Κνίτικο ζήλο- να βγήκε και εξόρμηση Οδηγητή, μετά το promo video της συναυλίας στον Περισσό; Θα χωρούσε το τραγούδι για τον Πουλαντζά -και την Μπαστιά; Να έχουν έρθει Λάδης, Τριπολίτης κι άλλοι στιχουργοί; Πότε έγινε σαν τον Πορτοκάλογλου ο Θηβαίος -στην εμφάνιση και γενικώς; Θα ήταν καλός Νταλάρας στο YFSF ο Κότσιρας; Άραγε να κλαίει επειδή πρώτη φορά λέει τόσο καλά τραγούδια;


Κάπου εδώ εξαντλείται ο χαβαλές και αρχίζει μια απόπειρα πιο σοβαρής προσέγγισης.

Δεύτερο μέρος

Εν αρχή ήταν η συγκίνηση, σε κάθε επίπεδο.

Το βίντεο για τα Τέμπη, με υπόκρουση το τραγούδι του Βασίλη για (τον Χάρη και) τα τρένα. Και όλο το ΣΕΦ συγκινημένο και θυμωμένο, όπως είπε η Μαρία Παπαγιάννη. Που έσπασε λέγοντας ότι ο Θάνος σε ένα μόνο είχε άδικο: που φοβόταν πως θα ηττηθεί στη μάχη με τον χρόνο -αλλά το έργο του νίκησε και είναι εδώ μαζί μας.

Η Ρίτα που μας είπε στο μικρόφωνο: «Τρέμω»! Γιατί έβλεπε ένα στάδιο γεμάτο από κόσμο που συνεχίζει να βαδίζει και δεν τον αλυσοδένουν.
Ο Θωμαΐδης που έλεγε σχεδόν κλαίγοντας, με αναφιλητά, το «Άννα, μην κλαις».
Ο Κότσιρας που ζήτησε συγνώμη για τα δάκρυα και σκούπιζε τα μάτια του, τραγουδώντας.

Τα χειροκροτήματα για το ιστορικό εξώφυλλο του Ρίζου στην οθόνη, όταν έπαιζε το ανεμολόγιο -ίσως οι πιο συγκλονιστικοί στίχοι που έχουν γραφτεί ποτέ, για τέτοια περίσταση.

Η φοβερή εικόνα στο «Άννα μην κλαις», με τους φακούς από τα κινητά στις κερκίδες, και την κάμερα να ζουμάρει σε μια σφισσα και τον αναπτήρα της. Κι ίσως παραδίπλα να ήταν και το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που θα είχε γλιτώσει αν ήταν κομμουνίστρια κι έκαιγε αυτόν τον άδικο κόσμο -όπως λέει και στον «Κόσμο της Σοφίας».

Ο Θάνος επί σκηνής, στην οθόνη, στη σκέψη όλων. Μπορεί να είμαστε υλιστές, αλλά κανείς άλλος δεν πιστεύει στην αθανασία και δεν την πλησιάζει πιο πολύ από τους κομμουνιστές -όπως λέει και ένας σφος.

Η αυλαία με την αφήγηση του παραμυθιού, οι μικρές σφήνες με τις παρεμβάσεις του, για τον Καββαδία, την κοινωνία του μέλλοντος, τον ψαρά που θα γίνει ποιητής και αντιστρόφως, για το εφικτό και το αδύνατο που θα κατακτήσουμε.

Το βίντεο από τη συναυλία στο Θέατρο Βράχων με τους «επτά νάνους», που αναρωτιόσουν αρχικά γιατί λείπει απ’ το πρόγραμμα και ποιος θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος της σύγκρισης. Μόνο αυτός, που πετούσε κάθε φορά που το έπαιζε, κάθε φορά διαφορετικά, σαν πρόβα εφόδου στον ουρανό -καμία πτήση δε μοιάζει με την άλλη-, και έτρεχαν πίσω οι μουσικοί του να τον προλάβουν, προτού προσγειωθεί ξανά με το χειροκρότημα.

Και το βαρύ ζεϊμπέκικο στο τέλος, όσο έπαιζε η Ρόζα, σα να γλεντούσε και ο ίδιος με τη συναυλία προς τιμήν του.

Η καλλιτεχνική συγκίνηση. Η ποιότητα, η αρτιότητα. Η εκπληκτική ενορχήστρωση -με το σαξόφωνο του Παπαδόπουλου. Και οι μοναδικές ερμηνείες, μία προς μία. Κάποιους τους ήξερες από την καλή και την ανάποδη -όπως τον Μίλτο, που είναι για το ΚΚΕ ό,τι ο Γιαννάκης για την εθνική μπάσκετ, ψυχή, ρεκόρ συμμετοχών κτλ. Για κάποιους γνώριζες ή υποψιαζόσουν τι μπορούν να κάνουν με διαφορετικό ρεπερτόριο -πχ η Μποφίλιου. Κάποιοι άλλοι, όμως, ήταν πραγματική αποκάλυψη.
Πχ ο Κότσιρας -ομολογώ πως δεν του το ’χα. Και πάνω απ’ όλα η Μαρία Παπαγεωργίου, που ήταν από άλλο κόσμο, γεμάτο αστερόσκονη, όπου οι ήχοι επικοινωνούν απευθείας με ό,τι ονομάζουμε ψυχή και κάθε νότα παίζει με τις χορδές μέσα μας. Παραμυθένια παρουσία και απόδοση. Δε νομίζω ότι ήταν πολλοί σφοι έτοιμοι κι υποψιασμένοι για αυτό που είδαμε.

Πολιτική συγκίνηση. Για όσα βλέπαμε, για όσα κάνει το κόμμα. Για το μέγεθος του συνθέτη, που ήταν ο πιο πολιτικός από όλους, ένας μουσικός φιλόσοφος. Κι ήθελε τόσα να μας πει, και μίλησε σε κάθε ένα από μας όσο κανένας, είπε τόσο πολλά με το έργο του, τους στίχους που μελοποίησε: για τον έρωτα, την επανάσταση, την αντεπανάσταση (Ανεμολόγιο), για τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν -και δε θα ’ναι «απλοί κυματισμοί» -sic... Μπορείς να πιαστείς από το «Μανιφέστο» και τον Ελμπέρτο Κόμπος, για να πιάσεις τον ιμπεριαλισμό και τη διώρυγα του Παναμά. Μπορείς να πιαστείς απ’ το «Στρατηγέ», που είναι η καλύτερη εισαγωγή για το καίριο ζήτημα της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Πολιτικά μιλώντας, ο Θάνος ήταν σε άλλο επίπεδο, ακόμα και στις χαμηλές του πτήσεις -κάτι σαν αυτό που έγραφε ο Λένιν για τη Ρόζα, που είναι αϊτός και ξεχωρίζει, ακόμα και αν πετάει καμιά φορά χαμηλά μαζί με κότες. Και μήπως έλειπε το κομμάτι του ΘΜ για τη Ρόζα; Και τον Πλουμπίδη; Και για τον Ντικ; Και την Μπαστιά και... και... και...

Ήταν σπουδαίος και στην «αυτοκριτική» του. Τον άκουγες να λέει, μετά το ’15, ότι η διαφωνία του με το ΚΚΕ αφορούσε την έννοια του εφικτού -που δοκιμάστηκε και απέτυχε με κρότο. Και στο επόμενο απόσπασμα να μας καλεί να κατακτήσουμε το αδύνατο, χορεύοντας πάνω στο φτερό που καρχαρία.

Η χτεσινή πρόσκληση έλεγε πως τη συναυλία τη διοργανώνει το ΚΚΕ και η οικογένεια του Θάνου. Αλλά η οικογένειά του είναι πολύ μεγάλη, τεράστια, χιλιάδες κόσμου, που γεμίζει δρόμους και στάδια, με συγκλονιστικό τρόπο, όπως έκανε χτες. Είναι ο δικός του κόσμος, όπως έλεγε και ο Μικρούτσικος, στον οποίο χάρισε τη ζωή του και το έργο του.

Και τι ήθελε, τελικά, να μας πει; Αυτό ο καθένας μπορεί να το βρει μόνος του -μόνοι μας περνάμε τις Συμπληγάδες, όπως είπε κι ο Μεράντζας στη σκηνή. Δεν είναι ακριβώς υποκειμενικό, είναι όμως κατά βάση μια προσωπική εμπειρία. Κι αν χτες ένιωσε κάποιο από τα παραπάνω (και άλλα τόσα) επίπεδα συγκίνησης, βίωσε κάτι σπουδαίο. Αν κατάφερε να τα συνδυάσει, έζησε κάτι μαγικό, που θα το θυμάται για πάντα. Κι αν κατάφερε να σμίξει την καρδιά του σε έναν έστω στιγμιαίο συντονισμό με όλους τους άλλους στο ΣΕΦ, βίωσε τη μαγεία. Πώς η ανάγκη γίνεται τέχνη, ιστορία, υλική δύναμη, κατακτά τις μάζες και τον κόσμο ολόκληρο, για να τον αλλάξει.

Υγ: και να ετοιμάζεται το Καλλιμάρμαρο για άλλη μια υποδοχή.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Όμως εγώ δεν πανηγύρισα την ήττα

Είχαμε μείνει στο σημείο όπου ο Μητσοτάκης ζητά με πάθος την αλήθεια, I want the truth, αλλά λείπει ο Τζακ Νίκολσον απέναντι να του πει You can’t handle the truth και να πάρουν μαζί ένα βατόμουρο. Αλλά θα ήταν κρίμα να μην αξιοποιήσουμε αναδρομικά την επέτειο των δέκα χρόνων από την Πρώτη Φορά Αριστερά, που δεν ήταν ούτε πρώτη φορά ούτε Αριστερά -το πρώτο εξαιτίας του δεύτερου. Ας θυμηθούμε δέκα (+1 γιατί είναι μόδα) ενδεικτικά σημεία, που ξεχώρισε η κε του μπλοκ.


1. Γκολ από τα αποδυτήρια.

Το ΚΚΕ δε θέλησε ποτέ να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση, ούτε καν να ανοίξει διάλογο. Αντιθέτως, έδωσε μια πραγματική μάχη ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Φανταστείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν αυτό το λαϊκό κόμμα είχε μια στάση παρόμοια με αυτή των κομμουνιστών της Γαλλίας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας που συμμετείχαν σε προοδευτικές κυβερνήσεις...

Θα μπορούσε να είναι σύντομο κουίζ, βρείτε ποιος το είπε. Αλλά ας το πάρει το Ποτάμι -που έμεινε με την όρεξη, χωρίς πόστο στην κυβέρνηση. Είναι ο Αλέξης Τσίπρας, συνέντευξη στη Λιμπερασιόν, στην πρώτη κιόλας ερώτηση για το ότι ένωσε την Αριστερά. Διακρίνεται ένας ελαφρύς τόνος πικρίας, σαν του Ιούλιου -αλλά χωρίς δημοψήφισμα και γ’ ενικό για τον εαυτό του- που άλωσε όλο το αριστεροχώρι και όλη σχεδόν τη Γαλατία. Όλη όμως, Ιούλιε; Πλην Λακεδαιμονίων βεβαίως-βεβαίως. 

Και το αστείο είναι ότι αν εξαιρέσεις το ύφος ή κάποιες διατυπώσεις (προοδευτικές κυβερνήσεις, εντός εισαγωγικών κτλ), μάλλον δε διαφωνούμε σε τίποτα. Ιδίως στην κατακλείδα. Φαντάσου να ’χε το ΚΚΕ ίδια στάση με τους κομμουνιστές της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Θα ήταν τώρα στα αζήτητα της ιστορίας, όπως και αυτοί...

2. Δέκα χρόνια πριν -παρά κάτι ψιλά. Ένας σφος έλεγε για μια γνωστή του, συνάδελφο, που τις πρώτες μέρες δεν μπορούσε να κάτσει στο γραφείο απ’ τη χαρά της και σηκωνόταν όρθια κάθε τρεις και λίγο να πανηγυρίσει. Όμως αυτός δεν πανηγύρισε την ήττα και ήταν το μαύρο κόκκινο πρόβατο του γραφείου, γιατί διατηρούσε την κριτική του ικανότητα.

Θυμάμαι την αγνή και άδολη -σαν απλή αναλογική- χαρά ενός κόσμου που ’χε πιστέψει ότι η ελπίδα έρχεται -και δε μας καταδέχεται- με κόκκινο χρώμα και ένα σάκο γεμάτο δώρα. Κι αν αυτή η εικόνα ήταν κάπως απλοϊκή, παραμύθι για μικρά παιδιά, δεν πειράζει. Και τα μισά να κάνει απ' όσα λέει... Ή ακόμα χειρότερα: Έστω κι ένα να κάνει...

Τελικά έκανε τόσα και άλλα τόσα, αλλά για την άλλη πλευρά της ιστορίας κοινωνίας: μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, συνδικαλιστικός νόμος Αχτσιόγλου, γη και ύδωρ στο ΝΑΤΟ. Και τίποτα απολύτως για να δικαιώσει τις μεγάλες προσδοκίες του λαού του -ή έστω τις πιο συγκρατημένες, έστω ένα... Γιατί ο λαός αυτός έπρεπε να το ξέρει ή αλλιώς να το μάθει με τον δύσκολο τρόπο. Ποτέ δεν πανηγυρίζουμε μαζί με τα αφεντικά μας. Και αν το κάνουμε, κάποιος από τους δυο κάνει λάθος. Και δεν είναι το αφεντικό μας...

3. Το στεφάνι του Αλέξη στην Καισαριανή, να τρίζουν τα κόκαλα των 200. Ο Γιάνης με το δόρυ του να καμακώνει το θεριό και να σκοτώνει την τρόικα -ουάου! Οι προγραμματικές δηλώσεις, όπου είναι κάθε λέξη του (αστικού) Συντάγματος! Τσουτσούρωμα και ανατριχίλα...

Να σου σηκώνεται η τρίχα από τις φτηνές, κακόγουστες παραστάσεις. Αλλά και από τις αντιδράσεις του κοινού που στερούνταν κοινής λογικής. Σα να σε βάζουν με το ζόρι να δεις στο σινεμά έργο του Παπακαλιάτη, να ψάχνεις επιρροές και ποιους αντιγράφει (τον Ανδρέα), να βγαίνεις από την αίθουσα σκασμένος στα γέλια, να θες να το μοιραστείς για να ξαλαφρώσεις, και να βλέπεις γύρω σου κόκκινα, δακρυσμένα μάτια.

Είναι να μη μουδιάζεις; Όχι από το θέαμα ή τη λοβοτομή στο κριτήριο. Αλλά γιατί δεν ωφελεί να πας στον τυφλωμένο που εθελοτυφλεί και να τον βρίσεις ή να του χτυπήσεις το λάθος του. Πρέπει να το βρει μόνος του και να το διορθώσει...

4. Ανάσες αξιοπρέπειας, για να στηρίξουμε τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους θεσμούς (τότε ήταν ακόμα Τρόικα). Κι εσύ να κρατάς την ανάσα σου από τη σήψη, την αναξιοπρέπεια και το ρεζιλίκι -πχ για το αριστεροχώρι. Αλλά είχε και άλλο φαρμάκι ως τον πάτο του βαρελιού, τον Ιούλιο...

Δεν ξέρω αν ήταν τόσο δραματικές οι εξελίξεις και το διακύβευμα, αν φτάσαμε μια ανάσα από το GRexit και ποιος το ήθελε -έχω μερικά κενά σε αυτό το αφήγημα και περιμένω ακόμα το Κόμμα να πάρει πρωτοβουλία να βγουν τα πρακτικά από τη σύσκεψη των αρχηγών, μετά το δημοψήφισμα. Θυμάμαι όμως ότι δε γινόταν απολύτως τίποτα. Την αφόρητη ανία, τις συγκλονιστικά βαρετές στιγμές.

Είναι σαν αυτό που έλεγε ένας φίλος, όταν βγήκε η ταινία του Γαβρά του Βαρουφάκη, για το σενάριο-μπαρούφα. Πάει ένας τύπος στο Eurogroup να διαπραγματευτεί, του λένε «σάλτα και απαυτώσου», ξαναπάει να πει τα ίδια, του λένε «πάρε τον μπούλο», αλλά αυτός ξαναπάει να πει το ποίημα και αυτοί απαντάνε «ρε άντε από δω πήγαινε», οπότε αυτός ξαναπάει και...

Σαν ανέκδοτο με μέτριο χιούμορ. Αλλά σημασία έχει πώς τα λες...

5. Μετά τη διπλή εκλογική λαίλαπα του ’12, η ΚΟΜΕΠ κυκλοφόρησε με ένα διπλό χορταστικό τεύχος, όπου μεταξύ άλλων έβρισκε το ιστορικό αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ στη μεταπολεμική εξέλιξη του SPD (το κόμμα του Μαρξ και του Ένγκελς) στη Γερμανία σε αστικό πυλώνα της αντεπανάστασης. Αλλά η αναλογία έχει και συνέχεια...

Η αστική τάξη όφειλε ευγνωμοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ για τις πολύτιμες υπηρεσίες του σε μια κρίσιμη καμπή, αλλά θεωρητικά στον δημόσιο λόγο των δημοσιολόγων της, δεν τον έκανε ποτέ ισότιμα αποδεκτό, ως σάρκα από τη σάρκα της, όπως έκανε τελικά με το ΠΑΣΟΚ στο πέρασμα των χρόνων. Καλωσόρισε τη μετεξέλιξή του αλλά χτυπούσε πάντα τα νεανικά του αμαρτήματα κι έδειχνε να μην τον περιβάλλει με εμπιστοσύνη -πιθανότατα για να φτιάξει ένα πιο πειστικό δίπολο, σε μια εποχή με αμβλυμένες έως ανύπαρκτες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των αστικών κομμάτων.

Κι αν ψάχνει κάποιος επ' αυτού ιστορική αναλογία, θα την βρει πχ στο λυσσαλέο μίσος των ναζί για τον «σύντροφο» Έμπερτ -τον σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο του Ράιχ, μετά την καθαίρεση του Κάιζερ, που συνεργάστηκε και με τα Freikorps για να επικρατήσει η τάξη στο Βερολίνο... Ή ακόμα και στον πορωμένο αντικομμουνιστή Παπανδρέου, που χρειάστηκε να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας-συνοδοιπόρος και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, θυμίζοντας πως ο Δεκέμβρης ήταν μονόδρομος και θείο δώρο για τη Σκομπία και την τάξη που υπηρετούσε.

6. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αστικοποιήθηκε όσο μπορούσε, βάσει σχεδίου και η βασική αυτοκριτική του ήταν ότι δεν το πέτυχε αρκετά ή ότι κουβαλούσε ακόμα βαρίδια. Δεν έγινε όμως ποτέ οργανικό συστατικό του βαθέος συστήματος, όχι γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί δεν πρόλαβε ή δεν είχε τη σχετική τεχνογνωσία. Είχε πολλά δανεικά στελέχη και εκλογική βάση, με μοναδική συγκολλητική ουσία στις γραμμές του την εξουσία. Αλλά δεν απέκτησε ποτέ κοινωνικές ρίζες και μηχανισμό, σε κανένα επίπεδο -τοπική διοίκηση, φοιτητές, συνδικαλιστικό κίνημα- όπως κάποτε το ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό είναι το βασικό στοιχείο που τον καταδικάζει στην αφάνεια, χωρίς πολλές ελπίδες άμεσης ανάκαμψης.

7. Οι ίδιοι οι Συριζαίοι, πάντως, δεν έβλεπαν τον εαυτό τους ως Έμπερτ και SPD, αλλά τουλάχιστον σαν Ρόζα Λούξεμπουργκ, αν όχι ως μπολσεβίκους: ευρωπαϊκή πρωτοπορία που τραβούσε μπροστά, σαν φωτεινός φάρος, και  την οποία η εργατική τάξη της Ευρώπης έπρεπε να στηρίξει πάση θυσία, σπάζοντας την πτωματική της αδράνεια -όπως έγραφε στην εποχή της η Ρόζα για την επανάσταση στη Ρωσία. Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε -και ήταν προς τα πίσω ολοταχώς...

Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε τις φιλοδοξίες του στο να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, φλέρταρε ακόμα και με το ενδεχόμενο να γίνει η νέα ΝΔ, γνήσιος υπερασπιστής του φιλελευθερισμού που πρόδιδε ο Σαμαράς, ο Μητσοτάκης και τα ακροδεξιά δεκανίκια τους, αλλά στο τέλος δεν έγινε ούτε καν το νέο SPD. Έμεινε μια απλή συμπληρωματική τσόντα στο ΠΑΣΟΚ, όπως οι Podemos στην Ισπανία.

8. Η χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης;
Το ακούσαμε για τον ΓΑΠ, για τους Σαμαροβενιζέλους, για τους ΑΝΕΛ, για τον Μητσοτάκη -για να μην σκαλίσουμε ακόμα πιο πίσω. Κι όλοι είχαν δίκιο, κατά μία έννοια.

Ποια είναι όμως η χειρότερη όλων; Η αμέσως επόμενη. Που θα συνεχίσει από εκεί που σταμάτησαν οι άλλες, κάνοντας όσα δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν οι προηγούμενες. Κανείς άλλος, πλην του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσε να περάσει σχετικά ανώδυνα τη δεδομένη στιγμή το Γ’ Μνημόνιο. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να περάσει τόσο επιθετικά την αστική, νεοφιλελεύθερη στρατηγική, όσο η ΝΔ του Μητσοτάκη, τα τελευταία χρόνια. Και το αστικό κράτος έχει συνέχεια. Να δεις τι σου ’χω για μετά...

9. Ποια είναι η μεγαλύτερη «επιτυχία» της ροζ διακυβέρνησης; Έλα ντε.

Ότι έφτασε τόσο γρήγορα στα πρόθυρα της διάλυσης και της ανυπαρξίας; -Αγάπη μου, συρρίκνωσα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ότι επέτρεψε στη ΝΔ να επιστρέψει καβάλα στο άλογο, να φαντάζει αξιόπιστη εναλλακτική και να κερδίσει μεγάλα ποσοστά που είχε χρόνια να δει; -Αγάπη μου γιγάντωσα τη ΝΔ.
Ή ότι έδωσε το φιλί της ζωής στον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ που όδευε ολοταχώς στη Δύση του; -Αγάπη μου, νεκρανάστησα το ΠΑΣΟΚ.
Ή μήπως (συγκεντρωθείτε, ή-ήήήή μήήήήπωωςςςς) ότι εμπέδωσε το ΤΙΝΑ σε πολύ κόσμο και τον έστειλε απογοητευμένο σπίτι του;
Ας επιλέξουμε στην τύχη το τελευταίο.

Αλλά μια μέρα μετά τα 10 χρόνια της ΠΦΑ, ο κόσμος γέμισε δρόμους και πλατείες, δείχνοντας πως το πένθος τελείωσε. Όχι πια δάκρυα, που έλεγε και ένα διαφημιστικό σλόγκαν -που θα ταίριαζε και για προεκλογικό σύνθημα.

10. Χωρίς (;) αυταπάτες, αφού όλες τις έκαψες και αυτοί αλήθεια τόσο τις ήθελαν, αλλά τις βλέπουν να αναγεννιούνται από την τέφρα τους, πριν από κάθε κάλπη. Το αριστεροχώρι είναι αθάνατο, σαν τις αυταπάτες του.
Να πεις για τις ανάσες αξιοπρέπειας; Για τη συνάντηση του ’12, στο πλαίσιο διερευνητικής εντολής, χωρίς να έχουν καν έδρες; Ή για τον μαζικό λαϊκό εκβιασμό που θα ασκούσε σε μια αστική κυβέρνηση το λαϊκό κίνημα, πχ κρατώντας την αναπνοή του -αλλά πώς θα έπαιρνε, τότε, ανάσες αξιοπρέπειας; Ή για τα 200 άτομα, που μάζεψαν μετά βίας, όταν ψηφιζόταν το τρίτο μνημόνιο στη Βουλή;

Όλα τυπικά και προβλέψιμα, βγαλμένα από το εγχειρίδιο, εκτελεσμένα χωρίς εκπλήξεις και φαντασία, σχεδόν ανιαρά. Αλλά πλήρως πετυχημένα, αναπόφευκτα σαν πεπρωμένο. Και πάλι από την αρχή, σαν τον βράχο του Σίσσυφου, που είναι η τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα του οπορτουνισμού: να ξαναζεί με πάθος τις αυταπάτες του, σαν τη μέρα της μαρμότας.

Και τώρα; Τώρα τι λες; Τι γίνεται μετά από μια δεκαετία;
Δέκα χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει (σχεδόν) δέκα κομμάτια, με ισάριθμες διασπάσεις: ΛαΕ, ΜέΡΑ25, Ζωή, ΝεΑΡ, Κασσελάκης, χώρια η νεολαία, η ξενερωμένη ΔΕΑ, η ξενερωμένη ΚΟΕ, ο Αλαβάνος -καλά εσύ αποχώρησες νωρίς-, οι ατομικές αποχωρήσεις κι η διάσπαση του ατόμου -όταν δεν έχει μείνει κάποιος άλλος να φύγει για να κλείσει την πόρτα. Το χειρότερο 10year τσάλεντζ στην ιστορία των Τσάλεντζ(ερ).

Ποιος θα φανταζόταν τον Γενάρη του ’15 μια προφητεία αλά Μητσοτάκ (του πρεσβύτερου): σε δέκα χρόνια κανείς δε θα ασχολείται με αυτό το ζήτημα; Άραγε τότε θα υφίσταται τυπικά; Και ποιος θα είναι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του; Τι θα γίνει σε δέκα χρόνια, στα μέσα της επόμενης δεκαετίας;

Ένα πράγμα ποτέ δε θα αλλάξει δέκα χρόνια μετά
Η δική μου καρδιά στον δικό σου ρυθμό θα χτυπά

Στο ΚΚΕ έχω εμπιστευτεί την καρδιά μου, που λέει και ο Θύμιος, και δεν πάσχει από αρρυθμίες.
Γιατί αυτό ποτέ δεν πανηγύρισε την ήττα, που ήρθε ντυμένη σα νίκη. Και τώρα μπορεί να μας κοιτά στα μάτια για αυτό.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Κοίτα τι έκανες - Η επόμενη μέρα

Ας δηλωθεί εξ αρχής. Είναι λίγο άχαρα τα κείμενα για την επόμενη μέρα μετά από κάποιο ορόσημο. Κυρίως γιατί θυμίζουν αποτίμηση ενός κεφαλαίου που κλείνει, ενώ το ζητούμενο είναι να συνεχίσει να γράφεται -με ανυπακοή, πάλη ταξική και κάθε λογής γραφική ύλη- και να αργήσει ο απολογισμός (και για μια σειρά λόγους που θα πιάσουμε στο τέλος).

Το ερώτημα, όμως, μπαίνει αυθόρμητα, αναπόφευκτα: τι κάνουμε τώρα; Πώς συνεχίζουμε; Κι όσο πιο σπουδαία είναι όσα προηγήθηκαν, τόσο πιο επιτακτικά τίθεται. Πώς θα πετύχουμε να έχουν συνέχεια και να μη μείνουν στου δρόμου τα μισά, μια ωραία κινηματική ανάμνηση;
Δε θα βρούμε απαραίτητα απαντήσεις σε όλα αυτά αλλά ας επιχειρήσουμε μια μικρή ανάλυση των παραμέτρων για κάθε παράγοντα της εξίσωσης.


Κυβέρνηση

Όσο γεμίζουν οι δρόμοι και οι πλατείες, ο Μητσοτάκης θα αδειάζει. Στελέχη, υπουργούς, συνεργάτες, την κυβέρνησή του κι όσα έλεγε ο ίδιος πριν. Αυτό ήταν το συμπέρασμα από τη χτεσινή τηλεοπτική συνέντευξη στον Σρόιτερ, μια φαιδρή κι αξιολύπητη μαζί προσπάθεια να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από τα ψέματα, τη συγκάλυψη, τη χυδαία στοχοποίηση των συγγενών και ό,τι άλλο μας αφαιρεί το οξυγόνο. Όλα αυτά σε λούπα την τελευταία διετία και την αντίστοιχη κατανομή ρόλων. Κι αν είναι γενικά λάθος να βλέπουμε με κριτήρια ανθρωπιάς τους εκάστοτε κρατούντες και τον κυνισμό της τάξης τους (ή αντίστροφα, τις κακόγουστες παραστάσεις «ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης» που δίνουν κατά καιρούς), είναι αδύνατο να μη σχολιάσεις πόσο μίζερα, μνησίκακα ανθρωπάκια γίνονται απέναντι στην «πλέμπα» -ιδίως αν τολμά να σκέφτεται και να αντιδρά.

Τι είπε χτες ο Μητσοτάκης; Μας είπε πεντ’-έξι φορές, προς εμπέδωση, ότι είναι πατέρας, και μας συγκίνησε βαθιά -είναι ένας από εμάς... Τόνισε το πάθος του για την αλήθεια, αν και μας είχε διαβεβαιώσει για το ακριβώς αντίθετό της -έτσι του ’παν, αυτό μας μετέφερε. Άδειασε τον εαυτό του, δυο-τρεις υπουργούς του, την εξεταστική της Βουλής, την Hellenic Train, πυροσβεστική κι αστυνομία, τα στρατευμένα τρολ που χτυπάν την Καρυστιάνου -κι ίσως ξεχνάω κάποιον.

Προανήγγειλε σκληρά μέτρα και ποινές, αν αποδειχτεί πως υπήρχε παράνομο φορτίο -άλλο ένα ιδιωτικό μονοπώλιο που τρέμει. Κι ότι θα διασφαλίσει να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο -εξάλλου τέτοιες δουλειές γίνονται καλύτερα δια θαλάσσης. Είπε ότι στη Σερβία παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός από ένα διακοσμητικό αξίωμα -ενώ αυτός σχόλασε τη Σακελλαροπούλου από γλάστρα και επιβράβευσε τον Τασούλα για το θάψιμο του θέματος στη Βουλή.

Άλλαξε ύφος, διατυπώσεις, γλώσσα σώματος, δημοσιογράφο, οτιδήποτε δεν αφορούσε την ουσία. Έδειξε ότι δέχεται πίεση, ότι δρα σπασμωδικά για να σώσει μια παρτίδα που άρχισε να ξεφεύγει από τα χέρια του. Και μπορεί να αρνήθηκε σθεναρά τον όρο «παραπλανημένος» αλλά προτιμά να φανεί βλαξ παρά ένοχος -οι πρώτοι κερδίζουν συχνά τη γενική συμπάθεια, ενίοτε και στην κάλπη.

Δεν πρόκειται για απλή μεταστροφή, αλλά για εντυπωσιακή κυβίστηση στο βασικό τους αφήγημα και όσα δήλωναν μια σειρά πράξεις τους. Η ΕΡΤ έθαψε το θέμα στο δελτίο της. Έκοψε μια αιχμηρή σκηνή -για τα τρένα- από το σίριαλ «Αρχελάου 5» -που ήταν μάλλον απογοητευτικό αλλά κράτησε το καλό για το τέλος. (Ναι αλλά στη Μόσχα δεν μπορούσες να φωνάξεις είναι μαλάκας ο Μπρέζνιεφ...). 

Ο Μητσοτάκης δεν έκανε ούτε απλή αναφορά στο ζήτημα στην εβδομαδιαία ανασκόπηση της επικαιρότητας που ανεβάζει στη σελίδα του. Ο Ψαριανός και ένα στρατός τρολ ειρωνεύονταν τη «χαροκαμένη» που χαμογελούσε στο Σύνταγμα. Κυβερνητικά στελέχη και παπαγαλάκια απαντούσαν επιθετικά στα πάνελ -αυτά θα τα κρίνει η δικαιοσύνη, όχι το πεζοδρόμιο.

Δε μιλάμε για κάποιο βάθος χρόνου, αλλά μόνο για τις τελευταίες μέρες, τη μέρα των διαδηλώσεων ή στον άμεσο απόηχό τους. Ήδη από την Κυριακή, όμως, είχαν φανεί οι πρώτες ρωγμές, με εκλεκτά γαλάζια παιδιά (Πυργιώτη, Ευγενίδης, Κουρτάκης, κτλ) να παίρνουν αποστάσεις, είτε λόγω διορατικότητας, είτε γιατί ετοίμαζαν το έδαφος. Και όταν μπήκε στο παιχνίδι ο Πορτοσάλτε, σαν δαρμένο σκυλί, με αντανακλαστικά Ραντανπλάν, δε χρειάζονταν περσότερα σημάδια για την αλλαγή.

Δεν αλλάζουν πολιτική, προφανώς, μόνο επικοινωνιακή τακτική, ελπίζοντας πως δεν είναι αργά να σώσουν κρυμμένα τιμαλφή, την εικόνα τους και βασικά το τομάρι τους. Έκαναν λάθος εκτίμηση της κατάστασης -και μονάχα για αυτό μετανιώνουν. Έδειξαν για πρώτη φορά διατεθειμένοι ίσως να θυσιάσουν κάτι -πχ ένα στέλεχος- για να γλιτώσει το σύνολο. Πόνταραν στη λήθη και την αδράνεια της μάζας και έχασαν. Το ζήτημα είναι τι/πόσα ακριβώς και ποιος θα κερδίσει στο τέλος. Και παραμένει ορθάνοιχτο...

Αντιπολίτευση

Να γίνει συζήτηση στη Βουλή. Να «κλιμακώσουμε» με πρόταση μομφής -ουάου. Τώρα. Όχι, μετά από τα πορίσματα. Μια μέρα πριν νωρίς, μια μετά αργά. Ας περιμένουν οι συνθήκες.

Ακούμε συχνά ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση». Οι περισσότεροι εννοούν βασικά πως δεν υπάρχει αστικό κόμμα να καβαλήσει το κύμα της γενικευμένης οργής, για να βγει στον αφρό -όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με τα μνημόνια. Και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι, από μια άποψη -τη δική μας. Η δικομματική εναλλαγή (με ενάμισι, δύο ή τρία κόμματα) είναι σαν το ζάπινγκ και τον ανασχηματισμό -ένας φεύγει, ένας έρχεται, οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά η σήψη μένει. Το αστικό κράτος έχει συνέχεια μες στις ρωγμές του και μπόλικο(υς) στόκ(ους) για να τις βουλώσει.

Όσοι αναζητούν την αντιπολίτευση σε κόμματα που ψηφίζουν πάνω από τα μισά νομοσχέδια της κυβέρνησης, στους πράσινους που έσπασαν τον ΟΣΕ σε κομμάτια (φιλέτα και λοιπούς τομείς) ή στους ροζ που τον ξεπούλησαν μπιρ παρά στους Ιταλούς, ας ψάξουν μετά στον χάρτη τη Φρουτοπία και το Πιπερού του Τριβιζά ή τη χώρα του Ποτέ -δίπλα στη χώρα του «πάμε και όπου βγει», όπου θεωρείται αριστερός ο Μπίστης.

Η μόνη αντιπολίτευση γίνεται στους δρόμους. Είναι η μόνη που μπορεί να ασκήσει πίεση, να αλλάξει κάτι -τους νόμους, τη στάση των κυβερνώντων, την κυβέρνηση, τους καταθλιπτικούς συσχετισμούς. Ο μόνος παράγοντας που δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν. Προσπαθούν όμως. Να τον μπλέξουν στα γρανάζια τους, να τον εγκλωβίσουν σε στημένα δίπολα, να τον αναλώσουν σε ελεγχόμενες διαδικασίες και αντιθέσεις, είτε μιλάμε για τη Βουλή, είτε για επιχειρηματικά συμφέροντα. Σαν τον Βαγγέλη που σηκώνει το θέμα για τους δικούς του λόγους, χτυπώντας κυβέρνηση και ανταγωνιστές -που σχετίζονται με το φορτίο.

Το μόνο που μπορεί να αλλάξει το Μέγκα είναι η Ιωάννα Μάνδρου, που χορεύει στον ρυθμό που χτυπά το ντέφι του αφεντικού. Όσοι περιμένουν το μεγάλο κανάλι να σαλπίσει τη μεγάλη ώρα για το μεγάλο άλμα, είναι μάλλον οι ίδιοι που τρέφουν φρούδες ελπίδες από το ζάπινγκ στις κάλπες και κάθε νέα κυβέρνηση.

Εμείς

Ποιοι είμαστε εμείς; Μήπως ήρωες του Ζαμιάτιν, με αντίπαλο την τεχνολογική δυστοπία; Ποια δυστοπία, εδώ δεν έχουμε ούτε τηλεδιοίκηση...

Εμείς δεν είμαστε οι άλλοι -σαν αυτούς που ταυτίζονται με τους δυνάστες τους, στο όνομα της εθνικής ενότητας. Δεν είμαστε το είδωλό τους στον καθρέφτη -που κάνει ακριβώς τα ίδια, αλλά με αριστερό πρόσημο. Δεν είμαστε οι από πάνω -στο κείμενο και στην κοινωνία. Είμαστε όπως στο δημοτικό. Εμείς και ο κόσμος. Και «τάξη εναντίον τάξης».

Τι μπορούμε να καταφέρουμε, όμως, εμείς; Θα πέσει η κυβέρνηση; Θα υποστεί κάποια σημαντική ήττα; Θα βγει στο φως η αλήθεια; Θα αναγκαστούν να ρίξουν κάποιες ποινές; Να κάνουν (σχετικά) ασφαλείς τους σιδηροδρόμους; Να σέβονται την ανθρώπινη ζωή; Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με ένα κρίσιμο ερώτημα: Θα έχει συνέχεια η περασμένη Κυριακή -ή ήταν απλώς συγ-Κυριακή;

Δεν είναι λίγα αυτά που πέτυχε η Κυριακή των Τεμπών -όπως έγραψε ένας σφος, εντάσσοντάς την στο κινηματικό εορτολόγιο. Έκανε τους κρατούντες να κρύβονται, να τρέχουν, να εμφανίζονται μεταμελημένοι, με απολογητικό ύφος -κι ας μην είπαν ούτε ένα «συγνώμη». Έδειξε πως ο κόσμος δεν πάσχει από αμνησία, δε συγχωρεί το έγκλημα, δε θα τον νικήσει η φθορά του χρόνου. Ότι ενώνει τη φωνή του, για να γίνει η φωνή των θυμάτων που ζητούν δικαίωση. Ότι δίνει τρόπο στην οργή, ότι συσπειρώνει εκατοντάδες χιλιάδες. Κοίτα τι έκανες...
Τώρα όμως το ζητούμενο είναι να μην κάνει πίσω, να πετύχει ακόμα περισσότερα.

Τι πρέπει να γίνει τώρα; Στάση αναμονής ή μήπως στη βράση κολλάει το σίδερο; Ελιγμός ή επίθεση κατά μέτωπο; Κλιμάκωση ή ένα βήμα πίσω, για να πάρουμε φόρα προς τα μπρος; Ψάχνουμε κάποιον συνδετικό κρίκο ή βάζουμε τη στρατηγική στο τιμόνι; Τι θα πάει μπροστά τις συνειδήσεις και το κίνημα;
Η απάντηση συνοψίζεται σε δυο λέξεις: έλα ντε! Εδώ δεν έχουμε απάντηση -στο τι μέλλει γενέσθαι- σε πιο σχεδιασμένες δράσεις, πχ μια απεργία. Πώς θα βρούμε τώρα άκρη;

Το μέλλον δεν έρχεται νέτο-σκέτο -αν δεν κάνεις κάτι εσύ για αυτό. Δεν έρχεται όμως κατά παραγγελία -ούτε και οι μάζες που το γράφουν στην πράξη. Η συζήτηση για τα περαιτέρω μπορεί να είνα λίγο ανούσια. Δεν έχουμε επιτελική θέση για να ξέρουμε δεδομένα, ποιοτικά στοιχεία κτλ. Κι αν τα γνωρίζαμε, θα ήμασταν στρατηγοί επί χάρτου, χωρίς στρατό να ακολουθήσει τις σοφές μας οδηγίες. Κι αν ήμασταν καθοδήγηση ή ινστρούκτορες του τίποτα, η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη από ένα σχέδιο επί χάρτου ή σε ένα προπονητικό πινακάκι για την τελική επίθεση.

Εμείς μπορούμε -το πολύ- να ανοίξουμε μια καφενειακή συζήτηση -για πολλούς είναι ο βασικός τους στόχος, ακόμα κι αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Και το «Πολιτικό Καφενείο» -που ’χε κάποτε ο Βήχος- δε βγήκε τυχαία σαν όνομα. Στη θεωρία -δηλαδή στα λόγια- ως εκεί μπορούμε να φτάσουμε. Στην πράξη μπορούμε να κάνουμε πολλά -κι αυτή να τροφοτήσει και τις θεωρητικές αναζητήσεις με συγκεκριμένο υλικό.

Το βασικό είναι να βρίσκεται ο κόσμος στους δρόμους. Και να έχει καθαρό το εξής. Αντιπολίτευση δεν είναι όσοι βρίζουν απλώς την κυβέρνηση κι αφ’ υψηλού αυτούς που ίσως την ψήφισαν -όπως κάποιοι μπασκετικοί που έχουν χάσει αυγά και καλάθια. Δεν είναι όσοι περιμένουν από το κίνημα να καλύψει την ανεπάρκειά τους και να βγάλει τη δική τους δουλειά -να ρίξει το σύστημα, την κυβέρνηση, να αλλάξει τον κόσμο.


Αντιπολίτευση είναι όσοι βρίσκονται συνέχεια στον δρόμο, τα δίνουν όλα στον αγώνα, πασχίζουν να οργανώσουν συλλογικές αντιδράσεις. Όσοι ξέρουν ότι η γη μπορεί να γίνει κόκκινη, όχι μόνο από τον θάνατο που σκορπά απλόχερα το σύστημα, μα από ζωή. Αρκεί να φροντίσουμε ΕΜΕΙΣ για αυτό.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

Οξυγόνο

Η προχτεσινή ημέρα ήταν οξυγόνο. Οξυγόνο ενάντια στην μπόχα της εξουσίας, την καθημερινή ασφυξία, τις αγκυλώσεις του καναπέ. Οξυγόνο που μόνο ο δρόμος μπορεί να προσφέρει -και ας είναι από άσφαλτο. Η αντίσταση, η μαζικότητα, τα καθαρά βλέμματα -κι ας θολώνουν λίγο από τη συγκίνηση. Και το κινηματικό παράδοξο να ρουφάς μπόλικο οξυγόνο μες στο μέγα πλήθος, μες στον συνωστισμό, ακόμα και στα χημικά που μας κέρασαν τα ΜΑΤ για το έθιμο. Γιατί, αν δε ρίξεις στο ψαχνό μες στα παστωμένα μπλοκ, που είναι πρακτικά χωρίς διέξοδο διαφυγής, ακινητοποιημένα στην πολυκοσμία, πότε θα το κάνεις;


Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ’χει κάτι, κι ας μην είναι άμεσα αντιληπτό απ’ όλους. Μα η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά, πλην του Νιόνιου, που έβαλε νιονιό τελικά, αγάπησε την εξουσία που δεν μπορούσε να πολεμήσει και κατέγραψε την αγάπη του και στο βιβλίο που έβγαλε τις προάλλες. Που ’σαι νιότη που έδειχνες πως ήμουν κάποιος άλλος.

Πώς μετράς όμως τον όγκο μιας διαδήλωσης, αν δεν μπορείς να κάνεις βόλτες στην πλατεία, ανάμεσα στις μάζες με την πυκνή διάταξη; Ε = mc2, όπου Ε το ζητούμενο (δηλαδή η επανάσταση), Μ τα ΜΜΕ και ο χρόνος που αφιέρωσε η ΕΡΤ στο θέμα και «C» -όπως λέμε Cops- η εκτίμηση της αστυνομίας στο τετράγωνο. Αλλά υπάρχουν και πιο απλοί τρόποι.

Κάποιοι πήραν γενικά πλάνα από αεροφωτογραφίες και έκαναν απλούς υπολογισμούς που μας δίνουν μετριοπαθώς πάνω από 100 χιλιάδες κόσμο. Άλλοι έκαναν κάτι αντίστοιχο ρωτώντας το chat gpt, που έδωσε αντίστοιχο αριθμό, αλλά είναι κατώτερο από το κινέζικο DeepSeek. Κι άλλοι παίρνουν τον επίσημο αριθμό της αστυνομίας αλλά με συντελεστή προσομοίωσης στην πραγματική ζωή -πχ Χ5.

Υπάρχουν κι οι έμμεσες ενδείξεις. Τα μεγάφωνα δεν έφτασαν να καλύψουν όλο το μήκος της συγκέντρωσης. Τα κινητά είχαν μέτριο ως ανύπαρκτο σήμα, για να μπουν στο live streaming ή να τσεκάρει την παρουσία τους η ασφάλεια -για αυτό έπεσε τόσο έξω η υπηρεσία. Ενώ φεύγοντας, πήγαινες σημειωτόν κάνα 10λεπτο μέχρι να βρεις ξέφωτο, στο οποίο προλάβαινες: να απαντήσεις κατόπιν εορτής στα μηνύματα «πού είστε;» που έφταναν μια ώρα μετά. Να εκτιμήσεις αναδρομικά τους σφους που έχουν μάθει να διαλύονται συγκροτημένα -ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Και προπαντός να χωνέψεις όσα είδες και έμοιαζαν κάπως με συμπυκνωμένη ιστορία. Που δεν την γράφουν οι παρέες (Νιόνιο), αλλά οργανωμένες συλλογικές (αντι)δράσεις.

Ακούς πως στη Σαλούγκα γέμισε όλη η Εγνατία και νιώθεις άπιστος Θωμάς που δεν πιστεύει αν δε/μέχρι να δει το σχετικό βίντεο που ξεπερνά κάθε προσδοκία. Λίγο πιο βόρεια ο Γουγου έκανε δηλώσεις μες στο σπιτάκι του Καραμάν Αλή και των ψηφομισθοφόρων του με τα ματωμένα χέρια, σε μια πόλη που έδειξε πως έχει και άλλη όψη, τη σωστή πλευρά της ιστορίας, και όχι μόνο τη σήψη που σατιρίζει ο Καπουτζίδης στη σειρά του.

Οξυγόνο από παντού, από νησιά και ορεινά, από κάθε γωνιά της χώρας και το εξωτερικό, σαν ηφαίστειο που ξυπνά και θα τους κάψει όλους -και οι καύσεις χρειάζονται μπόλικο οξυγόνο, εκτός από αγνώστου ταυτότητας υλικά στην αμαξοστοιχία.

Πρέπει να είχε λίγο κόσμο, ε; Συμφωνεί ακόμα και η ΕΛ.ΑΣ., αλλά με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση: είχε λίγο κόσμο, ούτε 30 χιλιάδες, λιγότερους κι από το ντέρμπι στο Καραϊσκάκη, που βασικά έπρεπε να παίξει πιο ψηλά στις ειδήσεις της ΕΡΤ και να μπουν οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη μετά τα αθλητικά, τον κακό τους τον καιρό (του Τετράδη) και την ιερόδουλη μάνα τους που θα ιδιωτικοποιήσουν, αλλά με δικαιωματική αυτοδιάθεση του σώματός της.

Κάποια μέρα -δε θα αργήσει-, σε αυτούς τους (σιδηρο)δρόμους (της φωτιάς), σε μια άλλη κοινωνία, χωρίς τάξεις, κράτος και Μπαλούρδους, όπου θα ζούμε 200 χρόνια και θα ψάχνουμε πώς να αυξήσουμε το μέσο προσδόκιμο, θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε, και οι ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ. θα είναι πηγή γέλιου και μακροζωίας. Μέχρι τότε μόνο δάκρυα οργής, σφιγμένες γροθιές και ρυθμικές ιαχές: Δο-λο-φό-νοι, δο-λο-φό-νοι...

Το ενδιαφέρον είναι πως για το επιτελικό - κατασταλτικό κράτος ήταν απλώς μια μέρα στη δουλειά, όσο διακριτική -σαν κουκουλοφόρος- παρουσία και αν προσπάθησε πήρε εντολή να έχει. Κι οι συνήθεις ύποπτοι διαδηλωτές είναι υποψιασμένοι για αυτά, το ξύλο και την προπαγάνδα, το καρότο και το μαστίγιο, τη μαύρη ομερτά στις ειδήσεις, τις προβοκάτσιες των μαύρων, τον μαύρο καπνό (habemus Χρυσοχοΐδη), τα χημικά, τις απρόκλητες επιθέσεις για να διαλύσουν μια συγκέντρωση, τις επιθέσεις σε φωτορεπόρτερ και άμαχο πληθυσμό, τις γελοίες εκτιμήσεις της ΕΛΑΣ και όσους κάνουν το άσπρο - μαύρο. Τώρα όμως το είδαν κι άλλοι, άπειροι και νεοφώτιστοι, που βίωσαν πρώτη φορά πώς λειτουργεί το σύστημα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Μέχρι και κάποια κανάλια είδαν το φως το αληθινό! Να βλέπεις στο MEGA τον Ευαγγελάτο στα κάγκελα με την κυβέρνηση και τη στάση της αστυνομίας... -αξία ανεκτίμητη! Άντε και ολόγραμμα με μολότοφ και κοντόξυλο, να ευχηθούμε Νίκο μου. Όλα έχουν όμως εξήγηση, αρκεί να ακολουθήσεις το χέρι που ταΐζει τα σκυλιά του, για να γαβγίζουν ή να κουνάν δουλικά την ουρά τους.

Εντάξει με την ποσότητα -τον όγκο, τον παλμό κτλ. Τι γίνεται όμως με την ποιότητα του κοινού; Ακολούθησε διαλεκτικά ή μήπως ήταν αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη;

Η κοσμογεωγραφία θύμισε σε κάποιους τις πλατείες των Αγανακτισμένων -με την ειδοποιό διαφορά του ΠΑΜΕ. Άλλοι μπέρδεψαν τις εικόνες με τα συλλαλητήρια για τη Μακονία, ενώ άλλοι ξαναζούσαν νοερά περασμένα μεγαλεία του πρόσφατου παρελθόντος και τις αντιμνημονιακές δόξες της περασμένης δεκαετίας -δέκα χρόνια μετά την ΠΦΑ. Κάποιοι άλλοι έμειναν στην αμήχανη σιωπή του πλήθους, που έμοιαζε με βουβό πένθος, συγκίνηση και φόρος τιμής, όλα άκρως υποβλητικά και φορτισμένα, αλλά κάπως αναντίστοιχα με την περίσταση και τις απαιτήσεις.

Η αλήθεια είναι ότι μπορούσες να δεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Από ανθυποσελέμπριτιζ κι influencers της κακιάς ώρας, που είδαν φως και μπήκαν για τα στόριζ και το ΟΑΚΑ experience, και από ανθρώπους που είχαν κατέβει στον δρόμο μόνο μετά από κάποιον τίτλο της ομάδας τους, μέχρι σωματεία, οργανώσεις και γνωστές φατσούλες, με διακριτικά ή απλή διακριτική παρουσία. Και από χύμα κόσμο, μέχρι ανώνυμους οργανωμένους, μπλοκ με κομματικά σημαιάκια, σταγονίδια του ΕΠΑΜ και το πανό της νεολαίας της «Νίκης»! (Πολλά έχουν δει τα μάτια μας, μα αυτό σου φέρνει τρόμο...)

Η αλήθεια είναι επίσης πως τα πιο δυνατά μηνύματα δε δίνονται πάντα με φωνές και συνθήματα. Το μυριόστομο «δολοφόνοι» δόνησε πολλές φορές το Σύνταγμα και τη Βουλή (στην μπασταρδοκρατία αυτή) αλλά οι πιο δυνατές στιγμές ήταν οι ομιλίες που τις άκουγαν όλοι ευλαβικά. Η έφηβη μαθήτρια που είπε πως δε χρειάζεται να είσαι συγγενής για να νιώσεις οργή και πόνο. Ο πατέρας που ευχήθηκε να γίνει το παιδί του και τα άλλα θύματα η σπίθα για να αλλάξει ο κόσμος, όπως τα παιδιά του Πολυτεχνείου πριν 50 χρόνια. Το θάρρος που βρήκε η κοπέλα που επέζησε από το δεύτερο βαγόνι, να βγει δυο χρόνια μετά το έγκλημα και να μιλήσει στα ελληνικά, τη νοηματική και τις ψυχές όλων, μες σε αναφιλητά -δικά της και όσων την άκουγαν. Μια πλατεία ολόκληρη να δακρύζει ή να ρουφά τη μύτη της (άτιμο συνάχι) ή να βγάζει ένα σκουπιδάκι απ’ το μάτι και να λυγίζει νοερά στα δύο, σαν κυπαρίσσια που υποκλίνονται. Μην καρτεράτε να ξεχάσουμε...
Ναι, πολλές ιστορικές στιγμές έχει βιώσει αυτή η πλατεία, αλλά αυτή μπαίνει δικαίως δίπλα στις μεγαλύτερες -και δεν το γράφω πάνω στη φόρτιση της στιγμής, λόγω της ημέρας.

Όσο για τα κενά, την ελλιπή οργάνωση και ό,τι άλλο μπορεί να ξενίζει κάποιους μυημένους, είναι λάθος να βλέπουμε μόνο τη μία όψη του νομίσματος. Και ό,τι θεωρούν κάποιοι μπαρουτοκαπνισμένοι κατάρα, μπορεί να είναι ευλογία, γιατί σημαίνει ότι δεν ήμασταν οι ίδιοι μεταξύ μας, ότι ο πολύς κόσμος ήρθε μάλλον πρώτη φορά, αφυπνισμένος (αλλά όχι woke) αλλά... «χωρίς καφέ» και με εμφανή τα σημάδια της χρόνιας νάρκης του. Και κάθε τι καινούριο, έχει εξ ορισμού και κάτι δροσερό, όσο αντιφατικό και αν είναι. Μπορεί να είναι άμαθοι, να μην ξέρουν τι είναι ο δρόμος και τα έθιμά του, τι κάνουμε, πότε φωνάζουμε, πότε φτιάχνουμε αλυσίδες, αλλά θα τα μάθει στην πορεία και στις πορείες, αρκεί να ξανάρθει -αυτό είναι το ζητούμενο.

Ως τότε το βασικό είναι να (ξανα)κατέβει στον δρόμο. Ελάτε όπως είστε, που έλεγε και μια μελετηρή ψυχή. Με όσα πιστεύετε και έχετε στο μυαλό σας. Κι αν κάποια από αυτά βρωμάνε την κυρίαρχη προπαγάνδα ή θεωρίες συνωμοσίας, ο μόνος τρόπος να τα αποβάλετε είναι στον δρόμο, όχι στον καναπέ μπροστά από μια οθόνη. Και δεν πρόκειται κανείς να κλείσει τη μύτη του με αποστροφή ή να σας κοιτάξει στα δόντια ή τάχα στα μάτια (σαν τον Μητσοτάκη). Μονάχα στο πρόσωπο, για να σας πει: μπράβο και να (μας) ξανάρθετε.

Αν πχ η Καρυστιανού έκανε παλιότερα μυστήριες αναρτήσεις, που τις έκαναν σημαία τα κυβερνητικά τρολ, ή αν είπε στο Σύνταγμα για την ελληνική ψυχή σε κάποια αποστροφή της, δε θα την κρίνουμε αυστηρά, ούτε από αυτό. Γιατί έχει απέναντι μια συμμορία καθάρματα, που βάζει μπροστά ένα σωρό τρολ και αποβράσματα, σαν τον Ψαριανό (μακάρι όλα τα μακάρι, Γρηγόρη), για να την στοχοποιήσουν δια αντιπροσώπων και να προχωρήσουν σε (μία ακόμα) δολοφονία χαρακτήρα. Αλλά αυτή πεισμώνει, επιμένει, βγαίνει μπροστά, ζητά δικαίωση, δικαιοσύνη, ενώ άλλοι στη θέση της θα είχαν λουφάξει, θα είχαν βουλιάξει στον πόνο τους, θα είχαν δειλιάσει μπροστά σε μεθόδους μαφίας.


Η ουσία είναι να δίνεις τρόπο στην οργή, αυτή είναι η πρώτη ύλη για την ελπίδα. Όλα τα άλλα θα τα βρούμε στον δρόμο, μαζί με το οξυγόνο που μας λείπει. Όλα είναι δρόμος...

Υγ: Ποια θα είναι αυτή η πορεία, η επόμενη ημέρα; Ίσως το δούμε σε επόμενη ανάρτηση, αλλά δεν παίρνω και όρκο.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Δεν έχω οξυγόνο - Και ο θάνατος συνεχίζεται...

Η αυτοβιογραφία του (οξυδερκή, ταλαντούχου πλην αντιφατικού) Κουστουρίτσα είναι κάπως σαν τις ταινίες του: μια άτυπη ωδή στον παμβαλκανισμό του και τον εντελώς sui generis αντι-ιμπεριαλισμό ενός Βόσνιου που πολιτογραφήθηκε Σέρβος πρώτα στην ψυχή του, όσο έμενε στις ΗΠΑ που βομβάρδιζαν τη δεύτερη πατρίδα του. Κάπου στην εισαγωγή της, ο Εμίρ αναλύει θαυμάσια την αξία της λήθης, της ικανότητας κάθε ανθρώπου να ξεχνάει ή μάλλον να ξεχνιέται, για να μην τρελαθεί από τη δυστυχία και τον πόνο μετά από κάθε τραγικό, επώδυνο βίωμα: έναν θάνατο, ένα διαζύγιο, μια ερωτική απογοήτευση, μια διαγραφή από την οργάνωση -που είναι περίπου συνώνυμα, άλλωστε.

Κι έχει δίκιο, αρκεί η λήθη να μη γίνεται αμνησία, άρνηση της αλήθειας -που λένε πως είναι λήθη με «α» στερητικό, αλλά μικρή σημασία έχει και αν δεν είναι αυτή η ετυμολογία- και αντιστροφή της πραγματικότητας. Το άσπρο-μαύρο και ανάποδα.

-.-

Δεν έχω οξυγόνο!


Η φράση αυτή θα μπορούσε να είναι το σύνθημα μιας εποχής, μιας ολόκληρης γενιάς. Ποιος έχει αλήθεια αρκετά αποθέματα; Ποιος δεν πνίγεται, δε βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά; Ποιος δεν ασφυκτιά από την μπόχα, απ’ την αποφορά ενός σάπιου κόσμου που μας σκοτώνει, πεθαίνοντας για να επιζήσει; Ποιος δε γονατίζει απ’ τις δυσκολίες, την ακρίβεια, το χαρτζιλίκι-μισθό; Ποιος δεν έχει μπουχτίσει από μια σάπια δημοκρατία που δεν αφορά χώρους δουλειάς, εθνικές γραμμές και μνημόνια διαρκείας;

Τα τσαλαπατημένα όνειρα, η έλλειψη προοπτικής, η μαυρίλα, η δύσπνοια, τα σκυμμένα κεφάλια, η σκυφτή ζωή. Οι αυταπάτες, η κάλπικη ελπίδα, που έκλεισε δέκα χρόνια -και γέρασε πριν καν χρονίσει. Η ανεργία, η ξενιτιά, η ματαίωση, το άγχος, ο φόβος, τα ψυχολογικά. Τα μέτρα που (μας) παίρνουν, τα κατασχεμένα σπίτια. Οι συμβιβασμοί, οι καθημερινές ταπεινώσεις, η ελευθερία να μας (προ)γράφουν όλους, η μισθωτή σκλαβιά. Η αλλοτρίωση, η αγωνία για τα προς το ζην -που δε φέρνουν ποτέ το ευ ζην- κι η διαρκής αίσθηση πως εκπορνεύεις την κλίση σου, τα ταλέντα σου για ένα ξεροκάματο, για κάτι άχαρο, άνοστο που σε τρώει κάθε μέρα. Η «διέξοδος» στην πορνεία, στο only fans, στους sugar daddies παντός φύλου -γεμίσαμε σεξιστές που λένε τη σκάφη με το όνομά της, αντί να παλέψουν για την αυτοδιάθεση του σώματος και το δικαίωμα στη σκλαβιά -σαν τον Αστερίξ στις «Δάφνες του Καίσαρα». Ναι αλλά παίρνουν και καλά tips -σαν μπιζουδάκια απ’ του Τίφους...


Επιβίωση, ληγμένη ζωή, φτηνά υποκατάστατα. Τεχνητές ανάσες για να ξεγελιόμαστε, μικρές φιάλες οξυγόνου και ιδανικά ηλίου (μακριά από την ιδανική Πολιτεία του Ηλίου) για να φαινόμαστε (ακουγόμαστε) και να είμαστε χαζοχαρούμενοι, σαν ένα κοπάδι καταναλωτές και τη σύζυγο του Καίσαρα -μαζί με τις δάφνες του.

Κρατικά εγκλήματα, δολοφονίες, στον δρόμο, στα εργοτάξια, στις συγκοινωνίες, στα νοσοκομεία, στα Τέμπη ή δίπλα στο ποτάμι -αν έχεις σχέση με την υπόθεση. Αμέλεια, αδιαφορία, καταστολή. Απόλυτη απαξίωση της ζωής, φτηνό κι αναλώσιμο εμπόρευμα. Η τραγική διαπίστωση πως ζούμε από καθαρή τύχη σε αυτή τη χώρα και από ιστορική ατυχία σε αυτό το σύστημα, που διψά για κέρδη εις βάρος της ζωντανής εργασίας -και των ζωών εν γένει. Δεν είναι όμως τύχη, μοίρα, κακό ριζικό. Δεν είναι δυστύχημα ή ατύχημα, είναι προδιαγεγραμμένο έγκλημα -χωρίς τιμωρία-, κρατική δολοφονία.

Αλλά το πιο χυδαίο απ’ όλα, το πιο προκλητικό, η μεγαλύτερη ύβρις για νεκρούς και ζωντανούς, ήταν η διαχείριση και όσα (δεν) έγιναν μετά. Καμία ευθιξία -ποιος την έχασε για να την βρούνε αυτοί-, καμία ευθύνη, καμία παραίτηση. Καμία αγρανάπαυση για πολιτικούς γόνους που είναι στο άνθος της καριέρας τους. Παγερή αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις των σωματείων, παράνομες και καταχρηστικές οι απεργίες τους για το ζήτημα της ασφάλειας. Μα αφού είναι όλα ασφαλή -είπαν λίγες μέρες πριν τα Τέμπη. Μετά ομολόγησαν πως δε γίνεται να διασπείρουν πανικό λέγοντας την αλήθεια -άλλο αν σπείρουν θάνατο τα ψεύδη τους.

Ψέματα, συγκάλυψη, μπάζωμα της υπόθεσης. Ομερτά για ηχητικά, βίντεο και ενοχλητικά στοιχεία. Γραμμή σε μποτ και ΜΜΕ πως φταίει ο σταθμάρχης, τα (δικά τους) βύσματα, το «κακό δημόσιο» -κεκτημένη φόρα από τόσα χρόνια αριστερής ηγεμονίας- μόνο που το είχε δώσει μπιρ παρά μια «αριστερή κυβέρνηση» -τόση ηγεμονία από το ΕΑΜ είχαμε να δούμε. Ξαμόλημα τρολ, όσο πιο χυδαία, τόσο καλύτερα. Δολοφονία χαρακτήρων, σαν της Καρυστιάνου -σκότωσαν εν ψυχρώ 57 ψυχές, σε αυτό θα κολλήσουν; Ενορχηστρωμένη στοχοποίηση συγγενών, αλληλέγγυων καλλιτεχνών, της «συμμορίας της μιζέριας», όσων αντιδρούν, όσων δεν έχουν ξεχάσει να σκέφτονται.

Είναι συνένοχοι, αυτουργοί, δολοφόνοι. Τελειωμένα καθάρματα. Θα ’πρεπε να μη βρίσκουν μέρος να σταθούν, χωρίς κατακραυγή, οργή, συνθήματα -το λέει και ο Ζάρα, αλλά αν ήταν τόσο απλό, θα το είχε κάνει μόνος του. Μα πάνω απ’ όλα, είναι αμετανόητοι.

Σε ένα βιβλίο του Πι-Πι (το «Χρυσό Παραπέτασμα» νομίζω) πιάνει τον καπιταλισμό και τις τράπεζες, που διασώθηκαν με κρατικό χρήμα, αλλά συνεχίζουν την πεπατημένη, σαν τον ασθενή που πέρασε έμφραγμα και μόλις βγαίνει απ’ την εντατική, ανάβει ένα τσιγάρο. Το αστικό κράτος είναι ο ασθενής (κρίκος) που κάνει ακριβώς ό,τι και πριν, σα να μη συνέβη τίποτα. Ξεπουλά φιλέτα, σχολεία, νοσοκομεία, συγκοινωνίες, τη μάνα που το γέννησε. Δίνει το μετρό χωρίς πρωτόκολλα, παίζει με τις πιθανότητες και με τις ζωές του κοινού, χαμογελά αμήχανα στα ατυχήματα -ω, μα αυτά παντού συμβαίνουν. Πουλάει φύκια για αυτόματο σύστημα, αφήνει αφύλακτες διαβάσεις, χειροκίνητες μπάρες στο κέντρο της Αθήνας, περιφρονεί την υπογειοποίηση και όσους την ζητάνε -σαν τον Πελετίδη στην Πάτρα. Και ο θάνατος συνεχίζεται...

Ο Καλύβας λέει πως αν φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς. Μα αν βρεις τον ένοχο σταθμάρχη, γλιτώνει το σύστημα και τα καθάρματα που το υπηρετούν. Όταν η αδικία γίνεται νόμος, η ρίζα της καταπίεσης είναι πάντα νόμιμη -άρα και ηθική, καταπώς έλεγε μια γαλάζια ψυχή. Αλλά το κυνήγι του μέγιστου κέρδους ήταν δεμένο ανέκαθεν με λαμογιές και σκάνδαλα, για να λαδώνει τη μηχανή. Κι όταν ξεχειλίσει ο υπόνομος με τις βρωμιές τους, βάζουν κλήρο να δούνε ποιος τράγος θα φαγωθεί, θυσία για τους υπόλοιπους. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, με λάδωμα και τράγους, που ορίζουν τον κανόνα -όχι μια κατάσταση εξαίρεσης. Αλλά η κυβέρνηση δε θυσιάζει κανέναν δικό της, δεν ακολουθεί καν τον αστικό κανόνα γιατί -νιώθει πως- δεν το χρειάζεται.

Μα δεν έχουν καθόλου τσίπα; Όχι, γιατί (πιστεύουν πως) τους παίρνει να μην το κάνουν. Αλλιώς θα έπαιρναν περίλυπες φάτσες, γεμάτες μεταμέλεια για την περίσταση και ό,τι άλλο απαιτεί ο ρόλος -πχ γένια τριών ημερών και πουκάμισο χωρίς γραβάτα.
Με ηθικούς όρους, είναι καθίκια του κερατά -αλλά κερατάδες (και δαρμένοι) είμαστε εμείς. Στην αστική πολιτική δεν υφίσταται ηθική, μονάχα το δίκιο του ισχυρού που επιβάλλεται ως νόμος -και ό,τι είναι νόμιμο, είναι ηθικό.
Με πολιτικούς όρους, είναι τρομακτικός ο αρνητικός συσχετισμός που τους κάνει σίγουρους ότι δε χρειάζεται καμιά θυσία, καμία Ιφιγένεια, ούτε ένας υπουργός για τα μάτια του Κάλχα. Είτε επειδή... 41%, είτε επειδή η λήθη νικάει τον θυμό, νιώθουν δυνατοί να γράψουν τους κανόνες, το αστικό «εθιμικό δίκαιο» στα κατάστιχα (τσιμέντο να γίνει -σαν τα μπάζα των Τεμπών).

Το ίδιο ακριβώς κάνουν και στην περίπτωση του ΠτΔ, προτείνοντας τον Τασούλα, αντί να τηρήσουν το αστικό «σαβουάρ βιβρ» με έναν υποψήφιο της «Κεντροαριστεράς». Αφού ο δικομματισμός κουτσαίνει χωρίς δεύτερο πόλο και γέρνει προς τα ακροδεξιά, τους παίρνει να προτείνουν έναν δικό τους, να κρατήσουν τα μπόσικα στο κόμμα και κάθε πικραμένο (με τα ομόφυλα) οπαδό που λοξοκοιτάζει τις κηραλοιφές και το υαλουρονικό της Αφροδίτης, σε ρόλο θηλυκού Τραμπ -χωρά δικαιωματικά, χωρίς ποσόστωση, και με βλέψεις θιασάρχη, στο μεγάλο φασιστικό τσίρκο.
Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα Τέμπη; Ευθεία σύνδεση. Γιατί ο Τασούλας επιβραβεύεται, μεταξύ άλλων, και για τη συμβολή του στην ομερτά εντός της Βουλής -όσο περνούσε από το χέρι του, ως ΠτΒ.

Ποιος τρομάζει από αυτές τις παρεκκλίσεις, τις «καταστάσεις εξαίρεσης»; Όσοι είχαν συνηθίσει να θεωρούν «κανονικότητα» την Κεντροαριστερά και «σοσιαλμανία» της «Λαϊκής Δεξιάς» ή τα ευαίσθητα γεράκια των Democrats στις ΗΠΑ. Αλλά ο κανόνας της αστικής δημοκρατίας είναι ένα κοινοβούλιο που βρωμάει φασισμό, κάθε απόχρωσης. Κανονικότητα είναι ο Μασκ (που ξεπήδησε από τους Democrats), τα ορκ στο Καπιτώλιο, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί του Αδόλφου -που ήταν λέει «κομμουνιστής». Είναι κι οι ακροκεντρώοι, που νομιμοποιούν τους φασίστες, τους τρέφουν, τους χρειάζονται -για να δείξουν πόσο «διαφέρουν»- ενώ το ’να χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το σύστημα. Κανόνας στον καπιταλισμό είναι -εδώ και πολλά χρόνια- η κρίση, η ανεργία, τα Τέμπη, οι κρατικές δολοφονίες, ο θάνατος, οι κάργιες που χτυπιούνται. Το «δεν έχω οξυγόνο». Το I can’t breathe. Και δεν είναι απλά ένα σύνθημα ή μια κούφια φράση του συρμού, αλλά κυριολεξία.

-.-

Κανόνας είναι τα Τέμπη σε όλον τον κόσμο, όπως στην πατρίδα του Κουστουρίτσα, όπου ο κόσμος διαδηλώνει οργισμένος στους δρόμους, ενώ το δίκτυο έχει δοθεί σε κινέζικα μονοπώλια -σοσιαλιστικά. Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, κι εμείς παγιδευμένοι σαν ποντίκια, που δε βρίσκουν διέξοδο...

Κανόνας είναι ο θάνατος, η κρίση, ο πόλεμος, τα κράτη-δολοφόνοι. Η μαζική γενοκτονία που λαμβάνει χώρα στην Παλαιστίνη. Κι αν κάποιος θέλει να μάθει περισσότερα για την επίγεια κόλαση στην οποία καταδικάζει το Ισραήλ τους Παλαιστίνιους -και άλλους «ανεπιθύμητους»- επιβάλλεται να πάρει και να διαβάσει το βιβλίο του Νέιθαν Θρωλ «μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα», μια δημοσιογραφική έρευνα (βραβευμένη με Πούλιτζερ, παραδόξως) για το πολύνεκρο δυστύχημα ενός σχολικού λεωφορείου με Παλαιστίνιους μαθητές, το 2012. Δε θα μάθει πολλά στοιχεία για τις πρόσφατες πολεμικές-δολοφονικές επιχειρήσεις, θα δει όμως σε τι συνθήκες γενοκτονίας ζούσαν οι Παλαιστίνιοι σε «καιρό ειρήνης» και πώς ο πόλεμος είναι απλώς συνέχεια της πολιτικής και της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, με άλλα μέσα.

Σε ένα σημείο του βιβλίου, διαβάζουμε πως το δυστύχημα αυτό θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε αλλού. Αλλά όσα συνέβησαν στη συνέχεια (το τείχος, τα αποκλεισμένα ασθενοφόρα, η πυροσβεστική που χρειαζόταν άδεια και άνωθεν έγκριση, τα παιδιά που πέθαναν αβοήθητα κτλ), όχι. Ήταν ένα έγκλημα που θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην Παλαιστίνη και να έχει τη σφραγίδα ενός κράτους-δολοφόνου σαν του Ισραήλ.

Ο συγγραφέας έχει δίκιο. Μόνο που κράτη-δολοφόνοι υπάρχουν παντού -όπου υπάρχει καπιταλισμός και κυνήγι του κέρδους. Και είναι ζήτημα πόσα χρόνια θα περάσουν μέχρι να δούμε ένα αντίστοιχο βιβλίο και μια σοβαρή αποκαλυπτική έρευνα για τα Τέμπη από κάποιο δημοσιογράφο, που θα έχει τα μέσα και τη θέληση να μην αποσιωπήσει το έγκλημα.

-.-

Ένας σφος λέει ότι αν είναι μια φορά τραγικό να ανεχόμαστε δολοφόνους, είναι δυο και τρεις φορές τραγικό να χρειαζόμαστε σπαρακτικά, συνταρακτικά ηχητικά -και υλικό που ήταν θεωρητικά γνωστό αρκετούς μήνες πριν- για να ξεσηκωθούμε, για να μην ξεχάσουμε το έγκλημα, για να μη δώσουμε συγχωροχάρτι.

Όσοι έχουν αγαπήσει τον βιαστή τους -που τον έχει 41% ή και παραπάνω όταν ψηφίζουν μαζί του και άλλοι τα νομοσχέδια που φέρνει-, όσοι έχουν συνηθίσει το τέρας και τα εγκλήματα, όσοι έχουν μάθει να ζουν χωρίς οξυγόνο μπορεί να έχουν πάθει ανήκεστο βλάβη, να έχουν ξεχάσει να σκέφτονται, για την τάξη τους και γενικώς -και δεν προβλέπεται να βγει στα κοντά κάποιο πρόγραμμα τεχνητής ταξικής συνείδησης, για όσους δεν κατάφεραν να την αποκτήσουν μόνοι τους.

Όλοι οι υπόλοιποι, όσοι καταλαβαίνουν την κατάσταση, μένει να διαλέξουν. Θα μείνουν να κρατάνε την αναπνοή τους μέχρι να σκάσουν και να ξεφυσάν από το κακό τους; Ή θα φροντίσουν για μερικές ανάσες αξιοπρέπειας -πραγματικές, όχι σαν αυτές προ δεκαετίας- και να γίνουν δροσερός άνεμος, πανίσχυρος, που θα σαρώσει το σύστημα που γεννά εγκλήματα, όπως το σύννεφο τη βροχή;

Όλα δείχνουν πως ξημερώνει μια ιστορική μέρα. Αρκεί να μη μείνει απλώς μια μέρα (στη ζωή των ραγιάδων) χωρίς συνέχεια. Αρκεί να γίνει, έστω μια πρόγευση, εκείνων των ημερών που μετράνε στη ζωή μας -και την ιστορία- σαν μήνας. Και που δε θα μπορεί καμία λήθη -αυθόρμητη ή οργανωμένη άνωθεν- να τη σβήσει από τη συλλογική μας μνήμη...

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΔιαβάΖΩ άρα υπάρχω #2

Μικρές ψηφίδες για μερικά διαβάσματα των ημερών, χωρίς ιδιαίτερη αξία -οι σημειώσεις μου χωρίς αξία. Τα βιβλία εξαρτάται πώς θα το δει ο καθένας.


Στα «Πετροχελίδονα» ο Αραμπούρου αναπαράγει μεταξύ άλλων τη στερεοτυπική εικόνα ενός άτεγκτου κομμουνιστή πατερούλη που είναι προοδευτικός στα λόγια αλλά παραδοσιακός φαλλοκράτης, αντεστραμμένο είδωλο της (φρανκικής) εξουσίας που αντιμάχεται. Εν τω μεταξύ, δεν αναφέρεται καν σε έναν «σταλινικό εργάτη, θιασώτη της πατριαρχίας» λόγω των περιορισμών της θέσης και της μόρφωσής του, αλλά σε έναν άξεστο και εγωιστή καθηγητή, που είναι έτσι από άποψη -αν όχι από ιδεολογία.
Κι εσύ αναρωτιέσαι ποιος λογοτέχνης θα τολμήσει στην εποχή μας να αναδείξει την τρυφερή μορφή του κομμουνιστή πατέρα, τις άπειρες ευαισθησίες του και τον απροσμέτρητο ψυχικό του πλούτο, αυτά που έχει να προσφέρει στα παιδιά: πάντα λιγότερα από όσα θέλει και πάντα πιο πολλά από όσα μπορεί.

Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Αραμπούρου αποφαίνεται ότι ο καπιταλισμός είναι χάλια, αλλά ο κομμουνισμός χειρότερος, γιατί δε σου αφήνει δικαίωμα στη διαφωνία, ενώ στον καπιταλισμό μπορείς τουλάχιστον να μη ζήσεις σαν καπιταλιστής! Άραγε να εννοεί σαν φτωχοδιάβολος, που «απολαμβάνει» την ελευθερία να μην έχει προνόμια; Σαν αρνητής τάξης, που κάνει φιλανθρωπίες και ζει φτωχικά από επιλογή του; Ή μήπως σε κάποια σοσιαλιστική νησίδα; (Δε δίνει διευκρινίσεις, είναι κυριολεκτικά απόφθεγμα, εκτός λογοτεχνικής ροής). Και τι σημαίνει άραγε να ζεις υποχρεωτικά σαν... κομμουνιστής στον κομμουνισμό; Ότι σε αναγκάζουν να μοιράζεσαι και να στερηθείς το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι άλλους;

Λίγο παρακάτω, σε ένα άλλο απόφθεγμα καταλήγει: «είμαστε αριστεροί, αλλά όχι πάντα». Είναι ζήτημα, βέβαια, τι ορίζει ως «αριστερά» ένας «ντεκαφεϊνέ φιλελεύθερος» (δική του φράση) που χρησιμοποιεί το Podemos για να εφαρμόσει τη θεωρία των δύο άκρων και να κανονικοποιήσει το ακροδεξιό Vox. Κι ίσως είναι κατά βάθος λίγο «αναρχοκουβελικός» -σαν το παρανόμι ενός παλιού αναγνώστη του μπλοκ, αλλά μισεί θανάσιμα τον Φράνκο και τα σταγονίδιά του. Και χρειάζεται πολύ αυτή τη δεξιά, για να μας δείξει -μην αμφιβάλετε στιγμή- πόσο αριστερός είναι.

Διαβάζοντας τα «Πετροχελίδονα» έπεσα πρώτη φορά και στην έννοια του «ταξισμού», ένα είδος ρατσισμού προς τα κατώτερα στρώματα -την πλέμπα, τους εργάτες-, ενίοτε και από αριστερούς του σαλονιού. Υπάρχει όμως και ο «αντίστροφος ταξισμός», η γενικευμένη προκατάληψη ενάντια στους κακούς και άπληστους πλούσιους, η οποία τόσο φαίνεται να στενοχωρεί πχ τον Στάθη Καλύβα στη σειρά εκπομπών που επιμελείται για τη Μεταπολίτευση*.
Επιτέλους ένας ταξικός όρος, ίσως σκεφτούν κάποιοι, πέρα από τις συνήθεις αναφορές σε σεξισμό, ρατσισμό κτλ. Από την άλλη, είναι απλώς άλλη μια έννοια δίπλα σε άλλους -ισμούς, αντί να δούμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε διάκρισης και καταπίεσης. Χώρια που καταλήγουμε να μην κρίνουμε ένα άτομο από την τάξη του αλλά για τις αρετές του -πχ το ταλέντο του Βαγγέλη να γράφει στίχους...
Αυτό που μας λείπει δεν είναι ο ταξισμός αλλά η ταξική συνείδηση. Η πιο στοιχειώδης που θα δίδασκε στους εργάτες μια μεγάλη (φαϊτκλαμπική) αλήθεια: πως το πρόβατο και ο λύκος δεν είναι φίλοι (και τα πρόβατα είναι τέτοια -για σφαγή- όσο μένουν χωρίς οργάνωση και όχι όταν κατεβαίνουν μαζικά στον δρόμο). Κι είναι καιρός να κοπεί ο «ανάποδος ταξισμός», που βγάζει τα αφεντικά διαχρονικούς φίλους και ευεργέτες μας -που η αόρατη χειρ της αγοράς να μας κόβει μισθούς και να τους δίνει κεφάλαια να λιμνάζουν, να φέρνουν κρίση και νέο ψαλίδι στους μισθούς.

(*μικρή παρένθεση στη ροή της ανάρτησης.
Ο Καλύβας στενοχωριέται επίσης για την παρεξηγημένη έννοια της «τάξης» -όπως λέμε «νόμος και τάξη». Δεν ασχολείται όμως με τάξεις, όπως η εργατική, και αν πρέπει να μιλήσει για τις κυρίαρχες, το πολύ-πολύ να χρησιμοποιήσει τον όρο «ελίτ». Είμαστε πολύ μακριά από την εποχή που ο Μαρξ έλεγε πως αυτός δεν ανακάλυψε την πάλη των τάξεων, αλλά ότι αυτή υποχρεωτικά θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου. Πλέον κάθε τι ταξικό είναι ύποπτο και εξοβελίζεται από τον δημόσιο λόγο.

Και όσο για τα κακώς κείμενα που μας περιβάλλουν, φταίνε πάντα κάποια πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αλλάξουν, αλλά ποτέ το σύστημα. Γιατί όταν λέμε πως φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς και βγαίνουν όλοι λάδι. Οπότε καλύτερα να λέμε ότι φταίει ο τάδε και ο δείνα, για να αφήσουμε το σύστημα στο απυρόβλητο...)

-Ίσως κουράζει η επανάληψη, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά του Καμιλέρι στο νουάρ είναι πως το απαλλάσσει από τη μαυρίλα του, την επιτηδευμένη σκοτεινιά που περνιέται για βαθυστόχαστη. Με υλικά από την καθημερινή ζωή, που είναι γεμάτη φαγητά, φωνακλάδες γείτονες, ηλίθιους μπάτσους, δημοσιογράφους - κοράκια, κουτσομπόλες θείτσες, ερωτικά πάθη, όλα τόσο παρόντα και οικεία στα καθ’ ημάς, σαν τους μαφιόζους.

Η πραγματική ζωή δεν έχει γαμάτους μοιραίους τύπους, αυτοκαταστροφικούς πλην ακαταμάχητους -πρωτίστως για το άλλο φύλο. Ίσως έχει πολλούς που θα ήθελαν να είναι τέτοιοι και βαυκαλίζονται πως το κατάφεραν ή το καταγράφουν στη λογοτεχνική φαντασία τους, με υπεργαμάτα alter ego, όπου το όνειρό τους παίρνει εκδίκηση από τη ζωή -αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση που δεν αφορά κανέναν από το αναγνωστικό κοινό.

Ταυτόχρονα, ο Καμιλέρι δε χάνει από τα χέρια του το νυστέρι της κοινωνικής κριτικής, γιατί τα πιο σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν σαν αστεία, με κωμικό τρόπο. Κι είναι πολύ σπουδαίο να μην περνιέσαι για σπουδαίος και να μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου ή για το κομμάτι προσοχής που του αντιστοιχεί -είτε είσαι λογοτέχνης, είτε όχι. Για αυτό ήταν σπουδαίος ο Σιτσιλιάνος -παρά τις αντινομίες του.

-Ένα σωρό κόσμος (δηλαδή καμιά δεκαριά βιβλιοκριτικοί) μιλάνε για το Deepfake του Μαλαφέκα, αλλά η σωστή σειρά απαιτεί να πιάσεις τις περιπέτειες του Μιχάλη Κρόκου από την αρχή και το «Δε λες κουβέντα». Ξεκινώντας, είχα συνεχείς συνειρμούς με το ΦΕΚ και το «μήλο φιρίκι» της Φρουτοπίας (του έφυγε το «ρι» και έγινε φύκι...), αλλά ήμουν λίγο μαλάκας. Οκ, δε βρήκα πολλά επιχειρήματα για να αντικρούσω το κλισέ ότι δεν έχουμε σπουδαία λογοτεχνία στην Ελλάδα. Ήταν έξυπνο, ευκολοδιάβαστο, με ωραία γραφή, αλλά ήθελα λίγο παραπάνω κριτική για την Documenta, λίγο πιο αιχμηρό λόγο, λίγο λιγότερο μοιραίο ήρωα. Του έδωσα όμως δεύτερη ευκαιρία, μεταξύ άλλων γιατί η Μεσακτή καταπιάνεται με την Ικαρία, τους φασαίους, ξώφαλτσα με τους Κνίτες, και προπαντός με το ελληνικό καλοκαίρι, που είναι πιο αθάνατο και από λογοτεχνία -σιγά πόσοι διαβάζουν βιβλία στην ξαπλώστρα, στην τελική.

Και τώρα, φέρτε μας το Deepfake.

-Τι γνώμη έχεις για τον Φαζαρντί; Αρκετά καλή. Αλλά...

Δεν είναι ότι δε γράφει ωραία. Δεν είναι ότι δεν έχει πολιτικό στίγμα -εννοείται πως έχει και είναι η βασική απόλαυση που προσφέρουν τα βιβλία του- ή ότι πρόδωσε τα ιδανικά της νιότης του, σαν τον Κον Μπεντίτ και άλλους εκείνης της γενιάς του Μάη. Δεν είναι ότι δεν περνάς καλά γυρνώντας τις σελίδες, με λίγο βιτριολικό χιούμορ -χωρίς το «λίγο» εν προκειμένω. Ούτε πως είναι πρόβλημα τα εσωτερικά αστεία και οι συνειρμοί που δύσκολα πιάνεις αν δεν έχεις προσλαμβάνουσες από τη γαλλική κουλτούρα, ιστορία και επικαιρότητα.
Είναι απλώς ότι κάποια από αυτά μοιάζουν πιο πολύ με χαβαλέ, προορισμένα για τον κύκλο μιας παρέας και όχι ενός αναγνωστικού κοινού. Κι αναρωτιέσαι αν αρκούν ως πρώτη ύλη για να φτιάξουν πραγματικά καλή λογοτεχνία.
Αλλά γιατί να βάζουμε πάντα τόσο ψηλά τον πήχη -σοσιαλισμός ή τίποτα; Και ποιος είπε ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι δεν προσφέρουν μια κάποια -κάθε άλλο παρά ένοχη- απόλαυση;

-Αν διαβάσεις κριτικές και σχόλια αναγνωστών για την «αλήθεια για την υπόθεση του Χάρι Κέμπερτ», πιθανότατα θα δεις τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και το καλύτερο είναι πως ισχύουν όλα και έχουν δίκιο, από τη σκοπιά που το λένε. Κυλάει πολύ εύκολα, έχει εντυπωσιακές ανατροπές -σε κάποιο σημείο μου θύμισε την ταινία «Knives Out»- αλλά ίσως μια-δυο παραπάνω από όσες θα έπρεπε. Και παράλληλα έχει μάλλον αδύναμους -σε κάποιες πτυχές τους- χαρακτήρες, πρόζα, ιστορία αγάπης και κριτικό στίγμα. Κι επίσης, αρκετές επαναλήψεις, εμπλουτισμένες όμως, και με λόγο ύπαρξης.

Δεν ξέρω αν θα το συνιστούσα -σίγουρα πάντως δε θα απέτρεπα κάποιον να το διαβάσει- ούτε αν θα δοκίμαζα άλλο βιβλίο του Ζοέλ. Μου άφησε την ίδια γεύση που μου αφήνουν αρκετές φορές τα βιβλία του Πατάκη. Σχετικά αξιόλογα, σχετικά εύπεπτα, σπανίως «πατάτες» ή εντελώς αδιάφορα -εκτός από κάποιες αβάσταχτες εκδηλώσεις ναρκισσισμού του Μίμη.

Σε κάποια σημεία το βιβλίο μοιάζει με λογοτεχνικό «Inception» -ένα βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που ψάχνει τι να γράψει και εμπνεύστηκε από τον συγγραφέα ενός άλλου βιβλίου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την ιστορία της συγγραφής του, για να βρει τελικά πως το έγραψε κάποιος άλλος. Παρεμπιπτόντως, αναφέρεται και στους αόρατους συγγραφείς -ghost writers- που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά για κάποιο μεγάλο όνομα και συμπληρώνουν τα κενά της έμπνευσής του. Άλλος ένας «κλάδος» που μπορεί να πληγεί άμεσα από την τεχνητή νοημοσύνη -βλέπε και στη συνέχεια του κειμένου. Αν και το βασικό πρόβλημα στην έμπνευση δεν είναι η μηχανή που γράφει σαν άνθρωπος -και τον υποκαθιστά- αλλά το ακριβώς αντίστροφο...

-Τι κάνεις όταν δε σου πάει -και δεν πας ένα βιβλίο; Πόσο μάλλον όταν είναι βραβευμένο και κερδίζει εγκωμιαστικά σχόλια από όσους το διάβασαν; Όταν σκοντάφτεις, το αφήνεις και συνεχίζεις με κάτι άλλο -γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να διαβάσεις όσα θέλεις; Ή εν τέλει νικάει ο ψυχαναγκασμός σου να μην αφήνεις μισές δουλειές; Κι αν στο έχει συστήσει εκείνος ο υπάλληλος-μορφή στην «Πολιτεία» -εσένα και καμιά εκατοστή πελάτες ακόμα- στο τμήμα Α’ της λογοτεχνίας, που κατάφερε να κάνει σχεδόν μόνος του ευπώλητη (best seller) την επανέκδοσή του; Κι αν προέρχεται από τη λατρεμένη Γιουγκοσλαβία; Αν επιμένουν όλοι να βλέπουν ανυπέρβλητες αρετές και υψηλά νοήματα που εσύ δεν έφτασες ποτέ όσο ξεφύλλιζες αδιάφορα τις σελίδες, με ένα κράμα βιαστικής βαρεμάρας, για να τελειώσουν επιτέλους -και δεν ήταν καν πάνω από 100; Νιώθεις τότε λειψός, ότι χάνεις κάτι, λόγω δικού σου λάθους; Κι αν φταίει ότι μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο, αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ σινεφίλ και δε σου άρεσε καμιά ταινία -μέχρι αποδείξεως του εναντίου- και δε σύγκρινες το χαρτί με καμία οθόνη; Αν πάλι φταίει ότι δε συνέπεσες - συναντήθηκες ποτέ και πουθενά με τον υπαρξισμό -φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά μιλώντας;

Όλα αυτά είναι σκέψεις με αφορμή (ότι διάβασα) τη νουβέλα «Στόμα γεμάτο χώμα». Και αν χρειάζεται ένα δεύτερο δείγμα -που να ταιριάζει με τα παραπάνω- θα έλεγα το «Άμστερνταμ» του Μακ Γιούαν -βραβευμένο με Booker, που μόνο ασφαλής σύμβουλος δεν είναι τελικά. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα -και αυτός είναι ο βασικός λόγος που την αντιπαθούσα για πολλά χρόνια -είτε γλυκιά είτε αλμυρή- μέχρι να δω το αληθινό φως και να αναθεωρήσω. Για την κολοκυθόπιτα, όχι για αυτά που διάβασα...


-Είναι μια καλή ευκαιρία να μπουν εδώ κωδικοποιημένα κάτι υστερόγραφα που μου είχαν μείνει για τον Οπενχάιμερ -από την ιστορία του «Ο» -κι αυτό ανάγνωσμα των ημερών ήταν και από τα πιο ενδιαφέροντα.

Ήδη πριν τον Αύγουστου του ’45, οι ΗΠΑ είχαν ισοπεδώσει με... συμβατικούς βομβαρδισμούς το Τόκιο και άλλες πόλεις της Ιαπωνίας, με (πολλές) δεκάδες χιλιάδες θύματα, αμάχους στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κάτι που συνέβαλε στο να αμβλυνθούν οι επιστημονικές αντιδράσεις-διαφωνίες για την ρίψη της πυρηνικής βόμβας σε αστικά κέντρα, καθώς δε θα άλλαζε δραματικά η λογική και η στόχευση των επιθέσεων...

Η βασική ιδέα του Οπενχάιμερ και των περισσότερων επιστημόνων - συνεργατών του ήταν να συμμετέχουν στο ατομικό πείραμα, για να συμβάλουν στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, με τον φόβο ότι ο Χίτλερ μπορεί να αποκτούσε πρώτος το υπερόπλο της βόμβας και την εικασία ότι οι Ναζί είχαν σχετικό προβάδισμα, υπό την καθοδήγηση του Χάιζενμπεργκ. Ωστόσο, μετά τη συντριβή τους, την άνοιξη του ’45, οι ίδιοι επιστήμονες προβληματίζονταν για το νόημα της δικής τους συμμετοχής, την ολοκλήρωση του προγράμματος και τις σκοπιμότητες που θα υπηρετούσε.

Τόσο ο Οπενχάιμερ όσο και άλλοι φυσικοί είχαν σαφή άποψη για το μελλοντικό status quo των πυρηνικών, πιστεύοντας πως η σχετική γνώση έπρεπε να διαμοιραστεί σε όλα τα κράτη και να συγκροτηθεί ένα διακρατικό όργανο, ώστε να υπάρχει ένα είδος κεντρικής διαχείρισης της πυρηνικής ενέργειας, στο πλαίσιο και τη λογική που είχε η δημιουργία του ΟΗΕ. Προειδοποιούσαν ότι σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια κούρσα διαρκείας χωρίς τέλος για τη διατήρηση ή την εξουδετέρωση του «πυρηνικού πλεονεκτήματος» -όπως ακριβώς και έγινε.

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ είχε αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και την πεποίθηση ότι συνεχίζουν τον πόλεμο ενάντια στον φασισμό με άλλα μέσα. Σε μεγάλο βαθμό εξαπατήθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον τρόπο χρήσης του όπλου, ενώ απογοητεύτηκαν εν μέρει από τους χειρισμούς και τις διαπραγματεύσεις του Οπενχάιμερ στις αρμόδιες επιτροπές, καθώς τον είχαν εμπιστευτεί ως ένα είδος εγγυητή, για να μην παρεκτραπεί το πρόγραμμα από τους αρχικούς του στόχους.

Κατά συνέπεια, δεν έχουμε να κάνουμε με το «δράμα» ενός επιστήμονα που βαυκαλίζεται πως η επιστήμη του είναι ουδέτερη και δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθερώνει ή να προβλέψει τους συγκεκριμένους τρόπους χρήσης μιας ανακάλυψης - εφεύρεσης, από τον άνθρωπο -sic- γενικά και αόριστα. Έχουμε να κάνουμε με το δράμα της ανθρωπότητας συνολικά που βλέπει τα ισχυρά οικονομικά-γεωπολιτικά συμφέροντα να εγκλωβίζουν την γνώση και να την αξιοποιούν για το κέρδος τους, ακόμα και αν αυτό περνάει από τη μαζική καταστροφή κρατών, λαών και του πλανήτη συνολικά.

Το βιβλίο παίρνει περίπου ως δεδομένη την επίσημη αρχή όλων των κυβερνήσεων των ΗΠΑ ότι είναι επιλήψιμο -και μάλλον ύποπτο- να δηλώνει κάποιος κομμουνιστής και να δρα ως τέτοιος. Συνεπώς αφιερώνει αρκετό χώρο για να δείξει πως ο Οπενχάιμερ ήταν απλός συνοδοιπόρος, που είχε διακόψει κάθε σχετική επαφή ή δραστηριότητα, και ελάχιστα σημεία για να υποβάλει σε κριτική αυτή την εδραιωμένη πίστη, που χρεώνεται εν πολλοίς στο κλίμα του μακαρθικού παροξυσμού παρά στη γενική στρατηγική των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, όμως, αν μπορούμε να «κατηγορήσουμε» για κάτι τον Όπι δεν είναι για τις αρχές που είχε στα νιάτα του -και συνέχισαν να τον επηρεάζουν ως ένα βαθμό και αργότερα- αλλά γιατί δεν άντεξε την πίεση που του ασκήθηκε και σταδιακά τις εγκατέλειψε. Δεν έβαλε ποτέ αποφασιστικό βέτο -αν υποθέσουμε ότι είχε τέτοια δυνατότητα- για τη ρίψη της βόμβας σε αστικά κέντρα, επιχειρεί να εξευμενίσει τους ανακριτές του -αντί να χολωθεί με την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υποτιμητική στάση τους-, πασχίζει να φανεί νομιμόφρων και να παραγράψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του με διακηρύξεις που διατηρούν το δικό του ύφος αλλά δεν απέχουν πολύ από δηλώσεις μετανοίας-φρονημάτων.

Εσωτερικεύει ως ένα βαθμό την πίεση και τις σταθερές των αντιπάλων του, ασπάζεται και παρουσιάζει πλέον ως δικές του τις απόψεις τους για την πυρηνική στρατηγική των ΗΠΑ ή τη φύση της ΕΣΣΔ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη αντιφασιστική, «λαϊκομετωπική» προσέγγισή του. Υιοθετεί ακόμα και μια σχεδόν στρατιωτική εμφάνιση με κοντοκουρεμένη κόμη, μακριά από τα ατίθασα, ατημέλητα μαλλιά που είχε. Κι ενώ καταρρέει, ψυχικά και οργανικά, από το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύεται (και) εναντίον του, συνεχίζει την προσπάθεια να αποδείξει ότι αξίζει την εμπιστοσύνη όσων τον βάζουν στο στόχαστρο και τον διώκουν και να διασκεδάσει τις «αρνητικές» εντυπώσεις που είχε δημιουργήσει η παλιά του δράση.

Όταν μιλάμε, λοιπόν, για θρίαμβο και τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ -που είναι και ο τίτλος του βιβλίου- αυτά δεν έχουν να κάνουν με την άνοδο και την πτώση του, αλλά με το προσωπικό-συλλογικό δράμα που βιώνει, που το συμπύκνωσε πολύ εύστοχα σε μια φράση ο Αϊνστάιν.

Ο Όπι αγαπάει μια γυναίκα που δεν τον αγαπά: την αμερικανική κυβέρνηση!


-
Να κλείσω με τα πρακτικά της ημερίδας της ΚΝΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Όχι, γιατί είναι τεράστιο θέμα που θέλει ειδική ανάλυση και ανάρτηση. Ως ορεκτικό, όμως, ας αναλογιστούμε πόσο μη τυχαίο και αθώο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ «εξορίζουν» ουσιαστικά το κινέζικο Τικ-Τοκ από την επικράτειά τους, στο πλαίσιο ενός «ψηφιακού πολέμου» -που συνεχίζει με άλλα μέσα τη μεταξύ τους σύγκρουση. Αλήθεια, όμως, πώς θα κάλυπταν τα πάντα ανεξάρτητα ΜΜΕ το θέμα αν οι βασικοί ρόλοι (ΗΠΑ, Κίνας) ήταν αντίστροφα κατανεμημένοι;

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

No Pasarán!- Ελληνο-εφηβικοί διάλογοι

Είχαν παραταχθεί οκλαδόν και ανακούρκουδα, μπροστά στην επιγραφή του αρχαίου θεάτρου -σχεδόν κρεμαστήκαμε πάνω τους για να την διαβάσουμε, αλλά δεν κούνησαν ούτε φρύδι- και εκατέρωθεν του κεντρικού διαδρόμου, σα να φτιάχνουν μπάτσοι κορδόνι για να πέσουν φάπες ή pasillo για να περάσεις θριαμβευτής (αλλά τι κερδίσαμε;) ή αψίδα με κοντόξυλα, για να περάσει από κάτω της το νιόπαντρο ζευγάρι. Που ξέρει ότι ο έρωτας είναι επανάσταση όσων έχουν τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει (και είναι πρόθυμοι να την δώσουν στον αγώνα), ότι οι μεγάλες αγάπες δε φοράνε νυφικά (αλλά θέλουν σίγουρα προφυλάξεις και περιφρούρηση για να τις χαρείς), ότι αν θες συντροφικότητα θα την βρεις βασικά στην οργάνωση και πως όλα είναι πολιτικά -ακόμα και οι γάμοι, από τα χρόνια της Αλλαγής. Και ο γάμος δεν είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μας, ούτε ο προορισμός του ανθρώπου -κι αυτό δεν είναι ντρίπλα για τα ομόφυλα, αλλά η μόνη αλήθεια. Και στην καλύτερη μέρα της ζωής μας, που θα μετράει σαν μήνας, δε θα πέσει ούτε ένας κόκκος ρύζι -θα γίνει όλο λαϊκή περιουσία, όπως κάποτε στην Κίνα.

Για στάσου, όμως. Επιτρέπονται κοντόξυλα στον αρχαιολογικό χώρο; Δεν αναφέρεται ρητά κάπου ότι απαγορεύονται όμως, όπως δεν υπήρχε σαφής απαγόρευση για τις χύτρες στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αστερίξ. Αλλά όπως και να ’χει τούτη η γη, όπου και αν είναι ο ομφαλός της και όπως και να είναι τα άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω, και δεν είναι διχαλωτή ούτε μπλε, αλλά κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή. 


Λίγο πριν είχαμε δει ένα ανάθημα για κάποια νίκη επί των Γαλατών επιδρομέων (ο στίβος ήταν βαρύς και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες) κι ύστερα στο Μουσείο ένα άλλο υπέρ της ρωμαϊκής κατάκτησης βασικά, που την πανηγύρισαν σαν απελευθέρωση κάτω απ’ το αυλάκι, γιατί ηττήθηκαν οι Μακεδόνες -και ύστερα λένε εμάς κομπλεξικούς.

Στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου πόλεις με φαντάσματα, αλλά οπλιζόμαστε με υπομονή και περνάμε ανάμεσα από τους παραταγμένους έφηβους yolo, χωρίς πανοπλία, ενώ είναι έτοιμοι να μας πουν το No Pasaran -αλλά σιγά μην το ξέρουν.

-Buenaaaass, ακούς να σέρνεται, φράση οφιόσχημη, με μπόλικη βαρεμάρα και μια υποψία ειρωνείας, σαν το μειδίαμα εκείνης της γυναικείας μορφής, που θα βλέπαμε αργότερα στο Μουσείο, δε θυμάμαι όμως το όνομά της, μόνο ενός Φλαμινίνο(υ), που θα μπορούσε να είναι το δεκάρι των καριόκας.


Λένε ότι κάθε νέα γενιά είναι πιο έξυπνη από τις προηγούμενες, το χιούμορ μπορεί να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Το αστείο ήταν, υποτίθεται, να λένε τα δικά τους στη γλώσσα τους και να μην τους καταλαβαίνει κανείς, σε ξένη χώρα.

-Μπουένας, είπα και εγώ -σα να λέμε ’σπέρααα, αλλά στον πληθυντικό και για όλες τις ώρες. Περνάω και πριν χωνέψουν το νέο δεδομένο που τους αιφνιδίασε, ξαναχτυπώ ακαριαία στη (διχαλωτή) γλώσσα τους, σαν Λαρεντζάκης -το χτύπημα της κόμπρας.

-Από πού είστε; (De donde sois?)
-’Πάνια -με κοφτή, «μόρτικη» προφορά.
-Από ποια πόλη; (Ciudad?)
-Madrid.

Κάπου εκεί τελειώνουν όσα έχουν να πούμε και φεύγουμε. Μήπως έπρεπε όμως να κάτσω με τη νεολαία; Να τους πω κάτι ακόμα; Αν είναι της Ρεάλ ή της Ατλέτι; Αν ήταν έτοιμοι για άλλη μια μανίτα (χεράκι, δηλαδή πεντάρα) στο κλάσικο; Ότι κάθε Μπάρτσα, κάθε Αθλέτικ και κάθε Ρεάλ (Σοθιεδάδ) είναι mes que solo una sociedad anonima - ανώνυμες εταιρίες; (Κι ότι αν δει το κείμενο η profesora μου, θα γκρινιάζει για τους τόνους που δε βάζω;) Ή μήπως να τραγουδήσω αυτό των Εσκαπε (Ska-P) για τη Ράγιο; Πώς πάει να δεις...

Somos los hinchas mas anarquistas
los mas borrachos, los mas antifascistas
Cada canuto que nos fumamos
alucinamos con el Rayo Vallecan 

Εντάξει το «αναρκίστας» γίνεται εύκολα comunistas. Αλλά τι κάνουμε με τον μπάφο που καπνίζουν για τη Ράγιο και τα μεθύσια που λέει;
-Γιατί, δηλαδή, οι σύντροφοι δεν πίνουν ποτέ λίγο παραπάνω;
Κοιτάξτε να δείτε. Ασφαλώς υπάρχουν μεμονωμένα κρούσματα. Κάποιοι σφοι στη σπουδάζουσα, οικοδόμοι που πίνουν μπίρα για πρωινό ρόφημα το καλοκαίρι και τις ανοίγουν στο γιαπί με το σκεπάρνι, οι παλιότεροι που είδαν την καμπάνια της Περεστρόικα ενάντια στον αλκοολισμό και πίνουν για να ξεχάσουν όσα έγιναν. Αλλά εμείς είμαστε ενάντια σε κάθε εξάρτηση, έχει βγει και από το Πρόγραμμα του Κόμματος δηλαδή.
Κι η θέση μας για την ανεξαρτησία της Καταλονίας είναι σαν τον στίχο απ’ τα Σγουρά Μαλλιά (pelo rizado), (όλοι) θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι σε μια ελεύθερη σοσιαλιστική ’Πάνια, ειρηνικά, χωρίς παρατράγουδα.

Κι αν τους έλεγα κάποιο ;allo τραγούδι, που είναι διεθνής γλώσσα, χωρίς σύνορα; Κάποιο γνωστό, πχ την Καρμέλα ή το A las barricadas revolucionarias; Ή μήπως κάτι αμιγώς δικό μας, πχ το 5ο Σύνταγμα (Quinto Regimiento), που ξεσκεπάζει τους εχθρούς και την πέμπτη φάλαγγα (Venga, jaleo, jaleo! Suena la ametralladora...). Και το Gallo rojo (κόκκινος πετεινός) που είναι γενναίος και παλεύει ενάντια στον μαύρο, τον προδότη. Κι έγινε διασκευή και στα ελληνικά για τον Μπελογιάννη, που το είπε η Βιτάλη, πριν το χάσει εντελώς πολιτικά, σαν Τρ-ελενίτσα.

Μήπως καλύτερα να τους πω κάτι πιο σύγχρονο; Λες να ξέρουν τον Pablo Hasel; Ή το ταβάνι τους φτάνει ως τη Γιουροβίζιον και τη Zorra -reconstruida por dentro- ασε-ρε(χε) και τσίκι-τσίκι, Περαία-Περαία, Μακε-γεια σου; Είναι άραγε έτοιμοι να τους πω για τον σεξισμό της γλώσσας, που κάνει ήρωα τον Zorro αλλά τη θηλυκιά αλεπουδίτσα, την έχει κάτι σαν τη δική μας πεταλουδίτσα, κοινή γυναίκα της σειράς; Είναι έτοιμο το ελληνικό κοινό να αποβάλει την αλλεργία του στα «θου» και να καταλάβει πωθ τα ιθπανικά είναι παρεκθηγημένη γλώθθα, που ούτε ο Θαναθάκηθ του Αρκά δε θα γελούσε μαζί τους; Και πώς θα φανεί στα ’πανάκια ότι εμείς λέμε Ζορό, Ζάρα και Σαραγόσα, λες και μεγαλώσαμε στη Λατινική Αμερική, αντί για Θόρο, Θάρα και Θαραγόθα -που ’ναι τα σωστά; Και πού να πιάσουμε κουβέντα για τον Εσπίδερμαν...

Διαπιστώνω τελικά πως είχαν παραταχθεί με ελλείψεις, όταν συναντάμε την άλλη μισή τάξη στον ανήφορο προς το (ε)στάδιο. Κι αν τα παιδιά της γαλαρίας το βλέπουν όλο αυτό σαν μια αγγαρεία, αντί μια εμπειρία ζωής που θα τους σημαδέψει; Αν πρέπει να μάθουν κάτι για να μη θεωρούν βαρετό το μάθημα της ιστορίας;

Πχ ότι Ελλάδα και Ισπανία έχουν βίους παράλληλους, με εμφύλιο, μακροχρόνιες δικτατορίες και κουτσουρεμένη μεταπολίτευση -η δική τους ακόμα χειρότερη από τη δική μας. Ότι σε εμάς κυβερνούν ακόμα οι λαδέμποροι, με άλλο προσωπείο, όπως και σε αυτούς τα τσιράκια του Φράνκο. Ότι η Ελλάδα και η Ισπανία ήταν το όριο για τον τουρκικό και τον αραβικό κόσμο αντίστοιχα, βρέθηκαν υπό κατοχή, αλλά πήραν πολλά στοιχεία που τις κάνουν ένα γοητευτικό κράμα, κι ας τις υποτιμά ρατσιστικά ο βορράς που τις θεωρεί ένα με τους βάρβαρους κατακτητές τους. Ότι στον βάρβαρο μεσαίωνα -που είναι αρκετά συκοφαντημένος στην αστική ιστοριογραφία- οι Άραβες πχ ανέπτυσσαν τις επιστήμες και τα γράμματα, και δεν ήταν καθόλου βάρβαροι συγκριτικά με τον σύγχρονο κόσμο τους και ό,τι γινόταν τότε στην Ευρώπη. Κι αν σήμερα θεωρεί κάποιος βάρβαρους τους Σαουδάραβες ή το κράτος τους, τι πρέπει να πούμε για τους δυτικούς που κάνουν μπίζνες με πετροδόλαρα, Σούπερ Καπ και Μουντιάλ στην έρημο και έχουν ισχυρά κατάλοιπα θεοκρατίας -όπως ακριβώς οι δυο χώρες μας;

Ότι οι θησαυροί των Δελφών ήταν κάτι σαν τα τρόπαια που παίρνουν σήμερα οι ομάδες μετά τους θριάμβους τους -όσο μεγαλύτερη η νίκη, τόσο πιο λαμπρό το τρόπαιο-θησαυρός, μόνο που δεν ήταν κούπα αλλά κτίριο. Ότι η δική μας αρχαία θρησκεία είχε πολύ πιο διασκεδαστική μυθολογία, γιατί έφτιαχνε τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων, γεμάτους πάθη και αδυναμίες. Κι ότι η Πυθία μαστούρωνε κανονικά, σαν τους Μπουκανέρος, πριν δώσει τους ακατανόητους χρησμούς της, που χρειάζονταν μετάφραση. Αλλά η Ελλάδα και η Ισπανία υποφέρουν σήμερα από τη συλλογική ψύχωση για τα περασμένα μεγαλεία και τους προγονόπληκτους εθνικιστές, που κάνουν την πατριδοκαπηλία επάγγελμα.

Ότι η ιστορία δεν είναι καθόλου βαρετή, εκτός και αν είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια λάθη, γιατί δεν την μελετήσαμε. Ότι δεν είναι κάτι μακρινό που αφορά κυβερνήτες, στρατηλάτες, άρχοντες και χαρισματικές προσωπικότητες, αλλά αυτό που γράφουν οι πράξεις μας. Ότι την διαμορφώνουμε κάθε μέρα -ακόμα και με την απραξία μας. Ότι την ιστορία την γράφουν οι λαοί, με πάλη ταξική, που κινεί τους τροχούς της ή τους κρατά κολλημένους στον βούρκο ενός σάπιου κόσμου

Ή μήπως να τους πω κάτι πιο σύγχρονο;
Πχ ότι η Μαδρίτη (και η Βαρκελώνη) είναι στο άτυπο τρίγωνο με τις πρωτεύουσες του φασεϊσμού, μαζί με την Αθήνα και το Βερολίνο; Ότι είναι μια χαρά αντανακλαστικό να πίνεις περιπτερόμπιρες στην πλατεία για τη φάση, αντί να σκας ένα σωρό λεφτά σε βαρετά κλαμπ και να ντύνεσαι πανάκριβα σαν pijo. Αλλά ο φασεϊσμός δεν είναι παρά η άλλη όψη στο νόμισμα του φασισμού και δεν κάνει τίποτα απολύτως για να αλλάξει τον κόσμο που γεννά αυτές τις φάσεις.

Ότι το Podemos μπαίνει πιο δεξιά κι από την Αλίκη στην ταινία "η κόρη μου η σοσιαλίστρια", σε ένα ισπανικό αριστερόμετρο. Οριακά λίγο πιο αριστερά από τον φιλελέ Αραμπούρου.
Και τα Λαϊκά Μέτωπα; Ναι, βεβαίως, κοιτάξτε να δείτε, το λέει και ο στίχος. Μα εγώ το έχω περάσει αυτό το στάδιο -και τη θεωρία τους...

Κι όλα αυτά να καταλήξουν στο ότι η εφηβεία είναι μια μεταβατική, αντιφατική ηλικία, κάπως σαν τον σοσιαλισμό, που είναι ανολοκλήρωτος κομμουνισμός, με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, σαν μπιμπίκια στο πρόσωπο, με τον πάντα παρόντα κίνδυνο του παλιμπαιδισμού και της παλινόρθωσης, σα να μην ωριμάσαμε ποτέ -σε αντίθεση με τις συνθήκες. Αλλά παρόλα αυτά, είναι πολύ ωραία ηλικία και το μόνο που την κάνει άχαρη είναι όταν την ξοδεύουμε κυνηγώντας ηλίθιες μόδες και πρότυπα που μας επιβάλλονται άνωθεν -αλλά και με τη δική μας συναίνεση.

Κι αν όλα αυτά είναι τόσο βαριά και ασήκωτα, που δείχνουν μόνο ότι γεράσαμε ασυγχώρητα; Ότι ψοφάμε να κάνουμε μάθημα στους νεότερους; Λες και σφύζουμε από σοφία και εμπειρία ή λες και τα καταφέραμε καλύτερα στη θέση τους ή λες και αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα να παίξουν, να δοκιμάσουν, να απογοητευτούν, να σκοντάψουν και να μάθουν μόνοι τους από τα λάθη τους;

Πώς διάολο μπορείς να μιλήσεις στους έφηβους σήμερα, χωρίς ξεπέσεις στον διδακτισμό; Και πώς διάολο να βρεις κοινούς κώδικες μαζί τους, με τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντά τους; Πώς να μιλήσεις σε μια γλώσσα που ούτε ξέρεις ούτε καταλαβαίνεις; Και δεν είναι το πρόβλημα τα ισπανικά (καστιλιάνικα) προφανώς...

Υστερόγραφο:

Παιδιά, είδατε στο Μουσείο τη Σφίγγα των Ναξίων;
Να σας πω και για ένα σχετικόσκίτσο του Ζάχαρη για τον καπιταλισ...
E, chicos, πού πάτε; No os vayais, quedaos un momento...
Μα καλά φεύγουν, ενώ τους μιλάω; Νο πασαράν...