Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Στην ντισκοτέκ την παλιά

Πότε καταλαβαίνεις πως δεν είσαι πια νέος; Υπάρχουν διάφορα ορόσημα που στο δείχνουν: όταν ξύρισε το κεφάλι του ο Γκάλης κι έπαψες να πιστεύεις πως μπορεί να επιστρέψει ως παίκτης. Όταν σταμάτησαν οι σφοι στο Φεστιβάλ να σου δίνουν κάρτα γνωριμίας με την ΚΝΕ. Όταν δε βρίσκεις πια όρεξη να διαβάσεις μακροσκελείς πλατφόρμες και συνεδριακά ντοκουμέντα του εξωκοινοβουλίου. Όταν λες το ΝΑΡ με το παλιό του όνομα. Ή όταν επανιδρύει τον εαυτό του και δεν έχεις εσωτερική πληροφόρηση ή με ποιον να το συζητήσεις.


Περάσαμε όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια λέγοντάς την Σαχτάρ Ντόνετσκ και έρχεσαι τώρα να μας την πεις Σαχτιόρ και να τα γκρεμίσεις όλα;

Σουρεάλ ατάκα του Πανούτσου, σε κάποια «Σούπερ Μπάλα» στο MEGA, που τελείωνε κατά τις 3πμ, με ρεκόρ μεταμεσονύχτιου διαφημιστικού χρόνου και σπασμένων νεύρων. Κάνουμε τη Σαχτάρ-ΝΑΡ -που κάνουν και ρίμα- και το Σαχτιόρ «Κομμουνιστική Απελευθέρωση». Κρατάμε το Ντονέτσκ που κάποιοι το φαντασιώνονται ως Λαϊκή Δημοκρατία, και το πορτοκαλί χρώμα της φανέλας, ασορτί με την παρδαλή αντεπανάσταση και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των οράνιε στο λυκαυγές της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αλλάζουμε τον Πανούτσο με οποιοδήποτε νηφάλιο άτομο και τις μεταμεσονύκτιες διαφημίσεις με μαραθώνιες συλλογικές διαδικασίες που κρατάνε ως το άλλο πρωί. Κρατάμε και τα ευτυχισμένα χρόνια, για την ειρωνεία. Πάμε.

Περάσαμε όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια με το ΝΑΡ και τα κουκουνάρια, το δίλημμα για το άρθρο του λήμματος «ΕΑΑΚ» και έρχεστε τώρα εσείς να τα γκρεμίσετε όλα;

Στην πραγματικότητα, περάσαμε όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια με τις προεργασίες-ζυμώσεις-κοσκινίσματα για πρόσφατα εγκαίνια, κάτι που αποτυπώνεται και στην αναδρομή του «Πριν» που μας ταξιδεύει στον χρόνο.

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

Η πορεία προς ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, που έφτασε στο ιδρυτικό συνέδριο μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης, ήταν μακριά, γεμάτη με αγώνα, τόλμη, επαναστατική δράση και αναζήτηση, όχι χωρίς αντιφάσεις και πισωγυρίσματα. Αφετηρία είχε την «ανταρσία της ΚΝΕ» και μεγάλου μέρους της βάσης του ΚΚΕ το 1989 (...) Μεγάλος σταθμός αυτής της πορείας το 1ο συνέδριο του ΝΑΡ τον Ιούλη του 1998, όπου τεκμηριώθηκε βαθύτερα ο κομμουνιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης (...) Ήδη από τον Μάρτη του 1995 έχει ιδρυθεί η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, ως υπέρβαση της ΚΝΕ-ΝΑΡ. (...) Στο 2ο συνέδριο του ΝΑΡ (7-9 Ιούλη 2006) (...) σημειώνεται πως «η επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση αποτελεί κρίσιμη αφετηρία για τη συγκρότηση του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου γενικά», θέτοντας τον στόχο για το ΝΑΡ «να αναβαθμίσει την οργάνωσή του με βάση την αντίληψη της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης».
Μη φύγει κανείς, αυτά ήταν απλώς ορεκτικά. Τώρα μπαίνουμε στο καλό.

Η διαδικασία διαμόρφωσης ενός σύγχρονου προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης πήρε πιο συγκεκριμένο και σαφή χαρακτήρα στο 3ο συνέδριο του ΝΑΡ στις 29 Νοέμβρη-1 Δεκέμβρη 2013 (...)
Τα επόμενα συγκεκριμένα βήματα αποτυπώθηκαν στην Πολιτική Απόφαση, όπου δηλώνεται πως «το ΝΑΡ θέτει στους εργαζόμενους σε δημόσιο πολιτικό διάλογο το ζήτημα της συγκρότησης σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα, ενός κόμματος για την κομμουνιστική απελευθέρωση». (...)
Σαν αποτέλεσμα αυτών των κατευθύνσεων το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση κατέθεσε τον Νοέμβρη του 2015 «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», η οποία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση στις 12 Δεκέμβρη. (...)
Σε μια περίοδο πυκνών εξελίξεων και έντονων συζητήσεων, η προσπάθεια δεν προχώρησε ουσιαστικά, οπότε νέα ώθηση κλήθηκε να δώσει το 4ο Συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, που πραγματοποιήθηκε 1-3 Δεκέμβρη του 2017. (...)
Σαν άμεσα βήματα το 4ο συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση απεύθυνε ανοικτή πρόσκληση διαλόγου και συσπείρωσης (...)
Το Πανελλαδικό Σώμα, που οργάνωσε το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση στις 14-16 Δεκέμβρη του 2018, κατέληξε σε Προγραμματική Διακήρυξη, σαν μια κεντρική συμβολή στην συνολική προσπάθεια για τον στόχο της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης (...)

Αν κάποιος έχει φτάσει ως εδώ, δύσκολα θα σταματήσει τώρα, έστω και από περιέργεια για να δει πού θα πάει η βαλίτσα.

Παράλληλα τον Οκτώβρη του 2018 συγκροτήθηκε Πρωτοβουλία Διαλόγου για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα (...) η οποία ξεκίνησε μια ανοιχτή διαδικασία και διαμόρφωσε ένα Κείμενο Αρχών που αφού συζητήθηκε για ένα 12μηνο, ήταν το εισηγητικό κείμενο στην Πανελλαδική Συνάντηση στις 10-11 Ιούλη 2021 στην Καισαριανή...

Μπορεί να μη βγαίνουν ακριβώς οι ημερομηνίες (από το '18 πάμε στο '21 ενώ μεσολαβεί ένα... δωδεκάμηνο), αλλά το κείμενο μας εξηγεί γιατί:

Στη διαδικασία αυτή, μετά από διεργασίες, υπερβάσεις και παρά την καθυστέρηση που επέβαλλε η πανδημία του Covid-19, έγινε ένα σημαντικό πολιτικό και οργανωτικό βήμα μπροστά. Συγκροτήθηκε η Πρωτοβουλία για Σύγχρονο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και Κόμμα, εκλέχτηκε Πανελλαδική Γραμματεία της Πρωτοβουλίας, ορίστηκαν ομάδες εργασίας πάνω στις βασικές θεματικές για την επεξεργασία προγραμματικών θέσεων.

Μπορεί ο νέος φορέας να μην ήταν έτοιμος στα 100 χρόνια από τον Οχτώβρη, ωστόσο φαίνεται πιθανό να προλάβει μια άλλη επέτειο, από τα 200 χρόνια του '21. Αλλά η επόμενη παράγραφος της αναδρομής μας ταξιδεύει στο κοντινό 2024. Αυτό πια δεν είναι κόμμα, αλλά η θεωρία των σταδίων...

Το 5ο συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση (1-3 Μαρτίου 2024) ήρθε να καταδείξει την αποφασιστικότητα για να ολοκληρωθεί η προσπάθεια για μια ανώτερη φάση οργανωτικής και προγραμματικής συγκρότησης για το εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. (...) Στο κείμενο σαν στόχος μπαίνει «να γίνει το αμέσως επόμενο διάστημα το αποφασιστικό ποιοτικό βήμα συγκρότησης μιας ανώτερης κομμουνιστικής οργάνωσης… Το 5ο συνέδριό αποφασίζει ένα συγκεκριμένο σχέδιο πρακτικών και πολιτικών βημάτων που οδηγούν στην ίδρυση της νέας οργάνωσης…».

Κι αν φτωχική τη βρήκες την Ιθάκη, δε σε γέλασε. Σημασία είχε το ταξίδι που συνεχίζεται. Οι τρεις δεκαετίες ήταν η αρχή, τα πρώτα κοιλοπονήματα, η απαρχή της έναρξης μιας εισαγωγικής διαδικασίας του καινούριου, που παλεύει να γεννηθεί από τις στάχτες και τα γκρεμισμένα θεμέλια του παλιού. Για την απίθανη περίπτωση που κάποιος προσπέρασε σκρολάροντας αυτήν την αναδρομή, ακολουθεί μια περίληψη, σε δική μου ελεύθερη απόδοση.

Βρισκόμαστε στο εθνοαστοσωτήριο 1990 -στα τέλη του σύντομου εικοστού αιώνα και του χρυσού αιώνα της μεταπολίτευσης. Η «ανταρσία της ΚΝΕ» πήγαινε για κόμμα νεολαία, αλλά έφτιαξε παρέα ρεύμα, που προχωρά άμεσα στο 1ο συνέδριό του (το 1998) και κάνει το 2ο στο καπάκι (το 2006), χωρίς ανάσα και οξυγόνο.
Οκτώ χρόνια στο δημοτικό, οκτώ χρόνια γυμνάσιο Σημίτης, οκτώ χρόνια Πανεπιστήμιο...

Χαλλαροί ρυθμοί, η φράξια της Σαλονίκης, το ΜΕΡΑ φεύγει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έρχεται, πολιτική ανορθογραφία, λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος. Αραιός πολιτικός χρόνος, κάθε μήνας μετρά σαν ΜΕΡΑ, κάθε οκταετία σαν καταστατική πρόβλεψη για ένα συνέδριο ανά 3ετία. Βάσει ακολουθίας, το συνέδριο θα τρίτωνε μες στο ’14, αλλά γίνεται αιφνιδίως στην τελική ευθεία του ’13 και γλυκοχαράζει δειλά στον ορίζοντα (που είναι πάντα κόκκινος) η προοπτική ενός νέου κομμουνιστικού φορέα.

Μια οργανωτική τομή που τα αλλάζει όλα, επιταχύνει τις εξελίξεις, οργανωτικούς πυρήνες, μποζόνια και ηλεκτρόνια, σπάει τον πάγο με τον παγοκόφτη της Σάρον (τασικό Ένστικτο), χαράζει τον δρόμο για το νέο πολιτικό υποκείμενο και για ένα ρεύμα που όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει κόμμα, αλλά πλησιάζει τα 35 και το πιάνει οργανωτική κρίση μέσης ηλικίας.

Νιώθει ρεύμα ανάδελφο, 100 χρόνια μοναξιάς, κάνει άλλο ένα συνέδριο μες στο ’17, τρεις μέρες που δε συγκλόνισαν τον κόσμο, και μετά ένα σώμα, που βγαίνει λαπάς αν δεν έχεις γράμμωση, σαφείς στόχους και κάνεις λίγη επαναστατική γυμναστική μια στα τόσα.

Αλλά όσα δε φέρνει η στιγμή, τα φέρνει ένα Σώμα. Οι συνθήκες ωριμάζουν, οι κόποι ανταμείβονται, ζούμε στην εποχή των κομμάτων -όπου το νέο παλεύει να γεννηθεί και το παλιό αρνείται να πεθάνει-, καλή λευτεριά απελευθέρωση, πάει το παλιό το ρεύμα, ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί με οργάνωση, και όποιος δε βλέπει καμιά διαφορά με "Πριν", πάσχει από τύφλωση και πολιτική μυωπία.

Ναι... Δε νομίζεις ότι οφείλεις μια λίιιγο πιο σοβαρή πολιτική κριτική;
Ενδεχομένως. Αρκεί να αποδειχτεί πως έχουμε να κάνουμε με (πιο) σοβαρές, πολιτικές διαδικασίες και όχι με τη μέρα της μαρμότας. (Και να φανταστείς δεν έπιασα καν τη σημειολογία για Συνέδριο τη μέρα του Βαλεντίνου...).

Ασφαλώς είχαμε μια σειρά διαδικασίες, προγραμματικές επιτροπές, προσυνεδριακός διάλογος κι επίσημα ντοκουμέντα. Αλλά αυτά τα αφήνω για τον book νομικάριο (που ανακαλύπτει διαμαντάκια κάτω από τόνους λάσπης και λέξεων) και την ΚΟΜΕΠ που επιμένει να κρίνει-κριτικάρει πολιτικά τους πάντες (ακόμα και τον ΣΥΡΙΖΑ). Και εν τω μεταξύ ο χύμα κόσμος αναρωτιέται: τι ακριβώς ιδρύεται και αν άλλαξε κάτι στην ουσία, πέρα από το όνομα.

Γενικά, στρατηγικά μιλώντας, το ΝΑΡ επιχειρεί να επανορθώσει το δικό του ιδιότυπο προπατορικό αμάρτημα, όταν δάγκωσε το μήλο του αγνωστικισμού -σαν αυτό της Apple, που είχε μπει και στο σήμα του Οδηγητή κάποτε- και απαλλάχτηκε από τις κλονισμένες βεβαιότητές του για τον μαρξισμό-λενινισμό. Η απομάκρυνση από τις ρίζες του αποτυπώθηκε εμφατικά και στον τίτλο του: Νέο Αριστερό Ρεύμα.
Το ΝΑΡ ξέκοψε από το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα για να μη λουστεί την ήττα του και τη διαφαινόμενη τότε χρεοκοπία του -αντιγράφοντας ίσως, κατ’ αναλογία και κατά φαντασία, το σκεπτικό των μπολσεβίκων που διέκοψαν στον καιρό τους κάθε αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία. Ενώ απαρνήθηκε (απετάξατο) την οργανωτική δομή του κόμματος νέου τύπου -τηρουμένων των αναλογιών, όπως ο παπατζής Ανδρέας δήλωνε ότι έφτιαχνε σοσιαλιστικό «κίνημα» για να διαφοροποιηθεί από τους παραδοσιακούς κομματικούς σχηματισμούς.

Το ΝΑΡ διέβη οικειοθελώς τον Ρουβίκωνα και απέρριψε βασικές έννοιες, όπως ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και η δικτατορία του προλεταριάτου. Έπεσε αναπόφευκτα με τα μούτρα στο πηγάδι της «νέας Αριστεράς»: τις πρακτικές, τις χαλαρές δομές και την θεωρητική πολυγλωσσία ενός χώρου, που δεν είχε άμεση σχέση με τον αριστερισμό της εποχής του Λένιν, αλλά έβαλλε ευθέως ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα, με... κινηματικό πρόσημο. Η Νέα Αριστερά (όχι του Χαρίτση) ήταν βασικά ένας τρόπος να δηλώνει κανείς επαναστάτης, χωρίς να είναι τόσο (φιλο)κομμουνιστής ή «συνοδοιπόρος» με τη βασική δύναμη που παλεύει για να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά ολίγον κομμουνιστής -ημισύντροφος ή ημίσκουμπρας- δε γίνεται...

Εδώ και μερικά χρόνια το ΝΑΡ δείχνει να κάνει έμπρακτη αυτοκριτική για την οικειοθελή απώλεια του περίφημου «Κ». Αλλά το πρόβλημα δεν είναι τα ονόματα των πραγμάτων. Και το «Κάππα» δεν είναι μόνο ένα, αλλά δύο -όπως σημείωνε για το δικό του όνομα ο Κώστας Κάππος, που ξέκοψε νωρίς από το ρεύμα, για αυτόν τον λόγο. Ακόμα και αν δεχόμασταν ως υπόθεση εργασίας την κομμουνιστική στροφή του ΝΑΡ, το ίδιο έχει αρκετή αυτογνωσία τουλάχιστον για να μη δηλώνει κόμμα -ακόμα.

Δεν είναι κόμμα, δεν είναι κόμμα αυτό που ζούμε
Είναι σου λέω πανικός, ένας μικρός Τιτανικός
(...)
Προχτές στο μπαρ το Ταξικό Ναυάγιο
Βρέθηκα να τα πίνω με έναν Χάγιο...

Κάτι που ανοίγει φιλοσοφικά ερωτήματα: πότε μια οργάνωση γίνεται κόμμα, η ποσότητα νέα ποιότητα και μερικοί κόκκοι άμμου, σωρός ή αμμόλοφος. Και θυμίζει τη μάχη με τα εισαγωγικά που έδινε το μ-λ ρεύμα (γράφοντας εμμονικά «Κ»ΚΕ) με τον Ναρίτη Απελευθερωτή Σπαρίλα να σχολιάζει πως αν η Προλεταριακή Σημαία βάζει εισαγωγικά για το ΚΚΕ στο πρώτο Κάππα, θα έπρεπε να βάζει και για το ΚΚΕ (μ-λ) στο δεύτερο, που αντιστοιχεί στο κόμμα.
Φαντάσου, όμως, να πρέπει να βάζεις και στα δύο...

Δε θέλω να μηδενίσω τη δουλειά κανενός που στήνει κάτι από το μηδέν και έχει ανοιχτά ερωτήματα. Αλλά μια πρόχειρη ματιά στην εισήγηση του Μαυροειδή και στα ντοκουμέντα του συνεδρίου δε μας φανερώνει κάποια καινοτόμα θεωρητική ή προγραμματική προσέγγιση, πέραν της πεπατημένης: μεταβατικό πρόγραμμα, ολοκληρωτικός καπιταλισμός (που τόσα χρόνια μετά, πρέπει να έχει εξελιχθεί σε νέο στάδιο, με την τεχνητή νοημοσύνη και τόσες εξελίξεις) και αντανακλαστικά χοντροκομμένου ετεροπροσδιορισμού από το ΚΚΕ -που συνεχίζει να αποτελεί υπαρξιακό όρο για τον χώρο.

Δηλαδή το μόνο καινούριο είναι το όνομα; Ναι αλλά όχι ακριβώς, βασικά ούτε καν. Είναι απλώς δάνειο από το όνομα της νεολαίας. Είναι όπως όταν θες να ανοίξεις ένα site, αλλά τα περισσότερα ονόματα / domain είναι πιασμένα: ανασύνταξη, ανασύνθεση, ανασυγκρότηση, αναδόμηση. Και μένεις αναγκαστικά με αυτό που είχες κατοχυρωμένο: απελευθέρωση. Ή σαν κακό μάρκετινγκ -αλλά οι σφοι, ακόμα και ημίσκουμπρες, δεν είχαν ποτέ καλή αίσθηση σε τέτοια πράγματα, διαβολικά, της αγοράς.

Βασικά αυτό που θα ταίριαζε καλύτερα στο νόημα είναι το (κομμουνιστική) επανίδρυση, αλλά το πρόλαβαν και το μαγάρισαν οι Ιταλοί. Ή εναλλακτικά το «επαναθεμελίωση», που είναι όμως πολιτικό αυτογκόλ: δεν υπονοεί απλώς κάποια «κατάρρευση» που δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, αλλά ότι ήταν σαθρά και τα θεμέλια και πρέπει να τεθούν από την αρχή.

Μέχρι νεωτέρας, πάντως, το εγχείρημα μοιάζει με ανακαίνιση-αναπαλαίωση κι εκείνο το τραγουδάκι που λέει:
Στην ντισκοτέκ την παλιά, φέραν νέα φώτα.
Στρώσαν' καινούρια χαλιά κι άνοιξαν την πόρτα
Αλλά είναι ζήτημα αν υπάρχει Ελπίδα εκεί που πήγε ο Μιθριδάτης και όσοι μήδισαν το ’15. Ή αν υπάρχουν ακόμα οι καλύτεροί τους στίχοι.

Αλλά εμείς (δηλαδή αυτοί -εμείς είμαστε οι άλλοι) θα την φτιάξουμε την οργάνωση, και αυτόν τον σάπιο κόσμο, θα το δεις. Χαμένε, α χαμένε.


Υγ: Όρκο παίρνω πως τα πανιά αυτής της ανάρτησης είχαν βάλει στόχο την Πλεύση Ελευθερίας, αλλά την παρέσυραν τα ρεύματα  και κάπου ξεστράτισαν στην πορεία. Τα έχει αυτά η Ζωή, ο πολιτικός και ο μπλογκερικός στίβος...

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Ένα βιβλίο είναι λίγο, πολύ λίγο

Καλά όλα αυτά, αλλά δεν έχετε συγκεκριμένες προτάσεις.
Κι όμως έχουμε. Συγκεκριμένες σαν την ανάλυση της κατάστασης του Βλαδίμηρου. Πλήρως κοστολογημένες, μέχρι 9 ευρώ το πολύ -παζάρι, αφού. Και ρεαλιστικές σαν το πλάνο του Βλάσση να διαβάσει το «Εκκρεμές του Φουκώ» και το σχέδιο να βρεις λίγο χρόνο μες στη μέρα για διάβασμα.

Οι τακτικοί αναγνώστες του μπλοκ θα ξέρουν ήδη τα μισά, σημασία όμως έχει πώς πουλάς κάτι και η προσωπική ιστορία κάθε αναγνώστη πίσω από το βιβλίο του -τι τον τράβηξε, τι τον κράτησε και γιατί το θυμάται.


-Ο άγγελος του Μονάχου, 6 ευρώ, στον πάγκο του Πατάκη.
Ένα μυθιστόρημα που δείχνει ότι: α. ο Χίτλερ ήταν... ευγενής ψυχή (χορτοφάγος, ζωόφιλος κτλ), συνδεμένη με αποτρόπαια εγκλήματα, πολύ προτού καταλάβουν οι Ναζί την εξουσία, και β. η πραγματική ζωή δίνει τις καλύτερες ιστορίες, πέραν κάθε φαντασίας. Συνίσταται για όσους γοητεύονται από τη νουάρ συσκευασία και το Βερολίνο του Μεσοπολέμου -που είναι η Μητρόπολη της έμπνευσης της σύγχρονης λογοτεχνίας.

-Στην ίδια κατηγορία, βρίσκει κανείς διάφορα βιβλία του Κούτσερ και τις περιπέτειες του Ρατ, περίπου 800 σελίδες και 5 ευρώ η μία, τόσο από την «Ποικίλη Στοά» (τον εκδοτικό που τις πρωτόφερε στην Ελλάδα) όσο και από τη «Διόπτρα», που μυρίστηκε την επιτυχία και πήρε τα δικαιώματα, αλλά μάλλον δε δικαιώθηκε για την επένδυση.

Τι έχει να πει σχετικά η κε του μπλοκ;

Ότι μέτρησα άπειρες επαναλήψεις του «κατανεύω», στα όρια του drinking game (παιχνίδι με σφηνάκια, μάνα), και έμεινα με την απορία πώς λένε οι Γερμανοί το «κατένευσε» και γιατί το αγαπούν τόσο. Ότι όσο προχωρά η σειρά, τα βιβλία γίνονται καλύτερα, ξεφεύγουν από το πρίσμα του πρωταγωνιστή και εστιάζουν σε πολλά πρόσωπα. Και πως το Babylon Berlin -η σειρά που βασίζεται στις περιπέτειες του Ρατ- επιβεβαιώνει αλλά ως εξαίρεση τον κανόνα ότι τα βιβλία υπερέχουν πάντα από τη μεταφορά του στην οθόνη -μικρή ή μεγάλη.

Το Babylon Berlin έχει μια θέση στο πάνθεο με τις καλύτερες, πιο πολιτικές δουλειές στον αιώνα μας -που μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες, είναι αιώνας παρακμής και υποχώρησης, και το βγάζει προς τα έξω με την πολιτιστική παραγωγή του. Ενδεικτικά, ο 3ος κύκλος έχει «εκτός ύλης» μια άγνωστη απόπειρα ανατροπής του Χίτλερ και εσωτερικού ξεκαθαρίσματος στους Ναζί -πολύ πριν τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Καθώς και τη γοητευτική ιστορία του Γιόχαν Ρουκέλη Τρόλμαν, του τσιγγάνου πυγμάχου που ταπείνωσε επανειλημμένα τους άριους ανταγωνιστές του και τη θεωρία της λευκής υπεροχής. Τίποτα από αυτά δε βρίσκει θέση στο πρωτότυπο βιβλίο, ενσωματώνονται αρμονικά όμως στην πλοκή της σειράς.


Μου φαίνεται πως η καλύτερη περιπέτεια -από όσες έχω διαβάσει- είναι η «Πατρίδα», δηλαδή η τέταρτη (και αντιστοίχως ο 5ος τηλεοπτικός κύκλος που δεν έχει βγει ακόμα), που διαδραματίζεται κυρίως στην Ανατολική Πρωσία. Καλύτερα όμως να τα πάρεις κάποιος με τη σειρά, για να μη χάσει τη συνέχεια.

-«Πεθαμένοι στα γέλια», εκδόσεις Opera.
Απολαυστική σάτιρα των 50 αποχρώσεων του εθνικισμού στην Ισπανία. Ίσως είναι προαπαιτούμενη, όμως, μια μικρή εξοικείωση, για να το εκτιμήσει κανείς. Το βιβλίο ήταν η αφορμή για μια βουτιά στο συγγραφικό σύμπαν του Καταλανού Πάμπλο Τουσέτ, που μπορεί να μη δικαίωσε πλήρως τις αρχικές προσδοκίες -πχ στο διαφημισμένο «ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε ένα κρουασάν»- αλλά δεν τη μετάνιωσα.
Συνίσταται σε όποιον εκτιμά τον σαρκασμό και τους Ισπανούς με τις αντιφάσεις τους.

-«Κόμπρα» και «13 ώρες» του νοτιοαφρικανού Ντίον Μέγερ, εκδόσεις Στερέωμα.
Τα συνιστώ -ιδίως το πρώτο- σε όσους θέλουν ωραία γραφή, κινηματογραφική πλοκή και να διαβάσουν κάτι μονορούφι, έχοντας λίγες ώρες για ξόδεμα. Σχετικά ανώδυνα αλλά όχι φτηνά και αδιάφορα.

Στην ίδια κατηγορία βάζω και το βιβλίο «Το πρωί θα έχω φύγει» από τις εκδόσεις Οξύ, το τρίτο στη σειρά με τις περιπέτειες του Σον Ντάφι. Ο Μακ Κίντυ γράφει ωραία, για τη Βόρεια Ιρλανδία της δεκαετίας με τις βάτες, κι ας στάζει χολή για την ποπ μουσική της εποχής και τη γενέτειρά του. Η περιγραφή του Μπέλφαστ ως απόλυτης... σκατούπολης είναι τόσο δυνατή, που με έπεισε να μην το επισκεφτώ ποτέ. Αλλά μπορεί να πείσει άλλους για το ακριβώς αντίθετο...

-«Σου έχω εμπιστοσύνη», εκδόσεις Καστανιώτη, από το δίδυμο Καρλότο - Αμπάτε.

Ακαταμάχητος ρεαλισμός, που σε τραβά από τα μαλλιά -σαν τη νύχτα στη «Βικτώρια» του Αλκαίου. Η ερωτική σχέση κέρδους-μαφίας και ο «αγγελικός κόσμος» της βιομηχανίας τροφίμων είναι οι βασικοί άξονες ενός βιβλίου, που μπορεί να διαβαστεί κι ως εισαγωγή στη μοναδική περίπτωση του Μάσιμο Καρλότο: ενός αγωνιστή της «Λότα Κοντινούα», που εγκλωβίζεται σε μια υπόθεση κακοδικίας, καταδικάζεται εκδικητικά σε πολυετή κάθειρξη, βρίσκει τρόπους να επιβιώσει στο κολαστήριο της φυλακής και περνά πολλά από αυτά τα στοιχεία στα βιβλία του -τις περιπέτειες του «Αλιγάτορα», κ.ά. Δεν ξέρω πόση βάση έχουν όσα γράφει για τον ηθικό κώδικα της παλιάς γενιάς λαθρεμπόρων και τη μεταγενέστερη μετάλλαξη της μαφίας, αλλά προσωπικά τον βάζω στο κορυφαίο ράφι του ιταλικού νουάρ -παρά τον σκληρό ανταγωνισμό.

Πολύ κοντά στην κορυφή είναι και το Suburra (εκδόσεις Εστία). Μια αριστοτεχνική παρουσίαση του υποκόσμου και της διαπλοκής του με την πολιτική και δικαστική εξουσία. Συνίσταται για όσους δεν έχουν/θέλουν να ξετινάξουν αφελείς αυταπάτες για έντιμα και ηθικά στοιχεία που επιπλέουν τάχα στον βούρκο του συστήματος. Το έβλεπα για πολλά συναπτά έτη στον πάγκο της «Εστίας» στο παζάρι, αλλά φέτος δεν μπόρεσα να το εντοπίσω, με μια πρόχειρη έρευνα.

Στον ίδιο πάγκο μπορεί πάντως να βρει κανείς μια πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφία του Πέτρου Κόκκαλη από την Κατίνα Τέντα-Λατίφη (οι σφισσες κρατούσαν διπλό επίθετο και ξεχώριζαν στον καιρό τους, πολλά χρόνια πριν τη Γιάννα, τη Φάνη Πάλλη κτλ). Στις σελίδες του θα δει πόσα πρόσφερε και πόσα θυσίασε ο Κόκκαλης και γιατί τον θεωρούσαν όλοι «άγιο άνθρωπο». Η γραφή της Λατίφη είναι τόσο άμεση, που νιώθεις να στα διηγείται κάποιος γνωστός-σφος και ως τέτοια την «αποχαιρέτησα» νοερά όταν πέθανε -και ας μην ήταν πιθανότατα «δικιά μας», στην τελική ευθεία της ζωής της.

Τιμητική αναφορά στη δολοφονία του Σωκράτη (εκδόσεις Πατάκη), του Ισπανού Τσικότ. Ευχάριστο ανάγνωσμα, χωρίς να είναι κάτι σπουδαίο, αλλά θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Γιατί καθώς το ξεφύλλιζα μια φορά προχωρώντας στην αμαρτωλή «Δράμας» -μερικά τετράγωνα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος με το 12χρονο κοριτσάκι-, με σταματά μια θείτσα να με ειρωνευτεί -«το Κοράνι είναι;- γιατί είχε πράσινο εξώφυλλο και εγώ αρκετά μούσια για τα γούστα της. Κρίμα που δεν είχα έτοιμη αραβική ατάκα, για να επιβεβαιώσω τους φόβους της.
-Αλλάχ ακμπάρ...

Αλλά η πιο inception φάση (ντεζαβού, μάνα) μου έτυχε μια φορά σε πεζόδρομο, με το βιβλίο στο χέρι, να διαβάζω για ένα αγόρι που περπατούσε πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Το βιβλίο ήταν του Γκενασιά, η «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», που είχαν αυτομολήσει από το σοσιαλιστικό μπλοκ, αλλά δεν ήταν όλοι αντιφρονούντες. Πολιτικά έμπαζε, σαν γραφή ήταν μεθυστική ανά σημεία, οπότε έψαξα για τη συνέχεια, «οι χώρες της επαγγελίας» (που ήταν εξαντλημένο κι έφτασα μέχρι το «Δίεδρο» στα Γιάννενα). Κι όλα κυλούσαν ομαλά, σε λογικά αντικομμουνιστικά πλαίσια, μέχρι που ένας από τους ήρωες -παλιός κομμουνιστής και αδερφός του πρωταγωνιστή- έγινε Σαούλ, είδε το φως το αληθινό και κατέληξε μοναχός που κάνει θαύματα με την πίστη που τον έσωσε. Περίπου χίλιες σελίδες -ως τότε- διαγράφηκαν μονοκοπανιά, και δε νομίζω να συγχωρήσω στα κοντά τον συγγραφέα για αυτή την αίσθηση ματαιότητας.

-.-

Εδώ κολλά κανονικά ένα μικρό παράρτημα με τις «φόλες» που πρέπει αποφύγει κανείς πάση θυσία από το παζάρι. Αλλά φροντίζω ασυνείδητα να αποβάλω τις τραυματικές στιγμές και δεν έχω συγκρατήσει πολλές.

Θέση σε μια τέτοια λίστα θα είχε πχ «η Δίκη των Πρωθυπουργών» (του μακαρίτη Διακομανώλη), που ήθελε ίσως να γράψει κάτι έξυπνο κι αλληγορικό για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά θριαμβεύουν τα αφόρητα κλισέ, η κακή έμπνευση και η έλλειψη φαντασίας.

Ακόμα χειρότερο είναι το αστυνομικό «ο Παπαγάλος πέταξε», που δίνει σημεία γραφής από το όνομα του πρωταγωνιστή (Φάνης Ντούρος) και συνεχίζει ακόμα πιο δυναμικά ντούρα, με παιδική πλοκή και παρεκβάσεις για θέματα -πχ η χρήση των social media- χωρίς λογοτεχνικά προσχήματα, που μοιάζουν με εκθεσούλες δημοτικού...

Το «πόσες λέξεις;» της Όλγας Σελλά (εκδόσεις Στερέωμα) είναι μια αναδρομή στα χρόνια της στην Καθημερινή και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας, πολιτιστικό πρωτίστως -που είναι και ο κλάδος του ρεπορτάζ της- και γενικώς. Ο έξυπνος τίτλος (φετίχ για την παλιά γενιά της δημοσιογραφίας) και το θέμα υπόσχονταν κάτι ενδιαφέρον και ο τρόπος γραφής δεν είναι κακός. Το βιβλίο δε θα είχε θέση εδώ, αν δεν ήταν απογοητευτικό, πολιτικά μιλώντας. Η Σελλά είναι/ήταν της «αριστεράς και της προόδου», διηγείται κάποια ωραία ανέκδοτα -πχ για τους εκδότες που ταξίδευαν σε διεθνή φεστιβάλ και έκλειναν τη βραδιά τους με αντάρτικα τραγούδια- αλλά η συνείδησή της ακολουθεί τις υλικές απολαβές της και -πολιτικά- τη θλιβερή πορεία της ΔΗΜΑΡ. Απ’ τον Δεκέμβρη του '08 κρατά μόνο τα μπάχαλα κι ότι δυσκολευόταν να γυρίσει σπίτι της, από τις μεγάλες πορείες των επόμενων χρόνων κρατά τη Μαρφίν και ότι οι απεργίες έκλειναν τα θέατρα... και εμείς κρατάμε ότι ξόδεψε τελικά πάρα πολλές λέξεις για να μας πει ότι έγινε σφουγγοκωλάριος της εξουσίας.

-.-

Αν η λίστα με τις προτάσεις έχει πολύ... νουάρ χρώμα, είναι συνειδητή επιλογή. Δε νομίζω ότι η βάση του μπλοκ περιμένει από μένα να της υποδείξω τα προφανή: τον πάγκο της «Σύγχρονης Εποχής», το εκδοτικό «Εντός» με τα απομνημονεύματα πολλών αγωνιστών της Δρακογενιάς -όπως του Τσέκερη-, τον πάγκο του «Αλφειού» με τους τόμους των ΚΟΜΕΠ του Μεσοπολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου ή τα βιβλία του Βραχνιάρη για τη Θεσσαλία (Κιλελέρ, εξέγερση Τρικάλων κ.ά.). Και τις προλεκάλτ εκδόσεις «Ειρήνη», όπου βρίσκεις πχ αυτοβιογραφικά βιβλία του Χόνεκερ και του Κάνταρ, με συλλεκτικά προλογικά σημειώματα του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κάρολου Παπούλια -γιατί τέτοια ήταν εκείνη η εποχή...

Ή επίσης -για να μη λέω μόνο τα δικά μας- την «Πλατεία Μπελογιάννη -πρώην Ομονοίας» του Αλεξάτου από το ΚΨΜ, που απαντά στο άθλιο «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος» του Δ. Φύσσα. Τις «μαρτυρίες από τη γερμανική επανάσταση» του Βίκτορ Σερζ, από red marks. Ή τις αναμνήσεις του Μπενά από διάφορες εποχές («του Εμφυλίου», «της Δικτατορίας» κτλ). Και διάφοροι τόμοι «Αρχειοτάξια», με ενδιαφέρουσες θεματικές (το ’56 ή το ’89) και σκοπιά που είναι ασφαλώς απέναντι. Ή παλιά τεύχη «Άνθη του Κακού», για την «αλητεία» και το συλλεκτικό του πράγματος. Ή μια έκδοση της ΔΟΕ για τα 100 χρόνια από την Οχτωβριανή με παλιές σοβιετικές αφίσες (όπως αυτές στην αρχική φωτό -και ανάμεσά τους η πασίγνωστη με την κοπέλα που φωνάζει: ΒΙΒΛΙΑ!). Και πολλά άλλα που ξεχνάω...

Αντ’ αυτού, για να είναι "πλήρης" ο κατάλογος, θα συμπληρώσω μερικούς ακόμα τίτλους, που ήταν είναι φετινές προτάσεις -αλλά όχι απαραίτητα προτάσεις, γιατί δεν πρόλαβα να τα διαβάσω όλα.

Πχ μια συλλογή διηγημάτων, στίχων και κόμικ αναγνωστών του Red n Noir, εν μέσω καραντίνας, που αποτυπώνει την πρώτη πρόσληψη της πανδημίας, τη νοοτροπία και τις αντιδράσεις ενός υποψιασμένου θεωρητικά κόσμου με κινηματικές αναφορές. Δεν είναι αξιόλογα όλα τα δείγματα γραφής, αλλά έχει και μικρά διαμαντάκια, όπως το διήγημα «τηλεφωνικό σεξ» με τις dominatrix κοπέλες που στέλνουν τους υποτακτικούς πελάτες τους στο γκούλαγκ...

Το αφιέρωμα του «Μετρονόμου» στον Λοΐζο έχει πλήθος στοιχείων και μαθαίνεις πάντα λεπτομέρειες που σε εκπλήσσουν, όπως ότι η αντίφα Καίτη Γαρμπή έχει τραγουδήσει (και δισκογραφήσει) το «πασαπόρτι»: μη βροντοχτυπάς τις χάντρες... Ή ότι ένας απ’ τους δίσκους του Λοΐζου δεν κυκλοφόρησε από δισκογραφική εταιρεία, αλλά από την ΕΣΑΚ (!), δηλαδή τη συνδικαλιστική μας παράταξη στον ιδιωτικό τομέα! Απίστευτη εποχή...

Σημειώνω και την αυτοβιογραφία της παλαιστίνιας αγωνίστριας Λέιλας Χαλέντ «Ολαός μου θα ζήσει» (εκδόσεις Ασυνέχεια). Και κρατάω κάβα τα υπόλοιπα -μην ξεφύγει και άλλο σε έκταση το κείμενο- επιφυλασσόμενος για μια άλλη παρουσίαση. Όχι πως θα είναι όλα καλά, αλλά λειτουργεί ο νόμος των μειωμένων προσδοκιών, όπως με τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.

Και τα μισά απ’ όσα πήρα να είναι καλά...

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι

Κουλτούρα είναι να λες τα ζουμπούλια ασφόδελους, λέει νομίζω κάπου ο Αρκάς στον Καλό Λύκο του, πριν γίνει ποιμενικός κυβερνητικός. Και να λες το παζάρι βιβλίου «Bazaar», θα πρόσθετα εγώ, για να μην προσβάλλεται η αισθητική της διανόησης. Το βιβλιοπάζαρο στην Κλαυθμώνος δεν έχει πολλή διανόηση, παρά μόνο πλέμπα -στην οποία κατεξοχήν απευθύνεται. Έχει όμως την αγγλική μετάφραση του «Καλού Λύκου» -που αξίζει ένα ξεφύλλισμα, απλώς για να δεις πώς αποδόθηκε το λογοπαίγνιο «λαγοί με πετραχήλια»-, σε μια γωνιά με παλιά τεύχη «Κόρτο Μαλτέζε» και «Έρικ Καστέλ». Κι έχει το πλεονέκτημα να μην ντρέπεται για αυτό που είναι και να το δηλώνει ευθαρσώς: παζάρι. Κι ας μην έχει επιπλέον παζάρεμα στο τέλος -τόσα δίνω, πόσα θες, θα μας κάνετε μια καλύτερη τιμούλα;

Κι αν κάποιοι φτωχικό το βρίσκουν το παζάρι, δεν τους γέλασε. Ακολουθούν μερικά σημεία που το αποδεικνύουν (;).

-.-

Προχωράς με πλάγια βήματα, παράλληλα με τους πάγκους, σαν καβουράκι πλάι σε μια θάλασσα βιβλία, με ασαφή όρια, όπου μόνο το έμπειρο μάτι διακρίνει τις αλλαγές από εκδοτικό σε εκδοτικό. Ξεκουράζεις το βλέμμα σου στο απέραντο γαλάζιο, τους τίτλους και τα παρδαλά εξώφυλλα, ώσπου ξαφνικά. ΣΚΑΤΑ! Πέφτεις πάνω σε φασιστοβιβλία -έθνος, τιμή, όλη η αλήθεια για τους κομμουνιστές- και φεύγεις αηδιασμένος, σα να έχει πατήσει σκατά και λάσπες, η σιχασιά στο βλέμμα, θες να ξεπλύνεις τα μάτια σου.

Αλλά ας είμαι ειλικρινής. Θα διηγηθώ μια ένοχη αηδία -στον αντίποδα της ένοχης απόλαυσης. Κι εγώ έχω διαβάσει πχ το «ποιος σκότωσε τον Νίκο Τεμπονέρα», βγαλμένο απευθείας από την πηγάδα με τα κονσερβοκούτια, που λέει τον Καλαμπόκα εξιλαστήριο θύμα, τον Κοντογιαννόπουλο «οπορτουνιστή», τον Ράλλη «Κερένσκι», τους Πασόκους συντροφοσυνοδοιπόρους και «εξηγεί» πως ο Τεμπονέρας σκοτώθηκε στη διάρκεια επίθεσης ακροκουκουέδων εναντίον μιας ειρηνικής ομάδας Οννεδιτών -sic. Συγγραφέας είναι ο Μιχάλης Αρβανίτης, συνήγορος υπεράσπισης του Καλαμπόκα, που στη συνέχεια έγινε βουλευτής της χρυσής αυγής -κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις στην ακροδεξιά πολυκατοικία. Κι εγώ το πήρα, γιατί το είχα βρει κάποτε στο παζάρι, με παρέσυρε ο τίτλος και δεν ήξερα -ακόμα- τι είναι το εκδοτικό «Πελασγός», αν και θα έπρεπε να το υποψιαστώ από το όνομα. Τουλάχιστον έγινα σε κάτι σοφότερος βαφτίζοντας «πείρα» το λάθος μου.

-.-

Αν το σκεφτείς, πάντως, είμαστε μια φρικτή μειοψηφία, που σε λίγα χρόνια θα προκαλεί φρίκη στο αμύητο κοινό: ίου, διαβάζεις βιβλία

Βγάλε πχ όσους έχουν αλλεργία με το διάβασμα, όσους το έχουν άρρητο τάμα να μη διαβάσουν ποτέ, αυτούς που θέλουν αλλά λιποθυμάν στην ιδέα. Αυτούς που έχουν διάσπαση προσοχής από τις οθόνες, που δεν μπορούν να διαβάσουν πάνω από 280 χαρακτήρες ή ένα ποστ στο ΦΒ -κατά προτίμηση σε χρωματιστό πλαίσιο, με μεγάλα γράμματα. Αυτούς που είναι τσακισμένοι από κούραση και δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε υπότιτλους σε ταινία, πριν κλείσουν τα μάτια τους. Αυτούς που παίρνουν βιβλία για διακοσμητικά στο νέο τους έπιπλο. Και αυτούς που ψηφίζουν από θέση αρχής μπουρδελότσαρκα αντί για βιβλιότσαρκα.

Κι ύστερα το τηλεοπτικό ποίμνιο που διαβάζει μόνο ό,τι έχει βγει σε τηλεοπτική σειρά -κι εγώ έκανα το λάθος να δοκιμάσω τις «17 Κλωστές», μη βαράτε-, τον στρατό πιστών Μαντά και Δημουλίδου. Όσους ψωνίζουν βιβλία για χόμπι (μαγειρική, αλιεία και μπριτζ) -μακρινοί συγγενείς του ανθρώπου και των αληθινών βιβλίων. Όσους λιμπίζονται βιβλία κατάλληλα για προσάναμμα στο τζάκι του Πέπε Καρβάλιο, για να «μάθουν τι μας κρύβουν» -Πελασγός, Λιακόπουλος κτλ.

Βγάλε μετά όσους υποτιμούν το νουάρ-νεοπολάρ, τον έξυπνο σαρκασμό και ό,τι δεν είναι ακατανόητο, βαρύ και ασήκωτο, για μικρά, εκλεκτά κοινά, βγάζω κι εγώ εμένα από όσα δεν εκτιμώ ή δε φτάνω ως νόημα. Τι μένει στο τέλος; Ούτε ένας στους είκοσι -μια ζωή στο 5% θα είστε! Συνηθισμένα τα βουνά -είτε είναι τα ψηλά του Ζαχαρία, είτε μαγικά σαν του Μαν. Αν θέλεις κάποιον να εκπέμπει στο ίδιο ανανγωστικό μήκος κύματος, είναι σα να ψάχνεις εμμονικά ψύλλους στα άχυρα ή το άλλο σου μισό ή μια ώριμη επαναστατική κατάσταση. Και αν θεωρείς τη φυλή των βιβλιόφιλων ενιαία και αλληλέγγυα, είναι σα να βλέπεις ένα ενωμένο έθνος, χωρίς τάξεις και διακρίσεις.

-.-

Μπαίνοντας στο παζάρι, επιλέγεις μικρό ή μεγαλύτερο (τροχήλατο) καλάθι για να στοιβάζεις τα προϊόντα -ενώ σκέφτεσαι μήπως χρειαζόσουν καρότσι, να χωρά και ένα παιδί -και τα βιβλία τα έχεις όλα σαν παιδιά σου. Βγαίνοντας κρατάς τον σεκιουριτά στην έξοδο ως τελευταία εικόνα, ενώ γυρίζεις κεφάτος, με σακούλες ψώνια ανά χείρας. Προβληματίζεσαι γιατί όλα γύρω μας θυμίζουν σούπερ-μάρκετ, αν οι εκπτώσεις στην τιμή επιδρούν διαλεκτικά στο περιεχόμενο. Αναρωτιέσαι αν έγινες αυτό που κορόιδευες, καταναλωτικό ον, κι αν δικαιούσαι μια ένοχη απόλαυση -όπως όλοι οι άλλοι. Πριν σε πνίξουν οι ενοχές, βρίσκεις σανίδα σωτηρίας στη λογική: Όχι, διάολε! Τα βιβλία στη χώρα μας είναι πανάκριβα χωρίς λόγο, και όλοι πάνε «Πολιτεία» ή όπου αλλού σπάει η ενιαία τιμή, μετά το 18μηνο -ανώτατο όριο προφυλάκισης και βιβλιοκράτησης. Και αν, για μια φορά στα χρονικά, συμπίπτουν τα συμφέροντα παραγωγού και καταναλωτή, δε χρειάζεται να έχεις τύψεις και γι’ αυτό. Στην τελική, αν είναι να μας βγει κάπου καταναλωτικό ένστικτο, ας είναι για τα βιβλία.

-Ναι αλλά θα τα διαβάσεις όλα αυτά;

Πολύ καλή ερώτηση, προχωράμε στην επόμενη. Κάπου το έχει απαντήσει πειστικά ο Έκο αυτό, για την πρακτική αξία των αδιάβαστων βιβλίων, αλλά ας μην καταφύγουμε σε τσιτάτα. Στην τελική δεν έχει σημασία. Είναι κάπως σαν το δημόσιο χρέος, το χρέος της Μπαρτσελόνα ή το χρέος στη ζωή (και τον Λαμπράκη). Σημασία δεν έχει να το ξεπληρώσεις εντελώς, αλλά να εξυπηρετείται. Δεν πειράζει να μεγαλώνει δίπλα σου η στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκεί να συνεχίζεις κανονικά τις δόσεις σου και να διαβάζεις συνεχώς.

Η ενιαία τιμή είναι σοβαρό ζήτημα -το αντιλαμβάνεσαι πχ όταν βρίσκεις στην Πολιτεία την Κομεπ πιο φτηνά από ό,τι την παίρνει ένας συνδρομητής. Αλλά το βασικό πρόβλημα με τα βιβλία είναι η έλλειψη κουλτούρας δανεισμού και δημόσιων βιβλιοθηκών που να τον ενθαρρύνουν. Το αμέσως επόμενο πρόβλημα είναι τα βιβλία που δανείζεις σε συντρόφους αλλά δε στα επιστρέφουν ποτέ -όχι επειδή τα διάβασαν απαραίτητα- και σε κάνουν να χάνεις την πίστη στους ανθρώπους. Όλα αυτά δε θα γίνονταν ποτέ όμως στη Σοβιετία, που ήταν ο παράδεισος του βιβλίου, με χιλιάδες τίτλους σε τιράζ με εκατομμύρια αντίτυπα, εκατοντάδες δημόσιες δανειστικές βλβιοθήκες και εκπαιδευμένο κοινό, που κρατά μέχρι σήμερα τις αναγνωστικές του συνήθειες.

-.-

Δε βαρέθηκες, κάθε χρόνο, να πέφτεις στα ίδια βιβλία;

Μα δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Ποτέ δεν μπαίνεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι και στο ίδιο παζάρι. Αλλάζουν κάποιοι τίτλοι, κάποιοι εκδοτικοί, κάποιοι υπάλληλοι αλλάζουν τις θέσεις τους στον πάγκο, για να έχεις άλλη εικόνα κάθε φορά. Αλλάζουμε και εμείς οι ίδιοι, από χρόνο σε χρόνο, διευρύνουμε τα γούστα και τους ορίζοντες, βρίσκουμε νέα ενδιαφέροντα, παίρνουμε κάτι που άλλες χρονιές δε θα μας είχε κάνει εντύπωση, αλλά τώρα παίρνεις την απόφαση να δοκιμάσεις κάτι καινούριο, διαφορετικό.

Κι ύστερα πας να το βάλεις στη βιβλιοθήκη, φτάνεις στο ράφι με το είδος του και βλέπεις μπροστά σου το αντίτυπο που είχες πάρει πέρσι κι αναπαύεται αδιάβαστο, μέχρι να το πιάσεις στα χέρια σου. Και τώρα έχεις δύο -και την ευκαιρία να κάνεις ένα «αυθόρμητο» δωράκι σε κάποιον τυχερό φίλο, ή ένα give away (αν ήσουν περσόνα-ινφλουένσερ). Ανάθεμα το παζάρι, τα ίδια και τα ίδια φέρνει κάθε χρόνο...

-.-

Πάντα, κάθε φορά, κάποιος θα σκεφτεί το ίδιο: ας το αφήσω εδώ και αν είναι, γυρνάω να το πάρω αργότερα.
Για να ανακαλύψει πώς εφαρμόζεται ο νόμος του Μέρφι στην πράξη και να μην το βρει ποτέ. Εκτός και αν έχει σκεφτεί να πετά πετραδάκια πίσω του. Ή άλλα βιβλία, που δε θα αγόραζε ποτέ. Ή άλλους επισκέπτες που μπαίνουν στον δρόμο του -ας φανούν επιτέλους σε κάτι χρήσιμοι. Ή αν μπορούσε να μαρκάρει τις γωνίες, σαν σκυλάκι.

Υπάρχει και εξελιγμένη εκδοχή: δε θα το πάρω φέτος, κάθε χρόνο εδώ το βλέπω, το παίρνω άλλη φορά. Και μετά δεν το ξαναβρίσκεις ποτέ.

Είναι μάλλον συλλογική ευθύνη, κάρμα που πληρώνουμε για όσους βάζουν βιβλία στο καλάθι τους, στην πορεία μετανιώνουν και τα αφήνουν στην τύχη, στον πρώτο πάγκο που θα βρουν, γιατί βαριούνται να γυρίσουν πίσω ή να ρωτήσουν έναν υπάλληλο και προτιμούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή του. Καλά να πάθουμε...

-.-

Σήμερα είναι η μέρα του Βαλεντίνου, που είναι μια εμπορική βλακεία, όπως κάθε πτυχή της ζωής μας, ακόμα και τα βιβλία. Αλλά για ποιον θα μιλήσεις, σε μια μέρα αφιερωμένη στον έρωτα, αν όχι για διάβασμα, έντυπους μαγικούς κόσμους και ταξίδια πάνω σε σελίδες; Σύντροφοι ερωτικοί, που δε θέλουν καν μονογαμία και αποκλειστικότητα. Όσο ταξιδεύεις, πλουτίζεις σε γνώσεις και συναίσθημα, έχεις περισσότερα να μοιραστείς -χωρίς να τα χάνεις. Και δε θα χαθούν ποτέ στα γρανάζια του διαδικτύου (e-book, tinder και άλλες εφαρμογές).

Και αν ο έρωτας είναι συνώνυμο της επανάστασης, τα βιβλία σίγουρα δεν μπορούν να την φέρουν. Τι θα ήταν όμως χωρίς αυτά όσοι ονειρεύονται την επανάσταση και ο κόσμος που θέλουμε να φτιάξουμε;

Το νόημα όλων των παραπάνω ήταν να γίνουν εισαγωγή για συγκεκριμένες βιβλιοπροτάσεις από το παζάρι. Καλύτερα όμως να μην τις στριμώξω σε μια παράγραφο ως υστερόγραφο -έχει δίκιο ο σφος που λέει ότι πλατειάζω. Εκτός απροόπτου, θα τις δούμε αναλυτικά στο επόμενο κείμενο. Ένα βιβλίο είναι λίγο, πολύ λίγο...

-.-

Δηλώνω υπεύθυνα πως το «κυρά μου» στον τίτλο δεν έχει υπονοούμενα για την επικαιρότητα και την Κωνσταντοπούλου, που πήγε να παίξει το χαρτί του «σεξισμού» απέναντι στον Παφίλη -φαντάσου πόσα αντίστοιχα σκηνικά θα εφεύρισκε η Αχτσιόγλου, αν είχε εκλεγεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Και -αν κατάλαβα καλά- υπονόησε πως το ΚΚΕ δεν ήταν καν στην κυβέρνηση του βουνού -θα είχε δίκιο αν το έλεγε πχ για την κυβέρνηση Τζαννετάκη, που ήταν υπουργός ο πατέρας της, αλλά εδώ ψάξε βρες το νόημα.

Είναι τρομερό πώς τα εξαρτημένα αντανακλαστικά στο αριστεροχώρι καθιστούν συμπαθή τη Ζωή -που δε δηλώνει καν αριστερή. Ή πως υπάρχει κόσμος που θεωρεί αντίπαλο δέος της ΝΔ μια πολιτικό που υπερψηφίζει τα Ωνάσεια, στοχοποιεί το ΚΚΕ και κάνει μήνυση στην Κανέλλη, διαλέγοντας αντίπαλο εν όψει της απεργίας για το έγκλημα των Τεμπών -για την οποία το κόμμα της δεν κάνει το παραμικρό. Και η οποία θα είχε εύκολα μια θέση στη φασιστο-Νίκη, αν ξεμείνει από ψήφους το δικό της...

Κι είναι επίσης απορίας άξιο πώς τα κανάλια, που αγνοούν συστηματικά τον ΓΓ και τις θέσεις του κόμματος, τώρα ζητούν ένα δικό του σχόλιο για την Κωνσταντοπούλου και ήθελαν να στείλουν κάμερες στη «Σύγρονη Εποχή» -στην παρουσίαση της συλλογής του Γουλιάμου- για να πάρουν δηλώσεις από τον Κουτσούμπα.

Ποιος είπε πως τα συστημικά κανάλια δεν αγαπούν το καλό βιβλίο;

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Νεφελοκοκκυγία

Αν είναι η έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας αμαρτία, τότε όλοι σχεδόν είμαστε το κατά δύναμιν αμαρτωλοί κι εγώ βουτηγμένος σε αυτή, σαν δάχυλο στο κουτί με τη Μερέντα. Αν μη τι άλλο οφείλουμε να το κρύβουμε, ακόμα και με την έννοια της (αυτο)περιφρούρησης, αλλά τα blog υπάρχουν για να λέμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να μην το φωνάζουμε με λατρεία, κεφαλαιογράμματη γραφή (τα caps lock, μάνα) και χοντράδες.

Λοιπόν, θα το πω και αμαρτία ουκ έχω -απλώς έχω παραδοθεί σε αυτήν. Δε με αγγίζουν οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Δεν έχω το επίπεδο και τα εφόδια για να το καταφέρω -το λέω και ξαλαφρώνω. Μπορώ να καταλάβω ότι πιάνουν ενδιαφέροντα θέματα, στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, και πόσο εντυπωσιακό είναι ότι τα έθεταν στην εποχή τους, πετυχαίνοντας μια θαυμαστή διαχρονικότητα. Αλλά είναι ελάχιστες οι φορές που ένιωσα να πλουτίζω εσωτερικά βλέποντας μια αρχαία τραγωδία, από αισθητική άποψη ή από τους προβληματισμούς που έμπαιναν. Μιλάω πάντα για τον κανόνα -κι οι λιγοστές εξαιρέσεις τον επιβεβαιώνουν.

Ίσως να ευθύνεται και ο τρόπος που ανεβαίνουν στη σκηνή -η σκηνοθετική προσέγγιση, ο φορμαλισμός, η τέχνη για την τέχνη χωρίς «διδακτισμό» και μηνύματα, η υπερβολική προσκόλληση στο πρωτότυπο ή το ακριβώς αντίθετο (κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις), η αυτοαναφορικότητα και τα μικροαστικά σύνδρομα, το πομπώδες παίξιμο, οι λυρικοί διάλογοι που θυμίζουν τις σειρές του Φώσκολου:

-Ω Γιάγκο, βασιλέα των Θηβών και της Τζάιαντ, είναι αλήθεια αυτό που άκουσα ή με γελούν τα αυτιά μου; Ποια μοίρα σκοτεινή όρισε να λάβω τέτοιο μαντάτο; Ποιοι θεοί καταράστηκαν την πόλη μας να ζήσει μια τέτοια μέρα; Μίλα λοιπόν, βασιλέα, με λόγια θαρρετά, σε ξορκίζω να μου απαντήσεις, αλλιώς... κοκ.

Ίσως φταίνε τα φεγγάρια, ίσως πάλι φταίω εγώ -που είναι και το πιθανότερο-, πχ ότι είμαι μάλλον βιβλιοφίλ, αλλά ούτε εκεί τα εκτιμώ όλα -δεν κατάφερα ποτέ πχ να απολαύσω τη γραφή του Τομ Ρόμπινς. Μα πάνω από όλα βαραίνουν όσα σημείωσα αρχικά: έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, αντίστοιχων ερεθισμάτων από το σχολικό και το οικογενειακό περιβάλλον κι όποια συλλογική ευθύνη περιλαμβάνουν αυτά -χωρίς να ελαφραίνουν την ατομική.

Παρόλα όσα, μπορώ να απολαύσω πολύ πιο εύκολα τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Όχι γιατί είναι πιο εύπεπτες και ευχάριστες -ως κωμωδίες- αλλά ίσως γιατί τις βρίσκω πιο σημερινές και επίκαιρες. Η Λυσιστράτη -και όχι μόνο- είναι ένα φλογερό αντιπολεμικό μανιφέστο, διαχρονικής αξίας, σφραγισμένο από την αρχέγονη ανάμνηση της χαμένης μητριαρχίας. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο εμφανίζεται και στις Εκκλησιάζοτσες, που μπορεί να είναι μια παρωδία με αναφορές στον πρωτόγονο κομμουνισμό, περιγράφει και ψηλαφίζει όμως προβλήματα της κοινωνίας του μέλλοντος, όπου ο καθένας θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του. Και η Νεφελοκοκκυγία στις Όρνιθες είναι η ενσάρκωση μιας τέτοιας πολιτείας, μετά την έφοδο των πτηνών στον ουρανό.

Εξαρτάται και πώς θα τις ανεβάσεις, βέβαια. Μπορεί πχ να δώσει βάρος και απόλυτη προτεραιότητα στη μορφή, την άρτια χοροθεατρική κίνηση και από την ουσία του έργου να καταλάβεις πως ο Αριστοφάνης καταγγέλλει τους πολιτικούς και τα λαμόγια -όπως ο Μπινιάρης στους περσινούς του Όρνιθες, με Παπασπηλιόπουλο και Χρυσοστόμου.

Στον αντίποδα, ο Κακλέας μπορεί να μην έχει πάντα το πιο εύστοχο κριτήριο, φροντίζει όμως να φεύγει ο θεατής με αρκετή τροφή για σκέψη -κι αν είναι λίγο μασημένη, δεν πειράζει. Το απέδειξε και πέρσι στον Πλούτο του, όπου ο διάλογος με τις 4 εκδοχές της Πενίας πχ μπορεί να σε οδηγήσει σε προεκτάσεις για την ταξική συνείδηση -αν τη γεννά η φτώχεια, η πείνα και η κρίση ή αν είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική έννοια. Κι αν η παράβαση - μπρεχτική αποστασιοποίηση που επιχείρησε στο τέλος άξιζε ίσως καλύτερης τύχης από την ιστορικό Ευθυμίου (την αδελφή του Πέτρου), μας αποζημίωνε μουσικά με τον (έναν) Χατζηφραγκέτα ή τους στίχους του Τελευταίου Καλεσμένου.

Γιατί ο σεβασμός στην ουσία απαιτεί πειραματισμούς στη μορφή και τη μεταφορά του περιεχομένου στην εποχή μας.

-.-


Αν οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι ένας θησαυρός -έστω μερικώς σωσμένος- της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η διασκευή - μεταφορά τους σε κόμικ από το δίδυμο Αποστολίδη-Ακοκαλίδη είναι σαν σταγονίδια από το αθάνατο κρασί της μεταπολίτευσης, χρονοκάψουλα ανεκτίμητης αξίας και αναπόσπαστο απόσπασμα της κλασικής παιδείας που πρέπει να έχει κάθε παιδί -και ας μη σκαμπάζει τίποτα από αρχαίες τραγωδίες.

Οι Ιππείς πχ είναι μια μεγαλοφυής διασκευή-σάτιρα του δικομματικού παροξυσμού της εποχής με τις βάτες και των πολιτικών προεκλογικών συγκεντρώσεων πανηγυριών με τα σημαιάκια, τον μεταφερόμενο όχλο με τα πούλμαν κτλ. Ό,τι πρέπει να ξέρει / διαβάσει κάποιος που δεν έζησε την παραφροσύνη της περιόδου ή έστω τον απόηχό της.

Η κεντρική ιδέα -ότι τον δημαγωγό, φιλοπόλεμο Κλέωνα μπορεί να τον νικήσει μόνο κάποιος χειρότερός του που να τον ξεπερνά στα κουσούρια και τις βρωμιές του- μεταφέρεται στον σύντομο εικοστό αιώνα και τη δεκαετία του ’80, για να σατιρίσει το τότε αναδυόμενο δίδυμο Ανδρέα-Μητσοτάκη. Κι αν πίσω από τις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος της επάρατου Δεξιάς και πιθανόν μια συμπάθεια στον «εθνάρχη» Κώτσο -που προετοίμασε τον θρίαμβο της Σφακτηρίας-ΕΟΚ αλλά τον καπηλεύτηκε ο Ανδρέας ως Κλέων- δεν πειράζει. Στην τελική, και ο Αρίστος με τη συμμορία των αρίστων ήταν (αριστοκρατικούς-ολιγαρχικούς) αλλά αυτό δε μείωσε την αξία του έργου του. Κι όλα αυτά δείχνουν καλύτερα το κλίμα της εποχής και του ριζοσπαστικού της πνεύματος, που κάποιοι το είπαν χρυσό αιώνα χρυσή δεκαετία με τις βάτες και άλλοι αριστερή ιδεολογική ηγεμονία, ενώ κάποιοι άλλοι Κεκράκτες το περιφέρουν σήμερα, άταφο νεκρό, σαν μπαμπούλα για τον όχλο των νοικοκυραίων που τους ψηφίζει.

-.-

Το βιβλίο του Anthony Doerr «Νεφελοκοκκυγία» έχει συγκεκριμένες αρετές -στην περιγραφή των τοπίων και του κλίματος μιας άλλης ιστορικής εποχής- χωρίς να κάνει εν τέλει τη διαφορά. Ένα από τα μηνύματα του βιβλίου -να εκτιμάμε αυτό που έχουμε, αφήνοντας τις χιμαιρικές αναζητήσεις- μοιάζει ενδιαφέρον αλλά έχει και αντιδραστική ανάγνωση -να πάψουμε να αναζητούμε την ουτοπία, την κοινωνία της αφθονίας κτλ. Η αφηγηματική ροή σπάει σε τρεις παράλληλες διηγήσεις: στο παρελθόν (η άλωση της Πόλης), το παρόν (το πρόσφατο παρελθόν που οδηγεί στο σήμερα) και ένα δυστοπικό μέλλον, όπου το είδος μας αναγκάζεται να αναζητήσει μακριά από την Γη έναν πλανήτη για να ζήσει. Κάποτε αυτό το στιλ μπορεί να ήταν πρωτότυπο, πλέον είναι τόσο κλισέ που πιθανότατα διδάσκεται στο εισαγωγικό μάθημα στα σεμινάρια «δημιουργικής γραφής». Κι αν δεν το ακολουθήσεις, ίσως να αποβάλλεσαι από τη συγγραφική κοινότητα, προς παραδειγματισμό.

Αλλά το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου είναι κατά βάση οικολογικό, ενάντια στην καταστροφή των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, σχετικό με την κλιματική αλλαγή και τις προοπτικές βιωσιμότητας του πλανήτη μας και του ανθρώπινου είδους. Κάτι που μας συνδέει με την τελευταία θεματική και τον επίλογο.

-.-

Κάποτε ο Βλαδίμηρος έγραφε τις «Δύο Τακτικές στη Σοσιαλδημοκρατία», που είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες μπροσούρες του και ας έχουν αλλάξει πολλά έκτοτε -πχ το τι ορίζει η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει ακριβώς συγκροτημένο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα -κι ο πόλος που πήγαινε να δημιουργηθεί, διαλύθηκε στη δίνη του πολέμου, όπως ακριβώς και 100 χρόνια πριν, με έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο. Θα μπορούσε όμως να διακρίνει κανείς χοντρικά δύο προσεγγίσεις ή δύο αποχρώσεις της ίδιας προσέγγισης στο ζήτημα τις κλιματικής αλλαγής. Ας τις ανιχνεύσουμε με τη βοήθεια δύο συνεντεύξεων από δύο υποψήφιους του ΚΚΕ με επιστημονική ιδιότητα -αλλά όχι κομματική, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν απαραίτητα μια επίσημη θέση.

Η πρώτη είναι του Βασίλη Μπέλλου (Πολιτικού Μηχανικού και καθηγητή Πανεπιστημίου) και ορισμένοι βασικοί άξονες της θέσης του είναι οι εξής.

Η κλιματική αλλαγή είναι μια ανοησία από επιστημονική άποψη. Δεν μπορεί να οριστεί εμπειρικά, στο σύντομο πλαίσιο του βίου μας -επειδή κάποιες χρονιές είχαμε πολύ ζεστά καλοκαίρια ή δεν είχαμε χειμώνα- ούτε από τα ελλιπή μετεωρολογικά στοιχεία που συλλέτγουμε εδώ και μερικές δεκαετίες, παρά μόνο σε πολύ μεγαλύτερη χρονική κλίμακα -αρκετών αιώνων. Ο πλανήτης μας έχει μια διαδρομή πολλών εκατομμυρίων χρόνων, με τεράστιες κλιματικές διακυμάνσεις, που δεν εμπόδισαν ωστόσο την εξέλιξή του. Ο παράγοντας της υπερθέρμανσης είναι ανησυχητικός αλλά δεν έχει αποδειχτεί η σχέση αιτίου-αιτιατού: αν δηλαδή η έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας ή αν η τελευταία προκαλείται από άλλα, φυσικά αίτια, προκαλώντας με τη σειρά της την αύξηση του CO2. Η στρατηγική της «πράσινης ανάπτυξης» είναι μονόδρομος για την ΕΕ, και δεν υπαγορεύεται από τις περιβαλλοντικές της ευαισθησίες αλλά από το συγκριτικό της μειονέκτημα σε ορυκτά και άλλους ενεργειακούς πόρους (συγκριτικά με την ΗΠΑ, την Κίνα και άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα) και από την ανάγκη να βρει μια διέξοδο το συσσωρευμένο κεφάλαιο που λιμνάζει αναξιοποίητο.

Αυτά με τηλεγραφικούς τίτλους και τον κίνδυνο να τα φτωχαίνω ή να τα διαστρεβλώνω ελαφρώς κάπου -οπότε καλύτερα να τα διαβάσετε από την παραπομπή. Η άλλη συνέντευξη είναι με τον Μάνο Σαριδάκη (αστροφυσικό διεθνούς εμβέλειας του Αστεροσκοπείου Αθηνών) αλλά η αντίστοιχη απάντηση δεν είναι το ίδιο εκτενής, συνεπώς την παραθέτω ολόκληρη.

Η υπερθέρμανση είναι χιλιοεπιβεβαιωμένη, όπως και το γεγονός ότι έχουμε μπροστά μας μια κλιματική κρίση. Και να τονίσω εδώ ότι η κλιματική κρίση χτυπάει μεν όλον τον πλανήτη, αλλά όχι με τον ίδιο βαθμό. Δυστυχώς, η ανατολική Μεσόγειος είναι από τα hot spots όπου η κλιματική αλλαγή είναι τρεις φορές εντονότερη από το μέσο όρο. Τώρα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η κλιματική κρίση είναι ανθρωπογενής, δεν υπάρχει φυσική διαδικασία που να επιφέρει αλλαγές σε τόσο μικρές χρονικές κλίμακες. Αλλά αυτό που λέω συνήθως σε κόσμο που αμφισβητεί το ανθρωπογενές αίτιο, είναι το εξής: Έστω, ρε παιδιά, ότι δεν είναι ανθρωπογενής, πάλι δεν θα πρέπει να κάνουμε κάτι, πάλι δεν θα πρέπει να πάρουμε μέτρα; Δηλαδή όταν βρέχει, καθόμαστε στη βροχή να βρεχόμαστε επειδή η βροχή δεν είναι ανθρωπογενής; Άρα να συμφωνήσουμε καταρχήν ότι πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα, και τα υπόλοιπα τα συζητάμε.

Δε σκοπεύω να στριμώξω στον επίλογο τις δικές μου σκέψεις για ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό ζήτημα, οπότε θα περιοριστώ σε μερικά σύντομα υστερόγραφα.

Η πρώτη φορά που ήρθα σε ουσιαστική επαφή με αντίστοιχους προβληματισμούς και ανησυχίες για το μέλλον του πλανήτη ήταν διαβάζοντας την πολυδιαφημισμένη Κόμη της Βερενίκης του Γραμματικάκη. Ομολογώ ότι το τέλειωσα με αρκετά ερωτήματα και προβληματισμούς -κι ας μυρίζει ίσως Μαλθουσιανισμό το καμπανάκι που κρούει περί υπερπληθυσμού και αδυναμίας του πλανήτη μας να μας θρέψει όλους ή να καλύψει τις ενεργειακές μας ανάγκες, με τα υπάρχοντα τεχνολογικά δεδομένα τουλάχιστον. Όταν κατέβηκε υποψήφιος με το Ποτάμι του Θεοδωράκη έδειξε -πέραν κάθε αμφιβολίας- το ταξικό πρόσημο των προβληματισμών του -προσπάθησα, ωστόσο, να τους φιλτράρω και να κρατήσω τον λογικό τους πυρήνα.

-Το πολιτικό ταβάνι διαφημισμένων «κινηματικών» προσωπικοτήτων όπως η Ναόμι Κλάιν είναι τόσο χαμηλό που συναντά την Γκριν Πις και την Γκρέτα Τούμπεργκ, στην προσπάθειά της να «αλλάξει» τον κόσμο. Ακόμα και στο δικό της βιβλίο για το θέμα, πάντως, δε γίνεται να μην παραδεχτεί τις δραματικές, φυσικές κλιματικές αλλαγές του μακρινού παρελθόντος (εντοπίζοντας τη διαφορά στο ότι η τρέχουσα μεταβολή-κρίση είναι ανθρωπογενής) και τη συλλογή σχετικά αξιόπιστων δεδομένων μόλις από τον 19ο αιώνα και έπειτα. Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ο ανεκδιήγητος ρεφορμισμός της, ακόμα και για τα αστικά δεδομένα, που καταλήγει σε ριζοσπαστικές προτάσεις του στιλ: να μην τρώμε κρέας -έστω δύο φορές τη βδομάδα- ή να μειώσουμε την αύξηση της υπερθέρμανσης κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου -αντί για 2 όπως προβλέπεται- μες στις επόμενες δεκαετίες, με στόχο όχι απαραίτητα να σταματήσουμε αλλά να καθυστερήσουμε έστω την αλλαγή...

-Το ΚΚΕ οφείλει -στον εαυτό του, όχι σε εμάς- να είναι και να φαίνεται τίμιο, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, για να σπάσει το εδραιωμένο σε ορισμένους κύκλους στερεότυπο ότι αδιαφορεί για το περιβάλλον ή ότι μια επανάληψη -με καλύτερους όρους- του σοβιετικού πειράματος θα βασιζόταν στον λιγνίτη μέχρι να σβήσει ο ήλιος, θα κατέστρεφε εκ νέου την Αράλη κοκ.

Κατά τη γνώμη μου, δε χρειάζεται αμηχανία αλλά επιθετικός επικοινωνιακός λόγος και πρωτοβουλίες. Να μην αφήσουμε την οικολογία σε αστικά χέρια και πράσινα άλογα. Να αναδείξουμε πως ο πλανήτης κινδυνεύει, ότι δεν τον καταστρέφει ο άνθρωπος -γενικά και αόριστα- αλλά το κέρδος, ότι η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι ανθρωπογενής αλλά... «καπιταλογενής» κι ότι η επανάσταση δεν είναι απλά μονόδρομος αλλά επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε να έχουμε οποιοδήποτε μέλλον -ακόμα και αν δε μας αρέσει η περιγραφή των κομμουνιστών για την κοινωνία του μέλλοντος.

Ας μείνουν αυτά ως βάση συζήτησης και αν υπάρχει λόγος, συνεχίζουμε.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Μηλοκλέφτες και αστυνόμοι - Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης

Τριφασική ανάρτηση, με πρώτα, κυρίως και επιδόρπια...


Ορεκτικά

Σύνδεση με τα προηγούμενα: στον απόηχο της μεγάλης συναυλίας του ΣΕΦ, μόλις μία μέρα μετά, η οροφή του σταδίου άρχισε να στάζει. Κάποιοι το απέδωσαν στις κακές υποδομές και την καταιγίδα της Δευτέρας. Στην πραγματικότητα ήταν συσσωρευμένη συγκίνηση, ψυχικό φορτίο που δεν εξατμίστηκε και τα δάκρυα του ΣΕΦ, που δεν είναι δα και από πέτρα -σαν τα πέτρινα χρόνια του Βούλγαρη και του ΟΣΦΠ- για να αντέξει.

Και αν κάποιοι ανησυχούν για τις αβαρίες του σταδίου που χρονίζουν και συσσωρεύονται, η μόνη θεραπεία είναι να το αναλάβει επιτέλους το ΚΚΕ. Κι όσοι διαφωνούν, ας δουν πρώτα το Παμπελοποννησιακό στην Πάτρα, που είναι στολίδι για τους κατοίκους της. Αλλιώς ας βολευτούν με τα πρόχειρα φουγάρα για εξαερισμό το καλοκαίρι, ίσως από κάποια ταβέρνα στη Δραπετσώνα -πια δεν έχουμε ζωή- ή από το «Ορατότης Μηδέν» και το Τζέλα Δέλτα.

Αν ο Παπαδοτζόν είχε χιούμορ, θα έγραφε κάτι αντίστοιχο για τη συναυλία-αφιέρωμα στον Θάνο. Αν έγραφε στην Αυριανή, θα το έκανε και πρωτοσέλιδο: «να αναλάβει το ΚΚΕ την τήρηση του νόμου, της τάξης, της ειρήνης και της φιλίας (των λαών)». Και αν ήταν απλώς έντιμος, ίσως έγραφε, σαν τον Κανελλόπουλο της ΕφΣυν, πως αν είχαμε εκλογές την Κυριακή, μπορεί να το έριχνε Κουκουέ, λόγω της ημέρας, του θεάματος και της συγκίνησης.

Αλλά αυτός δουλεύει στη σημερινή Αυριανή του Βαξεβάνη. Και γράφει λίβελους με οσμή Κουρή περί καπηλείας του Θάνου από το ΚΚΕ, που είναι δεκανίκι αλλά κάνει επαναστατική γυμναστική και εκμεταλλεύεται τη μνήμη του συνθέτη για να βγάλει αφορολόγητο κέρδη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειας, που ήθελε κανονικά εισιτήρια και όχι άπειρες προσκλήσεις χωρίς barcode. Έπος...

Κι αν η καραμέλα για τη φορολογική ασυλία του ΚΚΕ έχει φαιά, ακροδεξιά απόχρωση; Αν ο ίδιος ο Μικρούτσικος έλεγε ότι ανήκει οριστικά εδώ, αναιρώντας τις παλιές του διαφωνίες περί της έννοιας του «εφικτού»; Αν το ΚΚΕ τίμησε με αντίστοιχο τρόπο τον Ξαρχάκο, χωρίς κομματικά κριτήρια και οφέλη; Αν η «ριγμένη» οικογένεια του Θάνου έβγαλε ανακοίνωση όπου ευχαριστούσε το κόμμα;
Τόσο το χειρότερο για την αλήθεια. Μην αφήνεις ποτέ τα πεισματάρικα γεγονότα να χαλάσουν το αφήγημα για το οποίο πληρώνεσαι...

Κυρίως πιάτο

Μαθητές-φοιτητές-εργατιά, μια φωνή και μια γροθιά.

Ή μήπως «μαθητά-φοιτητά» -να μένει και η ρίμα στο «α». Να το έχουν πει ήδη -και χάσαμε την πρωτιά; Ή είναι περίπου βέβαιο πως όταν νοιάζεσαι για την κατάληξη των ουσιαστικών, χάνεις το πιο ουσιαστικό που είναι η κατάληξη των ταξικών αγώνων; Και στον αντίποδα, ένα σωρό συνθήματα, με ρίμα που το στρώνει... Αλλά σκέτο δολοφόνοι, χωρίς μπα-γου-δο -δεν κολλούσε κιόλας.

Τι είδαν - έπιασαν οι κεραίες της κε του μπλοκ την Παρασκευή, στην πανεκπαιδευτική πορεία; Πολλά και διάφορα, που θα τα δούμε στην πορεία.

Αρκετούς εκπαιδευτικούς, πολλούς φοιτητές -κυρίως ΜΑΣ, ένα μπλοκ Αρις και άλλο ένα της Αράς, που άφησε για λίγο το λημέρι στο Πάντειο. Μα πάνω απ’ όλα (πολλές) χιλιάδες μαθητές, να δίνουν τον τόνο, ερχόμενοι από κάθε γωνιά του λεκανοπεδίου, όπως είναι. Με αφάνες Γκούλιτ και Ράικαρντ -και ας μην ξέρουν ποιοι είναι. Με βερμούδες και κοντομάνικα -γιατί το αίμα βράζει, κυλά κι εκδίκηση-δικαίωση ζητά. Με κατάμαυρη γκαρνταρόμπα, αλλά όχι για το πένθος -αυτό έχει τελειώσει την ώρα που κατεβαίνεις στον δρόμο και διεκδικείς. Αλλά και με τα κατακόκκινα μπλουζάκια που έδιναν οι φοιτητές -δεν τα πουλούσαν, τα χάριζαν, γιατί ήταν πολύ λαρτζ, και όντως είχαν μόνο Large, αλλά σου ανέβαζε το ηθικό, γιατί είχε φαρδιά γραμμή, σαν XL.


Με αυτοσχέδια πλακάτ «δεν έχω οξυγόνο» -κι ας μας προσφέρουν τόσο, μες στην μπόχα των ημερών. Και με αυθόρμητα πανό, τύπου «το 26ο απαιτεί δικαιοσύνη» -η πλάστιγγα έγειρε. Και πού να ερχόταν και το 25ο, ή το 27ο...


Με συναυλιακά λάβαρα «δε θα πεθάνουμε ποτέ» -κουφάλες νεκροθάφτες. Και με συναυλιακή διάθεση, πχ με καπνογόνα ή πάνω στους ώμους άλλων συμμαθητών τους. Είχε βγει κι ο Μητσοφού επί «σκηνής» λίγο πριν, να πει «θα αργήσω απόψε» -και έδεσε.




Μόνοι, με παρέα ή και με τους καθηγητές τους, σαν εκπαιδευτική εκδρομή στο σχολείο του αγώνα, όπως κάτι παιδιά από την Κηφισιά -γιατί στα ΒΠ πρέπει να τα προσέχεις όλα. Ή με τους γονείς τους, σαν τη μικρούλα που ήταν ωστόσο αρκετά μεγάλη για να ξέρει να κρυφτεί απ’ τον φακό, σηκώνοντας το κασκόλ της. Μα πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά...

Με κάτι σφους Κνίτες, που ήξεραν να αποφεύγουν τις μαύρες κακοτοπιές κι έλεγαν «πάμε μπροστά, με τους μαθητές...» Ή σε ένα μίζερο εξωκοινοβουλευτικό μπλοκ της «μαθητικής αντεπίθεσης», που είναι ζήτημα αν είχε 2-3 ανήλικους και τι ψυχολογία θα είχαν με τόσους μαθητές στα άλλα μπλοκ -όχι της μάζας, πάντως.

Μαθητές από σχολεία που προορίζονται για Ωνάσεια -οι μελλο-άριστοι σε χαιρετούν- που θα βιώσουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει σχολείο πολλών ταχυτήτων. Αλλά ήταν στον δρόμο και δεν μπόρεσαν να απολαύσουν τη φτηνή προβοκάτσια της Ζωής (που είναι υπέρ των Ωνάσειων) στη Βουλή που μούτζωναν.

Θα ήταν ακόμα περισσότεροι, με άλλες καιρικές συνθήκες.
-Εννοείς το ψοφόκρυο που αποθάρρυνε τους ψοφοδεείς;
-Όχι, εννοώ τον εκπληκτικό καιρό (δροσούλα, αεράκι και συννεφάκια να μη μας ζαβλακώνει ο ήλιος) που έδωσε σε πολλούς διευθυντές την αυθόρμητη ιδέα για ξαφνικό περίπατο-εκδρομούλα, εντελώς τυχαία την ίδια μέρα με το συλλαλητήριο. Κι αν γελάτε με όλα αυτά, είναι γιατί δεν είδατε τις βερμούδες στα Προπύλαια -σχεδόν για μπάνιο ήμασταν.

Θα ήταν ακόμα περισσότεροι, χωρίς τόση ενορχηστρωμένη τρομοκρατία.
Πχ από την αστυνομία. Που έκλεισε Σύνταγμα, Πανεπιστήμιο το Μετρό κι έστησε μπλόκα σε όλη τη διαδρομή από Ομόνοια μέχρι Προπύλαια, για να ψάξει στοιχεία και σακίδια, αποδείξεις και ονόματα. Και είχε παραταγμένους Ματατζήδες στα πέριξ, που είτε αφιονίζονται με το ξύλο, είτε τους δίνει η υπηρεσία κάτι από όσα διακινεί -στα χνάρια των βετεράνων του Βιετνάμ και του Ιράκ.

Ή και από τις διευθύνσεις των σχολείων -γιατί όπου δεν πίπτει ράβδος μπάτσου, πίπτει λόγος, επιμορφωτικός, στο ίδιο ύφος. Που έστειλαν μαζικά μηνύματα στους γονείς για να μαζέψουν τα τέκνα τους: «κατέβηκαν στην πορεία, δεν έχουμε ενημέρωση πού είναι». Αλλά αν δεν ξέρετε, πώς ξέρετε ότι διαδηλώνουν; Κι αν το ξέρετε -που το ξέρετε- γιατί δηλώνετε άγνοια και φόβο; Εν οίδα, ότι διαδηλώνουν. Και αυτό το γνωστό-άγνωστο τους προκαλεί τρόμο...

Βλέπεις άπειρους μικρούς στον δρόμο, άπειρους αλλά πιο ψημένους από το τηλεοπτικό ποίμνιο που ψήνει τον εγκέφαλό του μπροστά σε οθόνες. Νιώθεις αμήχανα που ανεβάζεις τον μέσο όρο ηλικίας, με τόσους «μπρο» και «σις» και σις αρσενικά γύρω σου. Κάθεσαι με τη νεολαία (που δεν ξέρει τη σκηνή των Μόντι Πάιθον -ούτε ποιοι είναι οι Μόντι Πάιθον) και αναζητάς μάταια τους κώδικές της και το password της.

Κάποτε όλα ήταν απλά, μούσια, τρίχες και μαλλιά -ήξερε και ο ασφαλίτης τι να βάλει. Τους είδε μαύρους νόμιζε με φίλους πως θα κάνει, έλεγε ο στίχος του Θανάση, και ήταν μια σαφής μαυρίλα: είτε αναρχία ή κράτος. Κι ας μην χωρίζονται πάντα με σινικά τείχη...

Σήμερα βλέπεις παντού ομοιόμορφα μαυροντυμένα τσούρμα και ψάχνεις να βρεις το νόημα -ή από ποιον θα τις φας. Από μακριά σου μοιάζουν φασιστάκια, μπορεί όμως να είναι φρικουλάκια, αν δεν είναι απλώς απολίτικα όντα, τότε όμως πώς βρέθηκαν στην πορεία; Κι αν είναι συντροφάκια, που δε μαυροντύθηκαν για να ξεχωρίσουν απ’ τον κόσμο, αλλά για να σμίξουν με τη μόδα της εποχής τους; Τέτοια ανατροπή, από το ’91 έχει να γίνει. «Με κόκκινο πανί ένα καράβι, από τα 80’ς έχει να φανεί...»

Δίπλα μας τα «παιδάκια με τα μαύρα» (kids in black) φορούσαν κουκούλες με ένα μπουκάλι στο χέρι, ενώ οι φωτορεπόρτερ τούς εξηγούσαν πως απ’ την αρχή της πορείας οι ασφαλίτες θα είχαν στείλει στα κεντρικά ένα άλμπουμ ολόκληρο με τη φάτσα τους. Βλέπεις ένα μειράκιο με τον μηλοκλέφτη στο χέρι, σκέφτεσαι συνειρμικά πως θα παίξουν πάλι «μηλοκλέφτες και αστυνόμους», φτηνή σαν λογοπαίγνιο παράσταση, που θα την πληρώσει ο κόσμος. Κι όλα αυτά για παιδαρέλια, που θα έκαναν τον Γιαμάλ να νιώσει γέρος, σαν κάτι παιδιάστικα σχόλια στο Γκαζέτα, που θες να ρωτήσεις: καλά ρε φίλε, 15χρόνο είσαι; ΝΠΔΒ. Και αυτό να λέει: όχι, 14... Μα γεννιόντουσαν τότε παιδιά -μες στην κρίση;

Τα πιο σοβαρά, συγκινητικά είχαν ειπωθεί λίγο πριν, στις ομιλίες. Να ακούς για τις απολύσεις στους σιδηρόδρομους -και να μην υπάρχει καν τηλεδιοίκηση, ως πρόσχημα. Ή τη μητέρα του 29χρονου Δημήτρη να λέει στα παιδιά να παλέψουν για τη δικαίωση του δικού της και όλων των άλλων...

Βλέπεις και το πανό που αναρωτιέται «πόσο ευρώ αξίζει μια ζωή».
Εξαρτάται. Αν θες να την ζήσεις αξιοπρεπώς, είναι πανάκριβη, απαιτεί αγώνες και θυσίες. Αν την εμπιστευθείς στο κράτος και τα αφεντικά του, είναι φτηνή και αναλώσιμη. Το βασικό είναι να μην πάψεις ποτέ να ψάχνεις για οξυγόνο. Μπορεί να υποβοηθά τις καύσεις, αλλά αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς...

Επιδόρπιο

Θα πάω στον Γιάνη με ένα νι, Παναγιά μου
Θα πάω στον Γιάνη με ένα νι
Που έχει λεβέντες νέους, αριστερούς και ωραίους
Που έχει λεβέντες νέους, αριστερούς και ωραίους

Θα γίνω μέλος στην ΑΡΑΣ, Παναγιά μου
Θα γίνω μέλος στην ΑΡΑΣ
Που έχει λεβέντες νέους και μπράβους θαρραλέους
Που έχει λεβέντες νέους και μπράβους θαρραλέους
(Όπα η επανάσταση...)

Τι είναι η συμμορία του τσιμέντου; Μπαζώνει τα πάντα -Τέμπη, Ακρόπολη και ελπίδες. Παίρνει ύφος τεθλιμμένου συγγενή στις κάμερες στο Μαξίμου, ενώ στοχοποιεί συγγενείς θυμάτων πίσω απ’ αυτές. Και βλέπει παντού συμμορίτες -όπως οι πολιτικοί της πρόγονοι. Καταγγέλλει τη «συμμορία της μιζέριας» που δεν περνά φίνα και γκλαμουράτα σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο.

Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης σκίζουν πτυχία και συμβόλαια, και μας παίρνουν μάτι να μαθαίνουν τη δουλειά. Ενώ στο Πάντειο διάφοροι Ντι Κάφριο ανοίγουν βεντέτα, ψάχνοντας απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα «ποιος-ποιον» και ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή. Πάντα με πολιτικούς όρους, κυκλοφορώντας Τοίχο-Τοίχο -όπως στα Κάστρα της Σαλούγκας.

Η Αρας πλακώνεται με το «αναρχικό στέκι» στα μαρμαρένια αλώνια, γιατί είχε προκληθεί από μια απάντηση σε μια προηγούμενη πρόκληση, που ήταν ουρά κάποιου υστερόγραφου που χάνεται στα βάθη της πανδημίας και θυμίζει την κόντρα των Ο’Χάρα και των Ο’Τίμμις στο Λούκι Λουκ (μυταράδες και αυτάδες), που κανείς δε θυμάται πια πώς ακριβώς ξεκίνησε.

Οι παλιοί τους σύντροφοι στην ΕΑΑΚ τους καταγγέλλουν ανοιχτά, γιατί βαρέθηκαν να τρώνε μπούφλες στο γαλατικό αριστεροχώρι, χωρίς μαγικό ζωμό, κοντόξυλα και Δρ(ο)υίδη. Κάποιοι λένε πως ο συμμοριτο-τραμπουκισμός δεν έχει πολιτικό πρόσημο και άλλοθι. Οι παλιοί -που είχαν προλάβει τη «μαϊμού της ΑΡΑΣ- λένε πως ούτε τότε είχε πολιτική ουσία ο χώρος -πχ το ξύλο στην Πάτρα ή οι διασπάσεις των παρεών -που δε γράφουν ιστορία, γιατί δε γίνανε οργάνωση- με τις παθογένειες ενός μικρόκοσμου αλυσοδεμένου στις αγκυλώσεις του, που τον μποδίζουν να βαδίσει.

Κι οι οργανωμένοι σφοι υπενθυμίζουν ότι μιλάμε πρακτικά για τη νεολαία της ΛαΕ και του ΜέΡΑ25. Γιατί ο τραμπούκος μπορεί να μην έχει πολιτική σκέψη-αντίληψη, έχουν όμως όσοι τον καλύπτουν, για τους δικούς του λόγους. Και αν τους είχε αποκηρύξει ο Γιάνης με ένα «νι», δε θα είχε ούτε έναν νέο στα αμφιθέατρα και στη νεολαία του.

Κι αν υπήρχε ποτέ κάτι ελπιδοφόρο σε αυτόν τον χώρο, πήρε αποστάσεις, ξέκοψε και μας προσέγγισε. Κι αν έχει αντιφάσεις, είναι πηγή κίνησης. Δε χρειάζεται εξάλλου να συμφωνείς σε όλα. Αρκεί καμιά φορά το βασικό: μακριά και αλάργα από συμμορίτες και τραμπούκους που κακοποιούν την έννοια του συντρόφου -και όχι μόνο. Δε χρειάζονται περσότερα.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Πού είσαι blogging που έδειχνες πως θα γινόσουν άλλο...

Τις προάλλες το blog έκλεισε 17 χρόνια ύπαρξης -τα περισσότερα εκ των οποίων με ενεργό λειτουργία. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι προσκλητήριο για ευχές -το τονίζω, μην κάνετε τέτοιες- και δεν υπάρχει κάτι χειρότερο στα ΜΚΔ από αυτοαναφορικές αναρτήσεις που καταλήγουν σε αυτό ακριβώς. Είναι όμως μια αφορμή για αναστοχασμό, ένα βήμα πριν την «ενηλικίωση»: πώς περνάνε τα χρόνια (τι είναι αυτά που φορώ), οι μόδες και πού βρισκόμαστε σήμερα.


Πού είσαι κόμμα blogging που έδειχνες πως θα γινόσουν άλλο. Και τι έδειχνε δηλαδή; Σιγά τις μεγάλες προοπτικές που είχε... Αν κάποιοι περίμεναν μια επανάσταση ή κάποια έκρηξη πολυφωνίας, κακό του κεφαλιού τους. Το πολύ-πολύ να πούμε ότι βγήκε μια φουρνιά καλές, ταλαντούχες γραφίδες που βρήκαν την κλίση τους, κι αυτό είναι όλο.

Ανάμεσά τους και κάποιοι σφοι. Θα μπορούσε ίσως το τιμημένο να περιλάβει κάνα δυο και να τους αξιοποιήσει (τον Άθλιο, τον Teddy, το Λαϊκό Στρώμα ή τον Δελάρζ, τον Κόκκινο Φάκελο κ.ά.). Δεν το επέλεξε, τελεία -και παύλα, δεν ήταν τόσο σημαντικό άλλωστε. Στην τελική, οι περισσότεροι μάλλον απέδωσαν καλύτερα ως ελεύθεροι σκοπευτές, με δικό τους στιλ και βήμα, χωρίς να χρεώνονται τίποτα άλλο πέραν των δικών τους καλών και κακών στιγμών.

Κάτι που απαντά και σε ένα άλλο δήθεν καυτό ερώτημα: τι ήταν και τι θέλανε οι red bloggers. Τίποτα απολύτως! Ήταν μερικές δεκάδες άτομα (ένα κάρο σύντροφοι, για να παραφράσουμε τον Καστρίτη), χωρίς κοινό πρόγραμμα ή στόχους. Ούτε κάτι ενιαίο ήταν, ούτε σημαντικό μέγεθος. Κι αν κάποιες περσόνες πήραν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, σύντομα προσγειώθηκαν -ως αλεξιπτωτιστές- στην πραγματικότητα και πάντως μακριά από το κόμμα. Όσοι πάλι είχαν κάποιο μπλοκ έκαναν απλώς το κέφι τους. Και είναι φαιδρά δραματικό πως ίσως να ένιωσαν πίεση από τον περίγυρο και την ανάγκη να διακηρύξουν δημόσια ότι δεν είναι ελέφαντες ή επίσημα κομματικά μέσα (φαιδρό κυρίως για τον περίγυρο που το υποψιαζόταν και τους άσκησε πίεση).

Μια (συλ)λογική μετεξέλιξη των blog ήταν οι ιστότοποι (τα λεγόμενα sites, που πολλοί συνέχισαν εμμονικά να τα συγχέουν με ιστολόγια) και κάποια «συνεταιριστικά εγχειρήματα» στον ευρύτερο κινηματικό χώρο -ας το πούμε έτσι συμβατικά- που δεν ήταν οργανωμένες συλλογικότητες αλλά κατέληγαν να εμφανίζουν παρόμοια προβλήματα με τους συλλογικούς φορείς του χώρου: έριδες, παρεξηγήσεις, μικροεγωισμούς, ισχυρογνωμοσύνες, ευαισθησίες και ψώνια, ανάγκη για συγκεντρωτισμό, για αποφάσεις που δεν είναι πάντα εύκολες ή δίκαιες και αφήνουν κάποιους με το παράπονο, επιβεβαιώνοντας ότι μπορούμε να φέρουμε τρικυμία σε μια κουταλιά νερό, για να πνιγούμε μέσα της.

Υπάρχουν όμως και πιο δομικά προβλήματα, με πολιτική απόχρωση.

Πχ η έλλειψη φαντασίας-πρωτοτυπίας. Με συνέπεια να πέφτει μπόλικη αντιγραφή και εν πολλοίς αναπαραγωγή της ατζέντας των συριζοτρόλ και των βίντεο της υπόγας -τι είπε ο Άδωνις, ο Βορίδης, το τάδε ή δείνα στέλεχος. Που δεν (μας) είναι ακριβώς αδιάφορο, αλλά αν αναλωθείς σε αυτά, πέφτεις στον βούρκο της ρηχότητας, της κενότητας, των εξαρτημένων αντανακλαστικών. (Αυτό ειδικά θεωρώ πως η Κατιούσα στα καλά της φεγγάρια το αντιμετώπισε καλύτερα από τον μέσο όρο. Αλλά τα προβλήματα επιδρούν και σωρευτικά. Κάποιοι αναγνώστες μπορεί να ήθελαν αναλυτική αποτίμηση, αλλά α. δε γίνεται αποτίμηση σε κάτι που δεν έχει κλείσει και β. δε θα είχε νόημα, ούτως ή άλλως, να γίνει εδώ).

Ένα άλλο ζήτημα προσομοιάζει πολιτικά στο δίπολο της στρατηγικής και των άμεσων στόχων. Δεν μπορείς να αγνοήσεις τα θέματα της επικαιρότητας και να μην παρέμβεις. Αλλά αν αναλωθείς σε αυτά, σου διαφεύγει η ουσία και όσα απαιτούν εμβάθυνση -το οποίο είναι πρόβλημα για κάθε διαδικτυακό τόπο και πολιτικό χώρο.

Αλλά η βασική αντίθεση κάθε οργάνωσης (κόμματος, site, δουλειάς ή παρέας) είναι το πλήθος των μελών που εμπλέκονται τυπικά σε ένα εγχείρημα από τη μια και από την άλλη μια χούφτα ανθρώπων που το τρέχουν ουσιαστικά, δρουν επιτελικά, σηκώνουν το βάρος, παίρνουν πρωτοβουλίες μακριά απ’ τα κουτάκια, ξοδεύονται σε κάτι και κάνουν νομοτελειακά αρκετές βλακείες, γιατί αλάνθαστος είναι μόνο ο ακίνητος, και όποιος δε δουλεύει δεν τρώει -άσχετο.

Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτουν ορισμένα ζητήματα, που θα δούμε κωδικοποιημένα.

-Παρά τη λανθασμένη και σε πολλούς εδραιωμένη πεποίθηση-εντύπωση περί του αντιθέτου, το κόμμα δεν επικρότησε ούτε ήθελε τέτοιες πρωτοβουλίες και ανά περιπτώσεις τις έβλεπε καχύποπτα, για μια σειρά λόγους, δικαίως ή/και αδίκως -δε θα το αναλύσουμε περισσότερο. Παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί το εξής: επιβάλλεται να την πεις στους φασαίους που νομίζουν πως κάνουν κάτι προοδευτικό ποστάροντας ROSA progressive. Αλλά είναι αστείο να τσιτάρεις Luben, γιατί έχει κάνει τον Γουγου ποπ είδωλο.

-Η τάση συγκεντρωτισμού είναι ο απόλυτος νόμος του διαδικτύου. Εκατομμύρια χρήστες ποστάρουν και αναπαράγουν ελεύθερα ό,τι μεταδίδουν μια χούφτα site, influencers, διάσημες περσόνες με επιρροή και μεγάλο κύκλο, και μαζί με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας τους. Στο τέλος της διαδρομής επιβιώνει μόνο ένα κλάσμα με μικρό παρονομαστή. Ελάχιστοι ιστότοποι, μαζικά προφίλ, ιστολόγια. Μοιάζει με φυσική επιλογή, αλλά δεν επιβιώνουν πάντα οι καλύτεροι.

-Το διαδίκτυο (όπως και η ζωή) είναι γεμάτος κινδύνους -απ’ τον εθισμό, μέχρι την απορρόφηση σε μια πλασματική σφαίρα. Αλλά η αποχή (όπως και στις εκλογές) δεν είναι γιατρικό. Η λύση περνά από τη γνώση των κινδύνων, την προσεκτική και λελογισμένη χρήση και την απόκτηση κριτηρίου, δηλαδή πείρας -που συχνά είναι το ψευδώνυμο των λαθών μας. Καλύτερα όμως να κάνουμε μικρά και ελεγχόμενα σφάλματα σε μικρή ηλικία, παρά να βλέπουμε έναν ζηλωτή boomer να πέφτει με τα μούτρα στο καινούριο -και τις παγίδες του- και να ενισχύει τη σκέψη για επιβολή ηλικακού κόφτη στο διαδίκτυο. Δεν είναι όμως ηλικιακό το ζήτημα...

-Η οικονομική επιβίωση τέτοιων εγχειρημάτων κι όσων εμπλέκονται είναι πολύ σχετική έννοια. Τα περισσότερα ημιεπαγγελματικά site φυτοζωούν και μπορούν να σηκώσουν το πολύ έναν μισθό (στρογγυλοποίηση απ’ τον μισό) για ένα άτομο που τρέχει για όλες τις δουλειές. Οπότε βάζουν παγκάρι οικονομικής ενίσχυσης - ελεημοσύνης, που προσωπικά θα ντρεπόμουν να το κάνω δημόσια στο διαδίκτυο, πιο πολύ και από ό,τι στον δρόμο.

Η κατάσταση δεν είναι απαραίτητα καλύτερη στα επαγγελματικά, ειδησεογραφικά site, που κατά κανόνα μπαίνουν μέσα αλλά συνεχίζουν υπηρετώντας άλλες σκοπιμότητες του ιδιοκτήτη τους. Και σίγουρα δεν είναι καλύτερη σε επαγγελματικά site του χώρου με «κινηματικό πρόσημο» -Presse Project και άλλα. Γενικά, όπου βλέπετε κάτι βιώσιμο, συνήθως έχει παίξει εξαγορά από όμιλο (πχ Luben, Rosa κ.ά.), που προφανώς δεν έχει κινηματικές βλέψεις και στόχους.

Αφού τα περισσότερα site αδυνατούν να επιβιώσουν, οδεύουν σταθερά σε έναν αργό θάνατο, χωρίς πολλή ζωντάνια στα θέματά τους. Αλλά τα blog -για να επιστρέψουμε στο αρχικό θέμα- είναι μια φάση μπροστά και έχουν πεθάνει προ πολλού.

Λογοτεχνική παρένθεση: στο μυθιστόρημα «Μεσακτή» του Μαλαφέκα, το alter ego του συγγραφέα ακούει σε ένα μπιτσόμπαρο της Ικαρίας μια ανάλυση για το ελληνικό καλοκαίρι που σαπίζει, αργοπεθαίνει και μες στα επόμενα λίγα χρόνια θα βάλει οριστική ταφόπλακα. Και να ’ταν μόνο το καλοκαίρι.

Τα νησιά πεθαίνουν (παίρνουν το «φιλί της ζωής» από τον τουρισμό, με αντάλλαγμα να ξεπουλήσουν την ψυχή τους στο κέρδος και να πεθάνουν οικειοθελώς), μαζί με την επαρχία, τις μικρές πόλεις και τα μεγάλα αστικά κέντρα -το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι, ιδίως αν είναι νεκρό. Βιώνουμε καθημερινά χιλιάδες μικρούς θανάτους, ενίοτε αιφνίδιους, βιολογικούς -αλλά όχι φυσικούς- που λέγονται ατυχήματα για λόγους αστικής ευφωνίας. Πεθαίνει η χώρα -που είναι γεμάτη Τέμπη-, ο λαός, τα παιδιά της, τα όνειρα, τα δικαιώματα, η προοπτική, η ελπίδα. Πεθαίνουν κάθε λεπτό εκατομμύρια κύτταρα -κυρίως τα εγκεφαλικά. Πεθαίνει κάθε τι αυθεντικό, ο αυθορμητισμός, η ελεύθερη έκφραση -αν υπήρξε ποτέ-, η έκφραση γενικώς. Πεθαίνει η βιομηχανία, ο αγροτικός τομέας, το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες. Αργοπεθαίνει το Instagram, το Facebook έχει πεθάνει αλλά δεν το ξέρει, και τα blog ακολουθούν απλώς τον γενικό κανόνα της εποχής.

Σε κάθε περίπτωση, τα blog ήταν πρωτίστως το κοινό τους, τα σχόλια, η αμεσότητα, η αλληλεπίδραση με το κοινό τους. Αυτή ήταν η ζωτική τους δύναμη και εφόσον την έχασαν -και αν κάποια τη διατηρούν κόντρα στο ρεύμα, βαίνει σαφώς μειούμενη- είναι κλινικά νεκρά, εκ των πραγμάτων.

Αν γινόταν μια σχετική έρευνα, θα έδειχνε πως η ηλικία που δραστηριοποιείται πλέον στα blog είναι κατεξοχήν η τρίτη -όσο κι αν μοιάζει οξύμωρο για μια γενιά, όπου κάποιοι παλεύουν ακόμη να καταλάβουν τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί. Τα blog είναι σύγχρονα ψηφιακά απολιθώματα -καλή ώρα-, ένα είδος διαδικτυακού δεινόσαυρου, και οι μετεωρίτες που τους οδήγησαν στον αφανισμό και το περιθώριο είναι ποικίλοι: από την «ενηλικίωση» και τις οικογενειακές υποχρεώσεις, μέχρι την απογοήτευση και την ιδιώτευση της περασμένης δεκαετίας, την εμφάνιση νέων μέσων ή του portal στα καθ’ ημάς, που τα κατέστησε περιττά.

Κάθε τέλος-θάνατος είναι μια νέα αρχή, και τα blog συνεχίζουν θεωρητικά με άλλες μορφές. Κάποια προφίλ στο ΦΒ με πολλούς ακόλουθους λειτουργούν ουσιαστικά σαν ιστολόγια με σχολιασμό, ενώ αρκετοί red bloggers έχουν μετακομίσει στο παλιό Τουίτερ -ή όπου αλλού. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δε διατηρεί κάποια δυναμική.

Προϊόντος του χρόνου, φαίνεται να χάνουν έδαφος τα μέσα που εστιάζουν στον λόγο, και να το κερδίζουν όσα βασίζονται στην ατάκα ή -ακόμα χειρότερα- στην εικόνα, τις φωτό ή μικρής (πάντα) διάρκειας βίντεο. Αλίμονο όμως αν καταλήξουμε να νοσταλγούμε την εποχή της αλλοτρίωσης σε πιο «πολιτικά» και ουσιαστικά μέσα, «τότε που όλα ήταν αλλιώς» κτλ. Ο δημόσιος λόγος δεν πεθαίνει -ούτε γεννήθηκε- στα social media, όσο κι αν υπάρχει μια διαρκής τάση εκφυλισμού, για να μπει σε στενά καλούπια -που όμως ποτέ δεν ήταν ευρύχωρα.

Το κοινό είναι η δύναμη κάθε μέσου. Αλλά δεν είναι ακριβώς συνώνυμο της ελευθερίας. Θυμάμαι το σοκ όταν είδα τα πρώτα σχόλια στο μπλοκ: σα να συναντάς εξωγήινη ζωή, ή να πετάς μπουκάλια στη θάλασσα και να σου έρχεται απάντηση, πάνω που εμπέδωνες την υπαρξιακή μοναξιά στον ωκεανό του διαδικτύου -κι είχες αρχίσει να την συνηθίζεις.

Το κοινό και η δημοσιότητα είναι μια μορφή δέσμευσης -με θετικές και αρνητικές αποχρώσεις. Δεν μπορείς να γράψεις πχ κάτι άσχημο για άτομα και σφους που θα ξαναδείς την άλλη μέρα. Δεν μπορείς να μεταφέρεις ελεύθερα συζητήσεις, προβληματισμούς και πληροφορίες, αν δε θέλεις να σε αποφεύγουν. Δε γίνεται να γράφεις χωρίς φίλτρα, χωρίς να υπολογίσεις τις συνέπειες. Άσε που στον δρόμο μπορεί να την ψωνίσεις. Να νιώσεις σημαντικός, ότι πρέπει πάση θυσία να τοποθετηθείς, να ’χεις άποψη για όλα -το οφείλεις στο κοινό σου, την ιστορία, τον χαφιέ που μας (παρ)ακολουθεί. Και μη χειρότερα...

Δεν εντάσσεται στα παραπάνω, αλλά θα φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα. Αν ήταν ενεργό το «Σφυροδρέπανο» το προηγούμενο διάστημα, μπορεί να ένιωθα υποχρεωμένος να πω μια άποψη (ή αποψάρα) για το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, τη θέση του Κόμματος, για στοιχεία που δε με πείθουν ή με προβληματίζουν. Κι ας μην είχα κατασταλαγμένη άποψη, κι ας μην είμαι ούτε λίγο ειδικός, κι ας αγνοώ βασικές έννοιες επί του θέματος. Προφανώς δε μιλάμε μόνο για όσα κατέχουμε σαν επιστήμονες και δε χρειάζεται να είμαστε ειδικοί για να σχηματίζουμε γνώμη -μιλάω όμως για το αν νιώθεις «υποχρεωμένος» να την εκφέρεις δημόσια, να μη θεωρηθεί ότι σιωπάς επίτηδες.

Στα πρώτα χρόνια του μπλοκ ένιωθα κάπως σαν πρόκληση να γράψω ακριβώς ό,τι σκέφτομαι. Οτιδήποτε άλλο θα ’ταν έκπτωση και (αυτο)λογοκρισία. Με τον καιρό επέλεξα να βάζω κάποια φίλτρα -στις διατυπώσεις, όχι στο περιεχόμενο. Αυτό το εξέλαβε ως «στροφή» ένα κομμάτι της παλιάς βάσης του μπλοκ, που ξενέρωσε και ξέκοψε διακριτικά ή απότομα. Φίλτρο από φίλτρο βέβαια διαφέρει -όπως ξέρουν οι χρήστες του Ίνστα- κι είναι ζήτημα αν/πότε παραμορφώνεις την πραγματική εικόνα. Αλλά για την κε του μπλοκ το κάδρο ήταν πάντα ίδιο, άσχετα πώς το ερμήνευε το κοινό. Ακόμα και τώρα που επέστρεψε στο μπλοκ, γιατί είχε πεθυμήσει μια τζούρα άφιλτρο και είχε βαρεθεί την πολιτική ορθότητα.

Και τώρα; Τώρα τι λες; Τώρα που έφυγαν όλοι και άδειασε η πίστα, έχουμε χώρο για ωραία πράγματα. Αλλά αυτή είναι ατάκα από τον «Κόκκορα» του Αρκά, που αποχωρεί αηδιασμένος από τις φαντασιώσεις του, αφήνοντας άθελά του χώρο στο γουρούνι και τις κότες που λιμπιζόταν για τον ίδιο, αλλά τις έχασε ακόμα και στη δική του φαντασίωση.

Τα blog δεν είναι ένα είδος πολιτικού αυνανισμού -ελπίζω. Είναι μια μόδα που πέρασε. Μα πάνω απ’ όλα είναι ανάγκη έκφρασης, σχεδόν «σωματική», όχι απλά πνευματική (το έχει διατυπώσει πολύ καλά ο Ρίτσος -ή μήπως ο Ρίλκε;- καλύπτοντας όσους έχουν την ίδια αίσθηση -κι ας μην έχουν ούτε κλάσμα από το ταλέντο του). Αυτός είναι ο λόγος να κρατάς ζωντανό ένα ιστολόγιο, μαζί με ένα κομμάτι του εαυτού σου -και ίσως κάτι στο οποίο μπορούν να βρουν και άλλοι τον εαυτό τους. Και αυτό δεν είναι μόδα, για να πεθάνει με το πέρασμα του χρόνου.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Πώς η τέχνη γίνεται ιστορία

Δυο όψεις έχει η ζωή, ανάλαφρη και σοβαρή
ας μπούμε από την πρώτη και θα δούμε πού θα βγει

Συναυλία-αφιέρωμα στον Μικρούτσικο. Αλήθεια τώρα, πιστεύεις πως κολλάει τέτοιο στιλ με την περίσταση; Όχι, αλλά δεν υπάρχει συγκίνηση χωρίς γέλιο. Και όπως και να είναι τα άστρα, πρέπει να τους βγάζουμε γλώσσα.


Πρώτο μέρος

Μήνυμα στο viber. «Βάλτε ΜΕΓΚΑ τώρα». Ευτυχισμένο το 1992. Πετυχαίνουμε προαναγγελία της συναυλίας και θέμα για τη σχέση του Θάνου με το Κόμμα. Τι έγινε ρε παιδιά; Από πότε παίζει το τιμημένο ο λαθρέμπορας; Α, οκ, είναι της Γιάμαλη. Άλλοθι πολυφωνίας, με στιλ εναλλακτικής θείτσας. Καλεσμένος ο Ανδρέας, βαθύτατα συγκινημένος, λίγο πριν πάει στο εξοχικό -βάζελος γαρ. Λίγο πριν, έπεφτε ο τίτλος «η Ελλάδα τιμά τον Μικρούτσικο». 
Λες να είναι όλη η Ελλάδα ΚΚΕ και να μην το ξέρει; Ζούμε σε έναν κόσμο μαγικό. Μα να πεθαίνεις για το Κόμμα είναι άλλο, και άλλο εκείνο να σε πεθαίνει -σε μια συναυλία, για ένα κιβώτιο αδειανό, για μια θέση πάρκινγκ, ενώ εσύ, στην άλλη όχθη του Κηφισού, απολαμβάνεις τα αργύρια της προδοσίας.

Ξεκινάμε μιάμιση ώρα πριν για το ΣΕΦ. Ηθικό ακμαίο, μέχρι να μπεις στην κίνηση και το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, για μια θέση στάθμευσης. Μα πόση ώρα πριν να ξεκινάς, με αυτό το Κόμμα; (Καταντάει εκνευριστική πια τόση συνέπεια). Αρχίζεις νοερά τις χριστοπαναγίες (σαν τον Μπαρτζώκα), νιώθεις έτοιμος για επεισόδια στο πάρκινγκ (παρομοίως), μέχρι να δεις τυχαία μια αλάνα, σαν όαση στην έρημο. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους στα παράκτια του Δέλτα: δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο (και Ελένης, για τη συμπερίληψη) έχει τέλεια καβάτζα για παρκάρισμα. Αρκεί να πετάς πετραδάκια πίσω σου -θρύψαλα τα τζάμια- για να βρεις στην επιστροφή την υπόγεια διάβαση, μες σε τόσους ανισόπεδους κόμβους. Μα τι χάος είναι αυτό...

Είσοδος στο ΣΕΦ, είναι ήδη γεμάτο, μα εγώ το έχω (ξε)περάσει αυτό το στάδιο και τη θεωρία των σταδίων. Πρώτη φορά sold out φέτος, και με κόσμο στο παρκέ, 20 χιλιάδες μες στο νερό, εποχές τιρινίνι. Είναι μικρό το γήπεδο, δε μας χωρά στο ΣΕΦ και ένας γάβρος στο Χ (Τουίτερ) να σου απαντά για το Ελληνικό και τις ευθύνες των Αγγελόπουλων. Αξία ανεκτίμητη. Κοκκίνισε, κοκκίνισε ολόκληρη η Ελλάδα. Και να σου πω, κάτω τα χέρια από το «έχει η πλάση κοκκινίσει», μη γίνουμε μπίλιες, ε.

Ήταν ένα σταδιάκι, τόσο δα μικρούτσικο...

Ποιος έχει τα πλακάτ, τα πανιά, έπρεπε να έχουμε και ένα «θρυλικοί μάγκες», αλλά με Γόδα, Μουράτη, Αναματερό. Και πανό από τοπικούς συνδέσμους, Κοκκινιά, Περισσός, Θύρα 17 Καισαριανής κτλ. Να βάλουμε και ένα για τα Τέμπη ή δε θα ξεκινήσει το ματς; Τελικά έπαιξε σχετικό βίντεο μετά.

Στο κέντρο ο φωτεινός πίνακας έκανε κοντινά στον κόσμο, έδειχνε βίντεο, στίχους από τραγούδια, υπερθέαμα, ΣΕΦ experience, μόνο στο ΝΒΑ στο ΚΚΣΕ και τη Σοβιετία γίνονται αυτά. Ραγίζουν τα τσιμέντα, δακρύζει ο Μίσα -κι ας είναι από άλλη διοργάνωση. Το κόμμα είναι ο καλύτερος παραγωγός περιεχομένου, πολιτισμού και συγκινήσεων.

Κι αν έπαιρνε το ΚΚΕ τη διαχείριση του ΣΕΦ -με το σοβιετικό όνομα και την οροφή αλά Γκαουντί; Μεγαλεία. Στην παρουσίαση οι παίκτες θα έμπαιναν υπό τους ήχους της Ρόζας ή κάποιου άσματος του Θάνου -αντί για το Sirius των ALP για τους Μπουλς. Έντι Ταβάρες, απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι...

Αντί για kiss cam, θα υψώναμε γροθιές, αν μας έκανε κοντινό ο σκηνοθέτης. Και οι red drops με τις σφεντόνες θα εκτόξευαν μπλουζάκια του Φεστιβάλ ή Ριζοσπάστες. Αλλά πώς θα βρούμε το μπλουζάκι του Θ. Παπαδόπουλου, με τον Θάνο;
Θύμιο, quiero tu camiseta...


Έκκληση απ’ τα μεγάφωνα να μην αφήνουμε κενές θέσεις. Κι αν γεμίσουν οι κερκίδες, να κατέβουμε στο γήπεδο. Κι αν γεμίσει το γήπεδο, θα πάμε απέναντι στο Καραϊσκάκη.
Κάποιοι λοξοκοιτάζουν στα κινητά το ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, όπως στην άλλη συναυλία στο Γαλάτσι, όπου έχει ο Μίλτος μια ωραία ιστορία για το σπίτι του, και ο Ιβάν μια ακόμα καλύτερη με πιστολέρο. Αλλά τώρα κύλησαν όλα ομαλά, το πιο μεγάλο αθλητικό «σοκ» ήταν η ανταλλαγή Λούκα-Ντέιβις στο ΝΒΑ -αλλά ποιος ασχολείται σοβαρά με τέτοια εμποροπανήγυρη;

Ξεκινά η εκδήλωση, αρχίζεις να αναρωτιέσαι: Μήπως να παίρναμε για τη νοηματική τη διερμηνέα που ήταν την Πρωτοχρονιά στο Σύνταγμα; Άραγε η Μποφίλιου -με το μαύρο μαλλί και τον Κνίτικο ζήλο- να βγήκε και εξόρμηση Οδηγητή, μετά το promo video της συναυλίας στον Περισσό; Θα χωρούσε το τραγούδι για τον Πουλαντζά -και την Μπαστιά; Να έχουν έρθει Λάδης, Τριπολίτης κι άλλοι στιχουργοί; Πότε έγινε σαν τον Πορτοκάλογλου ο Θηβαίος -στην εμφάνιση και γενικώς; Θα ήταν καλός Νταλάρας στο YFSF ο Κότσιρας; Άραγε να κλαίει επειδή πρώτη φορά λέει τόσο καλά τραγούδια;


Κάπου εδώ εξαντλείται ο χαβαλές και αρχίζει μια απόπειρα πιο σοβαρής προσέγγισης.

Δεύτερο μέρος

Εν αρχή ήταν η συγκίνηση, σε κάθε επίπεδο.

Το βίντεο για τα Τέμπη, με υπόκρουση το τραγούδι του Βασίλη για (τον Χάρη και) τα τρένα. Και όλο το ΣΕΦ συγκινημένο και θυμωμένο, όπως είπε η Μαρία Παπαγιάννη. Που έσπασε λέγοντας ότι ο Θάνος σε ένα μόνο είχε άδικο: που φοβόταν πως θα ηττηθεί στη μάχη με τον χρόνο -αλλά το έργο του νίκησε και είναι εδώ μαζί μας.

Η Ρίτα που μας είπε στο μικρόφωνο: «Τρέμω»! Γιατί έβλεπε ένα στάδιο γεμάτο από κόσμο που συνεχίζει να βαδίζει και δεν τον αλυσοδένουν.
Ο Θωμαΐδης που έλεγε σχεδόν κλαίγοντας, με αναφιλητά, το «Άννα, μην κλαις».
Ο Κότσιρας που ζήτησε συγνώμη για τα δάκρυα και σκούπιζε τα μάτια του, τραγουδώντας.

Τα χειροκροτήματα για το ιστορικό εξώφυλλο του Ρίζου στην οθόνη, όταν έπαιζε το ανεμολόγιο -ίσως οι πιο συγκλονιστικοί στίχοι που έχουν γραφτεί ποτέ, για τέτοια περίσταση.

Η φοβερή εικόνα στο «Άννα μην κλαις», με τους φακούς από τα κινητά στις κερκίδες, και την κάμερα να ζουμάρει σε μια σφισσα και τον αναπτήρα της. Κι ίσως παραδίπλα να ήταν και το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που θα είχε γλιτώσει αν ήταν κομμουνίστρια κι έκαιγε αυτόν τον άδικο κόσμο -όπως λέει και στον «Κόσμο της Σοφίας».

Ο Θάνος επί σκηνής, στην οθόνη, στη σκέψη όλων. Μπορεί να είμαστε υλιστές, αλλά κανείς άλλος δεν πιστεύει στην αθανασία και δεν την πλησιάζει πιο πολύ από τους κομμουνιστές -όπως λέει και ένας σφος.

Η αυλαία με την αφήγηση του παραμυθιού, οι μικρές σφήνες με τις παρεμβάσεις του, για τον Καββαδία, την κοινωνία του μέλλοντος, τον ψαρά που θα γίνει ποιητής και αντιστρόφως, για το εφικτό και το αδύνατο που θα κατακτήσουμε.

Το βίντεο από τη συναυλία στο Θέατρο Βράχων με τους «επτά νάνους», που αναρωτιόσουν αρχικά γιατί λείπει απ’ το πρόγραμμα και ποιος θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος της σύγκρισης. Μόνο αυτός, που πετούσε κάθε φορά που το έπαιζε, κάθε φορά διαφορετικά, σαν πρόβα εφόδου στον ουρανό -καμία πτήση δε μοιάζει με την άλλη-, και έτρεχαν πίσω οι μουσικοί του να τον προλάβουν, προτού προσγειωθεί ξανά με το χειροκρότημα.

Και το βαρύ ζεϊμπέκικο στο τέλος, όσο έπαιζε η Ρόζα, σα να γλεντούσε και ο ίδιος με τη συναυλία προς τιμήν του.

Η καλλιτεχνική συγκίνηση. Η ποιότητα, η αρτιότητα. Η εκπληκτική ενορχήστρωση -με το σαξόφωνο του Παπαδόπουλου. Και οι μοναδικές ερμηνείες, μία προς μία. Κάποιους τους ήξερες από την καλή και την ανάποδη -όπως τον Μίλτο, που είναι για το ΚΚΕ ό,τι ο Γιαννάκης για την εθνική μπάσκετ, ψυχή, ρεκόρ συμμετοχών κτλ. Για κάποιους γνώριζες ή υποψιαζόσουν τι μπορούν να κάνουν με διαφορετικό ρεπερτόριο -πχ η Μποφίλιου. Κάποιοι άλλοι, όμως, ήταν πραγματική αποκάλυψη.
Πχ ο Κότσιρας -ομολογώ πως δεν του το ’χα. Και πάνω απ’ όλα η Μαρία Παπαγεωργίου, που ήταν από άλλο κόσμο, γεμάτο αστερόσκονη, όπου οι ήχοι επικοινωνούν απευθείας με ό,τι ονομάζουμε ψυχή και κάθε νότα παίζει με τις χορδές μέσα μας. Παραμυθένια παρουσία και απόδοση. Δε νομίζω ότι ήταν πολλοί σφοι έτοιμοι κι υποψιασμένοι για αυτό που είδαμε.

Πολιτική συγκίνηση. Για όσα βλέπαμε, για όσα κάνει το κόμμα. Για το μέγεθος του συνθέτη, που ήταν ο πιο πολιτικός από όλους, ένας μουσικός φιλόσοφος. Κι ήθελε τόσα να μας πει, και μίλησε σε κάθε ένα από μας όσο κανένας, είπε τόσο πολλά με το έργο του, τους στίχους που μελοποίησε: για τον έρωτα, την επανάσταση, την αντεπανάσταση (Ανεμολόγιο), για τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν -και δε θα ’ναι «απλοί κυματισμοί» -sic... Μπορείς να πιαστείς από το «Μανιφέστο» και τον Ελμπέρτο Κόμπος, για να πιάσεις τον ιμπεριαλισμό και τη διώρυγα του Παναμά. Μπορείς να πιαστείς απ’ το «Στρατηγέ», που είναι η καλύτερη εισαγωγή για το καίριο ζήτημα της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Πολιτικά μιλώντας, ο Θάνος ήταν σε άλλο επίπεδο, ακόμα και στις χαμηλές του πτήσεις -κάτι σαν αυτό που έγραφε ο Λένιν για τη Ρόζα, που είναι αϊτός και ξεχωρίζει, ακόμα και αν πετάει καμιά φορά χαμηλά μαζί με κότες. Και μήπως έλειπε το κομμάτι του ΘΜ για τη Ρόζα; Και τον Πλουμπίδη; Και για τον Ντικ; Και την Μπαστιά και... και... και...

Ήταν σπουδαίος και στην «αυτοκριτική» του. Τον άκουγες να λέει, μετά το ’15, ότι η διαφωνία του με το ΚΚΕ αφορούσε την έννοια του εφικτού -που δοκιμάστηκε και απέτυχε με κρότο. Και στο επόμενο απόσπασμα να μας καλεί να κατακτήσουμε το αδύνατο, χορεύοντας πάνω στο φτερό που καρχαρία.

Η χτεσινή πρόσκληση έλεγε πως τη συναυλία τη διοργανώνει το ΚΚΕ και η οικογένεια του Θάνου. Αλλά η οικογένειά του είναι πολύ μεγάλη, τεράστια, χιλιάδες κόσμου, που γεμίζει δρόμους και στάδια, με συγκλονιστικό τρόπο, όπως έκανε χτες. Είναι ο δικός του κόσμος, όπως έλεγε και ο Μικρούτσικος, στον οποίο χάρισε τη ζωή του και το έργο του.

Και τι ήθελε, τελικά, να μας πει; Αυτό ο καθένας μπορεί να το βρει μόνος του -μόνοι μας περνάμε τις Συμπληγάδες, όπως είπε κι ο Μεράντζας στη σκηνή. Δεν είναι ακριβώς υποκειμενικό, είναι όμως κατά βάση μια προσωπική εμπειρία. Κι αν χτες ένιωσε κάποιο από τα παραπάνω (και άλλα τόσα) επίπεδα συγκίνησης, βίωσε κάτι σπουδαίο. Αν κατάφερε να τα συνδυάσει, έζησε κάτι μαγικό, που θα το θυμάται για πάντα. Κι αν κατάφερε να σμίξει την καρδιά του σε έναν έστω στιγμιαίο συντονισμό με όλους τους άλλους στο ΣΕΦ, βίωσε τη μαγεία. Πώς η ανάγκη γίνεται τέχνη, ιστορία, υλική δύναμη, κατακτά τις μάζες και τον κόσμο ολόκληρο, για να τον αλλάξει.

Υγ: και να ετοιμάζεται το Καλλιμάρμαρο για άλλη μια υποδοχή.