Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει

Παραφράζοντας τον Βασίλη Ραφαηλίδη, θα λέγαμε πως στο ΚΚΕ της (χρυσής) εποχής του, μπορούσε να βρει κανείς τα πάντα, ακόμα και τον Μίκη Θεοδωράκη. Που ίσως κάποιοι εκ των δικών μας «γενίτσαρων» -που τους πήραν από την αγκαλιά της δεξιάς μάνας τους στο παιδομάζωμα και έγιναν κομμούνια στα αμφιθέατρα- δεν τον θεωρούσαν και τόσο κομμουνιστή, βάσει λόγων και πράξεων πολιτικών. Τον έκανε όμως το (μουσικό) έργο του.


Γιατί όπως γράφει ο Μίκης στους «δρόμους του Αρχαγγέλου», στα χρόνια της αποστασιοποίησής του -που δεν ήταν καν μπρεχτική αλλά πολιτική- τότε είχαν δαγκώσει όλοι τη λαμαρίνα και πίστευαν πως θα χτίσουν από αύριο τον κομμουνισμό -ο καθένας με τον τρόπο του. Και ο τρόπος του Μίκη ήταν μουσικός, εμβληματικός και ο πλέον διαχρονικός. Κανείς άλλος στη χώρα μας -άντε ο Θάνος- δεν μπορεί να παινευτεί πως συσκεύασε τον κομμουνισμό σε νότες και στίχους, όσο αυτός.

Γι’ αυτό κι οι δικοί μας «γενίτσαροι» δεν αλλαξοπίστησαν ποτέ και συνεχίζουν να τον λατρεύουν ως θεό, συγχωρώντας του μια σειρά -όχι τόσο στιγμιαία- λάθη και παραστρατήματα με τον εξαποδώ -είτε λέγεται Μητσοτάκης, είτε αδέλφια μου χρυσαυγίτες. Και δεν τον λατρεύουν δογματικά, εν είδει θρησκευτικής εμμονής ή γιατί διαθέτει κάποιο αλάθητο, αλλά με κινηματικούς, σχεδόν υλικούς όρους, γνωρίζοντας πως η τέχνη του καταλαμβάνει τις μάζες και γίνεται δύναμη στους δρόμους. Όπως στην προχτεσινή συναυλία, που πήρε μορφή παλλαϊκής διαδήλωσης για την Παλαιστίνη, μακριά από κάθε έννοια μνημόσυνου για τον Θεοδωράκη.

Παραφράζοντας τον τίτλο ενός βιβλίου του Μίκη (όχι αυτό που συνέγραψε με τον Γουλιάμο -!- όπως μάθαμε από την ομιλία του ΓΓ), ήταν μια συναυλία για τις μάζες. Που ήταν κοινό παντός καύσωνα, με όπλα παρά πόδας, βεντάλιες-προγράμματα ανά χείρας, γέμισε κάθε γωνιά του Σταδίου, δεν έσπασε ως το τέλος -μολονότι ακολουθούσε εργάσιμη, κι αν ερχόταν ο Ζαχαριάδης, θα τον σήκωνε στα χέρια, όπως παλιά. Κι όσοι μιλάνε για 50 χιλιάδες κόσμου, δεν κάνουν μετριοπαθείς εκτιμήσεις, αλλά υποτιμούν τα πραγματικά μεγέθη.

Κι αν κάποιοι γκρινιάζουν πως το Κόμμα τείνει να γίνει οργανισμός παραγωγής συναυλιών και αφιερωμάτων, είναι κι αυτό μέρος του κομμουνισμού που χτίζουμε όλοι μαζί -ο καθένας με τον τρόπο του. Εκεί όπου -παραφράζοντας τους κλασικούς- οι συνθέτες θα παράγουν πολιτική και τα Κόμματα (ένα θα ’ναι) Πολιτισμό, οι φιλόσοφοι θα ψαρεύουν, οι χορτοφάγοι θα κυνηγούν κοκ...

Η μέρα ήταν μοναδική, η ιστορία πηχτή στην ατμόσφαιρα, από τις μέρες που θα λες κάποτε, σε απογόνους ή επιγόνους, πως ήσουν κι εσύ εκεί. Είναι συγκλονιστικό και επιτέλους το ζούμε, όπως ειπώθηκε και από μικροφώνου. Και ίσως το μόνο που έλειπε να ήταν ο ηλεκτρισμός των πρώτων συναυλιών της Μεταπολίτευσης ή το κάτι παραπάνω που θα έκανε την έκπληξη. Ένα άβαταρ του Μίκη -και ο Ευαγγελάτος δίπλα του-, μια μεταμελημένη δήλωση της Γλυκερίας, να βγουν ξανά οι χορδές του Βασίλη -σαν τα μαλλιά του-, να εμφανιζόταν στο Στάδιο ο Ζαχαριάδης, να κάναμε ένα συλλογικό οργανωμένο ντου -στο Μαξίμου ή στο άγαλμα του Τρούμαν.

Ακόμα κι έτσι όμως, φεύγοντας κουβαλούσαμε ένα μικρό μωσαϊκό με αναμνήσεις.

Τους ΚΘ στον πιο απαιτητικό (κόντρα) ρόλο της σύντομης διαδρομής τους. Και τον μετανάστη Φωτιά να φλέγεται από πάθος.
Τον εγγονό του Θεοδωράκη να αποδεικνύει πως έχει το φωνητικό DNA του παππού του -κάπως σαν μίμηση σε τηλεπαιχνίδι -your face sounds familiar...

Την Τουμπανάκη με φωνή - τούμπανο (όλοι το σκέφτηκαν, αλλά κάποιος έπρεπε να το γράψει), ευχάριστη έκπληξη για όσους δεν την ήξερα από τη θητεία της ως ντουντουκέρισσα στις πορείες της Πάτρας.
Τον Πετράκη να ανατρέπει παγκόσμιες σταθερές. Περάσαμε όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια μιλώντας για τον Ναζίμ Χικμέτ, και έρχεσαι τώρα αυτός να μας πει με Νάζι(μ) πως τονίζονται και τα δύο στην παραλήγουσα; 

Την ομιλία του ΓΓ. Που ξεκίνησε ως παιχνίδι με σφηνάκια για κάθε στίχο που θα αξιοποιούσε το κείμενο. Αλλά είχε ουσία, βάθος, σεβασμό στον Μίκη, την παλλόμενη προσωπικότητά του (παλλόμενη; -Καρακαταπαλλόμενη) που δεν παρακολουθούσε απλώς το πνεύμα της ιστορίας, αναφορά στις διαφωνίες μας. Ακόμα και μια αποστροφή του, που έκλεινε το μάτι στα BRICs.

Ήδη έχει αποκαλυφθεί ότι μετά τον Άξονα του Κακού, όπως τον βάφτισε ο Μπους, δηλαδή το Ιράκ, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, σειρά έχουν η Κίνα και η Ρωσία".

Η αξιοπρεπής παρουσία της Μαργαρίτας, που όλοι λένε ότι είναι δύσκολος χαρακτήρας, αλλά στάθηκε πολύ καλά, επιλέγοντας να δώσει βάρος στον αγώνα των Παλαιστίνιων, ακόμα και με σημαία επί σκηνής.

Τον ύμνο της Παλαιστίνης. Γιατί ακούμε πολλές υπερβολές για σουξεδάκια-«ύμνους», αλλά κάποιοι συνθέτες έχουν άλλο μέγεθος και έχουν γράψει κυριολεκτικά τέτοιους. Κρίμα που δεν ήταν η Γλυκερία να τον τραγουδήσει...

Η καθολική παρουσία της Παλαιστίνη. Στις ομιλίες, τις αφιερώσεις, τα λάβαρα και τα σημαιάκια στην κερκίδα, τα πλάνα με τον παλαιστίνιο πρέσβη, ο ύμνος, οι συνειρμοί με τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Μίκη στην Ιντιφάντα...

Ο Φραγκούλης που κατέπνιγε τον σοπράνο μέσα του, αλλά του ξέφυγαν δυο ξεσπάσματα και δυο «χρόνια πολλά Μίκη» -ευτυχώς που δεν πρόσθεσε «να μας ζήσεις». Μια διαφορετική νότα, σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις σταθερές αξίες, σαν τον Θαλασσινό και τον Μπάση -ίσως η καλύτερη παρουσία μαζί με τον Νταλάρα. Και η πιο ξεσηκωτική, μαζί με τον Μίλτο.

Ο Λέκκας, που μοίρασε συχαρίκια σε όλους -σε εσάς και σε εμάς- θυμίζοντας άθελά του κάτι από Αγραβάνη (να πω ένα μπράβο στον εαυτό μου).

Η μουδιασμένη υποδοχή στην Πρωτοψάλτη, που την άντεξε το σκοινί, στο χειροκρότημα στο τέλος. Αρκεί να μην υπάρξει συνέχεια στις εκπλήξεις. Να μπορούσα στο Φεστιβάλ να ’χα εγώ βενιζνάδικο...

Ο Βασίλης που είναι πια σαν έφηβο γεράκι στη σκηνή. Κι ίσως η επόμενη φορά που θα γεμίσει το Καλλιμάρμαρο, να είναι για τα δικά του 100 χρόνια, με αυτόν επί σκηνής σαν Ελ Σιντ, στη γνωστή στάση του Εσταυρωμένου. Αλλά ως τότε θα γεμίζουμε και το ΟΑΚΑ ή κάτι ακόμα μεγαλύτερο.
Κι όταν είπε την «Όμορφη Πόλη», που θέλει λιγότερα ντεσιμπέλ, το έβγαλε αξιοπρεπώς, κάνοντας ρεκόρ αναμμένων φακών στα κινητά του κοινού.

Ο Νταλάρας, που είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον Βασίλη, αλλά ο αληθινός αιώνιος έφηβος, γιατί αυτός τις μ-λ-κίες στη ζωή του δεν τις έκανε, απλώς τις έλεγε. Κι έκλεψε αντικειμενικά την παράσταση με τους «Τεκετζήδες», γεφυρώνοντας το χάσμα των γενεών -αντί για το ταξικό- αλλά η ειρωνεία της τύχης (;) του όρισε να τραγουδήσει: είσαι ΠΑΣΟΚ και δε χωρά-ά-ά-άς, στον σοσια-στον σοσιαλισμό μου...
Αλλά αυτά τα λέω σχεδόν με αγάπη, γιατί είναι η μόνη μας ελπίδα να ακούσουμε κάτι καλό στη συναυλία τους με τον Βασίλη στη Νίκαια.

Κι η Φαραντούρη, συγκινητική και βαθιά συγκινημένη, ζωντανή ενσάρκωση της παρακαταθήκης του Μίκη, να μας λέει «ίσως να μην το ξέρετε» για την «Λαμπρή», που έχει σημαδέψει ακόμα και φιλελέ ασπόνδυλα, σαν τους Πανουτσοκαρπετόπουλους -όλοι στην πλατεία Ταπητουργείου.

Μόνο ο Βουλαρίνος κατάφερε να παραμείνει πιστός στα κόμπλεξ του -συγχαίροντας το ΚΚΕ που τίμησε έναν πρώην υπουργό της ΝΔ. Αλλά το αποτύπωμα της συναυλίας στον αστικό τύπο και τα διθυραμβικά σχόλια από μέσα υπεράνω υποψίας είναι ενδεικτικά της αίσθησης που προκάλεσε. Κι ίσως γράφουν τον καλύτερο επίλογο.

Ο δικός μου όμως θα είναι για τον Μίκη -και ίσως θα έπρεπε να είναι ένα ξεχωριστό δεύτερο μέρος, αντί να στριμωχτεί σε λίγα υστερόγραφα. Ο Μίκης ήταν φωτοδότης ήλιος, με ένα σωρό κηλίδες, αλλά είναι ανόητο να απαρνείσαι για αυτές τη λάμψη του, που έσπαγε τα σκοτάδια της εποχής του. Ήταν μεγάλος, ακόμα και στα λάθη του. Αλλά στο τέλος μένουν πίσω μόνο τα πιο σημαντικά κεφάλαια της ζωής του. Και αυτά ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας και δίπλα στο Κόμμα, όπως σημείωσε ο ίδιος στη διαθήκη του. Ο μόνος που μπορούσε να μειώσει την προσφορά του, ήταν τελικά ο ίδιος. Αλλά ήταν τόσο λαμπρό το έργο του, που απέδειξε πως σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει...

Υστερόγραφο για όσα θα μπορούσε να έχει ένα δεύτερο μέρος

Αυτός που έκανε μόδα τη μεταπολιτευτική ειρωνεία προς τον Θεοδωράκη, ήταν ο Σαββόπουλος -με τους Αχαρνείς του. Που δεν αγάπησε απλώς τη δόξα, αλλά την εξουσία.

Ο Σιδηρόπουλος έκανε μια πικρόχολη σύγκριση με τον Μίκυ Μάους. Αλλά ο Μίκης, μες στις αντιφάσεις και τα λάθη του, δεν ήταν μες στα ποντίκια που πήδηξαν από το καράβι, όταν βούλιαζε. Ήταν απλώς «κάποιος που πολέμησε τον Δεκέμβρη», όπως διάλεξε να γράφει στο μνήμα του. Και το θυμόταν με περηφάνια, όχι ως μπανανόφλουδα...

Τα πιο πολλά στραβά του Μίκη -από τον φιλοκυβερνητισμό και την αγάπη για την προσωπική προβολή έως τον υπέρμετρο πατριωτισμό- ήταν λάθη που εν μέρει «τα κάναμε μαζί», πχ την εποχή της ΕΔΑ. Αλλά αν κάποιος είχε δικαίωμα «να την ψωνίσει», ίσως ήταν αυτός. Δεν είναι λίγο να συμπυκνώνεις την ιστορία, τους πόθους μιας γενιάς, να στήνεις οργανώσεις νεολαίας από την αρχή. Αν μη τι άλλο ο Μίκης ήταν η προσωποποίηση της δικής μας ιδεολογικής ηγεμονίας. Και το ξεθώριασμα της δικής του ακτινοβολίας αντανακλά ίσως τα δικά μας όρια και αντιφάσεις, της δικής μας ήττας -και- σε αυτό το πεδίο, μετά τα πρώτα ένδοξα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μίκης παραμένει ένα παιδί αστικών καταβολών που αφιερώθηκε στο κίνημα. Ένας καλλιτέχνης που είχε μια έτοιμη -ή έστω πολλά υποσχόμενη- σταδιοδρομία ως πρωτοπόρος συνθέτης, αλλά επέλεξε να αφιερωθεί στον λαό, κερδιζοντας έτσι την αθανασία από τον δύσκολο δρόμο της Αρετής. Και ένας συνθέτης που κατάφερε όσο κανείς να εξοικειώσει έναν λαό με τις καλύτερες στιγμές της ποίησης -που δε θυμίζουν Βάνα Καρούλου Λέκκα. Και για όλα αυτά είναι η πιο ψηλή κορυφή, πετάει σε ύψη που κανείς άλλος δεν έχει αντικρίσει.

Η μεταθανάτια επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο του, το ΚΚΕ, όπως εκφράστηκε με τη Διαθήκη του, και τα αντίστοιχα παραδείγματα άλλων καλλιτεχνών, μπορεί να θυμίζουν σε κάποιους τα συγχωροχάρτια που μοίραζε η παπική Εκκλησία, αλλά είναι ένα συγκλονιστικό φαινόμενο, πολύ πλούσιο για να χωρέσει σε τόσο φτωχά θρησκευτικά σχήματα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολεμάμε κ τραγουδάμε

Άναυδος