Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Σημειώσεις περί δημοκρατίας

Η τρίτη και μακρύτερη –με την έννοια της μακροβιότερης- ελληνική δημοκρατία, θυμίζει σταδιακά, όσο μεγαλώνει, ολοένα και περισσότερο το τρίτο ράιχ, όπως είχαμε πει σε προηγούμενο κείμενο –χωρίς αυτό να παραπέμπει στη γνωστή δημοφιλή θεωρία περί οικονομικής κατοχής, μερκελιστών, κτλ. Κι έχει περάσει από σαράντα παρά ένα κύματα, δηλ 39, όσα και τα χρόνια της, που την κάνουν να μοιάζει με τη δεσποινίδα της ταινίας, που έμεινε άγαμη. Και όσοι της έταζαν βίο ανθόσπαρτο και την πήραν από δυο και τρεις (ή περισσότερες) φορές στις κυβερνητικές του θητείες, την ξεγέλασαν και της πήραν ό,τι πολυτιμότερο είχε: την προίκα του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού με τις κατακτήσεις του και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, που δεν ήρθε ποτέ.

Η καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια κι ενηλικιώθηκε απότομα με τις σαρωτικές ανατροπές του 89’ σε διεθνές επίπεδο. Αλλά εξελίχθηκε σε υστερική γεροντοκόρη, που περνά κρίση ταυτότητας κι έβλεπε να κλείνει ο κύκλος της και να πλησιάζει η εμμηνόπαυση και η παύση πληρωμών προς τις συμβατικές υποχρεώσεις του κράτους της: μισθοί, συντάξεις, κτλ –με την εξαίρεση βέβαια των πιστωτών της. Κι ενώ τελειώνουν τα κόκκινα ωάριά της και τα μηνιαία μαντάτα για την… κάθοδο των ρώσων, φαίνεται να τελειώνουν και οι ελπίδες –ή μήπως αυταπάτες;- ότι έφερε μαζί και το σπέρμα για να γεννηθεί μια άλλη κοινωνία σε αυτήν την περίοδό της.

Κι έτσι καχεκτική που τη βλέπουμε ετοιμαζόμαστε του χρόνου να της κάνουμε τα σαράντα, αφού περάσει από πάνω της να την αποτελειώσει το σαρακοστό κύμα, σαν αυτό της γερμανικής ταινίας, που ξεκίνησε σαν πλάκα, αλλά θέριεψε γρήγορα και τώρα πάει για τρίτο κόμμα –και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, όσο ο αστικός κόσμος κρατάει στάση κατευνασμού απέναντί του, τάχα για να το εξευμενίσει.

Η ρόζα έλεγε πως η δημοκρατία κι η ελευθερία λόγου μπορεί να νοηθεί ως τέτοια μόνο σε σχέση με τη μειοψηφία που διαφωνεί. Αλλά ο τρότσκι –αν δεν κάνω λάθος- τον καιρό που ήταν με τους μπολσεβίκους είχε πει ότι για εμάς η δημοκρατία δεν είναι φετίχ κι αυτοσκοπός, αλλά ένα απλό μέσο. Και οι εραστές της καθαρής δημοκρατίας απαντάνε αναδρομικά πως η λογική αυτή του γύρισε μπούμερανγκ και την πλήρωσε πολύ ακριβά –όπως κι άλλοι κομμουνιστές ηγέτες και τα κκ συνολικά- πέφτοντας ο ίδιος θύμα του «αντιδημοκρατικού μηχανισμού» που είχε στήσει. Ενώ τώρα το κίνημα έχει αποκαταστήσει τα αμεσοδημοκρατικά φετίχ και βλέπει τη γλύκα από την ανάποδη, απολαμβάνοντας πολύωρα συντονιστικά για βάλιουμ και το δικαίωμα της μειοψηφίας να σπάει τα νεύρα των υπόλοιπων και κάθε όριο ανοχής.

Η κοινή γνώμη έχει συνηθίσει να θεωρεί αυταρχικό κι ολοκληρωτικό το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό –τη στιγμή που στηρίζει μικρο-αστικά κόμματα με πλήρως αρχηγοκεντρική δομή, χωρίς ίχνος δημοκρατικών συλλογικών διαδικασιών. Και τη βρίσκει με αμεσοδημοκρατικές ονειρώξεις, στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής (αμεσο)δημοκρατίας. Η οποία βασιζόταν όμως στο θεσμό της δουλείας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει κανείς ελεύθερο χρόνο και τη δυνατότητα να πηγαίνει στην εκκλησία του δήμου για να λέει το μακρύ και το κοντό του. Έτσι και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα πιο υποδουλωτικό για τη σκέψη και την οικονομία της συζήτησης από το να βλέπεις δύο και περισσότερους πλατφόρμερς να πλακώνονται αμεσοδημοκρατικά στα μαρμαρένια αλώνια μέχρι πρωίας και τελικής πτώσης των ακροατών στο πάτωμα.

Οι εραστές της αγνής και άδολης (σαν την αναλογική) δημοκρατίας λένε επίσης πως ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δε θα υπάρξει. Ξεχνώντας πως στην ουσία ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Η δημοκρατία ή θα είναι σοσιαλιστική ή δε θα υπάρξει. Κι αφού υπάρξει ως τέτοια, δηλ ως δικτατορία του προλεταριάτου, θα οδηγηθεί στην απονέκρωση και τη σταδιακή εξάλειψή της. Γιατί ακόμα κι η πιο πλέρια δημοκρατία δεν παύει να είναι μια μορφή κράτους κι εξουσίας, όπως προκύπτει κι από την ετυμολογία της λέξης, που δε θα έχει θέση στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Και με αυτήν ακριβώς την έννοια η δημοκρατία δεν αποτελεί φετίχ κι αυτοσκοπό για τους κομμουνιστές.
Με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό η αριστερά σήμερα ή θα είναι κομμουνιστική ή δε θα υπάρξει –παρά μόνο ως τσόντα στο αστικό πολιτικό σκηνικό κι αριστερή του πτέρυγα, πχ η δημοκρατική αριστερά.

Μήπως όμως έτσι χαρίζουμε ελαφρά τη καρδία στον αντίπαλο αυτές τις έννοιες, διαπράττοντας σοβαρό επικοινωνιακό μα πρωτίστως πολιτικό σφάλμα;
Καθαρή δημοκρατία ωστόσο υπάρχει μόνο σε θολά μυαλά, χωρίς ταξικό κριτήριο και στη σκέψη δήθεν πρωτοποριών που ψαρεύουν σε θολά νερά και ρίχνουν δίχτυα  με το σύνθημα της πραγματικής δημοκρατίας που δημιουργεί φενακισμένες συνειδήσεις κι υπερταξικές αυταπάτες. Αρνούνται συνειδητά να ζυμώσουν ανάγκη της επανάστασης και κοσκινίζουν δέκα μέρες (που δε συγκλόνισαν τον κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) για να καταλήξουν ασυνείδητα ουρά του αυθόρμητου και μη συνειδητού κομματιού του κινήματος.

Η ουσία δεν είναι πως η καθαρή δημοκρατία δεν χωρά στα στενά πλαίσια της κομμουνιστικής καθαρότητας, αλλά ότι έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα –εκτός κι αν δε μας βολεύει ούτε αυτή, οπότε να τη βαφτίσουμε με τη σειρά της σεχταριστική. Οι τίμιοι αριστεροί δημοκράτες (σκέτο) ανήκουν στο μεταπολιτευτικό παρελθόν, μαζί με την τίμια σοσιαλδημοκρατία και τον κεϊνσιανισμό και τελούν προς εξαφάνιση. Σήμερα η αστική εξουσία είναι πολύ πιο έμπειρη και προετοιμασμένη να αξιοποιήσει προς όφελός της ακόμα και την απέχθεια του λαού προς το ίδιο το αστικό κράτος και την κολοβή δημοκρατία που του προσφέρει.
Ας δούμε τα συνθήματα για λιγότερο κράτος (δηλ ιδιωτικοποιήσεις και προώθηση καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων) ή το φλερτ του αστικού πολιτικού κόσμου με την κυβέρνηση τεχνοκρατών ή άλλων ανοιχτά φασιστικών σεναρίων στο όνομα της υπέρβασης των ορίων του (αστικού) κοινοβουλευτισμού. Η αστική προπαγάνδα πλασάρει στην κυβέρνηση «αντιεξουσιαστές» τύπου γιωργάκη ή ψαριανού κι αφήνει στους κομμουνιστές το ρόλο των «αγκυλωμένων κρατιστών» και των υπερασπιστών του διεφθαρμένου δημοσίου, που ευθύνονται για όλα τα στραβά σε αυτή την τελευταία σοβιετική γωνιά της ευρώπης, κι ας μη κυβέρνησαν ποτέ.

Κι όλως τυχαία το δημόσιο και ο κρατισμός συγγενεύουν ετυμολογικά με τα δυο συνθετικά της λέξης δημοκρατία. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να μην χρησιμοποιούν κούφιες, γενικές έννοιες, αλλά να εξηγούν πάντα συγκεκριμένα για τι δημόσιο τομέα παλεύουν, σε ποιο κράτος και με τι είδους δημοκρατία –ποιο θα είναι το ταξικό της περιεχόμενο- αν θέλουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις συνέπειες αυτής της προπαγάνδας.

Πολύ συχνά αντιπαρατίθεται μηχανικά σε πολλές αναλύσεις η δημοκρατία με τη δικτατορία, η συναίνεση με την καταστολή, το οργουελικό 1984 με τον γενναίο νέο κόσμο του χάξλεϊ (σε λογοτεχνικό επίπεδο). Αλλά διαφεύγει από τον ορίζοντά τους πως οι δύο πόλοι συμπληρώνονται διαλεκτικά. Ότι όσο περισσότερη συναίνεση και παθητική αντίσταση συναντά η αστική εξουσία τόσο πιο δυνατή και σίγουρη νιώθει να προωθήσει την κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό, να διασφαλίσει την ύπαρξή της με το καρότο και με το μαστίγιο. Κι ότι η αστική δημοκρατία δεν τείνει μόνο προς τον πιο σίγουρο τρόπο διακυβέρνησης δια (κοινοβουλευτικών) πολιτικών αντιπροσώπων της αστικής τάξης, όπως σημείωνε ο λένιν. Παράλληλα ρέπει νομοτελειακά προς το φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, όπως ακριβώς η ολολήρωση των αγορών στην οικονομία «καταργεί» τον «υγιή», «ισότιμο», «δημοκρατικό» (κι ό,τι άλλο θέλετε) ανταγωνισμό και οδηγεί στο μονοπώλιο, στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου –και σε αυτή τη βάση στην πρωτόγνωρη ένταση του ανταγωνισμού.

Κι όσοι νοσταλγούν τον κεϊνσιανισμό στο επίπεδο της οικονομικής βάσης και την αντίστοιχη πολιτική του έκφραση στο εποικοδόμημα (σοσιαλδημοκρατία), παρέχουν πολύ κακή υπηρεσία στον αγώνα της εργατικής τάξης, γιατί αγνοούν(;) πως ακόμα και η καλύτερη αστική δημοκρατία δεν είναι παρά η πολιτική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου. Κι είναι σα να αντιστρέφουν πλήρως εκείνη την παλιά πολιτική φόρμουλα του βλαδίμηρου (στην καθυστερημένη ρωσία των αρχών του περασμένου αιώνα) για δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς και να τη βάζουν παραλλαγμένη σήμερα, στις δικές μας σημαίες ως κεντρικό στόχο, ζητώντας μια «δημοκρατική δικτατορία της αστικής τάξης». Πάντα στο πλαίσιο του συστήματος και του εξελικτικού μετασχηματισμού του σε κάτι διαφορετικό –με το βάθεμα και το πλάτεμα της δημοκρατίας, για να θυμηθούμε και τους κλασικούς του ελληνικού ευρωκομμουνισμού- συνεπώς πάντα μακριά από την πάλη για την επαναστατική αλλαγή του κόσμου.


Είναι αυτονόητο πως η παραπάνω κριτική δε γίνεται από τη σκοπιά της υποτίμησης του μετώπου για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος. Αλλά αντιθέτως για να καταδείξει πως το δημοκρατικό μέτωπο καθαυτό δεν είναι το κλειδί για την αυλή του (σοσιαλιστικού) παραδείσου, ούτε καν για το προαύλιό του –ως πρώτο πιθανό στάδιο της επανάστασης που έρχεται- αλλά ένα τακτικό μέσο που δε μπορεί να ανάγεται για τους κομμουνιστές σε φετίχ και αυτοσκοπό, που δεν υποτάσσεται στο στρατηγικό στόχο.

1 σχόλιο:

Ευμένης είπε...

Η αστική τάξη και οι εκπρόσωποι της λατρεύουν την "δημοκρατία" όταν υπηρετεί τους σκοπούς και τα συμφέροντα της. Γίνεται απίστευτα κυνική και σκληρή όταν έστω και σαν σκέψη θίγεται ο πυρήνας των αξιών της.Έχοντας στα χέρια της τον απόλυτο έλεγχο των θεσμών που θωρακίζουν την εξουσία της, επιδίδεται συστηματικά σε προπαγάνδα κατασυκοφάντησης και απαξίωσης του κομμουνισμού. Καλύτεροι προπαγανδιστές οι "δήθεν" αντιεξουσιαστές,αυτοί που φορώντας μάσκες καμώνονται και τους επαναστάτες. Η ιστορία μας είναι γεμάτοι από Εφιάλτες και Νενέκους. Παλαιότερα είχε και το σιγοντάρισμα του κόμματος,(βλέπε θέσεις 11ου συνέδριου ότι το ΠΑΣΟΚ είναι φορέας αλλαγής)πόσο γελοίο ακούγεται αυτό σήμερα. Αλλά η ζημιά έγινε ήδη, όλη αυτή η δυσοσμία της πασοκίλας μόλυνε την κοινωνία. Δυσφήμησε με την δική μας ευθύνη λέξεις με τεράστια βαρύτητα και συμβολισμούς. Μόνο γέλια και ειρωνεία προκαλούν στην κοινή γνώμη λέξεις όπως σοσιαλισμός,σύντροφος,κοινωνική δικαιοσύνη...Τώρα έχει πάρει σειρά να πεταχτεί στον βόθρο, από τους επαναστάτες της πορδής η αριστερά και οι παραδόσεις της. Ο συσχετισμός δύναμης δεν μας ευνοεί, αλλά και πότε μας ευνόησε στην πραγματικότητα; Μία φορά το 1944 και αυτή την χαραμίσαμε δίνοντας εξετάσεις καλής διαγωγής. Όλες τις άλλες ήμασταν με την πλάτη στον τοίχο αλλά την μάχη την δώσαμε, και μάλιστα νικηφόρα. Ας μην βαυκαλιζόμαστε πλέον με αυταπάτες, το έργο το έχουμε ζήσει και δεν μας άρεσε, να πληρώσουμε και εισιτήριο για να το ξαναδούμε;