Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Κοίτα τι έκανες - Η επόμενη μέρα

Ας δηλωθεί εξ αρχής. Είναι λίγο άχαρα τα κείμενα για την επόμενη μέρα μετά από κάποιο ορόσημο. Κυρίως γιατί θυμίζουν αποτίμηση ενός κεφαλαίου που κλείνει, ενώ το ζητούμενο είναι να συνεχίσει να γράφεται -με ανυπακοή, πάλη ταξική και κάθε λογής γραφική ύλη- και να αργήσει ο απολογισμός (και για μια σειρά λόγους που θα πιάσουμε στο τέλος).

Το ερώτημα, όμως, μπαίνει αυθόρμητα, αναπόφευκτα: τι κάνουμε τώρα; Πώς συνεχίζουμε; Κι όσο πιο σπουδαία είναι όσα προηγήθηκαν, τόσο πιο επιτακτικά τίθεται. Πώς θα πετύχουμε να έχουν συνέχεια και να μη μείνουν στου δρόμου τα μισά, μια ωραία κινηματική ανάμνηση;
Δε θα βρούμε απαραίτητα απαντήσεις σε όλα αυτά αλλά ας επιχειρήσουμε μια μικρή ανάλυση των παραμέτρων για κάθε παράγοντα της εξίσωσης.


Κυβέρνηση

Όσο γεμίζουν οι δρόμοι και οι πλατείες, ο Μητσοτάκης θα αδειάζει. Στελέχη, υπουργούς, συνεργάτες, την κυβέρνησή του κι όσα έλεγε ο ίδιος πριν. Αυτό ήταν το συμπέρασμα από τη χτεσινή τηλεοπτική συνέντευξη στον Σρόιτερ, μια φαιδρή κι αξιολύπητη μαζί προσπάθεια να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από τα ψέματα, τη συγκάλυψη, τη χυδαία στοχοποίηση των συγγενών και ό,τι άλλο μας αφαιρεί το οξυγόνο. Όλα αυτά σε λούπα την τελευταία διετία και την αντίστοιχη κατανομή ρόλων. Κι αν είναι γενικά λάθος να βλέπουμε με κριτήρια ανθρωπιάς τους εκάστοτε κρατούντες και τον κυνισμό της τάξης τους (ή αντίστροφα, τις κακόγουστες παραστάσεις «ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης» που δίνουν κατά καιρούς), είναι αδύνατο να μη σχολιάσεις πόσο μίζερα, μνησίκακα ανθρωπάκια γίνονται απέναντι στην «πλέμπα» -ιδίως αν τολμά να σκέφτεται και να αντιδρά.

Τι είπε χτες ο Μητσοτάκης; Μας είπε πεντ’-έξι φορές, προς εμπέδωση, ότι είναι πατέρας, και μας συγκίνησε βαθιά -είναι ένας από εμάς... Τόνισε το πάθος του για την αλήθεια, αν και μας είχε διαβεβαιώσει για το ακριβώς αντίθετό της -έτσι του ’παν, αυτό μας μετέφερε. Άδειασε τον εαυτό του, δυο-τρεις υπουργούς του, την εξεταστική της Βουλής, την Hellenic Train, πυροσβεστική κι αστυνομία, τα στρατευμένα τρολ που χτυπάν την Καρυστιάνου -κι ίσως ξεχνάω κάποιον.

Προανήγγειλε σκληρά μέτρα και ποινές, αν αποδειχτεί πως υπήρχε παράνομο φορτίο -άλλο ένα ιδιωτικό μονοπώλιο που τρέμει. Κι ότι θα διασφαλίσει να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο -εξάλλου τέτοιες δουλειές γίνονται καλύτερα δια θαλάσσης. Είπε ότι στη Σερβία παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός από ένα διακοσμητικό αξίωμα -ενώ αυτός σχόλασε τη Σακελλαροπούλου από γλάστρα και επιβράβευσε τον Τασούλα για το θάψιμο του θέματος στη Βουλή.

Άλλαξε ύφος, διατυπώσεις, γλώσσα σώματος, δημοσιογράφο, οτιδήποτε δεν αφορούσε την ουσία. Έδειξε ότι δέχεται πίεση, ότι δρα σπασμωδικά για να σώσει μια παρτίδα που άρχισε να ξεφεύγει από τα χέρια του. Και μπορεί να αρνήθηκε σθεναρά τον όρο «παραπλανημένος» αλλά προτιμά να φανεί βλαξ παρά ένοχος -οι πρώτοι κερδίζουν συχνά τη γενική συμπάθεια, ενίοτε και στην κάλπη.

Δεν πρόκειται για απλή μεταστροφή, αλλά για εντυπωσιακή κυβίστηση στο βασικό τους αφήγημα και όσα δήλωναν μια σειρά πράξεις τους. Η ΕΡΤ έθαψε το θέμα στο δελτίο της. Έκοψε μια αιχμηρή σκηνή -για τα τρένα- από το σίριαλ «Αρχελάου 5» -που ήταν μάλλον απογοητευτικό αλλά κράτησε το καλό για το τέλος. (Ναι αλλά στη Μόσχα δεν μπορούσες να φωνάξεις είναι μαλάκας ο Μπρέζνιεφ...). 

Ο Μητσοτάκης δεν έκανε ούτε απλή αναφορά στο ζήτημα στην εβδομαδιαία ανασκόπηση της επικαιρότητας που ανεβάζει στη σελίδα του. Ο Ψαριανός και ένα στρατός τρολ ειρωνεύονταν τη «χαροκαμένη» που χαμογελούσε στο Σύνταγμα. Κυβερνητικά στελέχη και παπαγαλάκια απαντούσαν επιθετικά στα πάνελ -αυτά θα τα κρίνει η δικαιοσύνη, όχι το πεζοδρόμιο.

Δε μιλάμε για κάποιο βάθος χρόνου, αλλά μόνο για τις τελευταίες μέρες, τη μέρα των διαδηλώσεων ή στον άμεσο απόηχό τους. Ήδη από την Κυριακή, όμως, είχαν φανεί οι πρώτες ρωγμές, με εκλεκτά γαλάζια παιδιά (Πυργιώτη, Ευγενίδης, Κουρτάκης, κτλ) να παίρνουν αποστάσεις, είτε λόγω διορατικότητας, είτε γιατί ετοίμαζαν το έδαφος. Και όταν μπήκε στο παιχνίδι ο Πορτοσάλτε, σαν δαρμένο σκυλί, με αντανακλαστικά Ραντανπλάν, δε χρειάζονταν περσότερα σημάδια για την αλλαγή.

Δεν αλλάζουν πολιτική, προφανώς, μόνο επικοινωνιακή τακτική, ελπίζοντας πως δεν είναι αργά να σώσουν κρυμμένα τιμαλφή, την εικόνα τους και βασικά το τομάρι τους. Έκαναν λάθος εκτίμηση της κατάστασης -και μονάχα για αυτό μετανιώνουν. Έδειξαν για πρώτη φορά διατεθειμένοι ίσως να θυσιάσουν κάτι -πχ ένα στέλεχος- για να γλιτώσει το σύνολο. Πόνταραν στη λήθη και την αδράνεια της μάζας και έχασαν. Το ζήτημα είναι τι/πόσα ακριβώς και ποιος θα κερδίσει στο τέλος. Και παραμένει ορθάνοιχτο...

Αντιπολίτευση

Να γίνει συζήτηση στη Βουλή. Να «κλιμακώσουμε» με πρόταση μομφής -ουάου. Τώρα. Όχι, μετά από τα πορίσματα. Μια μέρα πριν νωρίς, μια μετά αργά. Ας περιμένουν οι συνθήκες.

Ακούμε συχνά ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση». Οι περισσότεροι εννοούν βασικά πως δεν υπάρχει αστικό κόμμα να καβαλήσει το κύμα της γενικευμένης οργής, για να βγει στον αφρό -όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με τα μνημόνια. Και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι, από μια άποψη -τη δική μας. Η δικομματική εναλλαγή (με ενάμισι, δύο ή τρία κόμματα) είναι σαν το ζάπινγκ και τον ανασχηματισμό -ένας φεύγει, ένας έρχεται, οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά η σήψη μένει. Το αστικό κράτος έχει συνέχεια μες στις ρωγμές του και μπόλικο(υς) στόκ(ους) για να τις βουλώσει.

Όσοι αναζητούν την αντιπολίτευση σε κόμματα που ψηφίζουν πάνω από τα μισά νομοσχέδια της κυβέρνησης, στους πράσινους που έσπασαν τον ΟΣΕ σε κομμάτια (φιλέτα και λοιπούς τομείς) ή στους ροζ που τον ξεπούλησαν μπιρ παρά στους Ιταλούς, ας ψάξουν μετά στον χάρτη τη Φρουτοπία και το Πιπερού του Τριβιζά ή τη χώρα του Ποτέ -δίπλα στη χώρα του «πάμε και όπου βγει», όπου θεωρείται αριστερός ο Μπίστης.

Η μόνη αντιπολίτευση γίνεται στους δρόμους. Είναι η μόνη που μπορεί να ασκήσει πίεση, να αλλάξει κάτι -τους νόμους, τη στάση των κυβερνώντων, την κυβέρνηση, τους καταθλιπτικούς συσχετισμούς. Ο μόνος παράγοντας που δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν. Προσπαθούν όμως. Να τον μπλέξουν στα γρανάζια τους, να τον εγκλωβίσουν σε στημένα δίπολα, να τον αναλώσουν σε ελεγχόμενες διαδικασίες και αντιθέσεις, είτε μιλάμε για τη Βουλή, είτε για επιχειρηματικά συμφέροντα. Σαν τον Βαγγέλη που σηκώνει το θέμα για τους δικούς του λόγους, χτυπώντας κυβέρνηση και ανταγωνιστές -που σχετίζονται με το φορτίο.

Το μόνο που μπορεί να αλλάξει το Μέγκα είναι η Ιωάννα Μάνδρου, που χορεύει στον ρυθμό που χτυπά το ντέφι του αφεντικού. Όσοι περιμένουν το μεγάλο κανάλι να σαλπίσει τη μεγάλη ώρα για το μεγάλο άλμα, είναι μάλλον οι ίδιοι που τρέφουν φρούδες ελπίδες από το ζάπινγκ στις κάλπες και κάθε νέα κυβέρνηση.

Εμείς

Ποιοι είμαστε εμείς; Μήπως ήρωες του Ζαμιάτιν, με αντίπαλο την τεχνολογική δυστοπία; Ποια δυστοπία, εδώ δεν έχουμε ούτε τηλεδιοίκηση...

Εμείς δεν είμαστε οι άλλοι -σαν αυτούς που ταυτίζονται με τους δυνάστες τους, στο όνομα της εθνικής ενότητας. Δεν είμαστε το είδωλό τους στον καθρέφτη -που κάνει ακριβώς τα ίδια, αλλά με αριστερό πρόσημο. Δεν είμαστε οι από πάνω -στο κείμενο και στην κοινωνία. Είμαστε όπως στο δημοτικό. Εμείς και ο κόσμος. Και «τάξη εναντίον τάξης».

Τι μπορούμε να καταφέρουμε, όμως, εμείς; Θα πέσει η κυβέρνηση; Θα υποστεί κάποια σημαντική ήττα; Θα βγει στο φως η αλήθεια; Θα αναγκαστούν να ρίξουν κάποιες ποινές; Να κάνουν (σχετικά) ασφαλείς τους σιδηροδρόμους; Να σέβονται την ανθρώπινη ζωή; Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με ένα κρίσιμο ερώτημα: Θα έχει συνέχεια η περασμένη Κυριακή -ή ήταν απλώς συγ-Κυριακή;

Δεν είναι λίγα αυτά που πέτυχε η Κυριακή των Τεμπών -όπως έγραψε ένας σφος, εντάσσοντάς την στο κινηματικό εορτολόγιο. Έκανε τους κρατούντες να κρύβονται, να τρέχουν, να εμφανίζονται μεταμελημένοι, με απολογητικό ύφος -κι ας μην είπαν ούτε ένα «συγνώμη». Έδειξε πως ο κόσμος δεν πάσχει από αμνησία, δε συγχωρεί το έγκλημα, δε θα τον νικήσει η φθορά του χρόνου. Ότι ενώνει τη φωνή του, για να γίνει η φωνή των θυμάτων που ζητούν δικαίωση. Ότι δίνει τρόπο στην οργή, ότι συσπειρώνει εκατοντάδες χιλιάδες. Κοίτα τι έκανες...
Τώρα όμως το ζητούμενο είναι να μην κάνει πίσω, να πετύχει ακόμα περισσότερα.

Τι πρέπει να γίνει τώρα; Στάση αναμονής ή μήπως στη βράση κολλάει το σίδερο; Ελιγμός ή επίθεση κατά μέτωπο; Κλιμάκωση ή ένα βήμα πίσω, για να πάρουμε φόρα προς τα μπρος; Ψάχνουμε κάποιον συνδετικό κρίκο ή βάζουμε τη στρατηγική στο τιμόνι; Τι θα πάει μπροστά τις συνειδήσεις και το κίνημα;
Η απάντηση συνοψίζεται σε δυο λέξεις: έλα ντε! Εδώ δεν έχουμε απάντηση -στο τι μέλλει γενέσθαι- σε πιο σχεδιασμένες δράσεις, πχ μια απεργία. Πώς θα βρούμε τώρα άκρη;

Το μέλλον δεν έρχεται νέτο-σκέτο -αν δεν κάνεις κάτι εσύ για αυτό. Δεν έρχεται όμως κατά παραγγελία -ούτε και οι μάζες που το γράφουν στην πράξη. Η συζήτηση για τα περαιτέρω μπορεί να είνα λίγο ανούσια. Δεν έχουμε επιτελική θέση για να ξέρουμε δεδομένα, ποιοτικά στοιχεία κτλ. Κι αν τα γνωρίζαμε, θα ήμασταν στρατηγοί επί χάρτου, χωρίς στρατό να ακολουθήσει τις σοφές μας οδηγίες. Κι αν ήμασταν καθοδήγηση ή ινστρούκτορες του τίποτα, η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη από ένα σχέδιο επί χάρτου ή σε ένα προπονητικό πινακάκι για την τελική επίθεση.

Εμείς μπορούμε -το πολύ- να ανοίξουμε μια καφενειακή συζήτηση -για πολλούς είναι ο βασικός τους στόχος, ακόμα κι αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Και το «Πολιτικό Καφενείο» -που ’χε κάποτε ο Βήχος- δε βγήκε τυχαία σαν όνομα. Στη θεωρία -δηλαδή στα λόγια- ως εκεί μπορούμε να φτάσουμε. Στην πράξη μπορούμε να κάνουμε πολλά -κι αυτή να τροφοτήσει και τις θεωρητικές αναζητήσεις με συγκεκριμένο υλικό.

Το βασικό είναι να βρίσκεται ο κόσμος στους δρόμους. Και να έχει καθαρό το εξής. Αντιπολίτευση δεν είναι όσοι βρίζουν απλώς την κυβέρνηση κι αφ’ υψηλού αυτούς που ίσως την ψήφισαν -όπως κάποιοι μπασκετικοί που έχουν χάσει αυγά και καλάθια. Δεν είναι όσοι περιμένουν από το κίνημα να καλύψει την ανεπάρκειά τους και να βγάλει τη δική τους δουλειά -να ρίξει το σύστημα, την κυβέρνηση, να αλλάξει τον κόσμο.


Αντιπολίτευση είναι όσοι βρίσκονται συνέχεια στον δρόμο, τα δίνουν όλα στον αγώνα, πασχίζουν να οργανώσουν συλλογικές αντιδράσεις. Όσοι ξέρουν ότι η γη μπορεί να γίνει κόκκινη, όχι μόνο από τον θάνατο που σκορπά απλόχερα το σύστημα, μα από ζωή. Αρκεί να φροντίσουμε ΕΜΕΙΣ για αυτό.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

Οξυγόνο

Η προχτεσινή ημέρα ήταν οξυγόνο. Οξυγόνο ενάντια στην μπόχα της εξουσίας, την καθημερινή ασφυξία, τις αγκυλώσεις του καναπέ. Οξυγόνο που μόνο ο δρόμος μπορεί να προσφέρει -και ας είναι από άσφαλτο. Η αντίσταση, η μαζικότητα, τα καθαρά βλέμματα -κι ας θολώνουν λίγο από τη συγκίνηση. Και το κινηματικό παράδοξο να ρουφάς μπόλικο οξυγόνο μες στο μέγα πλήθος, μες στον συνωστισμό, ακόμα και στα χημικά που μας κέρασαν τα ΜΑΤ για το έθιμο. Γιατί, αν δε ρίξεις στο ψαχνό μες στα παστωμένα μπλοκ, που είναι πρακτικά χωρίς διέξοδο διαφυγής, ακινητοποιημένα στην πολυκοσμία, πότε θα το κάνεις;


Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ’χει κάτι, κι ας μην είναι άμεσα αντιληπτό απ’ όλους. Μα η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά, πλην του Νιόνιου, που έβαλε νιονιό τελικά, αγάπησε την εξουσία που δεν μπορούσε να πολεμήσει και κατέγραψε την αγάπη του και στο βιβλίο που έβγαλε τις προάλλες. Που ’σαι νιότη που έδειχνες πως ήμουν κάποιος άλλος.

Πώς μετράς όμως τον όγκο μιας διαδήλωσης, αν δεν μπορείς να κάνεις βόλτες στην πλατεία, ανάμεσα στις μάζες με την πυκνή διάταξη; Ε = mc2, όπου Ε το ζητούμενο (δηλαδή η επανάσταση), Μ τα ΜΜΕ και ο χρόνος που αφιέρωσε η ΕΡΤ στο θέμα και «C» -όπως λέμε Cops- η εκτίμηση της αστυνομίας στο τετράγωνο. Αλλά υπάρχουν και πιο απλοί τρόποι.

Κάποιοι πήραν γενικά πλάνα από αεροφωτογραφίες και έκαναν απλούς υπολογισμούς που μας δίνουν μετριοπαθώς πάνω από 100 χιλιάδες κόσμο. Άλλοι έκαναν κάτι αντίστοιχο ρωτώντας το chat gpt, που έδωσε αντίστοιχο αριθμό, αλλά είναι κατώτερο από το κινέζικο DeepSeek. Κι άλλοι παίρνουν τον επίσημο αριθμό της αστυνομίας αλλά με συντελεστή προσομοίωσης στην πραγματική ζωή -πχ Χ5.

Υπάρχουν κι οι έμμεσες ενδείξεις. Τα μεγάφωνα δεν έφτασαν να καλύψουν όλο το μήκος της συγκέντρωσης. Τα κινητά είχαν μέτριο ως ανύπαρκτο σήμα, για να μπουν στο live streaming ή να τσεκάρει την παρουσία τους η ασφάλεια -για αυτό έπεσε τόσο έξω η υπηρεσία. Ενώ φεύγοντας, πήγαινες σημειωτόν κάνα 10λεπτο μέχρι να βρεις ξέφωτο, στο οποίο προλάβαινες: να απαντήσεις κατόπιν εορτής στα μηνύματα «πού είστε;» που έφταναν μια ώρα μετά. Να εκτιμήσεις αναδρομικά τους σφους που έχουν μάθει να διαλύονται συγκροτημένα -ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Και προπαντός να χωνέψεις όσα είδες και έμοιαζαν κάπως με συμπυκνωμένη ιστορία. Που δεν την γράφουν οι παρέες (Νιόνιο), αλλά οργανωμένες συλλογικές (αντι)δράσεις.

Ακούς πως στη Σαλούγκα γέμισε όλη η Εγνατία και νιώθεις άπιστος Θωμάς που δεν πιστεύει αν δε/μέχρι να δει το σχετικό βίντεο που ξεπερνά κάθε προσδοκία. Λίγο πιο βόρεια ο Γουγου έκανε δηλώσεις μες στο σπιτάκι του Καραμάν Αλή και των ψηφομισθοφόρων του με τα ματωμένα χέρια, σε μια πόλη που έδειξε πως έχει και άλλη όψη, τη σωστή πλευρά της ιστορίας, και όχι μόνο τη σήψη που σατιρίζει ο Καπουτζίδης στη σειρά του.

Οξυγόνο από παντού, από νησιά και ορεινά, από κάθε γωνιά της χώρας και το εξωτερικό, σαν ηφαίστειο που ξυπνά και θα τους κάψει όλους -και οι καύσεις χρειάζονται μπόλικο οξυγόνο, εκτός από αγνώστου ταυτότητας υλικά στην αμαξοστοιχία.

Πρέπει να είχε λίγο κόσμο, ε; Συμφωνεί ακόμα και η ΕΛ.ΑΣ., αλλά με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση: είχε λίγο κόσμο, ούτε 30 χιλιάδες, λιγότερους κι από το ντέρμπι στο Καραϊσκάκη, που βασικά έπρεπε να παίξει πιο ψηλά στις ειδήσεις της ΕΡΤ και να μπουν οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη μετά τα αθλητικά, τον κακό τους τον καιρό (του Τετράδη) και την ιερόδουλη μάνα τους που θα ιδιωτικοποιήσουν, αλλά με δικαιωματική αυτοδιάθεση του σώματός της.

Κάποια μέρα -δε θα αργήσει-, σε αυτούς τους (σιδηρο)δρόμους (της φωτιάς), σε μια άλλη κοινωνία, χωρίς τάξεις, κράτος και Μπαλούρδους, όπου θα ζούμε 200 χρόνια και θα ψάχνουμε πώς να αυξήσουμε το μέσο προσδόκιμο, θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε, και οι ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ. θα είναι πηγή γέλιου και μακροζωίας. Μέχρι τότε μόνο δάκρυα οργής, σφιγμένες γροθιές και ρυθμικές ιαχές: Δο-λο-φό-νοι, δο-λο-φό-νοι...

Το ενδιαφέρον είναι πως για το επιτελικό - κατασταλτικό κράτος ήταν απλώς μια μέρα στη δουλειά, όσο διακριτική -σαν κουκουλοφόρος- παρουσία και αν προσπάθησε πήρε εντολή να έχει. Κι οι συνήθεις ύποπτοι διαδηλωτές είναι υποψιασμένοι για αυτά, το ξύλο και την προπαγάνδα, το καρότο και το μαστίγιο, τη μαύρη ομερτά στις ειδήσεις, τις προβοκάτσιες των μαύρων, τον μαύρο καπνό (habemus Χρυσοχοΐδη), τα χημικά, τις απρόκλητες επιθέσεις για να διαλύσουν μια συγκέντρωση, τις επιθέσεις σε φωτορεπόρτερ και άμαχο πληθυσμό, τις γελοίες εκτιμήσεις της ΕΛΑΣ και όσους κάνουν το άσπρο - μαύρο. Τώρα όμως το είδαν κι άλλοι, άπειροι και νεοφώτιστοι, που βίωσαν πρώτη φορά πώς λειτουργεί το σύστημα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Μέχρι και κάποια κανάλια είδαν το φως το αληθινό! Να βλέπεις στο MEGA τον Ευαγγελάτο στα κάγκελα με την κυβέρνηση και τη στάση της αστυνομίας... -αξία ανεκτίμητη! Άντε και ολόγραμμα με μολότοφ και κοντόξυλο, να ευχηθούμε Νίκο μου. Όλα έχουν όμως εξήγηση, αρκεί να ακολουθήσεις το χέρι που ταΐζει τα σκυλιά του, για να γαβγίζουν ή να κουνάν δουλικά την ουρά τους.

Εντάξει με την ποσότητα -τον όγκο, τον παλμό κτλ. Τι γίνεται όμως με την ποιότητα του κοινού; Ακολούθησε διαλεκτικά ή μήπως ήταν αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη;

Η κοσμογεωγραφία θύμισε σε κάποιους τις πλατείες των Αγανακτισμένων -με την ειδοποιό διαφορά του ΠΑΜΕ. Άλλοι μπέρδεψαν τις εικόνες με τα συλλαλητήρια για τη Μακονία, ενώ άλλοι ξαναζούσαν νοερά περασμένα μεγαλεία του πρόσφατου παρελθόντος και τις αντιμνημονιακές δόξες της περασμένης δεκαετίας -δέκα χρόνια μετά την ΠΦΑ. Κάποιοι άλλοι έμειναν στην αμήχανη σιωπή του πλήθους, που έμοιαζε με βουβό πένθος, συγκίνηση και φόρος τιμής, όλα άκρως υποβλητικά και φορτισμένα, αλλά κάπως αναντίστοιχα με την περίσταση και τις απαιτήσεις.

Η αλήθεια είναι ότι μπορούσες να δεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Από ανθυποσελέμπριτιζ κι influencers της κακιάς ώρας, που είδαν φως και μπήκαν για τα στόριζ και το ΟΑΚΑ experience, και από ανθρώπους που είχαν κατέβει στον δρόμο μόνο μετά από κάποιον τίτλο της ομάδας τους, μέχρι σωματεία, οργανώσεις και γνωστές φατσούλες, με διακριτικά ή απλή διακριτική παρουσία. Και από χύμα κόσμο, μέχρι ανώνυμους οργανωμένους, μπλοκ με κομματικά σημαιάκια, σταγονίδια του ΕΠΑΜ και το πανό της νεολαίας της «Νίκης»! (Πολλά έχουν δει τα μάτια μας, μα αυτό σου φέρνει τρόμο...)

Η αλήθεια είναι επίσης πως τα πιο δυνατά μηνύματα δε δίνονται πάντα με φωνές και συνθήματα. Το μυριόστομο «δολοφόνοι» δόνησε πολλές φορές το Σύνταγμα και τη Βουλή (στην μπασταρδοκρατία αυτή) αλλά οι πιο δυνατές στιγμές ήταν οι ομιλίες που τις άκουγαν όλοι ευλαβικά. Η έφηβη μαθήτρια που είπε πως δε χρειάζεται να είσαι συγγενής για να νιώσεις οργή και πόνο. Ο πατέρας που ευχήθηκε να γίνει το παιδί του και τα άλλα θύματα η σπίθα για να αλλάξει ο κόσμος, όπως τα παιδιά του Πολυτεχνείου πριν 50 χρόνια. Το θάρρος που βρήκε η κοπέλα που επέζησε από το δεύτερο βαγόνι, να βγει δυο χρόνια μετά το έγκλημα και να μιλήσει στα ελληνικά, τη νοηματική και τις ψυχές όλων, μες σε αναφιλητά -δικά της και όσων την άκουγαν. Μια πλατεία ολόκληρη να δακρύζει ή να ρουφά τη μύτη της (άτιμο συνάχι) ή να βγάζει ένα σκουπιδάκι απ’ το μάτι και να λυγίζει νοερά στα δύο, σαν κυπαρίσσια που υποκλίνονται. Μην καρτεράτε να ξεχάσουμε...
Ναι, πολλές ιστορικές στιγμές έχει βιώσει αυτή η πλατεία, αλλά αυτή μπαίνει δικαίως δίπλα στις μεγαλύτερες -και δεν το γράφω πάνω στη φόρτιση της στιγμής, λόγω της ημέρας.

Όσο για τα κενά, την ελλιπή οργάνωση και ό,τι άλλο μπορεί να ξενίζει κάποιους μυημένους, είναι λάθος να βλέπουμε μόνο τη μία όψη του νομίσματος. Και ό,τι θεωρούν κάποιοι μπαρουτοκαπνισμένοι κατάρα, μπορεί να είναι ευλογία, γιατί σημαίνει ότι δεν ήμασταν οι ίδιοι μεταξύ μας, ότι ο πολύς κόσμος ήρθε μάλλον πρώτη φορά, αφυπνισμένος (αλλά όχι woke) αλλά... «χωρίς καφέ» και με εμφανή τα σημάδια της χρόνιας νάρκης του. Και κάθε τι καινούριο, έχει εξ ορισμού και κάτι δροσερό, όσο αντιφατικό και αν είναι. Μπορεί να είναι άμαθοι, να μην ξέρουν τι είναι ο δρόμος και τα έθιμά του, τι κάνουμε, πότε φωνάζουμε, πότε φτιάχνουμε αλυσίδες, αλλά θα τα μάθει στην πορεία και στις πορείες, αρκεί να ξανάρθει -αυτό είναι το ζητούμενο.

Ως τότε το βασικό είναι να (ξανα)κατέβει στον δρόμο. Ελάτε όπως είστε, που έλεγε και μια μελετηρή ψυχή. Με όσα πιστεύετε και έχετε στο μυαλό σας. Κι αν κάποια από αυτά βρωμάνε την κυρίαρχη προπαγάνδα ή θεωρίες συνωμοσίας, ο μόνος τρόπος να τα αποβάλετε είναι στον δρόμο, όχι στον καναπέ μπροστά από μια οθόνη. Και δεν πρόκειται κανείς να κλείσει τη μύτη του με αποστροφή ή να σας κοιτάξει στα δόντια ή τάχα στα μάτια (σαν τον Μητσοτάκη). Μονάχα στο πρόσωπο, για να σας πει: μπράβο και να (μας) ξανάρθετε.

Αν πχ η Καρυστιανού έκανε παλιότερα μυστήριες αναρτήσεις, που τις έκαναν σημαία τα κυβερνητικά τρολ, ή αν είπε στο Σύνταγμα για την ελληνική ψυχή σε κάποια αποστροφή της, δε θα την κρίνουμε αυστηρά, ούτε από αυτό. Γιατί έχει απέναντι μια συμμορία καθάρματα, που βάζει μπροστά ένα σωρό τρολ και αποβράσματα, σαν τον Ψαριανό (μακάρι όλα τα μακάρι, Γρηγόρη), για να την στοχοποιήσουν δια αντιπροσώπων και να προχωρήσουν σε (μία ακόμα) δολοφονία χαρακτήρα. Αλλά αυτή πεισμώνει, επιμένει, βγαίνει μπροστά, ζητά δικαίωση, δικαιοσύνη, ενώ άλλοι στη θέση της θα είχαν λουφάξει, θα είχαν βουλιάξει στον πόνο τους, θα είχαν δειλιάσει μπροστά σε μεθόδους μαφίας.


Η ουσία είναι να δίνεις τρόπο στην οργή, αυτή είναι η πρώτη ύλη για την ελπίδα. Όλα τα άλλα θα τα βρούμε στον δρόμο, μαζί με το οξυγόνο που μας λείπει. Όλα είναι δρόμος...

Υγ: Ποια θα είναι αυτή η πορεία, η επόμενη ημέρα; Ίσως το δούμε σε επόμενη ανάρτηση, αλλά δεν παίρνω και όρκο.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Δεν έχω οξυγόνο - Και ο θάνατος συνεχίζεται...

Η αυτοβιογραφία του (οξυδερκή, ταλαντούχου πλην αντιφατικού) Κουστουρίτσα είναι κάπως σαν τις ταινίες του: μια άτυπη ωδή στον παμβαλκανισμό του και τον εντελώς sui generis αντι-ιμπεριαλισμό ενός Βόσνιου που πολιτογραφήθηκε Σέρβος πρώτα στην ψυχή του, όσο έμενε στις ΗΠΑ που βομβάρδιζαν τη δεύτερη πατρίδα του. Κάπου στην εισαγωγή της, ο Εμίρ αναλύει θαυμάσια την αξία της λήθης, της ικανότητας κάθε ανθρώπου να ξεχνάει ή μάλλον να ξεχνιέται, για να μην τρελαθεί από τη δυστυχία και τον πόνο μετά από κάθε τραγικό, επώδυνο βίωμα: έναν θάνατο, ένα διαζύγιο, μια ερωτική απογοήτευση, μια διαγραφή από την οργάνωση -που είναι περίπου συνώνυμα, άλλωστε.

Κι έχει δίκιο, αρκεί η λήθη να μη γίνεται αμνησία, άρνηση της αλήθειας -που λένε πως είναι λήθη με «α» στερητικό, αλλά μικρή σημασία έχει και αν δεν είναι αυτή η ετυμολογία- και αντιστροφή της πραγματικότητας. Το άσπρο-μαύρο και ανάποδα.

-.-

Δεν έχω οξυγόνο!


Η φράση αυτή θα μπορούσε να είναι το σύνθημα μιας εποχής, μιας ολόκληρης γενιάς. Ποιος έχει αλήθεια αρκετά αποθέματα; Ποιος δεν πνίγεται, δε βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά; Ποιος δεν ασφυκτιά από την μπόχα, απ’ την αποφορά ενός σάπιου κόσμου που μας σκοτώνει, πεθαίνοντας για να επιζήσει; Ποιος δε γονατίζει απ’ τις δυσκολίες, την ακρίβεια, το χαρτζιλίκι-μισθό; Ποιος δεν έχει μπουχτίσει από μια σάπια δημοκρατία που δεν αφορά χώρους δουλειάς, εθνικές γραμμές και μνημόνια διαρκείας;

Τα τσαλαπατημένα όνειρα, η έλλειψη προοπτικής, η μαυρίλα, η δύσπνοια, τα σκυμμένα κεφάλια, η σκυφτή ζωή. Οι αυταπάτες, η κάλπικη ελπίδα, που έκλεισε δέκα χρόνια -και γέρασε πριν καν χρονίσει. Η ανεργία, η ξενιτιά, η ματαίωση, το άγχος, ο φόβος, τα ψυχολογικά. Τα μέτρα που (μας) παίρνουν, τα κατασχεμένα σπίτια. Οι συμβιβασμοί, οι καθημερινές ταπεινώσεις, η ελευθερία να μας (προ)γράφουν όλους, η μισθωτή σκλαβιά. Η αλλοτρίωση, η αγωνία για τα προς το ζην -που δε φέρνουν ποτέ το ευ ζην- κι η διαρκής αίσθηση πως εκπορνεύεις την κλίση σου, τα ταλέντα σου για ένα ξεροκάματο, για κάτι άχαρο, άνοστο που σε τρώει κάθε μέρα. Η «διέξοδος» στην πορνεία, στο only fans, στους sugar daddies παντός φύλου -γεμίσαμε σεξιστές που λένε τη σκάφη με το όνομά της, αντί να παλέψουν για την αυτοδιάθεση του σώματος και το δικαίωμα στη σκλαβιά -σαν τον Αστερίξ στις «Δάφνες του Καίσαρα». Ναι αλλά παίρνουν και καλά tips -σαν μπιζουδάκια απ’ του Τίφους...


Επιβίωση, ληγμένη ζωή, φτηνά υποκατάστατα. Τεχνητές ανάσες για να ξεγελιόμαστε, μικρές φιάλες οξυγόνου και ιδανικά ηλίου (μακριά από την ιδανική Πολιτεία του Ηλίου) για να φαινόμαστε (ακουγόμαστε) και να είμαστε χαζοχαρούμενοι, σαν ένα κοπάδι καταναλωτές και τη σύζυγο του Καίσαρα -μαζί με τις δάφνες του.

Κρατικά εγκλήματα, δολοφονίες, στον δρόμο, στα εργοτάξια, στις συγκοινωνίες, στα νοσοκομεία, στα Τέμπη ή δίπλα στο ποτάμι -αν έχεις σχέση με την υπόθεση. Αμέλεια, αδιαφορία, καταστολή. Απόλυτη απαξίωση της ζωής, φτηνό κι αναλώσιμο εμπόρευμα. Η τραγική διαπίστωση πως ζούμε από καθαρή τύχη σε αυτή τη χώρα και από ιστορική ατυχία σε αυτό το σύστημα, που διψά για κέρδη εις βάρος της ζωντανής εργασίας -και των ζωών εν γένει. Δεν είναι όμως τύχη, μοίρα, κακό ριζικό. Δεν είναι δυστύχημα ή ατύχημα, είναι προδιαγεγραμμένο έγκλημα -χωρίς τιμωρία-, κρατική δολοφονία.

Αλλά το πιο χυδαίο απ’ όλα, το πιο προκλητικό, η μεγαλύτερη ύβρις για νεκρούς και ζωντανούς, ήταν η διαχείριση και όσα (δεν) έγιναν μετά. Καμία ευθιξία -ποιος την έχασε για να την βρούνε αυτοί-, καμία ευθύνη, καμία παραίτηση. Καμία αγρανάπαυση για πολιτικούς γόνους που είναι στο άνθος της καριέρας τους. Παγερή αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις των σωματείων, παράνομες και καταχρηστικές οι απεργίες τους για το ζήτημα της ασφάλειας. Μα αφού είναι όλα ασφαλή -είπαν λίγες μέρες πριν τα Τέμπη. Μετά ομολόγησαν πως δε γίνεται να διασπείρουν πανικό λέγοντας την αλήθεια -άλλο αν σπείρουν θάνατο τα ψεύδη τους.

Ψέματα, συγκάλυψη, μπάζωμα της υπόθεσης. Ομερτά για ηχητικά, βίντεο και ενοχλητικά στοιχεία. Γραμμή σε μποτ και ΜΜΕ πως φταίει ο σταθμάρχης, τα (δικά τους) βύσματα, το «κακό δημόσιο» -κεκτημένη φόρα από τόσα χρόνια αριστερής ηγεμονίας- μόνο που το είχε δώσει μπιρ παρά μια «αριστερή κυβέρνηση» -τόση ηγεμονία από το ΕΑΜ είχαμε να δούμε. Ξαμόλημα τρολ, όσο πιο χυδαία, τόσο καλύτερα. Δολοφονία χαρακτήρων, σαν της Καρυστιάνου -σκότωσαν εν ψυχρώ 57 ψυχές, σε αυτό θα κολλήσουν; Ενορχηστρωμένη στοχοποίηση συγγενών, αλληλέγγυων καλλιτεχνών, της «συμμορίας της μιζέριας», όσων αντιδρούν, όσων δεν έχουν ξεχάσει να σκέφτονται.

Είναι συνένοχοι, αυτουργοί, δολοφόνοι. Τελειωμένα καθάρματα. Θα ’πρεπε να μη βρίσκουν μέρος να σταθούν, χωρίς κατακραυγή, οργή, συνθήματα -το λέει και ο Ζάρα, αλλά αν ήταν τόσο απλό, θα το είχε κάνει μόνος του. Μα πάνω απ’ όλα, είναι αμετανόητοι.

Σε ένα βιβλίο του Πι-Πι (το «Χρυσό Παραπέτασμα» νομίζω) πιάνει τον καπιταλισμό και τις τράπεζες, που διασώθηκαν με κρατικό χρήμα, αλλά συνεχίζουν την πεπατημένη, σαν τον ασθενή που πέρασε έμφραγμα και μόλις βγαίνει απ’ την εντατική, ανάβει ένα τσιγάρο. Το αστικό κράτος είναι ο ασθενής (κρίκος) που κάνει ακριβώς ό,τι και πριν, σα να μη συνέβη τίποτα. Ξεπουλά φιλέτα, σχολεία, νοσοκομεία, συγκοινωνίες, τη μάνα που το γέννησε. Δίνει το μετρό χωρίς πρωτόκολλα, παίζει με τις πιθανότητες και με τις ζωές του κοινού, χαμογελά αμήχανα στα ατυχήματα -ω, μα αυτά παντού συμβαίνουν. Πουλάει φύκια για αυτόματο σύστημα, αφήνει αφύλακτες διαβάσεις, χειροκίνητες μπάρες στο κέντρο της Αθήνας, περιφρονεί την υπογειοποίηση και όσους την ζητάνε -σαν τον Πελετίδη στην Πάτρα. Και ο θάνατος συνεχίζεται...

Ο Καλύβας λέει πως αν φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς. Μα αν βρεις τον ένοχο σταθμάρχη, γλιτώνει το σύστημα και τα καθάρματα που το υπηρετούν. Όταν η αδικία γίνεται νόμος, η ρίζα της καταπίεσης είναι πάντα νόμιμη -άρα και ηθική, καταπώς έλεγε μια γαλάζια ψυχή. Αλλά το κυνήγι του μέγιστου κέρδους ήταν δεμένο ανέκαθεν με λαμογιές και σκάνδαλα, για να λαδώνει τη μηχανή. Κι όταν ξεχειλίσει ο υπόνομος με τις βρωμιές τους, βάζουν κλήρο να δούνε ποιος τράγος θα φαγωθεί, θυσία για τους υπόλοιπους. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, με λάδωμα και τράγους, που ορίζουν τον κανόνα -όχι μια κατάσταση εξαίρεσης. Αλλά η κυβέρνηση δε θυσιάζει κανέναν δικό της, δεν ακολουθεί καν τον αστικό κανόνα γιατί -νιώθει πως- δεν το χρειάζεται.

Μα δεν έχουν καθόλου τσίπα; Όχι, γιατί (πιστεύουν πως) τους παίρνει να μην το κάνουν. Αλλιώς θα έπαιρναν περίλυπες φάτσες, γεμάτες μεταμέλεια για την περίσταση και ό,τι άλλο απαιτεί ο ρόλος -πχ γένια τριών ημερών και πουκάμισο χωρίς γραβάτα.
Με ηθικούς όρους, είναι καθίκια του κερατά -αλλά κερατάδες (και δαρμένοι) είμαστε εμείς. Στην αστική πολιτική δεν υφίσταται ηθική, μονάχα το δίκιο του ισχυρού που επιβάλλεται ως νόμος -και ό,τι είναι νόμιμο, είναι ηθικό.
Με πολιτικούς όρους, είναι τρομακτικός ο αρνητικός συσχετισμός που τους κάνει σίγουρους ότι δε χρειάζεται καμιά θυσία, καμία Ιφιγένεια, ούτε ένας υπουργός για τα μάτια του Κάλχα. Είτε επειδή... 41%, είτε επειδή η λήθη νικάει τον θυμό, νιώθουν δυνατοί να γράψουν τους κανόνες, το αστικό «εθιμικό δίκαιο» στα κατάστιχα (τσιμέντο να γίνει -σαν τα μπάζα των Τεμπών).

Το ίδιο ακριβώς κάνουν και στην περίπτωση του ΠτΔ, προτείνοντας τον Τασούλα, αντί να τηρήσουν το αστικό «σαβουάρ βιβρ» με έναν υποψήφιο της «Κεντροαριστεράς». Αφού ο δικομματισμός κουτσαίνει χωρίς δεύτερο πόλο και γέρνει προς τα ακροδεξιά, τους παίρνει να προτείνουν έναν δικό τους, να κρατήσουν τα μπόσικα στο κόμμα και κάθε πικραμένο (με τα ομόφυλα) οπαδό που λοξοκοιτάζει τις κηραλοιφές και το υαλουρονικό της Αφροδίτης, σε ρόλο θηλυκού Τραμπ -χωρά δικαιωματικά, χωρίς ποσόστωση, και με βλέψεις θιασάρχη, στο μεγάλο φασιστικό τσίρκο.
Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα Τέμπη; Ευθεία σύνδεση. Γιατί ο Τασούλας επιβραβεύεται, μεταξύ άλλων, και για τη συμβολή του στην ομερτά εντός της Βουλής -όσο περνούσε από το χέρι του, ως ΠτΒ.

Ποιος τρομάζει από αυτές τις παρεκκλίσεις, τις «καταστάσεις εξαίρεσης»; Όσοι είχαν συνηθίσει να θεωρούν «κανονικότητα» την Κεντροαριστερά και «σοσιαλμανία» της «Λαϊκής Δεξιάς» ή τα ευαίσθητα γεράκια των Democrats στις ΗΠΑ. Αλλά ο κανόνας της αστικής δημοκρατίας είναι ένα κοινοβούλιο που βρωμάει φασισμό, κάθε απόχρωσης. Κανονικότητα είναι ο Μασκ (που ξεπήδησε από τους Democrats), τα ορκ στο Καπιτώλιο, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί του Αδόλφου -που ήταν λέει «κομμουνιστής». Είναι κι οι ακροκεντρώοι, που νομιμοποιούν τους φασίστες, τους τρέφουν, τους χρειάζονται -για να δείξουν πόσο «διαφέρουν»- ενώ το ’να χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το σύστημα. Κανόνας στον καπιταλισμό είναι -εδώ και πολλά χρόνια- η κρίση, η ανεργία, τα Τέμπη, οι κρατικές δολοφονίες, ο θάνατος, οι κάργιες που χτυπιούνται. Το «δεν έχω οξυγόνο». Το I can’t breathe. Και δεν είναι απλά ένα σύνθημα ή μια κούφια φράση του συρμού, αλλά κυριολεξία.

-.-

Κανόνας είναι τα Τέμπη σε όλον τον κόσμο, όπως στην πατρίδα του Κουστουρίτσα, όπου ο κόσμος διαδηλώνει οργισμένος στους δρόμους, ενώ το δίκτυο έχει δοθεί σε κινέζικα μονοπώλια -σοσιαλιστικά. Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, κι εμείς παγιδευμένοι σαν ποντίκια, που δε βρίσκουν διέξοδο...

Κανόνας είναι ο θάνατος, η κρίση, ο πόλεμος, τα κράτη-δολοφόνοι. Η μαζική γενοκτονία που λαμβάνει χώρα στην Παλαιστίνη. Κι αν κάποιος θέλει να μάθει περισσότερα για την επίγεια κόλαση στην οποία καταδικάζει το Ισραήλ τους Παλαιστίνιους -και άλλους «ανεπιθύμητους»- επιβάλλεται να πάρει και να διαβάσει το βιβλίο του Νέιθαν Θρωλ «μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα», μια δημοσιογραφική έρευνα (βραβευμένη με Πούλιτζερ, παραδόξως) για το πολύνεκρο δυστύχημα ενός σχολικού λεωφορείου με Παλαιστίνιους μαθητές, το 2012. Δε θα μάθει πολλά στοιχεία για τις πρόσφατες πολεμικές-δολοφονικές επιχειρήσεις, θα δει όμως σε τι συνθήκες γενοκτονίας ζούσαν οι Παλαιστίνιοι σε «καιρό ειρήνης» και πώς ο πόλεμος είναι απλώς συνέχεια της πολιτικής και της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, με άλλα μέσα.

Σε ένα σημείο του βιβλίου, διαβάζουμε πως το δυστύχημα αυτό θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε αλλού. Αλλά όσα συνέβησαν στη συνέχεια (το τείχος, τα αποκλεισμένα ασθενοφόρα, η πυροσβεστική που χρειαζόταν άδεια και άνωθεν έγκριση, τα παιδιά που πέθαναν αβοήθητα κτλ), όχι. Ήταν ένα έγκλημα που θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην Παλαιστίνη και να έχει τη σφραγίδα ενός κράτους-δολοφόνου σαν του Ισραήλ.

Ο συγγραφέας έχει δίκιο. Μόνο που κράτη-δολοφόνοι υπάρχουν παντού -όπου υπάρχει καπιταλισμός και κυνήγι του κέρδους. Και είναι ζήτημα πόσα χρόνια θα περάσουν μέχρι να δούμε ένα αντίστοιχο βιβλίο και μια σοβαρή αποκαλυπτική έρευνα για τα Τέμπη από κάποιο δημοσιογράφο, που θα έχει τα μέσα και τη θέληση να μην αποσιωπήσει το έγκλημα.

-.-

Ένας σφος λέει ότι αν είναι μια φορά τραγικό να ανεχόμαστε δολοφόνους, είναι δυο και τρεις φορές τραγικό να χρειαζόμαστε σπαρακτικά, συνταρακτικά ηχητικά -και υλικό που ήταν θεωρητικά γνωστό αρκετούς μήνες πριν- για να ξεσηκωθούμε, για να μην ξεχάσουμε το έγκλημα, για να μη δώσουμε συγχωροχάρτι.

Όσοι έχουν αγαπήσει τον βιαστή τους -που τον έχει 41% ή και παραπάνω όταν ψηφίζουν μαζί του και άλλοι τα νομοσχέδια που φέρνει-, όσοι έχουν συνηθίσει το τέρας και τα εγκλήματα, όσοι έχουν μάθει να ζουν χωρίς οξυγόνο μπορεί να έχουν πάθει ανήκεστο βλάβη, να έχουν ξεχάσει να σκέφτονται, για την τάξη τους και γενικώς -και δεν προβλέπεται να βγει στα κοντά κάποιο πρόγραμμα τεχνητής ταξικής συνείδησης, για όσους δεν κατάφεραν να την αποκτήσουν μόνοι τους.

Όλοι οι υπόλοιποι, όσοι καταλαβαίνουν την κατάσταση, μένει να διαλέξουν. Θα μείνουν να κρατάνε την αναπνοή τους μέχρι να σκάσουν και να ξεφυσάν από το κακό τους; Ή θα φροντίσουν για μερικές ανάσες αξιοπρέπειας -πραγματικές, όχι σαν αυτές προ δεκαετίας- και να γίνουν δροσερός άνεμος, πανίσχυρος, που θα σαρώσει το σύστημα που γεννά εγκλήματα, όπως το σύννεφο τη βροχή;

Όλα δείχνουν πως ξημερώνει μια ιστορική μέρα. Αρκεί να μη μείνει απλώς μια μέρα (στη ζωή των ραγιάδων) χωρίς συνέχεια. Αρκεί να γίνει, έστω μια πρόγευση, εκείνων των ημερών που μετράνε στη ζωή μας -και την ιστορία- σαν μήνας. Και που δε θα μπορεί καμία λήθη -αυθόρμητη ή οργανωμένη άνωθεν- να τη σβήσει από τη συλλογική μας μνήμη...

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΔιαβάΖΩ άρα υπάρχω #2

Μικρές ψηφίδες για μερικά διαβάσματα των ημερών, χωρίς ιδιαίτερη αξία -οι σημειώσεις μου χωρίς αξία. Τα βιβλία εξαρτάται πώς θα το δει ο καθένας.


Στα «Πετροχελίδονα» ο Αραμπούρου αναπαράγει μεταξύ άλλων τη στερεοτυπική εικόνα ενός άτεγκτου κομμουνιστή πατερούλη που είναι προοδευτικός στα λόγια αλλά παραδοσιακός φαλλοκράτης, αντεστραμμένο είδωλο της (φρανκικής) εξουσίας που αντιμάχεται. Εν τω μεταξύ, δεν αναφέρεται καν σε έναν «σταλινικό εργάτη, θιασώτη της πατριαρχίας» λόγω των περιορισμών της θέσης και της μόρφωσής του, αλλά σε έναν άξεστο και εγωιστή καθηγητή, που είναι έτσι από άποψη -αν όχι από ιδεολογία.
Κι εσύ αναρωτιέσαι ποιος λογοτέχνης θα τολμήσει στην εποχή μας να αναδείξει την τρυφερή μορφή του κομμουνιστή πατέρα, τις άπειρες ευαισθησίες του και τον απροσμέτρητο ψυχικό του πλούτο, αυτά που έχει να προσφέρει στα παιδιά: πάντα λιγότερα από όσα θέλει και πάντα πιο πολλά από όσα μπορεί.

Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Αραμπούρου αποφαίνεται ότι ο καπιταλισμός είναι χάλια, αλλά ο κομμουνισμός χειρότερος, γιατί δε σου αφήνει δικαίωμα στη διαφωνία, ενώ στον καπιταλισμό μπορείς τουλάχιστον να μη ζήσεις σαν καπιταλιστής! Άραγε να εννοεί σαν φτωχοδιάβολος, που «απολαμβάνει» την ελευθερία να μην έχει προνόμια; Σαν αρνητής τάξης, που κάνει φιλανθρωπίες και ζει φτωχικά από επιλογή του; Ή μήπως σε κάποια σοσιαλιστική νησίδα; (Δε δίνει διευκρινίσεις, είναι κυριολεκτικά απόφθεγμα, εκτός λογοτεχνικής ροής). Και τι σημαίνει άραγε να ζεις υποχρεωτικά σαν... κομμουνιστής στον κομμουνισμό; Ότι σε αναγκάζουν να μοιράζεσαι και να στερηθείς το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι άλλους;

Λίγο παρακάτω, σε ένα άλλο απόφθεγμα καταλήγει: «είμαστε αριστεροί, αλλά όχι πάντα». Είναι ζήτημα, βέβαια, τι ορίζει ως «αριστερά» ένας «ντεκαφεϊνέ φιλελεύθερος» (δική του φράση) που χρησιμοποιεί το Podemos για να εφαρμόσει τη θεωρία των δύο άκρων και να κανονικοποιήσει το ακροδεξιό Vox. Κι ίσως είναι κατά βάθος λίγο «αναρχοκουβελικός» -σαν το παρανόμι ενός παλιού αναγνώστη του μπλοκ, αλλά μισεί θανάσιμα τον Φράνκο και τα σταγονίδιά του. Και χρειάζεται πολύ αυτή τη δεξιά, για να μας δείξει -μην αμφιβάλετε στιγμή- πόσο αριστερός είναι.

Διαβάζοντας τα «Πετροχελίδονα» έπεσα πρώτη φορά και στην έννοια του «ταξισμού», ένα είδος ρατσισμού προς τα κατώτερα στρώματα -την πλέμπα, τους εργάτες-, ενίοτε και από αριστερούς του σαλονιού. Υπάρχει όμως και ο «αντίστροφος ταξισμός», η γενικευμένη προκατάληψη ενάντια στους κακούς και άπληστους πλούσιους, η οποία τόσο φαίνεται να στενοχωρεί πχ τον Στάθη Καλύβα στη σειρά εκπομπών που επιμελείται για τη Μεταπολίτευση*.
Επιτέλους ένας ταξικός όρος, ίσως σκεφτούν κάποιοι, πέρα από τις συνήθεις αναφορές σε σεξισμό, ρατσισμό κτλ. Από την άλλη, είναι απλώς άλλη μια έννοια δίπλα σε άλλους -ισμούς, αντί να δούμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε διάκρισης και καταπίεσης. Χώρια που καταλήγουμε να μην κρίνουμε ένα άτομο από την τάξη του αλλά για τις αρετές του -πχ το ταλέντο του Βαγγέλη να γράφει στίχους...
Αυτό που μας λείπει δεν είναι ο ταξισμός αλλά η ταξική συνείδηση. Η πιο στοιχειώδης που θα δίδασκε στους εργάτες μια μεγάλη (φαϊτκλαμπική) αλήθεια: πως το πρόβατο και ο λύκος δεν είναι φίλοι (και τα πρόβατα είναι τέτοια -για σφαγή- όσο μένουν χωρίς οργάνωση και όχι όταν κατεβαίνουν μαζικά στον δρόμο). Κι είναι καιρός να κοπεί ο «ανάποδος ταξισμός», που βγάζει τα αφεντικά διαχρονικούς φίλους και ευεργέτες μας -που η αόρατη χειρ της αγοράς να μας κόβει μισθούς και να τους δίνει κεφάλαια να λιμνάζουν, να φέρνουν κρίση και νέο ψαλίδι στους μισθούς.

(*μικρή παρένθεση στη ροή της ανάρτησης.
Ο Καλύβας στενοχωριέται επίσης για την παρεξηγημένη έννοια της «τάξης» -όπως λέμε «νόμος και τάξη». Δεν ασχολείται όμως με τάξεις, όπως η εργατική, και αν πρέπει να μιλήσει για τις κυρίαρχες, το πολύ-πολύ να χρησιμοποιήσει τον όρο «ελίτ». Είμαστε πολύ μακριά από την εποχή που ο Μαρξ έλεγε πως αυτός δεν ανακάλυψε την πάλη των τάξεων, αλλά ότι αυτή υποχρεωτικά θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου. Πλέον κάθε τι ταξικό είναι ύποπτο και εξοβελίζεται από τον δημόσιο λόγο.

Και όσο για τα κακώς κείμενα που μας περιβάλλουν, φταίνε πάντα κάποια πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αλλάξουν, αλλά ποτέ το σύστημα. Γιατί όταν λέμε πως φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς και βγαίνουν όλοι λάδι. Οπότε καλύτερα να λέμε ότι φταίει ο τάδε και ο δείνα, για να αφήσουμε το σύστημα στο απυρόβλητο...)

-Ίσως κουράζει η επανάληψη, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά του Καμιλέρι στο νουάρ είναι πως το απαλλάσσει από τη μαυρίλα του, την επιτηδευμένη σκοτεινιά που περνιέται για βαθυστόχαστη. Με υλικά από την καθημερινή ζωή, που είναι γεμάτη φαγητά, φωνακλάδες γείτονες, ηλίθιους μπάτσους, δημοσιογράφους - κοράκια, κουτσομπόλες θείτσες, ερωτικά πάθη, όλα τόσο παρόντα και οικεία στα καθ’ ημάς, σαν τους μαφιόζους.

Η πραγματική ζωή δεν έχει γαμάτους μοιραίους τύπους, αυτοκαταστροφικούς πλην ακαταμάχητους -πρωτίστως για το άλλο φύλο. Ίσως έχει πολλούς που θα ήθελαν να είναι τέτοιοι και βαυκαλίζονται πως το κατάφεραν ή το καταγράφουν στη λογοτεχνική φαντασία τους, με υπεργαμάτα alter ego, όπου το όνειρό τους παίρνει εκδίκηση από τη ζωή -αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση που δεν αφορά κανέναν από το αναγνωστικό κοινό.

Ταυτόχρονα, ο Καμιλέρι δε χάνει από τα χέρια του το νυστέρι της κοινωνικής κριτικής, γιατί τα πιο σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν σαν αστεία, με κωμικό τρόπο. Κι είναι πολύ σπουδαίο να μην περνιέσαι για σπουδαίος και να μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου ή για το κομμάτι προσοχής που του αντιστοιχεί -είτε είσαι λογοτέχνης, είτε όχι. Για αυτό ήταν σπουδαίος ο Σιτσιλιάνος -παρά τις αντινομίες του.

-Ένα σωρό κόσμος (δηλαδή καμιά δεκαριά βιβλιοκριτικοί) μιλάνε για το Deepfake του Μαλαφέκα, αλλά η σωστή σειρά απαιτεί να πιάσεις τις περιπέτειες του Μιχάλη Κρόκου από την αρχή και το «Δε λες κουβέντα». Ξεκινώντας, είχα συνεχείς συνειρμούς με το ΦΕΚ και το «μήλο φιρίκι» της Φρουτοπίας (του έφυγε το «ρι» και έγινε φύκι...), αλλά ήμουν λίγο μαλάκας. Οκ, δε βρήκα πολλά επιχειρήματα για να αντικρούσω το κλισέ ότι δεν έχουμε σπουδαία λογοτεχνία στην Ελλάδα. Ήταν έξυπνο, ευκολοδιάβαστο, με ωραία γραφή, αλλά ήθελα λίγο παραπάνω κριτική για την Documenta, λίγο πιο αιχμηρό λόγο, λίγο λιγότερο μοιραίο ήρωα. Του έδωσα όμως δεύτερη ευκαιρία, μεταξύ άλλων γιατί η Μεσακτή καταπιάνεται με την Ικαρία, τους φασαίους, ξώφαλτσα με τους Κνίτες, και προπαντός με το ελληνικό καλοκαίρι, που είναι πιο αθάνατο και από λογοτεχνία -σιγά πόσοι διαβάζουν βιβλία στην ξαπλώστρα, στην τελική.

Και τώρα, φέρτε μας το Deepfake.

-Τι γνώμη έχεις για τον Φαζαρντί; Αρκετά καλή. Αλλά...

Δεν είναι ότι δε γράφει ωραία. Δεν είναι ότι δεν έχει πολιτικό στίγμα -εννοείται πως έχει και είναι η βασική απόλαυση που προσφέρουν τα βιβλία του- ή ότι πρόδωσε τα ιδανικά της νιότης του, σαν τον Κον Μπεντίτ και άλλους εκείνης της γενιάς του Μάη. Δεν είναι ότι δεν περνάς καλά γυρνώντας τις σελίδες, με λίγο βιτριολικό χιούμορ -χωρίς το «λίγο» εν προκειμένω. Ούτε πως είναι πρόβλημα τα εσωτερικά αστεία και οι συνειρμοί που δύσκολα πιάνεις αν δεν έχεις προσλαμβάνουσες από τη γαλλική κουλτούρα, ιστορία και επικαιρότητα.
Είναι απλώς ότι κάποια από αυτά μοιάζουν πιο πολύ με χαβαλέ, προορισμένα για τον κύκλο μιας παρέας και όχι ενός αναγνωστικού κοινού. Κι αναρωτιέσαι αν αρκούν ως πρώτη ύλη για να φτιάξουν πραγματικά καλή λογοτεχνία.
Αλλά γιατί να βάζουμε πάντα τόσο ψηλά τον πήχη -σοσιαλισμός ή τίποτα; Και ποιος είπε ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι δεν προσφέρουν μια κάποια -κάθε άλλο παρά ένοχη- απόλαυση;

-Αν διαβάσεις κριτικές και σχόλια αναγνωστών για την «αλήθεια για την υπόθεση του Χάρι Κέμπερτ», πιθανότατα θα δεις τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και το καλύτερο είναι πως ισχύουν όλα και έχουν δίκιο, από τη σκοπιά που το λένε. Κυλάει πολύ εύκολα, έχει εντυπωσιακές ανατροπές -σε κάποιο σημείο μου θύμισε την ταινία «Knives Out»- αλλά ίσως μια-δυο παραπάνω από όσες θα έπρεπε. Και παράλληλα έχει μάλλον αδύναμους -σε κάποιες πτυχές τους- χαρακτήρες, πρόζα, ιστορία αγάπης και κριτικό στίγμα. Κι επίσης, αρκετές επαναλήψεις, εμπλουτισμένες όμως, και με λόγο ύπαρξης.

Δεν ξέρω αν θα το συνιστούσα -σίγουρα πάντως δε θα απέτρεπα κάποιον να το διαβάσει- ούτε αν θα δοκίμαζα άλλο βιβλίο του Ζοέλ. Μου άφησε την ίδια γεύση που μου αφήνουν αρκετές φορές τα βιβλία του Πατάκη. Σχετικά αξιόλογα, σχετικά εύπεπτα, σπανίως «πατάτες» ή εντελώς αδιάφορα -εκτός από κάποιες αβάσταχτες εκδηλώσεις ναρκισσισμού του Μίμη.

Σε κάποια σημεία το βιβλίο μοιάζει με λογοτεχνικό «Inception» -ένα βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που ψάχνει τι να γράψει και εμπνεύστηκε από τον συγγραφέα ενός άλλου βιβλίου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την ιστορία της συγγραφής του, για να βρει τελικά πως το έγραψε κάποιος άλλος. Παρεμπιπτόντως, αναφέρεται και στους αόρατους συγγραφείς -ghost writers- που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά για κάποιο μεγάλο όνομα και συμπληρώνουν τα κενά της έμπνευσής του. Άλλος ένας «κλάδος» που μπορεί να πληγεί άμεσα από την τεχνητή νοημοσύνη -βλέπε και στη συνέχεια του κειμένου. Αν και το βασικό πρόβλημα στην έμπνευση δεν είναι η μηχανή που γράφει σαν άνθρωπος -και τον υποκαθιστά- αλλά το ακριβώς αντίστροφο...

-Τι κάνεις όταν δε σου πάει -και δεν πας ένα βιβλίο; Πόσο μάλλον όταν είναι βραβευμένο και κερδίζει εγκωμιαστικά σχόλια από όσους το διάβασαν; Όταν σκοντάφτεις, το αφήνεις και συνεχίζεις με κάτι άλλο -γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να διαβάσεις όσα θέλεις; Ή εν τέλει νικάει ο ψυχαναγκασμός σου να μην αφήνεις μισές δουλειές; Κι αν στο έχει συστήσει εκείνος ο υπάλληλος-μορφή στην «Πολιτεία» -εσένα και καμιά εκατοστή πελάτες ακόμα- στο τμήμα Α’ της λογοτεχνίας, που κατάφερε να κάνει σχεδόν μόνος του ευπώλητη (best seller) την επανέκδοσή του; Κι αν προέρχεται από τη λατρεμένη Γιουγκοσλαβία; Αν επιμένουν όλοι να βλέπουν ανυπέρβλητες αρετές και υψηλά νοήματα που εσύ δεν έφτασες ποτέ όσο ξεφύλλιζες αδιάφορα τις σελίδες, με ένα κράμα βιαστικής βαρεμάρας, για να τελειώσουν επιτέλους -και δεν ήταν καν πάνω από 100; Νιώθεις τότε λειψός, ότι χάνεις κάτι, λόγω δικού σου λάθους; Κι αν φταίει ότι μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο, αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ σινεφίλ και δε σου άρεσε καμιά ταινία -μέχρι αποδείξεως του εναντίου- και δε σύγκρινες το χαρτί με καμία οθόνη; Αν πάλι φταίει ότι δε συνέπεσες - συναντήθηκες ποτέ και πουθενά με τον υπαρξισμό -φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά μιλώντας;

Όλα αυτά είναι σκέψεις με αφορμή (ότι διάβασα) τη νουβέλα «Στόμα γεμάτο χώμα». Και αν χρειάζεται ένα δεύτερο δείγμα -που να ταιριάζει με τα παραπάνω- θα έλεγα το «Άμστερνταμ» του Μακ Γιούαν -βραβευμένο με Booker, που μόνο ασφαλής σύμβουλος δεν είναι τελικά. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα -και αυτός είναι ο βασικός λόγος που την αντιπαθούσα για πολλά χρόνια -είτε γλυκιά είτε αλμυρή- μέχρι να δω το αληθινό φως και να αναθεωρήσω. Για την κολοκυθόπιτα, όχι για αυτά που διάβασα...


-Είναι μια καλή ευκαιρία να μπουν εδώ κωδικοποιημένα κάτι υστερόγραφα που μου είχαν μείνει για τον Οπενχάιμερ -από την ιστορία του «Ο» -κι αυτό ανάγνωσμα των ημερών ήταν και από τα πιο ενδιαφέροντα.

Ήδη πριν τον Αύγουστου του ’45, οι ΗΠΑ είχαν ισοπεδώσει με... συμβατικούς βομβαρδισμούς το Τόκιο και άλλες πόλεις της Ιαπωνίας, με (πολλές) δεκάδες χιλιάδες θύματα, αμάχους στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κάτι που συνέβαλε στο να αμβλυνθούν οι επιστημονικές αντιδράσεις-διαφωνίες για την ρίψη της πυρηνικής βόμβας σε αστικά κέντρα, καθώς δε θα άλλαζε δραματικά η λογική και η στόχευση των επιθέσεων...

Η βασική ιδέα του Οπενχάιμερ και των περισσότερων επιστημόνων - συνεργατών του ήταν να συμμετέχουν στο ατομικό πείραμα, για να συμβάλουν στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, με τον φόβο ότι ο Χίτλερ μπορεί να αποκτούσε πρώτος το υπερόπλο της βόμβας και την εικασία ότι οι Ναζί είχαν σχετικό προβάδισμα, υπό την καθοδήγηση του Χάιζενμπεργκ. Ωστόσο, μετά τη συντριβή τους, την άνοιξη του ’45, οι ίδιοι επιστήμονες προβληματίζονταν για το νόημα της δικής τους συμμετοχής, την ολοκλήρωση του προγράμματος και τις σκοπιμότητες που θα υπηρετούσε.

Τόσο ο Οπενχάιμερ όσο και άλλοι φυσικοί είχαν σαφή άποψη για το μελλοντικό status quo των πυρηνικών, πιστεύοντας πως η σχετική γνώση έπρεπε να διαμοιραστεί σε όλα τα κράτη και να συγκροτηθεί ένα διακρατικό όργανο, ώστε να υπάρχει ένα είδος κεντρικής διαχείρισης της πυρηνικής ενέργειας, στο πλαίσιο και τη λογική που είχε η δημιουργία του ΟΗΕ. Προειδοποιούσαν ότι σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια κούρσα διαρκείας χωρίς τέλος για τη διατήρηση ή την εξουδετέρωση του «πυρηνικού πλεονεκτήματος» -όπως ακριβώς και έγινε.

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ είχε αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και την πεποίθηση ότι συνεχίζουν τον πόλεμο ενάντια στον φασισμό με άλλα μέσα. Σε μεγάλο βαθμό εξαπατήθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον τρόπο χρήσης του όπλου, ενώ απογοητεύτηκαν εν μέρει από τους χειρισμούς και τις διαπραγματεύσεις του Οπενχάιμερ στις αρμόδιες επιτροπές, καθώς τον είχαν εμπιστευτεί ως ένα είδος εγγυητή, για να μην παρεκτραπεί το πρόγραμμα από τους αρχικούς του στόχους.

Κατά συνέπεια, δεν έχουμε να κάνουμε με το «δράμα» ενός επιστήμονα που βαυκαλίζεται πως η επιστήμη του είναι ουδέτερη και δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθερώνει ή να προβλέψει τους συγκεκριμένους τρόπους χρήσης μιας ανακάλυψης - εφεύρεσης, από τον άνθρωπο -sic- γενικά και αόριστα. Έχουμε να κάνουμε με το δράμα της ανθρωπότητας συνολικά που βλέπει τα ισχυρά οικονομικά-γεωπολιτικά συμφέροντα να εγκλωβίζουν την γνώση και να την αξιοποιούν για το κέρδος τους, ακόμα και αν αυτό περνάει από τη μαζική καταστροφή κρατών, λαών και του πλανήτη συνολικά.

Το βιβλίο παίρνει περίπου ως δεδομένη την επίσημη αρχή όλων των κυβερνήσεων των ΗΠΑ ότι είναι επιλήψιμο -και μάλλον ύποπτο- να δηλώνει κάποιος κομμουνιστής και να δρα ως τέτοιος. Συνεπώς αφιερώνει αρκετό χώρο για να δείξει πως ο Οπενχάιμερ ήταν απλός συνοδοιπόρος, που είχε διακόψει κάθε σχετική επαφή ή δραστηριότητα, και ελάχιστα σημεία για να υποβάλει σε κριτική αυτή την εδραιωμένη πίστη, που χρεώνεται εν πολλοίς στο κλίμα του μακαρθικού παροξυσμού παρά στη γενική στρατηγική των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, όμως, αν μπορούμε να «κατηγορήσουμε» για κάτι τον Όπι δεν είναι για τις αρχές που είχε στα νιάτα του -και συνέχισαν να τον επηρεάζουν ως ένα βαθμό και αργότερα- αλλά γιατί δεν άντεξε την πίεση που του ασκήθηκε και σταδιακά τις εγκατέλειψε. Δεν έβαλε ποτέ αποφασιστικό βέτο -αν υποθέσουμε ότι είχε τέτοια δυνατότητα- για τη ρίψη της βόμβας σε αστικά κέντρα, επιχειρεί να εξευμενίσει τους ανακριτές του -αντί να χολωθεί με την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υποτιμητική στάση τους-, πασχίζει να φανεί νομιμόφρων και να παραγράψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του με διακηρύξεις που διατηρούν το δικό του ύφος αλλά δεν απέχουν πολύ από δηλώσεις μετανοίας-φρονημάτων.

Εσωτερικεύει ως ένα βαθμό την πίεση και τις σταθερές των αντιπάλων του, ασπάζεται και παρουσιάζει πλέον ως δικές του τις απόψεις τους για την πυρηνική στρατηγική των ΗΠΑ ή τη φύση της ΕΣΣΔ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη αντιφασιστική, «λαϊκομετωπική» προσέγγισή του. Υιοθετεί ακόμα και μια σχεδόν στρατιωτική εμφάνιση με κοντοκουρεμένη κόμη, μακριά από τα ατίθασα, ατημέλητα μαλλιά που είχε. Κι ενώ καταρρέει, ψυχικά και οργανικά, από το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύεται (και) εναντίον του, συνεχίζει την προσπάθεια να αποδείξει ότι αξίζει την εμπιστοσύνη όσων τον βάζουν στο στόχαστρο και τον διώκουν και να διασκεδάσει τις «αρνητικές» εντυπώσεις που είχε δημιουργήσει η παλιά του δράση.

Όταν μιλάμε, λοιπόν, για θρίαμβο και τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ -που είναι και ο τίτλος του βιβλίου- αυτά δεν έχουν να κάνουν με την άνοδο και την πτώση του, αλλά με το προσωπικό-συλλογικό δράμα που βιώνει, που το συμπύκνωσε πολύ εύστοχα σε μια φράση ο Αϊνστάιν.

Ο Όπι αγαπάει μια γυναίκα που δεν τον αγαπά: την αμερικανική κυβέρνηση!


-
Να κλείσω με τα πρακτικά της ημερίδας της ΚΝΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Όχι, γιατί είναι τεράστιο θέμα που θέλει ειδική ανάλυση και ανάρτηση. Ως ορεκτικό, όμως, ας αναλογιστούμε πόσο μη τυχαίο και αθώο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ «εξορίζουν» ουσιαστικά το κινέζικο Τικ-Τοκ από την επικράτειά τους, στο πλαίσιο ενός «ψηφιακού πολέμου» -που συνεχίζει με άλλα μέσα τη μεταξύ τους σύγκρουση. Αλήθεια, όμως, πώς θα κάλυπταν τα πάντα ανεξάρτητα ΜΜΕ το θέμα αν οι βασικοί ρόλοι (ΗΠΑ, Κίνας) ήταν αντίστροφα κατανεμημένοι;

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

No Pasarán!- Ελληνο-εφηβικοί διάλογοι

Είχαν παραταχθεί οκλαδόν και ανακούρκουδα, μπροστά στην επιγραφή του αρχαίου θεάτρου -σχεδόν κρεμαστήκαμε πάνω τους για να την διαβάσουμε, αλλά δεν κούνησαν ούτε φρύδι- και εκατέρωθεν του κεντρικού διαδρόμου, σα να φτιάχνουν μπάτσοι κορδόνι για να πέσουν φάπες ή pasillo για να περάσεις θριαμβευτής (αλλά τι κερδίσαμε;) ή αψίδα με κοντόξυλα, για να περάσει από κάτω της το νιόπαντρο ζευγάρι. Που ξέρει ότι ο έρωτας είναι επανάσταση όσων έχουν τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει (και είναι πρόθυμοι να την δώσουν στον αγώνα), ότι οι μεγάλες αγάπες δε φοράνε νυφικά (αλλά θέλουν σίγουρα προφυλάξεις και περιφρούρηση για να τις χαρείς), ότι αν θες συντροφικότητα θα την βρεις βασικά στην οργάνωση και πως όλα είναι πολιτικά -ακόμα και οι γάμοι, από τα χρόνια της Αλλαγής. Και ο γάμος δεν είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μας, ούτε ο προορισμός του ανθρώπου -κι αυτό δεν είναι ντρίπλα για τα ομόφυλα, αλλά η μόνη αλήθεια. Και στην καλύτερη μέρα της ζωής μας, που θα μετράει σαν μήνας, δε θα πέσει ούτε ένας κόκκος ρύζι -θα γίνει όλο λαϊκή περιουσία, όπως κάποτε στην Κίνα.

Για στάσου, όμως. Επιτρέπονται κοντόξυλα στον αρχαιολογικό χώρο; Δεν αναφέρεται ρητά κάπου ότι απαγορεύονται όμως, όπως δεν υπήρχε σαφής απαγόρευση για τις χύτρες στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αστερίξ. Αλλά όπως και να ’χει τούτη η γη, όπου και αν είναι ο ομφαλός της και όπως και να είναι τα άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω, και δεν είναι διχαλωτή ούτε μπλε, αλλά κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή. 


Λίγο πριν είχαμε δει ένα ανάθημα για κάποια νίκη επί των Γαλατών επιδρομέων (ο στίβος ήταν βαρύς και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες) κι ύστερα στο Μουσείο ένα άλλο υπέρ της ρωμαϊκής κατάκτησης βασικά, που την πανηγύρισαν σαν απελευθέρωση κάτω απ’ το αυλάκι, γιατί ηττήθηκαν οι Μακεδόνες -και ύστερα λένε εμάς κομπλεξικούς.

Στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου πόλεις με φαντάσματα, αλλά οπλιζόμαστε με υπομονή και περνάμε ανάμεσα από τους παραταγμένους έφηβους yolo, χωρίς πανοπλία, ενώ είναι έτοιμοι να μας πουν το No Pasaran -αλλά σιγά μην το ξέρουν.

-Buenaaaass, ακούς να σέρνεται, φράση οφιόσχημη, με μπόλικη βαρεμάρα και μια υποψία ειρωνείας, σαν το μειδίαμα εκείνης της γυναικείας μορφής, που θα βλέπαμε αργότερα στο Μουσείο, δε θυμάμαι όμως το όνομά της, μόνο ενός Φλαμινίνο(υ), που θα μπορούσε να είναι το δεκάρι των καριόκας.


Λένε ότι κάθε νέα γενιά είναι πιο έξυπνη από τις προηγούμενες, το χιούμορ μπορεί να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Το αστείο ήταν, υποτίθεται, να λένε τα δικά τους στη γλώσσα τους και να μην τους καταλαβαίνει κανείς, σε ξένη χώρα.

-Μπουένας, είπα και εγώ -σα να λέμε ’σπέρααα, αλλά στον πληθυντικό και για όλες τις ώρες. Περνάω και πριν χωνέψουν το νέο δεδομένο που τους αιφνιδίασε, ξαναχτυπώ ακαριαία στη (διχαλωτή) γλώσσα τους, σαν Λαρεντζάκης -το χτύπημα της κόμπρας.

-Από πού είστε; (De donde sois?)
-’Πάνια -με κοφτή, «μόρτικη» προφορά.
-Από ποια πόλη; (Ciudad?)
-Madrid.

Κάπου εκεί τελειώνουν όσα έχουν να πούμε και φεύγουμε. Μήπως έπρεπε όμως να κάτσω με τη νεολαία; Να τους πω κάτι ακόμα; Αν είναι της Ρεάλ ή της Ατλέτι; Αν ήταν έτοιμοι για άλλη μια μανίτα (χεράκι, δηλαδή πεντάρα) στο κλάσικο; Ότι κάθε Μπάρτσα, κάθε Αθλέτικ και κάθε Ρεάλ (Σοθιεδάδ) είναι mes que solo una sociedad anonima - ανώνυμες εταιρίες; (Κι ότι αν δει το κείμενο η profesora μου, θα γκρινιάζει για τους τόνους που δε βάζω;) Ή μήπως να τραγουδήσω αυτό των Εσκαπε (Ska-P) για τη Ράγιο; Πώς πάει να δεις...

Somos los hinchas mas anarquistas
los mas borrachos, los mas antifascistas
Cada canuto que nos fumamos
alucinamos con el Rayo Vallecan 

Εντάξει το «αναρκίστας» γίνεται εύκολα comunistas. Αλλά τι κάνουμε με τον μπάφο που καπνίζουν για τη Ράγιο και τα μεθύσια που λέει;
-Γιατί, δηλαδή, οι σύντροφοι δεν πίνουν ποτέ λίγο παραπάνω;
Κοιτάξτε να δείτε. Ασφαλώς υπάρχουν μεμονωμένα κρούσματα. Κάποιοι σφοι στη σπουδάζουσα, οικοδόμοι που πίνουν μπίρα για πρωινό ρόφημα το καλοκαίρι και τις ανοίγουν στο γιαπί με το σκεπάρνι, οι παλιότεροι που είδαν την καμπάνια της Περεστρόικα ενάντια στον αλκοολισμό και πίνουν για να ξεχάσουν όσα έγιναν. Αλλά εμείς είμαστε ενάντια σε κάθε εξάρτηση, έχει βγει και από το Πρόγραμμα του Κόμματος δηλαδή.
Κι η θέση μας για την ανεξαρτησία της Καταλονίας είναι σαν τον στίχο απ’ τα Σγουρά Μαλλιά (pelo rizado), (όλοι) θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι σε μια ελεύθερη σοσιαλιστική ’Πάνια, ειρηνικά, χωρίς παρατράγουδα.

Κι αν τους έλεγα κάποιο ;allo τραγούδι, που είναι διεθνής γλώσσα, χωρίς σύνορα; Κάποιο γνωστό, πχ την Καρμέλα ή το A las barricadas revolucionarias; Ή μήπως κάτι αμιγώς δικό μας, πχ το 5ο Σύνταγμα (Quinto Regimiento), που ξεσκεπάζει τους εχθρούς και την πέμπτη φάλαγγα (Venga, jaleo, jaleo! Suena la ametralladora...). Και το Gallo rojo (κόκκινος πετεινός) που είναι γενναίος και παλεύει ενάντια στον μαύρο, τον προδότη. Κι έγινε διασκευή και στα ελληνικά για τον Μπελογιάννη, που το είπε η Βιτάλη, πριν το χάσει εντελώς πολιτικά, σαν Τρ-ελενίτσα.

Μήπως καλύτερα να τους πω κάτι πιο σύγχρονο; Λες να ξέρουν τον Pablo Hasel; Ή το ταβάνι τους φτάνει ως τη Γιουροβίζιον και τη Zorra -reconstruida por dentro- ασε-ρε(χε) και τσίκι-τσίκι, Περαία-Περαία, Μακε-γεια σου; Είναι άραγε έτοιμοι να τους πω για τον σεξισμό της γλώσσας, που κάνει ήρωα τον Zorro αλλά τη θηλυκιά αλεπουδίτσα, την έχει κάτι σαν τη δική μας πεταλουδίτσα, κοινή γυναίκα της σειράς; Είναι έτοιμο το ελληνικό κοινό να αποβάλει την αλλεργία του στα «θου» και να καταλάβει πωθ τα ιθπανικά είναι παρεκθηγημένη γλώθθα, που ούτε ο Θαναθάκηθ του Αρκά δε θα γελούσε μαζί τους; Και πώς θα φανεί στα ’πανάκια ότι εμείς λέμε Ζορό, Ζάρα και Σαραγόσα, λες και μεγαλώσαμε στη Λατινική Αμερική, αντί για Θόρο, Θάρα και Θαραγόθα -που ’ναι τα σωστά; Και πού να πιάσουμε κουβέντα για τον Εσπίδερμαν...

Διαπιστώνω τελικά πως είχαν παραταχθεί με ελλείψεις, όταν συναντάμε την άλλη μισή τάξη στον ανήφορο προς το (ε)στάδιο. Κι αν τα παιδιά της γαλαρίας το βλέπουν όλο αυτό σαν μια αγγαρεία, αντί μια εμπειρία ζωής που θα τους σημαδέψει; Αν πρέπει να μάθουν κάτι για να μη θεωρούν βαρετό το μάθημα της ιστορίας;

Πχ ότι Ελλάδα και Ισπανία έχουν βίους παράλληλους, με εμφύλιο, μακροχρόνιες δικτατορίες και κουτσουρεμένη μεταπολίτευση -η δική τους ακόμα χειρότερη από τη δική μας. Ότι σε εμάς κυβερνούν ακόμα οι λαδέμποροι, με άλλο προσωπείο, όπως και σε αυτούς τα τσιράκια του Φράνκο. Ότι η Ελλάδα και η Ισπανία ήταν το όριο για τον τουρκικό και τον αραβικό κόσμο αντίστοιχα, βρέθηκαν υπό κατοχή, αλλά πήραν πολλά στοιχεία που τις κάνουν ένα γοητευτικό κράμα, κι ας τις υποτιμά ρατσιστικά ο βορράς που τις θεωρεί ένα με τους βάρβαρους κατακτητές τους. Ότι στον βάρβαρο μεσαίωνα -που είναι αρκετά συκοφαντημένος στην αστική ιστοριογραφία- οι Άραβες πχ ανέπτυσσαν τις επιστήμες και τα γράμματα, και δεν ήταν καθόλου βάρβαροι συγκριτικά με τον σύγχρονο κόσμο τους και ό,τι γινόταν τότε στην Ευρώπη. Κι αν σήμερα θεωρεί κάποιος βάρβαρους τους Σαουδάραβες ή το κράτος τους, τι πρέπει να πούμε για τους δυτικούς που κάνουν μπίζνες με πετροδόλαρα, Σούπερ Καπ και Μουντιάλ στην έρημο και έχουν ισχυρά κατάλοιπα θεοκρατίας -όπως ακριβώς οι δυο χώρες μας;

Ότι οι θησαυροί των Δελφών ήταν κάτι σαν τα τρόπαια που παίρνουν σήμερα οι ομάδες μετά τους θριάμβους τους -όσο μεγαλύτερη η νίκη, τόσο πιο λαμπρό το τρόπαιο-θησαυρός, μόνο που δεν ήταν κούπα αλλά κτίριο. Ότι η δική μας αρχαία θρησκεία είχε πολύ πιο διασκεδαστική μυθολογία, γιατί έφτιαχνε τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων, γεμάτους πάθη και αδυναμίες. Κι ότι η Πυθία μαστούρωνε κανονικά, σαν τους Μπουκανέρος, πριν δώσει τους ακατανόητους χρησμούς της, που χρειάζονταν μετάφραση. Αλλά η Ελλάδα και η Ισπανία υποφέρουν σήμερα από τη συλλογική ψύχωση για τα περασμένα μεγαλεία και τους προγονόπληκτους εθνικιστές, που κάνουν την πατριδοκαπηλία επάγγελμα.

Ότι η ιστορία δεν είναι καθόλου βαρετή, εκτός και αν είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια λάθη, γιατί δεν την μελετήσαμε. Ότι δεν είναι κάτι μακρινό που αφορά κυβερνήτες, στρατηλάτες, άρχοντες και χαρισματικές προσωπικότητες, αλλά αυτό που γράφουν οι πράξεις μας. Ότι την διαμορφώνουμε κάθε μέρα -ακόμα και με την απραξία μας. Ότι την ιστορία την γράφουν οι λαοί, με πάλη ταξική, που κινεί τους τροχούς της ή τους κρατά κολλημένους στον βούρκο ενός σάπιου κόσμου

Ή μήπως να τους πω κάτι πιο σύγχρονο;
Πχ ότι η Μαδρίτη (και η Βαρκελώνη) είναι στο άτυπο τρίγωνο με τις πρωτεύουσες του φασεϊσμού, μαζί με την Αθήνα και το Βερολίνο; Ότι είναι μια χαρά αντανακλαστικό να πίνεις περιπτερόμπιρες στην πλατεία για τη φάση, αντί να σκας ένα σωρό λεφτά σε βαρετά κλαμπ και να ντύνεσαι πανάκριβα σαν pijo. Αλλά ο φασεϊσμός δεν είναι παρά η άλλη όψη στο νόμισμα του φασισμού και δεν κάνει τίποτα απολύτως για να αλλάξει τον κόσμο που γεννά αυτές τις φάσεις.

Ότι το Podemos μπαίνει πιο δεξιά κι από την Αλίκη στην ταινία "η κόρη μου η σοσιαλίστρια", σε ένα ισπανικό αριστερόμετρο. Οριακά λίγο πιο αριστερά από τον φιλελέ Αραμπούρου.
Και τα Λαϊκά Μέτωπα; Ναι, βεβαίως, κοιτάξτε να δείτε, το λέει και ο στίχος. Μα εγώ το έχω περάσει αυτό το στάδιο -και τη θεωρία τους...

Κι όλα αυτά να καταλήξουν στο ότι η εφηβεία είναι μια μεταβατική, αντιφατική ηλικία, κάπως σαν τον σοσιαλισμό, που είναι ανολοκλήρωτος κομμουνισμός, με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, σαν μπιμπίκια στο πρόσωπο, με τον πάντα παρόντα κίνδυνο του παλιμπαιδισμού και της παλινόρθωσης, σα να μην ωριμάσαμε ποτέ -σε αντίθεση με τις συνθήκες. Αλλά παρόλα αυτά, είναι πολύ ωραία ηλικία και το μόνο που την κάνει άχαρη είναι όταν την ξοδεύουμε κυνηγώντας ηλίθιες μόδες και πρότυπα που μας επιβάλλονται άνωθεν -αλλά και με τη δική μας συναίνεση.

Κι αν όλα αυτά είναι τόσο βαριά και ασήκωτα, που δείχνουν μόνο ότι γεράσαμε ασυγχώρητα; Ότι ψοφάμε να κάνουμε μάθημα στους νεότερους; Λες και σφύζουμε από σοφία και εμπειρία ή λες και τα καταφέραμε καλύτερα στη θέση τους ή λες και αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα να παίξουν, να δοκιμάσουν, να απογοητευτούν, να σκοντάψουν και να μάθουν μόνοι τους από τα λάθη τους;

Πώς διάολο μπορείς να μιλήσεις στους έφηβους σήμερα, χωρίς ξεπέσεις στον διδακτισμό; Και πώς διάολο να βρεις κοινούς κώδικες μαζί τους, με τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντά τους; Πώς να μιλήσεις σε μια γλώσσα που ούτε ξέρεις ούτε καταλαβαίνεις; Και δεν είναι το πρόβλημα τα ισπανικά (καστιλιάνικα) προφανώς...

Υστερόγραφο:

Παιδιά, είδατε στο Μουσείο τη Σφίγγα των Ναξίων;
Να σας πω και για ένα σχετικόσκίτσο του Ζάχαρη για τον καπιταλισ...
E, chicos, πού πάτε; No os vayais, quedaos un momento...
Μα καλά φεύγουν, ενώ τους μιλάω; Νο πασαράν...


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Η ιστορία του «Ο»

Η ταινία του Νόλαν βγήκε στις αίθουσες και έκανε ντόρο το καλοκαίρι του ’23. Εγώ πήρα το ογκωδέστατο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε αρχές του ’24. Κατάφερα να το βγάλω λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά. Και καταγράφω μερικά σημεία μες στο ’25 πλέον, μακριά από το άγχος της επικαιρότητας, γιατί το θέμα είναι διαχρονικά ενδιαφέρον.


Δεν πρόκειται για λογοτεχνία, παρόλα αυτά επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει τα βιβλία ανώτερα από τη μεταφορά τους σε κάποια οθόνη -μικρή ή μεγάλη. Αν και πιθανότατα, η ιστορία του Οπενχάιμερ θα ταίριαζε καλύτερα σε μια σειρά -παρά σε ταινία- για να εμβαθύνει σε χαρακτήρες και γεγονότα, χωρίς το άγχος του Νόλαν να τα πει όλα σε ένα τρίωρο, με καταιγιστικό μοντάζ και συνεχή βομβαρδισμό πληροφοριών που δύσκολα απορροφούνται στο σύνολό τους.

Στο βιβλίο αντιλαμβάνεσαι πολύ καλύτερα το περιβάλλον της επιστημονικής του ενηλικίωσης, τις σχέσεις τους με άλλους κορυφαίους φυσικούς (στους οποίους ο Αϊνστάιν προστέθηκε αρκετά αργότερα και δεν είχε τόσο κομβικό ρόλο, ενώ ήταν ανέκαθεν καχύποπτος έως ανοιχτός πολέμιος της κβαντικής φυσικής) και το πλαίσιο των προβληματισμών και των αναζητήσεων που διαμόρφωσαν τη δική του πορεία, εντός και εκτός εργαστηρίων -με έμφαση στο «και».

Ο «Όπι» γκρεμίζει το στερεότυπο του «τρελού επιστήμονα» που ζει σε γυάλα αποκομμένος από τα εγκόσμια. Όχι γιατί δεν είναι «αφηρημένη διανόηση» -πολλές φορές ξεχνάει να φάει και η μορφή του μοιάζει ένα βήμα πριν την εξαΰλωση. Αλλά γιατί συγκλονίζεται από την άνοδο του φασισμού και τον αγώνα των Ισπανών για δημοκρατία. Ενδιαφέρεται για τον συνδικαλισμό και τα δικαιώματα των συναδέλφων του. Διακατέχεται σχεδόν από τύψεις για την οικονομική άνεση της οικογένειάς του. Χρηματοδοτεί μια σειρά καμπάνιες - σκοπούς των κομμουνιστών. Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο μέλος της επιστημονικής κοινότητας με αντίστοιχες ευαισθησίες.

Καθόλα μη στερεοτυπική είναι και η μη ανταγωνιστική στάση του απέναντι στους νεότερους -ή και σε αρχάριους- συναδέλφους - μαθητές του. Διορθώνει άτυπα τις εργασίες τους, γράφει μαζί τους επιστημονικές ανακοινώσεις για να αναδειχθούν - καταξιωθούν, ενώ βασίζεται και στις ικανότητες των άλλων για να καλύψουν δικές του τυχόν ελλείψεις. Φαίνεται πχ να υστερεί σχετικά στην εργαστηριακή πράξη -σε αντίθεση με τον μικρό του αδερφό- και στους σύνθετους μαθηματικούς υπολογισμούς, ενώ συχνά δεν έχει την υπομονή να δουλέψει εξαντλητικά πάνω στις λαμπρές θεωρητικές συλλήψεις - ιδέες του, που άνοιξαν διαδρόμους για τους υπόλοιπους.

Αναφέροντας τον Οπενχάιμερ ως πατέρα της ατομικής βόμβας, τείνουμε να ξεχνάμε τον ασύλληπτο όγκο συλλογικής επιστημονικής δουλειάς που απαιτήθηκε. Ο Όπι ήταν ένας ιδιοφυής θεωρητικός φυσικός, που ανέπτυξε επιτελικές ικανότητες και αποδείχτηκε ιδανικός για τη διεύθυνση του σχετικού πειράματος. Δε θα κατάφερνε τίποτα, όμως, χωρίς την καθοριστική συμβολή των καλύτερων φυσικών των ΗΠΑ -και όχι μόνο- ή τη συγκέντρωση τεράστιων πόρων από το κράτος για τις δοκιμές και τις εγκαταστάσεις, όπου είχε στεγαστεί μια μικρή πολιτεία.

Εν κατακλείδι, η κατάκτηση της γνώσης της διάσπασης του ατόμου ήταν καρπός συλλογικής προσπάθειας πολλών επιστημόνων που συνεργάστηκαν δουλεύοντας ο καθένας στο δικό του κομμάτι. Αυτό, παρεμπιπτόντως, δείχνει την περιορισμένη αξία των πληροφοριών που θα μπορούσε θεωρητικά να μεταδώσει ένας πιθανός κατάσκοπος (ο Οπενχάιμερ το ήξερε πολύ καλά και θεωρούσε απλώς θέμα χρόνου την κατάκτηση της σχετικής γνώσης από τους σοβιετικούς επιστήμονες). Το βασικό, όμως, είναι ότι δείχνει τον αναντικατάστατο ρόλο της συνεργασίας και του κεντρικού σχεδιασμού στην επιστημονική εξέλιξη, η οποία ασφυκτιά στα στεγανά μιας ιδιωτικής, ανταγωνιστικής οικονομίας, που φυλακίζει τη γνώση σε πατέντες και δικαιώματα, αντί να την διαχέει.

Πολλοί θεατές της ταινίας του Νόλαν θεωρούσαν πως η ταινία έπρεπε να τελειώσει κάπου στο δίωρο, με την κορύφωση της επιτυχούς δοκιμής και τη βουβή έκσταση για ένα συγκλονιστικό επίτευγμα, που θα έδινε ένα δυνατό και συναρπαστικό φινάλε. Αυτή είναι όμως μια αρκετά ρηχή προσέγγιση, που αγνοεί δυο βασικά στοιχεία, τα οποία προσθέτουν στην ουσία αλλά και στη... δραματική πτυχή της υπόθεσης.

α) τους προβληματισμούς του Οπενχάιμερ -και όχι μόνο- για τις πρακτικές συνέπειες και τους τρόπους χρήσης της ανακάλυψής του. β) την απομάκρυνσή του, με ατιμωτικό τρόπο, από τα πυρηνικά προγράμματα των ΗΠΑ, με τη ρετσινιά του ύποπτου στοιχείου -λόγω των ιδεών του και του κομμουνιστικού του παρελθόντος.
Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά συνδέονται. Διώχτηκε γιατί εξέφραζε δημόσια τις ανησυχίες του. Και είχε τέτοιους προβληματισμούς χάρη στην ιδεολογία και τις αξίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή στα νιάτα του.

Είναι μάλλον κοινή, εδραιωμένη πεποίθηση ότι ο Οπενχάιμερ διώχθηκε αναδρομικά, στο πλαίσιο της μακαρθικής υστερίας από φανατικούς Ρεπουμπλικάνους, που έκαναν τον αντικομμουνισμό όχημα για την προσωπική τους καριέρα. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβές κι η μισή αλήθεια είναι από τους χειρότερους τρόπους να πει κανείς ψέματα. Ο Οπενχάιμερ αντιμετώπιζε διαχρονικά ένα τείχος καχυποψίας, ήδη από τα χρόνια του Ρούζβελτ, όσο ήταν επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος! Εξετάστηκε εξονυχιστικά το παρελθόν του. Ανακρίθηκε επανειλημμένα για κάποιες επαφές του. Κλήθηκε να δώσει ονόματα υπόπτων και πληροφορίες για τις συναντήσεις του μαζί τους. Βρισκόταν για πολλά χρόνια υπό παρακολούθηση. Τα τηλέφωνα της οικίας του ήταν παγιδευμένα. Ενώ τη δεκαετία του ’50 είχε ήδη, προ πολλού, απομακρυνθεί από τον πυρήνα των αποφάσεων, αν και διατηρούσε συμβουλευτικό ρόλο.

Ο βασικός επιστημονικός αντίπαλος - κατήγορος του «Ο», Λέβι (Λιούι) Στράους (Στρος), είχε άμεση παρασκηνιακή συνεργασία με το FBI, αλλά δεν επιθυμούσε την εμπλοκή του Μακάρθι, που θα κατέστρεφε το σχέδιο με την επιπόλαια υστερία του. Ο Οπενχάιμερ (δια)σύρθηκε σε μια διαδικασία-παρωδία, που τυπικά δεν ήταν δίκη -άφηνε έτσι πολλά περιθώρια παρασηνιακής δράσης στους κατηγόρους, ενώ στερούσε από τον ίδιο βασικά δικαιώματα που θα είχε ένας κατηγορούμενος -πχ να δει τη δικογραφία και τα έγγραφα που τον αφορούν. Υποβλήθηκε σε διάφορες ταπεινώσεις -πχ υποχρεώθηκε να δώσει λόγο για μια εξωσυζυγική του σχέση ενώπιον της συζύγου του- και τελικά του αφαιρέθηκε η άδεια πρόσβασης σε προγράμματα ασφαλείας, όχι γιατί αποδείχτηκε η ενοχή του για κατασκοπία -παρά την τραβηγμένη από τα μαλλιά θεωρία συνωμοσίας που παρουσιάστηκε- αλλά με το στίγμα του ύποπτου και επικίνδυνου...

Περιττό να σημειωθεί πως αν όλα αυτά -ή και ένα μέρος τους- είχαν συμβεί στον αντίστοιχο Σοβιετικό Οπενχάιμερ, θα είχε ανακηρυχθεί σε παγκόσμιο σύμβολο δημοκρατίας, θα είχε τιμηθεί με κάποιο Νόμπελ (Φυσικής ή και Ειρήνης) και δε θα περιμέναμε μια ταινία για να γίνει γνωστός στο ευρύτερο κοινό, μισό και πλέον αιώνα μετά τον θάνατό του. Αντιθέτως, ο Όπι δε γνώρισε ποτέ κάποια αντίστοιχη διάκριση -πχ για την καθοριστική συμβολή του στη γνώση μας για τις μαύρες τρύπες-, παρά μόνο ένα τείχος οργανωμένης καχυποψίας, ενώ μετά την περιπέτεια και τη στοχοποίησή του, έπαψε να είναι παραγωγικός και να κάνει επιστημονικές ανακοινώσεις -κατά μια άλλη εκδοχή, σε αυτό συνέβαλε η εμπλοκή του στα γρανάζια της πολιτικής και η απομάκρυνσή του από το επιστημονικό του πεδίο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Οπενχάιμερ αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα επειδή συμπαθούσε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενίοτε και για την εβραϊκή του καταγωγή, ουδέποτε όμως για τη γερμανική υπηκοότητα των προγόνων του -αν και η ναζιστική Γερμανία ήταν ο βασικός εχθρός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η βασική κατηγορία εναντίον του ήταν η δράση του στο πλαίσιο διαφόρων κομμουνιστικών συσπειρώσεων -στα χρονικά του ελληνικού κράτους έχουν καταγραφεί ως... «παραφυάδες»- και οι κομμουνιστές που κινούνταν στον κύκλο του. Ανάμεσά τους ο αδερφός του, ο έρωτας της ζωής του και η σύζυγός του -χήρα ενός αφοσιωμένου αγωνιστή των Διεθνών Ταξιαρχιών. Το αξιοπερίεργο είναι πως δε διευκρινίζεται ποτέ κατηγορηματικά αν ήταν όντως οργανωμένο μέλος ή απλώς στις παρυφές του ΚΚ. Ο ίδιος το αρνήθηκε επανειλημμένα -αν και θα είχε κάθε λόγο να αποκρύψει μια τέτοια ιδιότητα, αντιμέτωπος με την ασφυκτική πίεση μιας ενορχηστρωμένης αντικομμουνιστικής υστερίας, που εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών.

Ο Όπι είναι μάλλον συνοδοιπόρος -όρος με ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο και στα καθ’ ημάς. Είναι ένθερμος αντιφασίστας, οπαδός του Ρούσβελτ και του New Deal, «ακτιβιστής» που αναπτύσσει δράση σε αρκετά συνδικαλιστικά και αντιπολεμικά μέτωπα, δεκτικός στις σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά πιθανότατα όχι συνειδητοποιημένος κομμουνιστής, όπως δείχνουν οι πράξεις του -αν και δεν είναι καλός σύμβουλος να κρίνουμε μια περίοδο, γνωρίζοντας την κατάληξη μιας προσωπικής διαδρομής.

Αυτό που ίσως επιτείνει τη σύγχυση είναι η λαϊκομετωπική προσέγγιση του ΚΚ ΗΠΑ που έτεινε να εξελιχθεί σε «πολιτική ουράς» -για να μείνουμε σε δικούς μας όρους- απέναντι στους Democrats του Ρούζβελτ και μολονότι είχε κάποιες εντυπωσιακές επιτυχίες, δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια ενός κεϊνσιανού New Deal. Μια άλλη πηγή σύγχυσης είναι οι χαλαροί οργανωτικοί δεσμοί του κόμματος με τα μέλη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μικρός Οπενχάιμερ γράφεται μέλος, συμπληρώνοντας τα στοιχεία του στο σχετικό απόκομμα μιας εργατικής εφημερίδας -πρακτική που σώζεται στα καθ’ ημάς, ως τις μέρες μας, πχ στην «Εργατική Αλληλεγγύη» του τροτσκιστικού ΣΕΚ.

Όλα αυτά όμως μικρή σημασία έχουν. Η δράση του Οπενχάιμερ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 είναι ούτως ή άλλως πλούσια -σχεδόν πρωτοπόρα σε κάποιους τομείς- και οι πράξεις λένε περισσότερα από οποιαδήποτε θεωρητική, ιδεολογική ένταξη. Αρκετά μέλη και στελέχη τον θεωρούν ούτως ή άλλως δικό τους ή τον συναντούν τόσο συχνά στις δράσεις τους, που σχηματίζουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι έχει οργανωθεί. Ο Όπι είναι από τα λίγα άτομα που έχει μελετήσει το «Κεφάλαιο» του Μαρξ -κάτι που τον καθιστούσε πιο διαβασμένο από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομματικών μελών και στελεχών. Ενώ παράλληλα είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν τη Σοβιετική Ένωση στην υπογραφή του συμφώνου Μολότοβ-Ρίμπεντροπ -αν και κατά μια άλλη ερμηνεία, τότε αρχίζει η σταδιακή απομάκρυνσή του από τον κομμουνισμό.

Σε κάθε περίπτωση, ο Οπενχάιμερ διακόπτει τις όποιες σχέσεις - δράσεις είχε λίγο πριν ή μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο -και οι αρχές το γνωρίζουν καλά. Ο πραγματικός λόγος της δίωξής του δεν είναι ότι βρέθηκαν νέα στοιχεία για την υποτιθέμενη ενοχή του ή ότι αναθεωρήθηκαν τα παλιά υπό ένα νέο (μακαρθικό) πρίσμα. Αλλά ότι έχει πλέον διεθνές κύρος και οι αντιρρήσεις που εκφράζει σε άρθρα και δημόσιες εμφανίσεις του μπαίνουν εμπόδιο στην υλοποίηση της πολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ -πχ για τη βόμβα υδρογόνου.

Στην πραγματικότητα, αν μπορούμε να επικρίνουμε για κάτι τον Οπενχάιμερ, δεν είναι επειδή είχε αρχές, αλλά μάλλον γιατί τις εγκαταλείπει στην πορεία. Αλλά αυτό, μαζί με κάποια άλλα στοιχεία, ίσως το δούμε σε επόμενο μέρος -και ας βγει μικρότερο σε έκταση.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Ντινγκ-Ντονγκ, Taperman 's gone

Αν είχαμε περάσει Διαφωτισμό, θα ξεπροβοδίζαμε τον μακαρίτη όπως οι Βρετανοί τη Θάτσερ, με αυτοσχέδια τραγουδάκια: ντινγκ-ντονγκ, Κινέζος ’s gone. Αλλά στο βασίλειο του λαϊκισμού, που δεν πρόλαβε να το εκσυγχρονίσει ο Σημίτης και να το ξεβλαχέψει ο Κωστόπουλος, ο λαός ξεσπά στο παλιό Τουίτερ, αντί να εκτονωθεί στους δρόμους -όχι απαραίτητα με τραγουδάκια. Κι εκεί -στο Τουίτερ- άνοιξε μια κουβέντα, αν δικαιούσαι να επιχαίρεις για τον θάνατο κάποιου και να μαγαρίζεις τη μνήμη του με ύβρεις.

Λοιπόν, από θέση αρχής, όχι. Ιδίως αν είσαι πολιτικό κόμμα, που οφείλεις να κρατάς τους τύπους και να ποιείς ήθος, βρίσκοντας όμως λέξεις που ακριβολογούν και σφάζουν με το βαμβάκι: υπεράσπισε με συνέπεια την πολιτική και τους στόχους της τάξης του. Κι αυτή είναι η μόνη που έχει λόγους να πενθεί. Αλλά και η μόνη που έχει τη δύναμη και τα μέσα να επιβάλει το πένθος της ως «εθνικό».

Αν δεν είσαι κόμμα όμως;
Τότε μάλλον καταλαβαίνεις κάποιες θυμικές, αυθόρμητες αντιδράσεις. Εν προκειμένω, δεν είναι δα και τραγικό να είσαι λίγο αντισημίτης. Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, πιάνεις όλους αυτούς με το καλό και τους ρίχνεις τροφή για σκέψη: αν κάποιος περιμένει τον θάνατο του αντιπάλου του για να χαρεί, ομολογεί εμμέσως πως δεν ήταν αρκετά δυνατός να τον νικήσει, όσο ζούσε.

Αλλά σε ένα τρίτο γκεστάλτ, είναι αβάσταχτες οι -μειοψηφικές πλην οργανωμένες- αγιογραφίες που διαβάζουμε από χτες για τον εκλιπόντα και σε γαργαλάν να απαντήσεις. Κι αν ξύσεις λίγο τα σάλια από τα στημένα εγκώμια, μας μένει στο τέλος το απέραντο γαλάζιο της ΝΔ, ένα ευρώ, ένα μετρό και μπόλικες ελιές. Που σημαίνει πως εξίσου εύκολα αποδομούνται.


Λένε ότι ο Σημίτης έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ. Ξεχνούν βολικά τις ανατιμήσεις (από 50 δραχμές - 50 λεπτά, εν μια νυκτί), τα greek logistics και πως ούτε ο Σπύρος, που έχει πάρει εργολαβία τα κυβερνητικά σποτάκια, δε θέλει πλέον να θυμάται ότι «με το ευρώ καλύτερα».

Λένε για το «φαινόμενο Σημίτη» που δεν έχασε ποτέ σε εκλογές! Ξεχνάνε τις ευρωεκλογές του ’99. Πως το ’04 παρέδωσε το δαχτυλίδι και δεν έφτασε καν στην κάλπη, για να μην υποστεί συντριβή. Κι έκτοτε έμεινε στα αζήτητα, σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Λένε ότι καταπολέμησε τον λαϊκισμό και τη διαφθορά. Αλλά έμεινε στην ιστορία ως αρχιερέας της διαπλοκής, για μια σειρά σκάνδαλα, όπου είχαν άμεση εμπλοκή όλοι οι βασικοί συνεργάτες και οι μισοί του υπουργοί -από τον Τσουκάτο με τις μίζες, μέχρι τον Γιάννο που αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Αυτός όμως έμεινε βράχος ηθικής, καθαρός και άσπιλος, σαν το θαύμα της Παρασκευής -και γύρω-γύρω Σάββατο.

Λένε ότι δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος και έμεινε ακλόνητος στο θέμα για τις ταυτότητες. Αλλά δεν έκανε ούτε μισό βήμα για τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους και απλώς εναρμονίστηκε με το κοινοτικό δίκαιο -όπως ο Μητσοτάκης για τα ομόφυλα.

Λένε ότι έβαλε την Κύπρο στην ΕΕ, που ήταν εγγυητής μιας λύσης. Αλλά το Κυπριακό χρονίζει και βαίνει προς τυπική επικύρωση της διχοτόμησης του νησιού.

Λένε για τους Αγώνες της Αθήνας, που ακόμα τους πληρώνουμε κι οι εγκαταστάσεις ρημάζουν -μέχρι να τις αναλάβει δωρεάν κάποιος «ευεργέτης» ιδιώτης- πλην του Σταδίου στην Πάτρα, που ο Δήμος το έχει στολίδι για τους δημότες του.

Λένε για τα έργα, που δεν ήταν μακέτο κι έφεραν την Ελλάδα στον 21ο αιώνα. Όπου αντί για ενέδρες ληστών έχουμε διόδια κάθε 30 χιλιόμετρα, να σε ξαλαφρώνουν από το περιττό βάρος της τσέπης σου, για να χαίρεσαι απερίσπαστος κάθε πέρασμα.

Κι αυτά δείχνουν πώς εννοεί ο αστικός κόσμος την πρόοδο. Μπορεί να πτωχεύουμε, να έχουμε σκάνδαλα, φτώχεια και παράπλευρα θύματα (πχ στα ολυμπιακά έργα), αλλά η ζωή τραβά την ανηφόρα, μέσα από πισωγυρίσματα και τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας. Πίσω από κάθε μικρό αστικό «θρίαμβο», κρύβεται μια μαζικής κλίμακας τραγωδία για τους «μη κατέχοντες» (που αντικατέστησαν τους «μη προνομιούχους» του Ανδρέα). Αλλά κάποιοι μίζεροι επιμένουν να εστιάζουν στο δάσος και να χάνουν το δάσος της ανάπτυξης.

Το βασικό επίτευγμα του Σημίτη ήταν ότι έκανε το ΠΑΣΟΚ μια πράσινη ΝΔ, βάζοντας τα θεμέλια για τον μεγάλο μνημονιακό συνασπισμό. Κι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του είναι τα «ορφανά» του εκσυγχρονισμού -η Διαμαντοπούλου, ο Λοβέρδος, ακόμα κι ο Βενιζέλος- αλλά πρωτίστως όσοι βρήκαν στέγη στο υπουργικό συμβούλιο του Μητσοτάκη: από τον Χρυσοχοΐδη και τον Φλωρίδη, μέχρι τον Πιερρακάκη, τον Σκέρτσο και τη Μενδώνη.

Η Ελλάδα δεν ήταν εξαίρεση στον κανόνα της σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε το δίδυμο αδελφάκι της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς -στην Αγγλία του Μπλερ, στη Γερμανία του Σρέντερ, την Ιταλία του Πρόντι και του Ντ’ Αλέμα. Αλλά εδώ υπήρχε η «ελληνική ιδιαιτερότητα», που καθόρισε και την πορεία του ΠΑΣΟΚ για κάποια χρόνια -πχ τις αρχικές «αποστάσεις» από τη Σοσιαλιστική Διεθνή- και κάθε δεξιά στροφή χτυπούσε (πιο) ευαίσθητες χορδές. Η συνεισφορά του Σημίτη ήταν η πλήρης απενοχοποίηση του ΠΑΣΟΚ να κάνει τη βρώμικη δουλειά, χωρίς τύψεις συνείδησης και απώλειες.

Ο νεκρός δεδικαίωται μονάχα από τις πράξεις του. Κι ο τελικός απολογισμός δεν χωρά ταξικά στρογγυλέματα.

Για τη δική μου γενιά, η οκταετία Σημίτη ήταν η περίοδος της πολιτικής της ενηλικίωσης - συνειδητοποίησης. Κι αυτό δεν ήταν απλή χρονική σύμπτωση, αλλά είχε λόγους ταξικούς και όχι μόνο.

Το «γη και ύδωρ» στους Νατοϊκούς (για τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Το αμίμητο «ευχαριστώ την κυβέρνηση των ΗΠΑ» για τα Ίμια. Τη διαβόητη «μεταρρύθμιση» Αρσένη, που εξόντωνε τους μαθητές, με 28 εξεταζόμενα μαθήματα. Το άγριο πέσιμο στα αγροτικά μπλόκα -γιατί και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες. Το ασφαλιστικό του Γιαννίτση, που ήταν μια πρόγευση από τα μνημονιακά «προσεχώς». Το σάπιο ήθος και το ύφος (αλαζονεία) της εξουσίας, που τα ενσάρκωνε ένας κακός ηθοποιός (Σημίτης), χωρίς ήθος -και αυτή η έλλειψη αρχών και ιδανικών ήταν η κυρίαρχη «συνείδηση» της εποχής.

Η οργή για την παράδοση του Οτσαλάν. Για την πολιτική επένδυση στη φούσκα του Χρηματιστηρίου, που έσκασε στα μούτρα των «μικρομεσαίων» που πίστευαν πως θα γίνουν ρετιρέ και ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι -στον τζόγο της Σοφοκλέους- γιατί ήταν παιδιά του Γιάννη Δαλιανίδη και της δεκαετίας με τις βάτες. Και για τον πρώτο διαγωνισμό ΑΣΕΠ, που απαξίωνε τα πτυχία και τους κόπους χρόνων. Και για «σταζ» που ήταν ο πρόδρομος της σημερινής επισφάλειας.

Επί ημερών Σημίτη κλιμακώθηκε το όργιο καταστολής θυμίζοντας την «παλιά καλή Δεξιά» -χωρίς καμία απολύτως διάθεση αθώωσης του «σοσιαλιστικού» ξύλου της εποχής του Ανδρέα, του Αρκουδέα και του Μελίστα. Η επίθεση στα λάστιχα των τρακτέρ, οι ΟΥΚάδες στα λιμάνια, το ξύλο στους συνταξιούχους, η επιστράτευση απεργών. Ο τρομονόμος που ήταν θεωρητικά για την «πάταξη της τρομοκρατίας», για να στοχοποιήσει στην πράξη ακόμα και την Ηριάννα. Το C4I, κάμερες παντού (για το καλό μας), οι σύνοδοι κορυφής το ’03 και μια «ελεύθερη» πολιορκημένη πόλη, πνιγμένη στα χημικά. Δε βγήκε τυχαία τότε το σύνθημα «φτώχεια, βία, αυταρχισμός, αυτός είναι ο εκσυγχρονισμός»...

Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά το ξύλο μένει. Το κράτος έχει συνέχεια. Και δε χαλάνε οι κυρίαρχες στρατηγικές για τα κόμματα (ρε μαλάκα, που θα έλεγε και η Βάσια Τριφύλλη). Η αστική πολιτική είναι προφανώς υπεράνω προσώπων και κυβερνήσεων. Αλλά λίγες φορές θυμάμαι να φωνάζω-ουμε με τόσο πάθος ένα σύνθημα, όπως το «κυβέρνηση Σημίτη, υπάλληλοι του ΝΑΤΟ... (η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο)».

Κι ο Παπανδρέου έπαιζε το «μένουν οι βάσεις που φεύγουν που μένουν», αλλά ο Σημίτης ευθυγραμμιζόταν χωρίς καν προσχήματα. Κι ο Στεφανόπουλος -με τις ακροδεξιές καταβολές του που ξεπλύθηκαν στα γεράματα- υποδέχτηκε τον Κλίντον, αλλά φρόντισε για την υστεροφημία του, ψελλίζοντας δυο κριτικά «περήφανα» λόγια.

Ο Σημίτης ήταν το πιο πιστό κατοικίδιο τς αστικής τάξης -ένας εστέτ καθηγητής κι όχι απλό μαντρόσκυλο του δρόμου. Έγλειφε τα ίδια χέρια με τους άλλους, φυλούσε τα ίδια αφεντικά, αλλά το έκανε αυθόρμητα, με τον μεγαλύτερο ζήλο, μπαίνοντας δικαιωματικά στη λίστα με τους λιγότερο δημοφιλείς ηγέτες της Μεταπολίτευσης.

Κι άλλοι είχαν εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά κανείς δεν αποδοκιμάστηκε εν χορώ σε συνέδριο, σαν τον Σημίτη. Άπαντες έβαζαν μπόλικο φότοσοπ στις προεκλογικές αφίσες, αλλά κανείς δεν το ξεφτίλισε και δεν ξεφτιλίστηκε όπως ο «σοβαρός καθηγητής», που έχασε μαγικά τις ελιές του. Και ο Μητσοτάκουλας ήταν κόκκινο πανί για τον εργαζόμενο λαό, αλλά μπορούσε να σταθεί ως ρήτορας και είχε ένα κάποιο έρεισμα στο δικό του πολιτικό κοινό. Και για άλλους ηγέτες πενθήσαμε σαν κράτος, αλλά είχαμε μια επιπλέον αργία -ακόμα και για τον Αλευρά χάσαμε δυο ώρες μάθημα. Εδώ τίποτα -ούτε ένα μεταθανάτιο τυράκι συμπάθειας...

Ο Σημίτης, που πλασαρίστηκε ως ο «σύγχρονος Τρικούπης» από συστημικά ΜΜΕ -που δεν τον λάτρεψαν τυχαία- ήταν με διαφορά ο χειρότερος ηθοποιός που βρέθηκε σε τόσο υψηλό αξίωμα. Χωρίς προσωπική γοητεία, κανένα ταλέντο ή επικοινωνιακό χάρισμα, καλούνταν να «ξεσηκώσει» τα πλήθη στις συγκεντρώσεις με άπειρα σαρδάμ και σπασμωδικές κινήσεις, σα να καθαρίζει τζάμια -wax on, wax off. Εγκαινίασε μια εποχή όπου ο αστικός κόσμος δεν αναζητούσε πια ταλαντούχους ηθοποιούς για τον ρόλο του πρωθυπουργού (γιατί ψωνίζονται και αποκτούν σκηνοθετική άποψη) αλλά τεχνοκράτες που βγάζουν τη δουλειά.

Η φαιδρή του δημόσια παρουσία δεν ήταν καν πηγή καλής έμπνευσης για τη σάτιρα της εποχής. Οι «Διαπλεκόμενοι ΑΕ», με Φιλιππίδη, Λέφα και Γαλίτη, ήταν από τις πιο κρύες εκδοχές του είδους -πιθανότατα γιατί έλειπε η πολιτική στόχευση -και υπήρχαν σχετικά πρόσφατα μέτρα σύγκρισης, που έβαζαν πολύ ψηλά τον πήχη.

Ίσως η εξαίρεση στον κανόνα να ήταν οι εκπομπές της Μαλβίνας. Που ήταν μπερδεμένη δεξιά, αλλά είχε κριτήριο και έλεγε «πες τα λεβέντη μου» στον Κολοζόφ, γιατί είπε μετά τα Ίμια ότι δε βλέπουμε τον λόγο να είμαστε σε τέτοιες ενώσεις -ιμπεριαλιστικές. (Κι αν πας λίγο πιο πίσω στο βίντεο, θα δεις άλλη μια καλτ στιγμή της ελληνικής τιβί, με τον Καμμένο και τον Ραφαηλίδη στο ίδιο πλάνο, σε τηλεοπτικά παράθυρα).

Δεν έχει σημασία αν δε γελάς με το χιούμορ της Μαλβίνας -ούτε εγώ τρελαίνομαι. Τα καλύτερα σατιρικά σχόλια δεν είναι πάντα (τόσο) αστεία -πχ το σχόλιό της πως το ΠΑΣΟΚ (του Σημίτη) είναι το πιο δεξιό κόμμα. Ακόμα λιγότερο αστείο είναι ότι η Κάραλη κόπηκε ως καλεσμένη (!) από την ΕΡΤ για τα σατιρικά της βέλη κατά του πρωθυπουργού. Και δεν κόπηκε από τη διοίκηση της ΕΡΤ αλλά απευθείας από το Μαξίμου, σε άλλη μια λαμπρή στιγμή επίδειξης πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που τσακίζει τον λαϊκισμό. Διαφωνώ με όσα λες και δεν υπάρχει λόγος να τα λες δημόσια.

Τον λαϊκισμό βαθιά κατάλαβέ τον
δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον

Τον επίλογο τον γράφει πάντα η ιστορία -αρκεί να μην τον αφήσουμε στους νικητές και τους κυρίαρχους. Κι η ιστορία ψάχνει πάντα εκείνες τις προσωπικότητες που μπορούν να εκφράσουν συμπυκνωμένο στις πράξεις τους το πνεύμα των καιρών -ακόμα και τους νάνους που περνάνε σκυφτοί το κατώφλι της, χάρη στο χαμηλό πολιτικό τους ανάστημα. Αν εστιάσουμε υπερβολικά στο πρόσωπο, θα χάσουμε το γενικό πλάνο και την ουσία. Σα να υπονοούμε πως τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση τους -πχ ένας άλλος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Αλλά η αφαίρεση από τα πρόσωπα δεν αφαιρεί τίποτα από τις ευθύνες και ρόλο που έπαιξαν συγκεκριμένα πρόσωπα στην ιστορία. Ιδίως όσων βρέθηκαν σε εκείνη την πλευρά της ιστορίας που τσακίζει τους λαούς, για να μην κινήσουν ποτέ οι τροχοί της και να μείνουμε κολλημένοι στο μίζερο «εδώ και τώρα», πασπαλισμένο με την κίβδηλη λάμψη του εκσυγχρονισμού, που συγχρονίζει τα ρολόγια της ιστορίας με τον καπιταλιστικό μεσαίωνα.