Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Αλύγιστοι και ευλύγιστοι

Αν υπάρχει κάτι που να ξεπερνά το μίσος (ταξικό) των αστών για το κόμμα της εργατικής τάξης, θα το βρούμε σίγουρα στο φάσμα του ποικιλώνυμου οπορτουνισμού. Σε δυνάμεις που επιχείρησαν να το διαλύσουν, που μισούν τη δομή τους, τους ηγέτες του, την οργάνωσή του. Μα πάνω από όλα τις θέσεις του, καθώς τάσσεται δογματικά υπέρ της ταξικής πάλης και οτιδήποτε κινεί τον τροχό της ιστορίας προς τη σωστή πλευρά.

Ή μάλλον, όχι. Πάρ’ το από την αρχή.

Δύο πράγματα είναι άπειρα στο γνωστό σύμπαν. Η βλακεία και το μίσος του αριστεροχωρίου για το ΚΚΕ. Και για το πρώτο δεν είμαι εντελώς βέβαιος, αλλά πολλές φορές είναι όρος-προϋπόθεση για το δεύτερο. Το αριστεροχώρι μισεί το κόμμα πιστά, δογματικά, διαχρονικά -μίσος παντούς καιρού και εποχής-, σχεδόν παραπάνω και από το αστικό κράτος. Στην τελική, αυτό (το κράτος) απλώς τη δουλειά του έκανε -πχ να εξορίζει και να σκοτώνει αγωνιστές. Στην πορεία όμως ο οπορτουνισμός ανακάλυψε ότι είναι παρεξηγημένο, ότι μπορεί να αλλάξει, να γίνει φιλικό, κοινωνικό, δημοκρατικό (να μας μυρίσει θέλει). Και πρακτικά το αγάπησαν -παρά τα καβγαδάκια της σχέσης τους. Η αγάπη όλα τα νικά, κινεί βουνά, αλλάζει ακόμα και το (μίσος για το) κράτος -σε αντίθεση με το «απολιθωμένο» κόμμα, που μένει κολλημένο στα ίδια.

Αν κάτι είναι (ακόμα) πιο «γαμάτο» από το να μισείς το ΚΚΕ και να το κάνεις πολιτική άποψη, είναι να χρησιμοποιείς εναντίον του, ως τεκμήρια της εμπάθειας- δικά του εμβληματικά στελέχη, που γεννήθηκαν και αναδείχτηκαν από τις γραμμές του. Πόσο μάλλον -κερασάκι στην τούρτα ενός όχι τόσο ντροπαλού αντικομμουνισμού- αν είχαν φροντίσει με ρητές δηλώσεις και πράξεις να αποτρέψουν αυτό ακριβώς: να λερώσει κάποιος το κόμμα τους, με το όνομά τους.

Τι κι αν ο Πλουμπίδης στήθηκε στο απόσπασμα, φωνάζοντας «ζήτω το ΚΚΕ»; Τι κι αν ήταν βέβαιος πως το κόμμα του θα βρει την αλήθεια και θα τον αποκαταστήσει -όπως και έγινε; Τι κι αν ο Νίκος Ζαχαριάδης έγραψε πως τίποτα δεν έχει να χωρίσει με το Κουκουέδικο; Κι ότι κανείς δεν μπορεί να το χτυπήσει στο όνομά του;

Τι να μας πουν δηλαδή; Λες και αυτοί ξέρουν καλύτερα (από το αριστεροχώρι) τι έλεγαν και τι εννοούσαν. Στο τέλος της μέρας (μιας καφενειακής συζήτησης ή ενός διαδικτυακού σημειώματος), μένεις με την εντύπωση (αν όχι εδραιωμένη βεβαιότητα) πως η πιο σημαντική στιγμή στην πολιτική τους διαδρομή ήταν η ρήξη τους με το κόμμα.

-Για τον Πλουμπίδη πως τον κατήγγειλε ως πράκτορα και αμφισβήτησε την εκτέλεσή του.
-Για τον Βελουχιώτη πως τον διέγραψε και τον οδήγησε στο αδιέξοδο και την αυτοκτονία.
-Για τον Ζαχαριάδη πως αυτοκτόνησε, αφήνοντας το κουφάρι τους στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και σία.

Ειδικά για τον Πλουμπίδη, στο τέλος μπορεί να ξεχάσεις ποιος ευθύνεται για την εκτέλεσή του. Το μετεμφυλιακό αστικό κράτος (που τον κυνήγησε, συνέλαβε, φυλάκισε, καταδίκασε) ή το Κόμμα-Κρόνος που τρώει τα παιδιά του και τον αποκήρυξε ως χαφιέ.

Κι αν αυτά έμεναν στο καφενείο ή το διαδίκτυο (από τον Μπάμπη τον Σουγιά, τον Rebel7 ή τον Antifa13) μικρή σημασία θα είχαν -και έχουν. Αν όμως ντύνονται με «επιστημονικό κύρος» από ιστορικούς - πανεπιστημιακούς -με ελαφρώς διαφορετικές διατυπώσεις, αλλά παρόμοια ουσία; Ένας ακαδημαϊκός λόγος, ένα είδος... «επιστημονικού οπορτουνισμού», που δε βλέπει ηρωικές μορφές, που μένουν αλύγιστες, πιστές στις αρχές τους -ακόμα και όταν το κόμματους αδικεί κατάφωρα. Παρά μόνο τραγικές, μοιραίες φιγούρες, τσακισμένες στις μυλόπετρες της ιστορίας, θύματα ενός απάνθρωπου κομματικού μηχανισμού -που τρώει τα παιδιά του αχόρταγα.

Και ο λόγος αυτός (της ανήκει) συνεχίζει αναλόγως.

Ο εμφύλιος δεν ήταν μια ένοπλη κορύφωση της ταξικής πάλης, αλλά διχασμός και συλλογικό τραύμα. Δεν άφησε παρακαταθήκη αλλά μια ανοιχτή πληγή και έναν λαό που πληγώθηκε γιατί πολέμησε -και όχι γιατί δε νίκησε-, «σακάτηδες» της ιστορίας, που ψάχνουν να βρουν τι τους χτύπησε, πώς την πάτησαν. Και εδώ μπαίνει η θεωρία της μπανανόφλουδας. Ο Δεκέμβρης δε δήλωνε την πρόθεση της αστικής εξουσίας να εκμηδενίσει με κάθε μέσο (φωτιά και τσεκούρι) την απειλή του λαϊκού κινήματος. Υπήρχε μονάχα μια παγίδα (μπανανόφλουδα) που την πατήσαμε πρόθυμα, και γίναμε μια ευρωπαϊκή μπανανία -πολιτικά μιλώντας- αντί να τρέχουμε ανέμελοι και ευημερούντες στα κοινοβουλευτικά λιβάδια της αστικής νομιμότητας.

Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει και δικτατορία του προλεταριάτου -ως στόχος για το κίνημα. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως υπάρχει και δικτατορία του κεφαλαίου, δηλαδή απόλυτη, απεριόριστη αστική εξουσία, που πρέπει να ανατραπεί. Κι αυτό θα ακύρωνε τον ρόλο τους και τον δικό τους στόχο: να κάνουν αυτό το σύστημα καλύτερο, ανθρώπινο, και να ζήσουμε (ακόμα) καλύτερες μέρες -«σοσιαλιστικές». Μια αλλαγή όπου όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν -αλλαγές βλέπω, Αλλαγή δε βλέπω, όπως είχε πει και ο Χαρίλαος.

Υπάρχουν μόνο απλοϊκά σχήματα: θύτες και θύματα -ή και τα δύο, σαν τον Ζαχαριάδη. Που χρειαζόταν -και βρήκε- έναν ήρωα (στο πρόσωπο του Μπελογιάννη) και έναν προδότη (στο πρόσωπο του Πλουμπίδη). Και ιδού πώς, μια ιδιωτική φράση, εξόχως φορτισμένη, της Διδώς/ούς Σωτηρίου δημοσιεύεται και προτείνεται ως σοβαρή ιστορική ερμηνεία...

Όσο για τον Πλουμπίδη, είναι μια γλυκιά, μειλίχια μορφή, αγαπητή σε όλους (εκτός από την ηγεσία), που... «πήγε ενάντια στη γραμμή» της τελευταίας, φτιάχνοντας την ΕΔΑ ή παίρνοντας πρωτοβουλία για το ιστορικό συλλαλητήριο επί Κατοχής κατά της πολιτικής επιστράτευσης -επειδή πήρε ορισμένες αποφάσεις ή το ελεύθερο για κάποιους ελιγμούς, υπό χρονική πίεση και χωρίς δυνατότητα άμεσης επαφής με το ΠΓ.

Δεν είναι όμως ο καθοδηγητής της ΟΠΛΑ -που εκτελούσε δωσίλογους, προδότες και εχθρούς του κόμματος. Δεν αναφέρεται ως στέλεχος που αναδεικνύεται στην Ενωτική ΓΣΕΕ και την Προφιντέρν, συμμετέχει στο τελευταίο συνέδριο της Κομιντέρν, γαλουχείται πολιτικά στη Σοβ. Ένωση. Δε χρειάζεται να σκαλίζουμε την ενεργό συμμετοχή του στις αποφάσεις και τη γραμμή του ΚΚΕ ή τις θέσεις του για το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη (το θεώρησε πλαστό λόγω της αναφοράς στον Μεταξά) και τη στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο -από τις γραμμές της «παλιάς ΚΕ».

Κρατάμε μονάχα ό,τι τον παρουσιάζει ως διαλλακτικό, ευλύγιστο, σχεδόν υπερκομματικό. Και βασικά του αφαιρούμε και τον τίτλο-χαρακτηρισμό του αλύγιστου.

Ο Νίκος Πλουμπίδης ανήκει σε μια μακρά σειρά μελών και στελεχών του ελληνικού και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τα οποία κατηγορήθηκαν ως χαφιέδες, απομονώθηκαν, συχνά εξοντώθηκαν, για να αποκατασταθούν αργότερα, όταν οι κομματικές και πολιτικές συνθήκες, καθώς και οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει. Στην ελληνική περίπτωση αποτελεί αναμφίβολα την πιο χαρακτηριστική και τραγική περίπτωση. Η τραγικότητα της δικής του περίπτωσης αφορά τη διπλή παράλληλα καταδίκη του: από το μετεμφυλιακό κράτος και από το κομμουνιστικό κόμμα. Με τα γράμματά του επιχειρεί να απαντήσει σε μια κατηγορία που δεν γνωρίζει, ανακαλώντας από τη μνήμη του όσα θεωρεί ότι μπορεί να σχετίζονται, και παράλληλα ανοίγει σε μας ένα μοναδικό παράθυρο στον αξιακό του κόσμο. Η εικόνα του δεν είναι εκείνη του «αλύγιστου» αγωνιστή. Διακατέχεται από μια συνεχή θλίψη, κυρίως για την κομματική καταδίκη του και όχι για τον επερχόμενο θάνατό του, τον οποίο κάποτε αντιμετωπίζει ως λύτρωση. Μέσα από τις χαραμάδες του λόγου του εμφανίζεται η προσωπική πικρία και το συναίσθημα της αδικίας από τους συντρόφους του. «Πολλές φορές με έπιασε από το παράπονο γιατί όλοι οι σ. του ΠΓ με γνώριζαν προσωπικά και ΠΟΤΕ δεν τους κακολόγησα ούτε σαν πρόσωπα, ούτε σαν ηγεσία του κόμματος». Σύντομα όμως, με τη λογική, εξορίζει το συναίσθημα θεωρώντας ότι συσκοτίζει τον πολιτικό χαρακτήρα της υπόθεσης.

Παράπονο, πικρία. «Ομπίντα» που θα έλεγε και ένας μακαρίτης ηθοποιός (παλιός μαοϊκός, υπέρμαχος του «ΝΑΙ» τον Ιούλιο του ’15) σε άλλα συμφραζόμενα, για έναν άλλο αλύγιστο. Πάλι καλά που είχαν το δικαίωμα να γράφουν στιχάκια (να πολεμάνε) και να τραγουδάνε: μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή...

Λογοτεχνική παρένθεση.

Ο «αλύγιστος» του Κ. Κοτζιά είναι ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα, που είχε κυκλοφορήσει αρχικά με διαφορετικό τίτλο -πριν από τη χούντα- για να επανεκδοθεί στη μεταπολίτευση. Αναφέρεται στις τελευταίες μέρες του Πλουμπίδη και κατά έναν τρόπο είναι περίπου ό,τι και η εντολή της Σωτηρίου για το τέλος του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Πιο σκοτεινό, εσωτερικό, με εκτενείς μονολόγους, ένα δυνατό ψυχογράφημα του Πλουμπίδη, της ηρωικής μάχης που έδωσε, των πολλαπλών εμποδίων που είχε να ξεπεράσει, του αγώνα του να μείνει στο ύψος της περίστασης και να τιμήσει το κόμμα του, μέχρι τέλους. Έχει σαφές, έντονο αντιζαχαριαδικό στίγμα, στο πνεύμα της επίσημης κομματικής γραμμής τον καιρό που γράφτηκε Αλλά η βασική αρετή του είναι ότι αναδεικνύει την ανθρώπινη αξία του Πλουμπίδη μέσα από τις πράξεις του. Μας τον παρουσιάζει ως έναν ήρωα που δρα συνειδητά και πολιτικά και όχι ως μια τραγική φιγούρα που τσακίζεται στις συμπληγάδες του κράτους και του κόμματος -με έμφαση πάντα στο δεύτερο σκέλος- και υποτάσσεται μοιραία.

Ζαχαριαδική παρένθεση -με τον τόνο στη λήγουσα και όχι στην προπαραλήγουσα, όπως συνήθιζαν μετά την 6η ολομέλεια...

Ο «αλύγιστος Νίκος» είναι μια φετινή ταινία-ντοκιμαντέρ, που εστιάζει αρκετά στην ανθρώπινη πλευρά του Ζαχαριάδη, τη φιλία του με τον Πάρνη, τη σχέση του με τον γιο του, Σήφη, και το δραματικό τέλος. Πέρα από τις πολλές, σοβαρές αδυναμίες του, πολιτικές, ιστορικές και καλλιτεχνικές (για τις οποίες μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά εδώ), το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι σε ελάχιστα σημεία δικαιολογεί τον τίτλο της. Αποτυγχάνει συνειδητά να δει το ανθρώπινο μεγαλείο του Ζαχαριάδη μέσα από τις πολιτικές πράξεις του, αγνοεί ακόμα και το (συγκλονιστικό και βαθιά πολιτικό) «γράμμα από την άλλη πλευρά», λίγο πριν την αυτοκτονία του -που είχε επίσης πολιτική ουσία. Μας παραδίδει μια... ευλύγιστη ματιά, που φέρνει στα μέτρα της έναν αλύγιστο της ταξικής πάλης και καταφέρνει μάλλον να τον ευνουχίζει ως προσωπικότητα, παρά να του περιποιεί τιμή.

Κι ο μόνος λόγος που όλα αυτά γράφονται κάπως στρογγυλεμένα και σε χαμηλούς τόνους, είναι ο Σήφης («Αλεξέι» για τους «φίλους» Ρώσους) Ζαχαριάδης, που είχε ενεργό συμμετοχή στην παραγωγή του ντοκιμαντέρ, αλλά τη μικρότερη ίσως ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα (κυρίως φταίνε όσοι μιλάν μαζί του αλλά δεν τον προστάτεψαν), όπως άλλωστε και ο Δ. Πλουμπίδης για τον «Κόκκινο δάσκαλο».

Δεν είναι πως ο Σήφης δε σηκώνει από κριτική. Αλλά είναι τόσο γλυκιά φυσιογνωμία, που σε κάνει να λυγίζεις. Δυσκολεύεσαι να τον κεράσεις «Ομπίντα» και να του πεις την αλήθεια για την ταινία. Ότι είναι καλτ, πρόχειρη και αντισοβιετική, σαν την οπτική του Πάρνη (που ήταν ζαχαριαδικός και αντισταλινικός μαζί) αλλά βασικά της σύγχρονης Ρωσίας και της επίσημης ιστορίας της, σε βαθμό που αναμασά το αφήγημα του Τσώρτσιλ για τα περιβόητα χαρτάκια που μοίρασαν τον κόσμο -ερήμην των ΗΠΑ για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο.

Και δεν είναι επειδή ο Σήφης διατηρεί έναν δίαυλο επαφής με το κόμμα. Είναι γιατί σε κερδίζει αυθόρμητα σαν παρουσία, σαν τίμιος και αγαθός γίγαντας, μια γνήσια... «σοβιετική αρκούδα», λίγο δυσκίνητη, δυστυχώς φιλορωσική -και ας μη του δίνει πλήρη πρόσβαση στα σχετικά αρχεία το ρωσικό κράτος- αλλά με τρυφερή, ευγενική ματιά, για τον πατέρα του και τα πράγματα. Είναι η αγωνία του -στη συνέντευξη τύπου μετά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας- αν έγραψε ο Ριζοσπάστης, η στενοχώρια του για τα «σπασμένα ελληνικά» του -γιατί δε θυμόταν κάποιο συνώνυμο της αλέας, και η «απολογία» του, γιατί ο πατέρας αποφάσισε να μιλάνε ρωσικά στο σπίτι, όταν ήταν έξι χρονών -και ο Ζαχαριάδης εκτοπίστηκε στο Μποροβίτσι.

Κλείνει η παρένθεση, επιστροφή στην κανονική ροή της ανάρτησης, για τον Πλουμπίδη.

Το απόσπασμα που του αφαιρεί τον τίτλο του «αλύγιστου» είναι από την εισήγηση του Βαγγέλη Καραμανωλάκη «γράμματα από τη φυλακή - η δίκη και οι καταδίκες του Νίκου Πλουμπίδη μέσα από την αλληλογραφία του, 1953-54. Έγινε στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης του ιδρύματος της Βουλής για το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ, το 2019, και τα κείμενα των εισηγήσεων βγήκαν σε ειδική έκδοση-αφιέρωμα. Η σύνθεση των εισηγητών προδίδει «αναθεωρητική ηγεμονία» (Χ. Αθανασιάδης, Η. Νικολακόπουλος, Β. Καραμανωλάκης, Ι. Παπαθανασίου και παρέμβαση της Άλκης Ζέη), υπάρχει όμως και μια συμμετοχή που κάνει τη διαφορά -όπως θα δούμε στο τέλος. Ο λόγος που την αναφέρω είναι ότι δύο από τους παραπάνω εισηγητές βάζουν τη σφραγίδα τους στο ντοκιμαντέρ ο «Κόκκινος Δάσκαλος», συμμετέχοντας ως επιστημονικοί συνεργάτες και δίνοντάς μας εξ αρχής την απάντηση για το πολιτικό του στίγμα.

Τα γράφει πολύ καλά στην κριτική του στον Ρίζο και το μέλος του Τμήματος Ιστορίας της κετουκε (και ακόμα καλύτερα -για άλλο ζήτημα- στο βιβλίο του για τους λογοτέχνες στη δεκαετία του ’40, που αξίζει να διαβαστεί). Για τις σκόπιμες ασάφειες, τις παραλείψεις, όσα ξέχασαν ή δε θέλησαν να πουν -και να αναλύσουν- οι παραγωγοί του ντοκιμαντέρ. Για τις δηλώσεις, το πλαίσιο της παρανομίας, τις διώξεις του αστικού κράτους. Και για τη... γεωγραφική ερμηνεία της πολιτικής γραμμής -ο Μωραΐτης Πλουμπίδης είναι γειωμένος στην ελληνική πραγματικότητα, ενώ ο κοσμοπολίτης Ζαχαριάδης προσδεμένος στην ουτοπία! Κι αν είχε πλάκα θα μπορούσε να συνεχίσει με βάση τα ζώδια. Ή το πολιτικό τρίγωνο με τους Νικολάδες (Ζαχαριάδης, Μπελογιάννης και Πλουμπίδης) και τη νίκη που δεν είδαμε ποτέ -και μην ξεχνάμε τον Μπουχάριν και το ψευδώνυμο του Νικολάι Λένιν. Ή με τις οπαδικές προτιμήσεις των ΓΓ: βάζελος η Αλέκα, γάβρος ο Κουτσούμπας, ΑΕΚτζής ο Ζαχαριάδης. Αλλά μόνο ένας Αρειανός θα κάνει τα σκοτάδια λάμψη, για να δούμε το φως της αυγής («Ζαριά»)...

Ο Β. Μόσχος είναι μάλλον επιεικής και έχει καλή διάθεση για να αναδείξει και τα θετικά σημεία του ντοκιμαντέρ -τη συμμετοχή και την αφήγηση του Πλουμπίδη, τα πλάνα από τα Λαγκάδια, το αισθητικό κομμάτι κτλ. Εγώ πάλι δεν είμαι τόσο καλόπιστος, ως θεατής. Γιατί το ντοκιμαντέρ εστιάζει εξ αρχής -και επανέρχεται διαρκώς εμμονικά- στην καταγγελία του κόμματος για τον Πλουμπίδη. Και μολονότι είναι το κεντρικό του θέμα, περνάει ξώφαλτσα τις συνθήκες παρανομίας, ξεχνάει (;) τις τακτικές της Ασφάλειας (που διέσπειρε με στοχευμένες συλλήψεις την καχυποψία για τους ενδιάμεσους κρίκους που έμεναν ελεύθεροι) ή τις αναφορές άλλων παράνομων στελεχών για συνωμοτικές παραλείψεις - παραβιάσεις του Πλουμπίδη και σχετικές μαρτυρίες -όπως του Κασσιμάτη, στους «Παράνομους», που είναι υπεράνω φιλοζαχαριαδικής υποψίας. 

Και αν δεν τους αρέσουν από τον Ριζοσπάστη, μπορούν να τα βρουν και από άλλες πηγές. Ακόμα και τον Κούλογλου ή τον Πετρόπουλο. Αλλά ο βασικός στόχος είναι άλλος και προφανής: να τα φορτωθεί όλα η καχύποπτη, (ζαχαρι)άδικη ηγεσία και ο ψυχρός μηχανισμός που εξοντώνει τους ανθρώπους.

Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτω το κλείσιμο της εισήγησης του Γ. Μαργαρίτη «Η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης - Η 5η Μάρτη του 1943», στο πλαίσιο της προαναφερθείσας εκδήλωσης του Ιδρύματος της Βουλής (στον «Κόκκινο Δάσκαλο» για το αντίστοιχο κεφάλαιο προτίμησαν τη συμβολή του Μενέλαου Χαραλαμπίδη...)

Ο δικός μας καιρός απέχει 75 χρόνια από τα τότε γεγονότα. Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε, πολλά παραμένουν ίδια. Οι αγώνες της 5ης Μαρτίου, οι αγώνες της Αντίστασης, των αδιάκοπων ταξικών αγώνων, ο Νίκος Πλουμπίδης, οι κομμουνιστές μας καλούν να μελετήσουμε εκείνους τους καιρούς. Να τους μελετήσουμε με σεβασμό, έχοντας πάντοτε ως στόχο την καλλιέργεια εκείνης της γνώσης, της επιστημονικής παιδείας πάνω στην οποία θα μπορέσουμε να στηρίξουμε την αλλαγή του κόσμου.

Όσοι επιζητούν το αντίθετο, όσοι ψάχνουν στα σκουπίδια της ιστορίας να βρουν ό,τι μπορεί να αμαυρώσει, να στρεβλώσει, να διασύρει πρόσωπα και καταστάσεις, την αλλαγή του κόσμου πολεμούν. Θέλουν η αντανάκλαση του χθες να είναι εικόνα και ομοίωση του δικού τους σήμερα: ένα σήμερα υποταγής, υποτέλειας, αέναου προσκυνήματος, συνδιαλλαγής, προσαρμογής και εξαπάτησης. Ένα σήμερα τόσο άθλιο όσο και ο κόσμος της αδικίας, της εκμετάλλευσης και του πολέμου που υπηρετεί. Τυφλώνουν τους λαούς ανάγοντας το επουσιώδες σε ουσιώδες, παραποιώντας τη σημασία λέξεων και αξιών. Ας μοχθούν. Ο Νίκος Πλουμπίδης, οι κομμουνιστές, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας ανήκουν στην αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού μας. Οι άλλοι πού, αλήθεια, ανήκουν;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο Μαργαρίτης τα είπε πραγματικά όλα με πολύ λίγες λέξεις. Γενικά για εμένα πολύ δυνατός και συγκροτημένος.

Μια δικιά μου σκέψη σχετική με το κείμενο, η οποία γενικά με τριγυριζει, είναι ότι πολλές φορές, η προσπάθεια ανάδειξης του επιφανιακου σε ουσία, όπως είπε και ο Μαργαρίτης, μπορεί να γίνετε "κατά λάθος" και κατά βάση λόγο της πανταχού παρούσας κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας και οπτικής, ακόμα και σε τίμιους ανθρώπους.
Από την άλλη βέβαια, αυτό δεν ενδιαφέρει καθόλου τους άστους οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν ότι τους βολέψει για να χτυπήσουν τον ταξικο αντίπαλο τους...

Κώστας