Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ρήξη και ενσωμάτωση

Ο Μπιτσάκης έφυγε πλήρης ημερών και μας άφησε να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ημέρες, πώς θα τις καταστήσουμε πλήρεις, ενδιαφέρουσες και θα τους δώσουμε ιστορικό περιεχόμενο για να μην κυλάν καταθλιπτικά άδειες. Ήταν απ’ τους τελευταίους των τελευταίων μιας δρακογενιάς αναντικατάστατης και μιας σειράς διανοητών που εκλείπουν στον καιρό μας. Και ίσως ο καθένας ξεχωριστά να μην άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, όλοι μαζί όμως τονίζουν το συλλογικό κενό και την απουσία μιας μαρξιστικής διανόησης ή τους καταθλιπτικούς συσχετισμούς στο συγκεκριμένο πεδίο.


Θα μπορούσαμε άραγε να στηρίξουμε σήμερα, ως συντελεστές ή μαζικό αναγνωστικό κοινό, ένα περιοδικό σαν την αλήστου μνήμης «Επιστημονική Σκέψη»; Και πώς θα στηρίξουμε τους εαυτούς μας και τη συλλογική μας υπόθεση χωρίς αντίστοιχα περιοδικά και πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης, αναβαθμισμένης παρέμβασης;

Ο Μπιτσάκης αφήνει πίσω του μια πολύπλευρη παρακαταθήκη, φιλοσοφική - επιστημονική και πολιτική, που αξίζει να δούμε κριτικά, όπως και οτιδήποτε άλλο, αν και κατά κανόνα μόνο τέτοια διάθεση δεν έχουν οι περισσότεροι επικήδειοι αποχαιρετισμοί, που απεμπολούν το πολύτιμο όπλο της κριτικής, καταλήγοντας σε μια μορφή οικειοθελούς πνευματικού αφοπλισμού.

Δεν έχω μελετήσει παρά μόνο αποσπασματικά -και αυτό όχι πολύ πρόσφατα- τις επιστημονικές του μελέτες. Μπορώ μόνο να εκτιμήσω ότι επέλεξε να αναμετρηθεί με κρίσιμα ερωτήματα αιχμής, όπως το αν η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον κομμουνισμό -σε πείσμα όσων ισχυρίζεται η κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Περισσότερο βαραίνουν στην κρίση-μνήμη μου οι κρίσεις-μνήμες άλλων. Η θετική γνώμη πολλών σφων των θετικών επιστημών, η εκτίμηση που έτρεφαν στο έργο του (πχ στο «Είναι και γίγνεσθαι») ή τις σημαντικές μεταφράσεις του (πχ στη «Διαλεκτική της Φύσης»), ή και ο ζήλος με τον οποίο αναζητούσαν νοσταλγικά κάποιοι νεότεροι παλιά τεύχη της Επιστημονικής Σκέψης.

Έχω ορισμένα κενά για τη σχέση του με τον Αλτουσέρ -και άλλους διανοητές ή ρεύματα- στο Παρίσι, τις πιθανές επιρροές και προεκτάσεις της. Αλλά έχω καλύτερη εικόνα για πτυχές της πολιτικής του διαδρομής - παρακαταθήκης. Τις επιλογές της νιότης (ΕΠΟΝ, καταδίκη, φυλακές, εξορία, άρνηση να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης) του κόσμου που παραλίγο να τον αλλάξει κιόλας. Τα γόνιμα χρόνια στη Γαλλία, όπου κλήθηκε να κολυμπήσει ενάντια στο πλειοψηφικό ρεύμα και την τάση μιας μικροαστικής διανόησης που τάχθηκε συνειδητά με το «Εσωτερικού». Η αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός ακαδημαϊκού-διανοούμενου που έμεινε συνεπής στο κόμμα και αναδείχθηκε στην ηγεσία του (μέλος της ΚΕ). Τα χρόνια προτού φύγει με το Ρεύμα (ΝΑΡ) και οι προειδοποιήσεις-επισημάνσεις που έγραφε στο βιβλίο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», που πολλοί το μνημονεύουν ξεχνώντας ότι κυκλοφόρησε από το κομματικό εκδοτικό, σαν συντροφικός προβληματισμός.

Και η τομή (αλλά όχι τέλος) της ιστορίας, το ’89. Που δεν άλλαξε το βασικό διαχρονικό ερώτημα: ρήξη ή ενσωμάτωση. Αλλά σταδιακά (και παραδόξως) μετέτρεψε ουσιαστικά τις δικές του απαντήσεις, που δε στάθηκαν πάντα στο ύψος των καιρών και των απαιτήσεών τους.

Το ’91 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάχυ το βιβλίο «ένα φάντασμα πλανιέται» για τα πρόσφατα κοσμογονικά -ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο- γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη. Εμπνευσμένος τίτλος, χωρίς αντίστοιχο περιεχόμενο. Η μελέτη στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει με δημοσιογραφικό αλμανάκ και επισκόπηση, παρά με πολιτική ανάλυση. Μια βιαστικά γραμμένη περίληψη, με προφανή στόχο να προλάβει τον απόηχο και να δώσει κάποιες πρώτες απαντήσεις, αλλά με αρκετά εύκολα -αν όχι αστικά- κλισέ (πχ για τη γραφειοκρατία), εξίσου εύκολες και απόλυτες κρίσεις, χωρίς τεκμηρίωση και συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Ίσως αυτό να έγινε αντιληπτό και στους συντρόφους του στο ΚΨΜ, που επανέκδωσαν το βιβλίο, δυο δεκαετίες αργότερα, με σημαντικές περικοπές και παραλείψεις κάποιων κεφαλαίων.

Στο σύντομο θεωρητικό κεφάλαιο της μελέτης του, ο Μπιτσάκης λανσάρει τη δική του θεωρητική επεξεργασία για την ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης και τον «κρατικό σοσιαλισμό της». Μια μάλλον πρόχειρη ανάλυση και ένας άκρως προβληματικός όρος -καθώς εξ ορισμού δεν υπάρχει κάποια εκδοχή ώριμου, ακρατικού ή αταξικού σοσιαλισμού, χωρίς αντιθέσεις. Τουλάχιστον ο Ευτύχης κάνει (ακόμα) λόγο για κάποια μορφή σοσιαλισμού, σε αντίθεση με την ανάλυση του ρεύματος για «ιδιότυπα και ιστορικά ανέκδοτα εκμεταλλευτικά καθεστώτα».

(Ίσως, ο πιο εύστοχος, λογοτεχνίζων όρος να ’ταν ο «μισοκρατικός σοσιαλισμός». Με την έννοια που δίνει ο Ένγκελς στο εργατικό «μισοκράτος», που αρχίζει να καταργεί τον εαυτό του. Ή με την έννοια μιας ανώριμης κομμουνιστικής βαθμίδας που δε φετιχοποιεί το κράτος και στοχεύει εξ αρχής στην απονέκρωσή του. Αλλά όποιος νομίζει πως αυτή η πορεία θα είναι περίπατος στον ιστορικό χρόνο, στρωμένος με ροδοπέταλα, χωρίς σκληρές μάχες, κατασταλτικά μέτρα και ευρύτατη κρατική παρέμβαση -από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου-, μάλλον μπερδεύει την πραγματικότητα με τις επιθυμίες του).

Η βασική «αντινομία» του Μπιτσάκη, ωστόσο, προκύπτει στα στερνά του, στο πεδίο της πολιτικής πράξης -των λόγων και των έργων του. Όχι για τη συμπόρευσή του με το ΝΑΡ, με τις όποιες γνωστές διαψεύσεις και τα αδιέξοδα του χώρου (και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε). Αλλά για όσα είπε αργότερα και μια (επιεικώς) ευμενώς ουδέτερη στάση του απέναντι στην «Πρώτη Φορά του ΣΥΡΙΖΑ», που δε φανέρωνε απλώς μια κρυφή προσδοκία για τη στάση της αλλά και μια εμφανή τάση να δικαιολογεί τα πεπραγμένα της, ακόμα και μετά την «κωλοτούμπα» του δημοψηφίσματος.

Ήδη από το ’13 ο Μπιτσάκης καλεί, εμμέσως πλην σαφώς σε βιβλίο του, στην εκλογική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ και των... ριζοσπαστικών του τάσεων. Το ’14 -και ενώ βρισκόμαστε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο διαρκείας- ο Μπιτσάκης πηγαίνει στο Φεστιβάλ της Ν. ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς και λάθος πολιτικά μηνύματα. Το επόμενο καλοκαίρι, την περίοδο των διαπραγματεύσεων με τους «Θεσμούς», έστελνε το μήνυμα «Αλέξη, κράτα γερά!». Ενώ τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής σε μια συνέντευξή του.

Ο Τσίπρας δεν ήξερε πού έμπλεκε (...), με μια φωλεά εχιδνών (...), που ήθελαν από την πρώτη στιγμή να γκρεμίσουν μια αριστερή κυβέρνηση (...) και τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι «ένα ρεφορμιστικό κόμμα που σέβομαι» και έδωσε σκληρή μάχη και είναι επιτυχία της ελληνικής επιτροπής πως το υπερταμείο για το ξεπούλημα θα έχει έδρα την Ελλάδα και όχι το Λουξεμβούργο. Ο Τσίπρας είναι χαρισματικός και εύγλωττος, ο Βαρουφάκης αετός -που όλοι είναι ντενεκέδες μπροστά του- και η Ζωή περίπτωση και μαθηματικό μυαλό. Η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει το μνημόνιο, αλλά το ζητούμενο της συγκυρίας ήταν να μην πεθάνουμε από την πείνα και μια κυβέρνηση με συμμαχίες, με ένα πρόγραμμα άμεσης ανάκαμψης, για να σωθεί ο κόσμος -για αυτό ψηφίστηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τέλος πάντων, δεν έχει νόημα να κάνουμε εκ των υστέρων τους έξυπνους, με κριτική στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη, γιατί το ΚΚΕ με 5% και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έφτασε το 1,2% δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση και πρέπει να βάλουν θέμα τακτικής.

Σίγουρα είναι θλιβερό πόσες ριζοσπαστικές συνειδήσεις άλωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και πόσο εύκολα πίστεψαν τις φρούδες εκλογικές ελπίδες που καλλιεργούσε -γιατί είχαν ανάγκη να τις πιστέψουν. Ειδικά στην περίπτωση του Μπιτσάκη, ωστόσο, είναι μια ετεροχρονισμένη ρεβάνς απέναντι στον εαυτό του και μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει ο ίδιος στο βιβλίο του -τον καιρό που συγκροτούνταν ο Ενιαίος Συνασπισμός: αρχικά ρήξη και σε δεύτερο χρόνο ενσωμάτωση.
Κάρμα ιζ ε Μπιτσ-άκης...

Προφανώς, κανείς δε θα θυμάται (πίνοντας στο μπαρ του "Ου Ναυάγιο") τον Μπιτσάκη για όλα αυτά. Είναι ανόητο όμως να κάνει πως δεν τα θυμάται καθόλου, τονίζοντας μόνο όσα έγραφε στο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», τον καιρό που απομακρυνόταν από το ΚΚΕ.

Επίσης, είναι μάλλον άδικο να υπερτονίζεται το πολιτικό κομμάτι, σε σχέση με την επιστημονική-φιλοσοφική του προσφορά, επαναλαμβάνω όμως πως είναι αυτό που μπορώ προσωπικά να καταλάβω και να κρίνω καλύτερα. Το λέω αυτοκριτικά με στόχο να καλύψω τα δικά μου κενά -εν είδει έμπρακτης αυτοκριτικής. Αν τυχόν μπορεί/θέλει να το κάνει -αντί της κε του μπλοκ- κάποιος σφος αναγνώστης στα σχόλια, είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος.

Όλα τα παραπάνω γράφονται κριτικά, αλλά χωρίς την παραμικρή πικρόχολη ή μειωτική διάθεση. Κι αν φαίνονται κάπως αιχμηρά, οι αιχμές αφορούν πρωτίστως τη δική μας καμπούρα.

Γιατί χάσαμε τη διανόηση, την ικανότητά μας να κερδίζουμε τα πιο ανήσυχα, πρωτοπόρα πνεύματα αυτών των χώρων; Γιατί δεν είναι η παρέμβασή μας στο ύψος άλλων δεκαετιών, με αντίστοιχες πρωτοβουλίες -σαν την Επιστημονική Σκέψη ή την εμβληματική Επιθεώρηση Τέχνης παλιότερα, σε έναν διαφορετικό, πλην συναφή τομέα; Πώς αξιοποιούμε τους συναγωνιστές στις Σχολές Θετικών Επιστημών που προσεγγίζουν την Πανσπουδαστική, το ΜΑΣ και την οργάνωση;

Γιατί έχει μείνει τόσα χρόνια εκτός λειτουργίας το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών; Ποιος θα εκπονήσει, συντονίσει και οργανώσει ένα συνολικό πρόγραμμα ερευνών, που θα καταπιάνεται σφαιρικά με κρίσιμα ζητήματα αιχμής των καιρών μας (άμεσης επικαιρότητας και μη), αν όχι ένα συλλογικό υποκείμενο, με ψυχή το κόμμα της πρωτοπορίας;

Μπορεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο να αθροίσει και να πολλαπλασιάσει τις ατομικές δυνατότητες και τα ταλέντα του καθενός, χωρίς να καταπνίξει την ελεύθερη έκφρασή τους; Μπορεί να πείσει τους διανοούμενους να γίνουν πραγματικοί στρατιώτες της επανάστασης, αποβάλλοντας τυχόν λόξες, παραξενιές και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες;

Και, τέλος, πώς μπορεί το κόμμα της πρωτοπορίας να διασφαλίσει στις γραμμές του ένα γόνιμο κριτικό πνεύμα, με χρήσιμους προβληματισμούς που να εκφράζονται (και) δημόσια, με σκοπό να το δυναμώσουν και να γίνουν όπλο ενάντια στις τάσεις της ρουτίνας, της συνήθειας και της επανάληψης και εν τέλει/κυρίως της ενσωμάτωσης;

Ιδού κάποια κρίσιμα ζητήματα και πεδίο δράσης λαμπρό μπροστά μας...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα τμήματα της ιδεολογικής επιτροπής έχουν παράξει μεγάλο έργο η ΚΟΜΕΠ έχει ανέβει επίπεδο η ΣΕ έχει μια σειρά εκδόσεις ιδεολογικού περιεχομένου
Καλύτερα πιθανά να μπορούμε αλλά ιδεολογία κατά την άποψη μου πρέπει να παράγει το κόμμα κι όχι μια επιτροπή σοφών

Άναυδος

Τρόπον τινά ιστορικός είπε...

Απόρησα διαβάζοντας τις τελευταίες διερωτήσεις με τον προβληματισμό για τη σχέση επιστημόνων και ΚΚΕ. Δεν μπορώ να δω πώς καλόπιστα μπορεί να συμβιβαστεί μια τέτοια προσδοκία με την πρακτική του ΚΚΕ, όπως τη γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια. Μιλώντας για ζητήματα στα οποία μπορώ να μιλήσω με κάποια αυτοπεποίθηση, η αντιμετώπιση των πορισμάτων των ιστορικών ερευνών στο σημαντικότερο ίσως πεδίο πολιτικής που καθορίζεται από τις αντιλήψεις για το παρελθόν, δηλαδή το Μακεδονικό, [δηλαδή η σωβινιστική απόρριψη της ιστορικότητας του σλαβικού μακεδονικού έθνους και της σλαβικής μακεδονικής γλώσσας με επίκληση μάλιστα του ενδεχομένου υπεράσπισης των δικαιωμάτων της αντίστοιχης μειονότητας στην Ελλάδα...] καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε σκέψη ότι οι αναφορές από πλευράς ΚΚΕ στην επιστήμη αποτελούν κάτι περισσότερο από στοιχεία ενός λόγου ιδεολογικού, που συσκοτίζει την πραγματικότητα με σκοπό την ενίσχυση συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών δρώντων, και μάλιστα μεταβαλλόμενου, καθώς προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες στο χρόνο κομματικές επιδιώξεις. Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό, ώστε να μπορούν να καλόπιστα να θεωρηθεί ότι απασχολείται ουσιαστικά το ΚΚΕ από τους προβληματισμούς που θέτονται στο τέλος του ποστ; Αυτά προϋποθέτουν νομίζω μια άλλου είδους πρακτική στάση απέναντι στην επιστημονική έρευνα και τους φορείς της και εκτιμώ επίσης μια άλλη θεωρητική σύλληψη της σχέσης επιστήμης και πολιτικής, παρόμοιας με αυτή που είχε διατυπώσει -φευ- ο Φίλιππος Ηλιού.

Steelrig είπε...

Άναυδε, Η ΚΟΜΕΠ ειδικά τα τελευταία 5 χρόνια ΔΕΝ έχει αναβαθμιστεί σε καμία περίπτωση. Είναι γεμάτη από πρακτικά δια ζώσης συνεδρίων και εκδηλώσεων που κάνει το Κόμμα, ήδη δημοσιευμένων στον ριζοσπάστη ανακοινώσεων- διακηρύξεων και αφιερωμάτων με κείμενα του Λένιν.

Πρωτότυπα φιλοσοφικά και πολιτικά είναι ελάχιστα αν συγκρίνεις με προηγούμενα χρόνια.

Τα τμήματα της κεντρικής επιτροπής σαφώς παράγουν έργα αλλά τα περισσότερα πράγματα περνάνε μέσα από τις εκδόσεις των νέων δοκιμίων. Για τα φλέγοντα ζητήματα (πχ άλλες επαναστάσεις - εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα) ιστορικής και επιστημονικής φύσεως πού το κόμμα έχει δεσμευθεί να μελετήσει από το 18ο συνέδριο το 2009 (αν όχι από τη συνδιάσκεψη του 1995) δεν έχει βγεί το οποιοδήποτε ολοκληρωμένο έργο.

Το κόμμα πχ δεν έχει ολοκληρωμένη θέση για τη δεύτερη μεγαλύτερη σοσιαλιστική επανάσταση στην ιστορία, τη Κινεζική.

Μπρεζνιεφικό απολίθωμα είπε...

Άναυδε, δεν ξέρω αν απαντάς σε εμένα, πάντως ένα ίδρυμα σαν το ΚΜΕ δεν είναι επιτροπή σοφών αλλά πρωτοβουλία του Κόμματος.
Διάφορα επιμέρους θετικά βήματα έχουν γίνει τελευταία (δεν επεκτάθηκα γιατί θα ήταν εκτός θέματος) αλλά θέτω συνολικά (και) άλλα ζητήματα.

Τρόπον τινά, δεν έχω την αυτοπεποίθηση να γράψω εκτενώς για το Μακεδονικό. Αλλά γενικότερα δε χρειάζεται καν καλή πίστη για να δεις κάποιες κινήσεις, όπως κάποιες πρόσφατες ημερίδες με συμμετοχή και παρεμβάσεις ατόμων που δεν έχουν άμεση πολιτική σχέση με το ΚΚΕ. Το αναφέρω ενδεικτικά, όχι ως επαρκές.
Το συνολικό ζήτημα που θέτεις στο τέλος απαιτεί μάλλον ξεχωριστή εισήγηση, αλλά θέλω να πω με την ευκαιρία πως θεωρώ άδικο και εξαιρετικά μονομερές το διαφημισμένο άρθρο του Ηλιού για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας και τη θεωρητική αντιπαράθεση Κορδάτου - Ζεύγου για το '21.

Σε όσα λέει ο Στίλρινγκ, να σχολιάσω ότι προσωπικά από το ΚΜΕ μου λείπουν πιο πολύ οι μελέτες για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας - οικονομίες