Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Ο υπαρκτός Λουκιανισμός - Για ποιον Λουκιανό;

Ελεύθεροι συνειρμοί, μια βδομάδα μετά

Το εθνοσωτήριο για το έθνος των εκμεταλλευτών 1991, ο Λουκιάνοβ ως μέλος του πολίτ μπιρό του ΚΚΣΕ και μια αυτόκλητη επιτροπή σωτηρίας σφράγιζαν τον πολιτικό θάνατο της Σοβιετίας, με μια πρόχειρη (;), αποτυχημένη (;) ενέργεια (που ίσως να ήταν καλοστημένη και καθ’ όλα επιτυχημένη από μια άλλη άποψη), γεμάτη αδράνειες στα κρίσιμα μέτωπα, που μας άφησε με την απορία αν ήταν σχεδιασμένο, συνειδητό έγκλημα ή κάτι χειρότερο: απλό λάθος.

Μερικούς μήνες πριν -και ενώ μετρούσε μέρες η ιστορία- ο Λουκιανός έγραφε ένα τρυφερό τραγούδι για τη γυναίκα του και τους συνοδοιπόρους τους, που έβλεπαν αμήχανοι τον τροχό της ιστορίας να πισωγυρίζει, όπως στο moonwalking του Μάικλ Τζάκσον, που κόντευε να ασπρίσει από το κακό του. Και αναρωτιούνταν στο τέλος της μέρας -και της ιστορίας- αν ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός.

Εκείνο τον καριό, ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν μικρό παιδί -που εφόσον γλίτωνε, υπήρχε ελπίδα- και έπαιρνε στην Τούμπα τις πρώτες βάσεις μιας κλασικής μουσικής παιδείας, που περιείχε μεταξύ άλλων μπόλικο Νιόνιο (κι ας ξέμεινε από νιονιό στα γεράματα) και φυσικά Κηλαηδόνη, την καλύτερη δυνατή ανάμνηση για ένα παιδί -σε τι μουσικές αναμνήσεις θα φέρουμε τα παιδιά μας, Χρήστο; Ίσως να μην ήξερε τότε τι θέλει να πει ο στίχος για τον υπαρκτό, ότι θα γινόταν -κυριολεκτικά- δυο μέτρα μπόι, ότι θα τον κέρδιζε η μουσική (από το μπάσκετ) και θα έπαιζε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στα δάχτυλα τον κόσμο των πνευστών, αφήνοντας για τον μεγάλο του αδερφό το πιάνο, το όργανο που ανέδειξε τον Λουκιανό - οποίος έγραψε όμως ωδή σε ένα κλαρίνο! Σίγουρα δε φανταζόταν πως κάποτε θα έγραε ένα τραγούδι για τον υπαρκτό Λουκιανισμό -το μουσικό σύμπαν του Κηλαηδόνη- που θα έκλεινε με αυτόν ακριβώς τον στίχο (για τον υπαρκτό) και ο τίτλος του θα ήταν και ο τίτλος μιας συναυλίας - αφιέρωμα για τον Λούκι.
Σε ευχαριστώ, Λουκιανέ!

Μπορεί να μπει κανείς στη θέση του και να σκεφτεί τη συγκίνησή του; Πολύ δύσκολα. Μπορεί εύκολα, όμως, να φανταστεί τη συγκίνηση του κόσμου, που ανέβηκε στον Λυκαβηττό -την περασμένη Δευτέρα- να πει το δικό του «ευχαριστώ», ο καθένας για τους δικούς του λόγους: Αξέχαστα πάρτι (στη Βουλιαγμένη και όχι μόνο), ιστορικές συναυλίες (στον Λυκαβηττό και αλλού), για το Ελεύθερο Θέατρο, και για τα παιδικά μας χρόνια -χαρούμενα και ανέμελα για όσους μεγάλωσαν με Λούκι και Αστερίξ-, το μόνο που μένει τελικά και του μένουμε πιστοί, όπως λέει ο Φοίβος, αναθεωρώντας τον στίχο-επιμύθιο από τα «θερινά (τα) σινεμά».
-Δηλαδή, Φοίβο, είστε αναθεωρητής;
-Όχι, τώρα είναι μαζί μας.
-Τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην οργάνωση, που λέγαμε προηγουμένως.

Κι εσύ, Απολίθωμα, για ποιον Λουκιανό -για ποιαν Αριστερά- ήσουν εκεί;
Για όλους τους παραπάνω, μια πιο πολύ για τον πολιτικό.
Και τι πολιτικό είχε να μας πει ο Λουκιανός;
Κράτα μια στιγμή το κοκτέιλ του, να τα βάλουμε κάτω.

Βάζουμε αυτό το κείμενο, ως εισαγωγή, για να μην υπάρχουν επαναλήψεις, και ανοίγουμε μια (αριστερή παρένθεση, για να κορυφώσουμε πολιτικά.

Στον Λουκιανό μπορείς να εκτιμήσεις πολλά, που δύσκολα μπαίνουν σε μια σειρά. Πχ το πιάνο του. Και βασικά την ειρωνεία του. Όχι απαραίτητα σε αυτή τη σειρά, αλλά διαλεκτικά δεμένα.

Ο Λουκιανός ήταν μεγάλος πιανίστας, που είναι πιθανότατα ο τρίτος δρόμος (του Ιωάννου) και η διαλεκτική απάντηση στο ερώτημα «κιθαρίστας ή ντράμερ» που έθεσε ρητορικά ένας άλλος πολύ ταλαντούχος πιανίστας -ο Γιάννης Γιοκαρίνης.

Σε ένα κάπως σαρκαστικό, κάπως προφητικό κομμάτι του ζητούσε στη μνήμη του ένα πάρτι στο γκαζόν, με ποτά και θερινά σινεμά.
Αν ποτέ πεθάνω (σώπα), αν λέμε αν
Κάψτε ένα πιάνο και ένα μπουφάν
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό
Θέλω και τάξη, θέλω και χαμό
.

Όλα αυτά έγιναν σχεδόν πράξη στον Λυκαβηττό, μια Δευτέρα -αντί για Τετάρτη που ζητούσε. Αλλά στο πιάνο άξιζε δικαιωματικά μια πιο κεντρική θέση, κάπου μες στον κόσμο, για να σπάσει το «από σκηνής» -που είναι το αντίστοιχο «από καθέδρας». Ίσως, όμως, να ήταν βαρύ και ασήκωτο το ζύγι της σύγκρισης, για όποιον καθόταν στη θέση του. Ο μόνος που είχε «άγνοια κινδύνου» ήταν ο Μουζουράκης, που δυστυχώς νομίζει διαρκώς πως είναι ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί, μεγαλύτερος από το κοινό του, το τραγούδι που λέει και το τιμώμενο πρόσωπο.

Ο Λουκιανός έγραφε μουσική για τις μάζες και έψαχνε διαρκώς ευκαιρίες να συναντιέται μαζικά με το κοινό του. Το πάρτι στη Βουλιαγμένη προέκυψε ως ιδέα έναν χρόνο πριν, σε μια συναυλία, όπου ο Λυκαβηττός αποδείχτηκε μιρκός για να τους χωρέσει όλους -και ήταν πολύ θλιβερό να κάνεις τη σύγκριση με τα -λιγοστά μεν, αλλά- άδεια καθίσματα της Δευτέρας, στα πάνω διαζώματα. Κι ίσως είναι μια καλή ιδέα για το Φεστιβάλ να μετακομίσει εκεί, σε μια παραλία, όταν αρχίσει να ασφυκτιά στο Τρίτση και να ψάχνει εναλλακτικές.
-
Πού κολλάει τώρα το Φεστιβάλ της ΚΝΕ με όλα αυτά;
Περίμενε, θα δεις. Παντού κολλάει ένα Φεστιβάλ.

Ο Λουκιανός δεν έδινε απλώς συναυλίες, αλλά παραστάσεις για το κοινό, με σαφείς επιρροές από τη συνεργασία του με το «Ελεύθερο Θέατρο». Κάθε συναυλία είχε τίτλο, θεματική και ήταν μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική και αισθητική πρόταση προς τους θεατές. Τη Δευτέρα ακούσαμε σύντομες περιγραφές και στοιχεία για τις συναυλίες του στον λόφο -με τον οποίο είχε ερωτική σχέση, όπως και με την Αθήνα συνολικά άλλωστε- και είδαμε ορισμένα στιγμιότυπα από το προσωπικό του αρχείο. Έκτοτε με στοιχειώνει η ιδέα πως το ’93, όταν παρουσίασε δηλαδή το «Αχ Ελλάδα μου Γλυκιά», είχε μαζί τη Δημητριάδη στα βράχια του θεάτρου -γα τη σημειολογία του πράγματος- να τραγουδά αντάρτικα. Και πώς θα γίνει να βρούμε εμείς κάπου αυτές τις σκηνές, χωρίς να πέσουμε πάνω στον Νταλάρα, που είναι παντού και έχει πει τα πάντα;

Ο Λουκιανός ήταν λίγο χαβαλές, με αλλεργία στους ψόφιους και τους σοβαροφανείς, λίγο είρωνας με πολύ λεπτή ειρωνεία -εκτός και αν ήταν για την ντίσκο, που το έκανε πιο χοντροκομμένα-, λίγο ρεμάλι, που έγραφε ύμνους για τα μαύρα σκυλιά και αποδεχόταν τα πρεζάκια, αλλά όχι την πρέζα. Και αν το υπαρκτό δίλημμα της εποχής ήταν ανάμεσα στον αναδυόμενο απολιτίκ χαβαλέ και την άκρατη πολιτικοποίηση, αυτός απάντησε διαλεκτικά κι όχι μεσοβέζικα. Και υμνούσε, μεταξύ άλλων, την ουγκαγκαμπουν προσέγγιση του Χάρρυ Κλυνν, σε αντίθεση με εμάς (τους στρατευμένους;), που δεν ευκαιρούμε, γιατί... «γράφουμε έργα σοβαρά».

Ο Λουκιανός είχε τρομερούς στίχους, που πρωτίστως αποδομούσαν και δευτερευόντως έχτιζαν ή σου άφηναν τα υλικά να το κάνεις μόνος σου, μετά. Έδενε το προσωπικό με το πολιτικό, πχ με τη «Μαίρη Παναγιωταρά», που θα έκανε να κοκκινίζει από αμηχανία -αν όχι από πολιτικό νόημα- κάποιες εκδοχές του σημερινού «metoo» και λοιπές μορφές δικαιωματισμού. Έδινε συμβουλές σε επίδοξους συνθέτες, που αν τις ακολουθούσαμε, θα είχαμε γλιτώσει από διάφορα σαχλοτράγουδα και τη σαπίλα της τραπ, γιατί...

Πρώτα βρίσκουμε τα λόγια, με μεγάλη προσοχή
Μια που κι άλλοι γράφουν χρόνια κι ίσως τα έχουνε πει
(...) Ένα τραγούδι, για να 'ναι τραγούδι, θέλει λόγια απλά.

Αλλά δεν είχε αλλεργία στο καινούριο και το χιπ-χοπ, όπως φάνηκε από τη συνεργασία του με τα Ημισκούμπρια, που απέτιαν φόρο τιμής στα δικά τους παιδικά χρόνια, με τον Λουκιανό. Εξάλλου τα δικά του τραγούδια, πολλές φορές ασφυκτιούσαν στα ρεφρέν και έλεγαν πολλά -χωρίς να προσπαθούν με το στανιό να τα πουν όλα- ή θύμιζαν μπαλάντες -όχι έντεχνες, αλλά με την έννοια ότι διηγούνταν μια ιστορία. Καλή ώρα, όπως στο κομμάτι «Πού βαδίζουμε, κύριοι», που θυμίζει λίγο τις σχέσεις στον μικρόκοσμο μιας (οποιασδήποτε) αριστερής οργάνωσης.

Κάποτε η ΚΝΕ τον κάλεσε στο Φεστιβάλ, στο πλαίσιο αφιερώματος σε δυο εμβληματικούς και στρατευμένους δίσκους του: τα «Μικροαστικά» και τα «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας», που ακούγονται μέχρι σήμερα σε συγκεντρώσεις από τα μεγάφωνα. Το αφιέρωμα, όμως, δε σημαίνει πως του έβαλε χρονικό ταβάνι και απέρριπτε τα υπόλοιπα, λες και μιλάμε για την τομή στο έργο του και για τον νεαρό Μαρξ -που οι αλτουσεριανοί τον λένε χεγκελιανό ιδεαλιστή.

Ο Λουκιανός ήταν ώριμο τέκνο της Μεταπολίτευσης, έκανε ψαγμένο «χαβαλέ», με κοινωνικό - πολιτικό προβληματισμό, που διαφαινόταν στο βάθος, όπως στο περίφημο «Ματς», όπου δονείται από τη φωνή του Διακογιάννη, χορεύει στο ταψί με τους ζουλού της φυλής του ποδοσφαίρου, αλλά κάνει την ανατροπή στις καθυστερήσεις: όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά.

Ο Λουκιανός ήταν αυτό που φαίνεται στο μπλουζάκι, που πωλούνταν στην είσοδο του θεάτρου. Ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή του -και ας ασπρίσαν από νωρίς τα ωραία του μαλλιά, που δεν έκοψε ποτέ, ως γνήσιος καμικάζι. Και ένα σφυροδρέπανο -γαλάζιο έστω για το Εσωτερικού, πατρίδα μας γλυκιά- να αχνοφαίνεται στην άκρη, χωρίς να βαραίνει το σύνολο.


Ή έστω αυτό που καταλάβαινε ο θεατής από τη συλλεκτική συζήτηση με τον Ραφαηλίδη, στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, που κυλούσε με εντυπωσιακά διαφορετικούς ρυθμούς, χωρίς πολλές διακοπές στη ροή του λόγου -και δεν εννοώ μόνο από διαφημίσεις. Ο Ράφα στην αρχή μιλάει κάνα τρίλεπτο, χωρίς να έχει δώσει καν τον λόγο στον καλεσμένο του, κάνει ερωτήσεις - τοποθέτηση που είναι μεγαλύτερης διάρκειας απ’ την απάντηση, ενώ ο Λούκι μοιάζει με αγχωμένο πρωτοετή φοιτητή, που έχει άποψη, αλλά την ντύνει με κάμποσα «ας πούμε» αμηχανίας και βιάζεται να κλείσει, γιατί δεν έχει συνηθίσει να μιλάει πολύ.

Φτάνοντας στο φινάλε, ας επιστρέψουμε στα παιδικά μας χρόνια και τα αρχικά ερωτήματα του κειμένου. 

Ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός; Ασφαλώς και ήταν, αλλιώς όσοι τον έχασαν δε θα θρηνούσαν για κάτι ανύπαρκτο. Κι αυτό το ξέρουν καλά πχ όσοι έχουν δει το θεατρικό "Γάλα" με την Άννα Βαγενά, για μια οικογένεια από την πρώην ΕΣΣΔ και την προσαρμογή της στον "καπιταλιστικό παράδεισο".

Η Βαγενά βέβαια έδωσε μετά το '90 τη δική της απάντηση στο ερώτημα "για ποιαν Αριστερά". Πήγε με τον ΓΑΠ για να τα αλλάξει όλα, βγήκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ προ και μετά μνημονίων και τώρα στήριξε Κασσελάκη, καταλήγοντας βασικά στο "για καμία Αριστερά". (Ο οποίος Στέφανος ήταν εκεί, σαν γνήσιος μαϊντανός, πρόθυμος να σκεπάσει τα πάντα επικοινωνιακά. Κι όπως είπε ένας φίλος Αναμετρητής, "απόψε θάβουμε το ΚΚΕ εσωτερικού...". Κι αν γίνει η Αναμέτρηση το νέο Εσ. - λέω εγώ τώρα...;). 

Ίσως όμως και ο Λουκιανός να μην ήταν πολύ μακριά πολιτικά -πχ από τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη.

Παρόλα αυτά, η τελική απάντηση στο ερώτημα "για ποιον Λουκιανό" παραμένει η ίδια. Με τον όλο Λουκιανό, όψιμο και ώριμο, πολιτικό και χαβαλετζή, με τον αρχηγό των μαύρων σκυλιών που ήταν λίγο κόκκινος, με τον μοναχικό καουμπόι που έπαιζε για τις μάζες.

Και αν τώρα στον επίλογο δε βρίσκω...

Τι να σου πω (3), που να μην το έχει πει κανένας σε κανέναν...

Αρκούν και τα απλά. Σε ευχαριστώ Λουκιανέ. Έχει μεγαλύτερη αξία όταν το λένε χιλιάδες στόματα μαζί...

Δεν υπάρχουν σχόλια: