Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Απ’ τον Τσακνή ως την Κυρίτση, εδώ είμαστε όλοι ταβαρίτσι...

Καθώς κατακάθεται σιγά-σιγά η σκόνη του χρόνου στο ταξίδι του 49ου Φεστιβάλ και η σκόνη του Φεστιβάλ στα πνευμόνια μας, έρχεται η ώρα της αποτίμησης.


Διάβαζα πρόσφατα στον «Θάλαμο ανανήψεως» της Πέπης Ρηγοπούλου (που τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια, κατά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο) μια φράση που αποτύπωνε την κορύφωση των συναισθημάτων όσων συμμετείχαν στην κατάληψη -και την οποία αποδίδω στο περίπου από μνήμης. Την πρώτη μέρα ένιωθαν πως δε θα μπορούσαν να λείπουν από ό,τι συνέβαινε, τη δεύτερη πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούν, την τρίτη πως κάπως έτσι θα ήθελαν να ζουν κάθε τους μέρα.

Στο Φεστιβάλ δεν έχει θέση ο φόβος, εκτός αν μιλάμε για περιπτώσεις αγοραφοβίας από το πλήθος. Η μικρή Χ περιμένει την παρέα της να την παραλάβει από τον παιδότοπο. (Εν τω μεταξύ η μικρή Χ μπορεί να έχει την ηλικία του Φεστιβάλ, παρά 10 χρόνια...).
Εννοείται πως δε θα μπορούσες να είσαι πουθενά αλλού, εκτός αν έχεις αλλεργία στους κομμουνιστές (κι αν έχει κάποια αξία η παρουσία τόσου χύμα κόσμου είναι ότι ξεπερνά την αλλεργία που καλλιεργεί το σύστημα και σπάει το τείχος της προκατάληψης).
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι νιώθεις πως έτσι θα ήθελες να ζεις κάθε μέρα της ζωής σου -να μετρά σαν μήνας...

Δεν είναι τόσο για τις συναυλίες και το «ρεμπελιό» -το Φεστιβάλ απαιτεί έτσι και αλλιώς τεράστιο όγκο δουλειάς για να στηθεί, ενώ ακόμα και μια απλή μετακίνηση, από τη μια σκηνή στην άλλη, μπορεί να γίνει περιπέτεια για τον απλό επισκέπτη. (Κι η μόνη πιθανότητα να ασχοληθούν εκτενώς τα ΜΜΕ με το τριήμερο στο πάρκο Τρίτση, είναι να κάνουν επιτόπια ρεπορτάζ με τους αγανακτισμένους πολίτες που ταλαιπωρούνται στις ουρές του Φεστιβάλ ή στο μποτιλιάρισμα προς τη λαϊκή σκηνή).

Πιο πολύ είναι η αίσθηση πως συμμετέχεις σε κάτι μεγάλο και ωραίο, που σε ξεπερνά και σε κάνει μεγαλύτερο. Ότι στήνεται μια πολιτεία σαν αυτή που θέλουμε να φτιάξουμε, που θα βγάζει το καλύτερο πρόσωπο από όλους μας. Ότι είσαι μέρος της ιστορίας, την ώρα που γράφεται και κυκλοφορεί πηχτή στην ατμόσφαιρα, σαν την υγρασία του πάρκου.

Μιας και αναφέραμε το Πολυτεχνείο, φέτος η κεντρική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την εξέγερση. Και την αυτοκριτική που κάνει το ΚΚΕ -δημόσια, ακόμα και στα σύντομα επεξηγηματικά σημειώματα-λεζάντες μια έκθεσης- δύσκολα μπορεί να την βρει κανείς σε άλλον πολιτικό χώρο. Μόνο που αφορά την πολιτική ουσία και τη στρατηγική του και όχι τους προσφιλείς (μικρο)αστικούς μύθους -από το φύλλο 8, μέχρι τους «Κνίτες που δεν ήταν εκεί».

Το πιο ενδιαφέρον έκθεμα ήταν μια μινιατούρα - έκδοση, για τους αντιδικτατορικούς αγώνες ως το ’73, με εξώφυλλο-παραλλαγή ένα διαφημιστικό φυλλάδιο για την επίπλωση του σπιτιού, η οποία δεν ήταν καν (έκδοση) τσέπης, αλλά μισής παλάμης, και μόνο οι φωτογραφίες μπορούν να δώσουν μια εικόνα για το πραγματικό της μέγεθος.



Κάποτε, ως μαθητής, ήθελα να κάνω κάτι παρόμοιο, βάζοντας τον μικρό Νικόλα μέσα από το σχολικό βιβλίο που έπρεπε να κάνω πως διάβαζα, αλλά δεν είχα τεχνογνωσία και με πρόδωσε στη χούντας των γονιών ένα απρόσεκτο χαμόγελο, που παραβίασε τους κανόνες συνωμοτικότητας και τις νομοτέλειες της παράνομης δράσης. Αλλά ως γνήσια «παιδιά του Φλεβάρη» στον δρόμο του Νοέμβρη βαδίζουμε ξανά...

Χαμογέλασα, επίσης, ακούγοντας αυτές τις μέρες τον Σπύρο, που έχει περάσει κι από ένα Πολυτεχνείο -και από ένα ΚΚΕ πιθανότατα- να λέει πως για συναισθηματικούς λόγους, στη μνήμη του πατέρα του κτλ, δεν μπορεί να πάει κάπου αλλού το χέρι του στην κάλπη. Αλλά θεωρεί πως (το Κόμμα, η Αριστερά εν γένει) είμαστε προχτεσινοί! Κι αυτό δεν το λέει η «Αυριανή» ή τα μποτ του Κασσελάκη. Δεν το είπε καν η Μποφίλιου (δίπλα) στον Βασίλη, όταν τραγούδησαν ντουέτο, σαν μια συμβολική τελετή παραλαβής-παράδοσης της σκυτάλης. Αλλά το λέει ο Σπύρος και είναι Απαράδεκτο -ακόμα και αν λέγεται με καλή προαίρεση.

Σπύρο, ρίξε μια ματιά στο γκρο-πλαν, να μιλήσουμε για σεχταρισμό και απομόνωση. Ρίξε ειδικότερα μια ματιά στα πρόσωπα που λάμπουν, καθώς γίνονται τα σκοτάδια λάμψη, για να συζητήσουμε μετά ποιοι είναι χτεσινοί παλαιοημερολογίτες και ποιος έρχεται από το μέλλον και πηγαίνει πολύ μακριά. Κι αν ο σάπιος κόσμος, εκεί που σάπιζε, «ξανατονώθηκε», αυτό δεν μπορεί να ξεγελά έναν αγωνιστή, που έχει περάσει κι ένα Πολυτεχνείο -και από ένα Κόμμα μπορώ να σου πω.


Και τι κάνουμε τώρα όλον τον κόσμο που μαζέψαμε;
Αυτό είναι το μόνιμο θέμα συζήτησης της επόμενης μέρας, στον απόηχο (του ιλίγγου) της επιτυχίας. Για την ποσότητα που πρέπει να γίνει κάποτε ποιότητα. Στις πόσες μυριάδες κόσμου φτάνουμε την κρίσιμη μάζα, στο κατάλληλο σημείο (κοινωνικού ανα)βρασμού, για να ξεκινήσουμε πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες; Όσοι έρχονται δεν είναι ασφαλώς πεισμένοι, ούτε καν ψηφοφόροι πιθανότατα. Ρίχνεις όμως κάποιους σπόρους, με την ελπίδα να δώσουν μακροπρόθεσμα καρπούς, και με την επίγνωση ότι δεν είναι η φασολιά του Τζακ από το ομώνυμο παραμύθι, για να χάνεται στα σύννεφα και να αρκεί σαν μαγικό ξόρκι από μόνη της για έφοδο στον ουρανό.

Παίζεις στο μυαλό σου νοερά την ταινία με τα καλύτερα στιγμιότυπα. Εντάξει, ίσως δεν είναι κάτι που δεν είχες ξαναδεί, αν είσαι τακτικός θαμώνας. Δεν είναι η πρώτη φορά (πότε θα έρθει η Καιτούλα στο Φεστιβάλ;) που δεν πιάνουν σήμα τα κινητά. Που ο κόσμος γεμίζει το αμφιθέατρο (χωρίς καμία οπτική επαφή με την κεντρική σκηνή), γιατί δε βρίσκει πουθενά να κάτσει. Που ακούς τον Πασχαλίδη -ή και άλλους- να κλείνουν μία συναυλία με τον ύμνο του ΕΑΜ. Έχετε τρία λεπτά να σας πούμε (για) τα τρία γράμματα μόνο φωτίζουν; (Λες να εννοεί του Ζαχαριάδη); Και σίγουρα, δεεν είναι η πρώτη φορά που το ικαριώτικο γλέντι κρατά ως τις 5 -όπως κάποτε στα... Ιλίσια Πεδία, που όλα ήταν αλλιώς.

Είναι όμως όλα αυτά μαζί, σαν άθροισμα ψηφίδων, που δίνουν τη μεγάλη εικόνα. Είναι η φεστιβαλική ρουτίνα που έχεις ανάγκη, που σε βγάζει εκτός προγράμματος -αν και ρουτίνα- αλλά σε κάνει παιδί, τινάζοντας το βιολογικό σου ρολόι στον αέρα. Και σε παρασύρει στην πορεία, ακόμα και αν ξεκινάς το τριήμερο με διάθεση καπετάν - Μιζέρια και την αυταπάτη πως μπούχτισες και φέτος δε θα περάσεις τόσο καλά.

Ας δούμε, λοιπόν, μερικές ψηφίδες ακόμα.

-Ο Φοίβος είναι ο πιο συμπαθής, πορωτικός φλώρος του ελληνικού πενταγράμμου. Σε λίγες μέρες κλείνει τα 50 και λέει πως βλέπει το Φεστιβάλ σαν το μικρό του αδερφάκι (που όταν μπλέκει σε καβγά με τα άλλα Φεστιβάλ, φωνάζει τον Φοίβο να καθαρίσει με την αγριάδα του). Είναι ο «μπάσταρδος γιος» που φιλοσοφεί διαλεκτικά στους στίχους για το «ανολοκλήρωτο χτες» και το «ακόμα αγέννητο χτες» που καίει μες τσο σώμα του. Αλλά το κοινό του γουστάρει απλά συνθήματα, όπως το «ελεφαντάκια όλων των χωρών, ενωθείτε». Και όχι άλλο Νεφέλη Φασουλή.

-Φεύγοντας για Αυστραλία ο Φωτιάς είχε αφήσει πίσω του μια μικρή -αλλά πολλά υποσχόμενη- παρέα. Τώρα, γυρίζοντας πίσω, βρήκε μια φουλ μπάντα που μπορεί να σηκώσει στο πόδι μια ασφυκτικά γεμάτη σκηνή και να κάνει τη λίμνη στο Τρίτση σαν την Κάρλα, πλημμυρισμένη από συναισθήματα και δάκρυα συγκίνησης.
Βρε πως έχουν μεγαλώσει
Κάπα-Θήτα...
Έχουν γίνει άλλοι τόσοι...
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς βέβαια και για τη Φεστιβαλάρα, αν έχει πολλά χρόνια να την δει και έρθει ανυποψίαστος... 

-Πολλά κουνούπια, -και αυτό είναι πολιτικό όπως είπε ο κ. Πρωτούλιος-, πολύς ιδρώτας και άπειρη υγρασία. Μπορούμε δηλαδή, σύντροφοι, να πούμε πως το Φεστιβάλ ήταν βγαλμένο από τα πιο υγρά μας όνειρα;
Ε, χμμ, ναι-όχι, δηλαδή κατά μία έννοια, τεςπα, κατάλαβες.

-Και ήταν όλοι τους εκεί. Συντάκτες του Documento με Ρίζο στην κωλότσεπη. Και ο Νίκος Παππάς που ίσως να έχασε τον δρόμο για τις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ και τον ξαναβρήκε για το πάρκο του Τρίτση, για να κάνει στόρι και να ξεπλύνει λίγες αμαρτίες σε νερό αλκοολούχο. Μετανοείτε, η επαναστατική κρίση πλησιάζει...

-Ω ναι. Τα παιδιά που ανέβηκαν επί σκηνής στους Κοινούς Θνητούς να κάνουν λίγο θόρυβο, λίγο χαμούλη, λίγο πανικό και ένταση, ήταν τα θρυλικά κόκκινα Πιράνχας. Είναι απ’ τα παιδιά που δεν κάθονται καλά -και λίγα λες. Και όταν γράφουν «ήμουν και εγώ εκεί» για το Νεστόριο, δεν εννοούν απλά -μικρέ, αστέ αναγνώστη- πως ήταν εκεί στο διήμερο. Προφητεία και υπόσχεση είναι (πονηρό κλείσιμο ματιού, meme με καρδούλα ΓΓ).


-Τα «Έφηβα Γεράκια» είναι σα να περιγράφουν τον Βασίλη. Είτε εννοούμε αιώνια έφηβα «γεροντάκια» που «κρατάνε γερά» στη σκηνή, είτε εννοούμε γεράκια με μύτες γαμψές.
Και αν δεν ξέρεις τα συμφραζόμενα, μπορεί να δεις τη φωτό/το βιντεάκι με την Μποφίλιου να σπαράζει δίπλα στον Βασίλη και να πιστέψεις ότι θρηνεί για τη φωνάρα του που έσπασε ή γιατί τελείωνε κι αυτό το Φεστιβάλ -και ας καρτερούμε ένα άλλο.

-Συμπληρωματικό υστερόγραφο στη χτεσινή κατηγοριοποίηση για τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν αυτοί που είναι «τιμή μου που με καλέσατε», αυτοί που το θεωρούν αυτονόητο και δε θα μπορούσαν να είναι κάπου αλλού και η Μποφίλιου ή ο Σφαλμάνης -και κάποιοι ακόμα-, που αν χρειαζόταν, μπορεί να το έστηναν και μόνοι τους. Και δε ρωτούν τι μπορεί να κάνει το Φεστιβάλ ή η Οργάνωση για αυτούς, αλλά το αντίθετο -το περασμένο Σαββατοκύριακο πχ το Σφάλμα πήγε στη Θεσσαλία να βοηθήσει όσο μπορεί τους πλημμυροπαθείς και κυβερνόπληκτους.

Αλλά ποιον αφορούσε η μπηχτή του Καραμουρατίδη, ότι «δε γράφτηκε για σένα αυτό το τραγούδι» -σε στιλ, «ξέρεις εσύ ποιον εννοώ»;

Και κάνα δυο απορίες ακόμα.

-Αν ο Παν-Παν γράψει κάποτε, ως συνέχεια, την ανισόμετρη ντίσκο, θα τον καλέσουμε στο Φεστιβάλ σε καμιά συναυλία για τον ιμπεριαλισμό της εποχής μας;
-Είναι ο ΓΓ καλύτερος κωμικός από τον Μαλιάτση; Μήπως να αρχίσει βίντεο με κουτσατάκες -κατά το «πιτατάκες»;
Εν παρόδω, το πολιτικό άνοιγμα του ΓΓ στο Φεστιβάλ είναι ό,τι πιο κοντινό στο «ελάτε όπως είστε», με τις διαφωνίες και τις ερωτήσεις σας. Αλλά δε χρειάζεται να πουλήσει λαϊκισμό και μούρη, τύπου «σας πάω», για να γίνει συμπαθής. «Τον πάει» και έτσι ο κόσμος. Ακόμα και οι εχθροί του, δηλαδή, που τον προτιμούν για παρέα και για ένα τσίπουρο...

Αλλά όσες ψηφίδες κι αν μπορέσεις να ενώσεις, πάντα κάποια καλή θα σου ξεφύγει, γιατί δεν μπορείς να γίνεις χίλια κομμάτια μεταμοντέρνα και να τα προλάβεις όλα. Στην τελική, η ουσία είναι να πας εκεί για να γίνεις κομμάτι της μεγάλης «αφήγησης» -sic- ενάντια στους χυδαίους ολοφοβικούς.

Μπαίνοντας στην τελική ευθεία του κειμένου, μερικές αγοραίες κατατάξεις, με χυδαία υποκειμενιστικά κριτήρια, χωρίς πολλές εξηγήσεις και τεκμηρίωση.

1. Άσιμος 2. Παύλος 3. Γώγου -με δική μας κυρίως ευθύνη, γιατί ξέρουμε λιγότερο το έργο της, αν και ήταν ίσως η πιο συμπαθής.
1. Φοιτητική. 2. Κεντρική. 3. Μαθητική. 4. Λαϊκή
1. Κογκολέζικο 2. Αιθιοπικό. 3. Μπαγκλαντεσιανό.
1. Σοκολατόπιτα. 2 Ναι αλλά για τα Μάφιν δε λέτε τίποτα. 3. Λουκουμάδες.
1. Λουκάνικα. 2. Κεμπάπ.                                                        (...) 3. υπερτιμημένα σουβλάκια
1. Κίνηση, πάρκινγκ και είσοδος από Φυλής. 2. Κίνηση, πάρκινγκ και είσοδος από Δημοκρατίας.

Κριτική δε θα κάνετε σε τίποτα δηλαδή;
Ναι. Η κριτική αφορά τα εξής.
1. Έπρεπε να κάνουμε ένα υστερόγραφο την Κυριακή, με Ζαραλίκο. Μπορεί να νικήσει τον Κασσελάκη. Ακόμα και τον Μητσοτάκη, που είναι γεννημένο ταλέντο στο stand-up.
2. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για άλλη μία (και όχι απλώς μια άλλη) σκηνή, να απλωθεί λίγο και ο κόσμος, γιατί αρχίζει να γίνεται ενοχλητική τέτοια κοσμοσυρροή. Φαντάσου να είχε και Μετρό, που να μας/τους διευκόλυνε, δηλαδή...
3. Του χρόνου να βάλουμε τους σφους της νεολαίας να καθαρίσουν τη σκόνη από το Πάρκο.
4. Από παπάκια είχαμε μόνο αυτά του Πάρκου. Το «Παπάκι» του Άσιμου, όμως, δεν έπαιξε ποτέ...

Επίλογος

Ο τίτλος διασκευάζει δημιουργικά την ατάκα του «κύριου Πρωτούλιου», προς τη δημοσιογράφο που επέμενε να τον λέει κύριο -αλλά διόρθωσε στην πορεία το Πρωτούλιος. Εδώ είμαστε όλοι σύντροφοι...
Εδώ φτάνουμε σε μια απόλυτη αίσθηση συντροφικότητας, γιατί είμαστε συνεργάτες, φτιάχνουμε μαζί κάτι μεγάλο και σπουδαίο, είμαστε όλοι σύντροφοι. Έστω και για τρεις μέρες. Έστω και με μερικούς Κακοφωνίξ, γιατί είμαστε μεγάθυμοι και κανείς δεν περισσεύει...

Και τώρα που μαζεύτηκαν όλα τα παιχνίδια μας στο κουτί (μικρή Παρασκευούλα). Κάποτε μαζεύτηκες με τους φίλους σου στην αλάνα-γηπεδάκι της γειτονιάς για να παίξετε, χωρίς να γνωρίζετε πως αυτή ήταν η τελευταία φορά, που βρίσκεστε όλοι μαζί.
Κάποτε όλοι οι σύντροφοι βρέθηκαν όλοι μαζί στο Φεστιβάλ, χωρίς να γνωρίζουν πως αυτό μπορεί να ήταν το τελευταίο τους. Το τελευταίο που βλέπουν με χρέωση, που βγάζουν ομιλία ως γραμματείς, που θα είναι οργανωμένα μέλη, που θα είναι χωρίς παιδιά, που θα γράψεις για αυτό ανταπόκριση, που θα υψώσεις τη γροθιά σου, ακούγοντας την Διεθνή.

Κι ας μη λείψει κανείς. Μα πάντα κάποιος λείπει...

Και ως του χρόνου, Τρίτση-Τρίτση μάνα μου.
Τρίτση-Τρίτση-Τρίτση-Τρι
...

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

«Ταβάριστσι» (това́рищи) κι όχι «ταβαρίτσι» είναι το σωστό. Αχ, αυτά τα ρωσικά…

Άγρυπνος

Ανώνυμος είπε...

Ε.ρε τι χάσαμε εμείς οι Θεσσαλοί.....

Ανώνυμος είπε...

Λασπομενοι σύντροφοι

Μπρεζνιεφικό απολίθωμα είπε...

Δεν είναι ούτε λίγο πρόθεσή μου να αποδώσω με όρους γλωσσολογικής ακρίβειας το παχύ ρώσικο "τσ" -ή "στσ".
Κατά τα άλλα υπάρχει κάτι που λέγεται "ποιητική αδεία".

Ευπρόσδεκτες οι διορθώσεις, αλλά αν ήταν να απαντήσω με χιούμορ, θα έλεγα "αχ αυτός ο σχολαστικισμός".

Ανώνυμος είπε...

Βασίλη, χωρίς εριστική διάθεση και με ανάλογο ―ελπίζω― χιούμορ, σημείωσε, σε παρακαλώ, τα εξής:

Πρώτο, έχεις δίκιο στο θέμα της ποιητικής άδειας, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι η ποιητική άδεια όπως και κάθε «άδεια» στην ποίηση (κι όχι μόνο) έχει τα όρια της που επιβάλλει η ποιητική αισθητική· υπάρχουν κακόβουλοι και κακοθελητές που ισχυρίζονται πως ισχυρίζονται πως πίσω από κάθε ποιητική «άδεια» υποκρύπτεται αδυναμία καλής γλωσσικής χρήσης, κατηγορία που εγώ προσωπικά ούτε κατά διάνοια θα επιχειρούσα να σου προσάψω, αφού χειρίζεσαι την ελληνική άψογα.

Δεύτερο, περί σχολαστικισμού πολλά θα μπορούσαμε να πούμε· περιορίζομαι στο να υπομνήσω πώς ο Β. Ι. Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τετράδια» χαρακτήρισε τον σχολαστικισμό αναφορικά με τις τύχες της πρόσληψης του Αριστοτέλη κατά τον Μεσαίωνα (πρβ. «Άπαντα», έκδοση ΣΕ, τ. 29, σελ. 326).

Τρίτο, επομένως δεν θεωρώ εαυτόν σχολαστικό ή σχολαστικιστή, αλλά μάλλον λεπτολόγο, και σ’ αυτό με αναγκάζει το απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο της γλωσσικής παιδείας των Νεοελλήνων (εσύ εξαιρείσαι σε κάθε περίπτωση) με τα τερατουργήματα που βλέπω να γράφονται ή ακούω να λέγονται μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Έτσι είναι: στην Ελλάδα και να το θέλεις δεν σ’ αφήνουν ποτέ ν’ αγιάσεις...

Να ’σαι πάντα καλά!

Άγρυπνος