Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά...

Φέτος η εξέγερση γίνεται 52 Μαΐων, αλλά όσοι είναι-νιώθουν παιδιά της μετράνε τον χρόνο με Νοέμβρηδες. Ιδίως την πολιτική μας ζωή, που ταυτίζεται πάνω-κάτω με την ενήλικη, και σε βοηθά να καταπολεμάς τα γηρατειά και την κατάθλιψη, δηλαδή την απαισιοδοξία ότι δεν αλλάζει τίποτα. Και έτσι μπορείς να λες ακόμα -και να το εννοείς- «παιδιά» τους 70άρηδες που κλείστηκαν τότε στο Πολυτεχνείο και έγιναν σπίθα, που έκανε τα σκοτάδια λάμψη.


Και δεν είναι απλά πως ερωτεύτηκες εμμονικά μια χρονολογία, σαν τον (ζώντα) Νιόνιο, που ξέμεινε από νιονιό και αγάπησε-παντρεύτηκε όψιμα την εξουσία, για να πέσει στον βούρκο με τις αυταπάτες και να γυρίσει πίσω να ξεπλυθεί στην κολυμβήθρα και την πολιτική μας μήτρα. Στην τελική υπάρχουν και άλλες χρονολογίες -ή δεκαετίες ολόκληρες- πολύ (πιο) σημαντικές, γεμάτες έρωτα και επανάσταση. Λίγες επετείους, όμως, σημαδεύεις κάθε χρόνο στο καλεντάρι, γιατί σε σημάδεψαν όπως αυτή. Άσε που πέφτει μαζί με τα γενέθλια του τιμημένου (της μήτρας που λέγαμε) -διπλή γιορτή της κομμουνιστικής ορθοδοξίας.

-Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία, ακούς να φωνάζουν σήμερα. Ίσως λίγο μηχανικά, σα να μην είναι και τόσο σίγουροι. Κι αν γινόταν σήμερα, κάπως αντιδιαλεκτικά, ένα Πολυτεχνείο, στο δοσμένο πλαίσιο (εδώ και τώρα), μπορεί κάποια πράγματα να μας ξένιζαν.

Η ενότητα-χυλός (των «δημοκρατικών δυνάμεων»). Κάποια χλιαρά συνθήματα, χωρίς προοπτική. Η εξάρτηση, τα στάδια, η λαϊκή κυριαρχία ως προϋπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας, ως προϋπόθεσης της αλλαγής, που θα ετοιμάσει το έδαφος για ένα επαναστατικό άλμα, που θα έχει αντικατασταθεί από μικρά βηματάκια (προς τα πίσω). Οι εκκλήσεις στον Κανελλόπουλο, τον Μαύρο και στα χρεοκοπημένα κόμματα της αστικής τάξης. Η ειρηνική συνύπαρξη με τους αναθεωρητές, που έψαχναν χαραμάδες νόμιμης δράσης, νομιμοποιώντας από το παράθυρο τη «φιλελευθεροποίηση» της χούντας. Το τυχαίο που αντιστοιχεί στο τυφλό αυθόρμητο. Το μερικό χυμαδιό -μες στο δημιουργικό "χάος"- και κάποιοι προβοκάτορες -που δεν ήταν 300 οργανωμένοι, αλλά ήταν υπαρκτοί και έκοβαν κίνηση. Το στρατηγικό έλλειμμα, η απουσία τακτικού σχεδίου για την επόμενη μέρα -που έφερε (το πιο) βαθύ σκοτάδι και τσακισμένες αντιδράσεις.
Ότι πηγαίναμε ειρηνικά στη σφαγή, με τον σταυρό της ελληνικής σημαίας στο χέρι και τον εθνικό ύμνο στο στόμα. Ότι αυτοί που κατέβηκαν μαζικά, αύριο θα κρύβονταν πάλι πίσω από τον φόβο τους και το ψαράκι της γυάλας. Οι τοπικοί σύλλογοι -που σήμερα μπορεί να φαίνονται γραφικοί-αναχρονιστικοί, σαν τα κυπριακά τραπεζάκια στη Λέσχη του ΑΠΘ. Η φλυαρία και οι ατέρμονες συνελεύσεις που φαντασιώνονταν πως γίνονταν σοβιέτ. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις -από τη χρόνια ακινησία-, οι αυταπάτες και οι αντιφάσεις. Η έλλειψη ενός πιο καθαρού στίγματος μες στην πανσπερμία.

Όλα αυτά, όμως, είναι μικρά παρακλάδια ενός δέντρου που μας τρέφει ακόμα, δεντράκια που δεν μπορούν να κρύψουν το δάσος. Κι εμείς ζούμε για την ώρα και τη στιγμή που «όπου ήταν δάσος, θα ξαναγίνει δάσος». Όλοι εμείς οι ακριβοί στα πίτουρα, οι ινστρούκτορες του τίποτα, οι κατά φαντασίαν κομμουνάροι, που στραβοκοιτάμε στα δόντια την εποχή που μας έλαχε -αντικειμενικά εποχή περάσματος στον σοσιαλισμό, άλλο αν στενέψαν τα περάσματα και δε βγήκαν (σωστά) συμπεράσματα, από όλους.

Αν μπορούσαμε να ζητήσουμε κάτι, αν ο Άγιος Βασίλης ήταν σύντροφος με κόκκινη στολή (της περιφρούρησης), αν μπορούσαμε να παραγγείλουμε τα γεγονότα και τις εξεγέρσεις, να διαλέξουμε από τον μπουφέ της ιστορίας, να καθορίσουμε μεταφυσικά (δηλαδή αντιδιαλεκτικά) τον ιστορικό χρόνο, τα σημεία και τις μορφές της πύκνωσής του, αυτό που θα ζητούσαμε θα ήταν κάτι τέτοιο: της γενιάς μας το Πολυτεχνείο...

Μια στιγμή που όλα μοιάζουν δυνατά και όλα είναι πολιτικά. Μια στιγμή που μετράει για μήνες και μας καθορίζει για δεκαετίες, που η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά, που τα τραγούδια σου δίνουν την εντύπωση ότι μπορούν όντως να αλλάξουν τον κόσμο και κάθε νότα φέρνει ανατριχίλα και μικροσεισμούς -σαν προαναγγελία αυτών που έμελλαν να έρθουν, αλλά κόλλησαν στην κίνηση και την ακινησία του υποκειμένου. Που όλος ο κόσμος είναι στον δρόμο (εκεί που αλλάζει μυαλά και τη μοίρα του), που οι συνελεύσεις δεν τελειώνουν ποτέ και περιμένεις να καταλήξουν στο διάταγμα για τη γη και την ειρήνη. Μια στιγμή που δεν περνά, ούτε χάνεται, αλλά αφήνει αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε. Όπου κάθε μπλοκ μοιάζει με στρατό της επανάστασης, κάθε οδόφραγμα ραντεβού με την ιστορία και κάθε κίνηση με έφοδο στον ουρανό και τα κατάστιχα της Ιστορίας (με γιώτα κεφαλαίο, μακριά από την προϊστορία της ταξική εξουσίας του κεφαλαίου), σα να χτυπάς την πόρτα της ή να μπορείς να την αγγίξεις, πηχτή στον αέρα.

Μια στιγμή όπου όλοι είναι στον δρόμο. Όλα είναι δρόμος. Ο δρόμος γράφει τη δική του ιστορία, στον τοίχο με μπογιά, στη ζωή με το αίμα μας, που κυλά ζεστό -σαν τον τροχό της Ιστορίας-, ζητά εκδίκηση για τα όνειρά μας, τις ματαιώσεις τόσων χρόνων, τις φορές που ο βράχος έμεινε στα μισά και (κατρα)κύλησε πίσω, πλακώνοντας οράματα, προοπτικές και αφήνοντας φυλακισμένη στον βυθό την ελπίδα.

Θα δίναμε τη (μίζερη) ζωή μας, για να ζήσουμε μια τέτοια στιγμή, κάτι δυνατό, πραγματικό -με όλες τις αντιφάσεις του, που το κάνουν να είναι τέτοιο. Το ξύπνημα, το ξέσπασμα, το ποτάμι που βγαίνει στους δρόμους και παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του, το συνειδητό να παντρεύεται το αυθόρμητο (και καλούς απογόνους!), τις ιδέες να κατακτούν το πλήθος και να γίνονται υλική δύναμη. Τη μέρα εκείνη (δε θα αργήσει) που μετρά σαν μήνα και μια ζωή ολόκληρη, να είμαστε δρώντες μάρτυρες (το αυτόπτες δε φτάνει σε κανέναν) του ρεπορτάζ ενός καυτού Νοέμβρη, που μας ζεσταίνει ακόμα την ψυχή στη βαρυχειμωνιά της αντίδρασης και φωτίζει το μονοπάτι που πρέπει να πάρουμε.

Μια «στιγμή» της ιστορίας, που δικαιολογεί κάθε χρόνο λίγο έλλογο συναίσθημα. Που συγκινεί γιατί κινεί (τις μάζες) και εμπνέει ακόμα, γιατί έδειξε πως μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα να συμβούν. Που δεν γκρέμισε τη χούντα, αλλά τον στόχο της να μακροημερεύσει μεταμφιεσμένη. Και υποχρέωσε σε αναδίπλωση τη δικτατορία του κεφαλαίου, που καμάρωνε στην ανάμνηση της «καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ», πριν νιώσει αρκετά δυνατή για να ρίξει στο πυρ το εξώτερον την εποχή της Μεταπολίτευσης και της φορτώσει όλα τα δικά της κρίματα.

Για όλα αυτά -και όλους τους λόγους του κόσμου- τη μισούν όσοι την φοβούνται και τη νοσταλγούν ακόμα και όσοι δεν την έζησαν. Και όταν νοσταλγούν προκαταβολικά τις εικόνες από το μέλλον τους, ξέρουν πως θα ξεκινήσει κάπως έτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: