Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Κόκκινος σκύλος

(γαλάζιο το κασκέτο μου)


Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος...

Και γιατί βγάλατε έτσι το βιβλίο;

Η Μαραγκοζάκη δε θέλησε να το αποκαλύψει και μας παρέπεμψε στο ίδιο το βιβλίο. Είπε όμως πως ήταν μια φράση που έλεγαν τα στελέχη της Κομιντέρν και θυμίζει τη δική μας παροιμία με τον Μανολιό, που αλλάζει βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς. Κάπως σαν το πολιτικό σκηνικό μετά τις εκλογές, δηλαδή. Όλοι οι σκύλοι μια γενιά, όπως έλεγε και ο Ζαχαριάδης για Πλαστήρα και Παπάγο. Για να συμπληρώσει, μετά από χρόνια, ο Χαρίλαος «τι λάχανα, τι μπρόκολα» -και ας πατήσαμε στον καιρό του την μπανανόφλουδα με το άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Και είναι τρομερό πώς διαχρονικά κάποια χρήσιμα βλίτα τρέφουν προσδοκίες για λάχανα και παραπούλια από τον εκάστοτε Πλαστήρα της εποχής τους, ζώντας τη δική τους Φρουτοπία στον κήπο της Εδέμ -που ανήκει παραδοσιακά στη Δύση και τρέμει παραδοσιακά τον κίνδυνο από Βορρά και ό,τι βρίσκεται ανατολικά της. Και δε χρειάζονται καν το άλλοθι πως τους ξεγέλασαν τα δημαγωγικά συνθήματα του Αιμίλιου του Μήλου: «άνθρωποι-ψυγεία, η ίδια συμμορία»...

Όλα αυτά θυμίζουν συνειρμικά τη φράση του Κινέζου Ντενγκ Σιαοπίνγκ, που στα νιάτα του μπορεί να αγάπησε την Κομιντέρν, αλλά έγινε σύμβολο της «βελούδινης» παλινόρθωσης, με το τεχνοκρατικό σύνθημα: «άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, το ζήτημα είναι να πιάνει ποντίκια», δηλαδή κέρδη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Αλλά αν ρωτούσε τους αμερικανούς φίλους του (που αγαπούσαν την Κίνα, ήδη από την εποχή του Μάο και της ΜΠΠΕ, και δεν είχαν τότε να χωρίσουν το λιμάνι του Πειραιά και έναν κόσμο ολόκληρο), θα του έλεγαν ίσως πως πάντα βοηθάει να κάνεις διακρίσεις ανάμεσα στους γάτους, για να νιώθουν προνομιούχοι οι άσπροι κι ας γίνονται και οι ίδιοι πιο ευάλωτοι από την καταπίεση των μαύρων. Και να ξεχνάνε πως έχουν πιαστεί όλοι μαζί στη φάκα, ή να το σκάνε σαν τα ποντίκια, όταν πρέπει να παλέψουν, γιατί φοβούνται μη τυχόν χάσουν το τυράκι που τους υποσχέθηκαν και τη βολή της φυλακής τους.

Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, ασπρόμαυρος, με ρίγες ή καρό σχέδια, ή στις 50 αποχρώσεις του γκρίζου κόσμου της εκμετάλλευσης, οτιδήποτε αρκεί να μην είναι κόκκινος και ξεσηκώνει την εργατική του ράτσα και της μάθει να μην περπατά σκυφτή στα τέσσερα και με την ουρά στα σκέλια, μπροστά στα αφεντικά της, αλλά να δαγκώνει το χέρι που την ταΐζει, γιατί πλουτίζει από τον δικό της κόπο και πρέπει να πάρει στα χέρια της τον πλούτο που παράγει.


Και ο Βαβούδης ήταν ένας από αυτούς, τους κόκκινους σκύλους, γεμάτος αφοσίωση στο κόμμα και την υπόθεση της επανάστασης. Και αφού δεν μπορούσαν οι εχθροί του να του κλέψουν την τιμή, για να γίνει ρεζίλι των σκυλιών, βρήκαν τρόπο να του αφαιρέσουν κάτι από τη λάμψη του, λέγοντας πως ήταν κομματόσκυλο -αυτός και οι όμοιοί του- χωρίς κριτική σκέψη και δική του βούληση. Έχουν μάλλον τα δικά τους μαντρόσκυλα ως μέτρο σύγκρισης, λες και δεν ξέρουν πως οι κομμουνιστές είναι σπάνια ράτσα, που δε μοιάζει σε τίποτα με τη δική τους, γιατί γεννιέται από την τάξη της -δηλαδή γίνεται και διαμορφώνεται από τις συνθήκες- και δε γεννιέται με έτοιμο dna, όπως οι φυλές τους. Ούτε μοιάζει με όσα περιγράφει η "καρδιά ενός σκύλου", του Μπουλγκάκοφ, που πάντως δεν έχει μόνο μια ανάγνωση...

Και τότε, γιατί δεν τιμάται και ο Βαβούδης, όπως άλλοι ήρωες από το δικό μας «πάνθεο»; Καλή ερώτηση. Αλλά ας απαντήσουμε πρώτα δυο άλλες ερωτήσεις που έθεσε το κοινό της εκδήλωσης.

-Πώς επηρεάζει η παρανομία τον ψυχισμό ενός αγωνιστή;
Με ένα σωρό τρόπους, φανερούς ή λιγότερο άμεσους, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο σύνθετους από το απλοϊκό στερεότυπο του μουντρούχου, σκληρού γραφειοκράτη, που είναι φτηνός στις κατσάδες και ακριβός στα χαμόγελα, αδιάβροχος στους χυμούς της ζωής. (Σκέψου πως κάποιοι είχαν για τέτοιο τον Κουτσούμπα, που είναι Βοιωτός και τα λέει τσιπουράτα, και χρειάστηκαν κάτι μήνες για να πειστεί πως δεν πρέπει να φωνάζει συνθήματα στις ομιλίες του, μαζί με τον λαό από κάτω. Και όταν το κατάλαβαν, άλλαξαν βιολί και άρχισαν να σχολιάζουν τις ζεϊμπεκιές και τις ατάκες που του έγραφαν).

Μπορεί καμιά φορά οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης να δυσκολεύονται να λυγίσουν τα χείλη τους και τις χορδές της ψυχής τους (ή τα φαγωμένα τους πέλματα, εξαιτίας της φάλαγγας, όπως ο Μήτσος), αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μάθει πως πρέπει να ελέγχουν τα συναισθήματά τους: την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό, την αισιοδοξία που αλλάζει εύκολα στο αντίθετό της, τις ερωτικές ορμές, ακόμα και τις επαναστατικές αν είναι πρόωρες. Ξέρουν πως πρέπει να αντέξουν τις πιο δύσκολες καμπές, τα κύματα της αντεπανάστασης, να γίνουν βράχοι άτρωτοι, που δεν τους διαβρώνουν ούτε τα δάκρυα -και όσα έζησαν, νερό και αλάτι.

Πόσοι λογοτέχνες-καλλιτέχνες και όχι μόνο μπορούν να φανταστούν τι σημαίνει μια τέτοια ζωή, σε μια κρύπτη, σε έναν σκοτεινό λάκκο ή σε ανήλιαγα μπουντρούμια, που ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα καεί για να γίνει η λάμψη που θα σπάσει τα σκοτάδια; Μια ζωή εν τάφω, αλλά με ακλόνητη πίστη στην (επ)ανάσταση. Ποιος μπορεί να φανταστεί τι είναι να βιώνεις μια δύσκολη ρουτίνα, χωρίς διαλείμματα ανεμελιάς και χαρούμενες στιγμές, να δαμάζεις την όρεξη για ζωή, για ήλιο, για έρωτα, για μια βόλτα στη θάλασσα, και να μη σε παίρνει από κάτω που δε βλέπεις άμεσα αποτελέσματα, γιατί δεν ξεχνάς την προοπτική και ότι η σπορά μένει.


Πόσοι από αυτούς που φαντασιώνονται ότι φέρνουν τη φαντασία στην εξουσία, ενάντια στη «στεγνή, πεζή» κομματική ζωή, μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους να αντέχει έναν μήνα μακριά από τη βολή και τις ανέσεις που έχουν αντικαταστήσει τις αρχές τους; Ή έστω μια ώρα στα χέρια του ταξικού εχθρού και των βασανιστών του; Πόσοι εναλλακτικοί μποέμ τύποι μπορούν να απαρνηθούν την ατομική τους ελευθερία στο όνομα του αγώνα για κοινωνική ελευθερία; Πόσο ελεύθεροι νιώθουν να υποτάξουν το εγώ τους σε έναν συλλογικό σκοπό; Ακόμα και να αφήσουν πίσω τους δικούς τους, την οικογένειά τους -που την υποτιμούν ως θεσμό, απ’ το ύψος της καλοπέρασής τους;

Κι αν ο σύντροφος της παρανομίας έριχνε στα κλεφτά τη σπορά του, μια φορά τον χρόνο -κάθε φορά που κατέβαινε από το βουνό- και ξανάφευγε την ίδια νύχτα, ή αν σκεφτόταν από μέσα του πως ο αγωνιστής δεν πρέπει να κάνει οικογένεια, για να μην υποφέρουν οι δικοί του και πληρώνουν τις συνέπειες της δικής του δράσης, δεν το έκανε επειδή δεν είχε χώρο στην ψυχή του για ευαισθησίες. Αλλά γιατί είχε μια μεγάλη καρδιά που τα χωρούσε όλα, βάζοντας όμως ταξικές προτεραιότητες και επιλέγοντας συχνά τον θάνατο, για να νικήσει η ζωή.

Και γιατί επέλεξε η Μαραγκοζάκη να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Μα αν δεν αντλήσεις έμπνευση από μια τόσο γεμάτη διαδρομή, με επτά ζωές (σαν κόκκινος γάτος) και κινηματογραφική πλοκή, τότε πού θα την βρεις; Στο μούχρωμα το ηλιοβασίλεμα; Και αν -συνεχίζοντας την απάντηση με ερωτήσεις- δε θες να κάνεις ήρωά σου έναν αληθινό ήρωα της ζωής, τότε τι θέλεις να γράψεις; Βιπεράκια πολυτελείας, σαν τον Αλέξη;

Το παράδοξο είναι πως δεν είχε γραφτεί τίποτα για τον Βαβούδη ως τις μέρες μας, και που δεν είχε βρει μια θέση στον λογοτεχνικό κόσμο και στο «φουλ» με τους (άλλους) Νίκους του ΚΚΕ της εποχής του.

Τον Νίκο Ζαχαριάδη. Το «Αντικείμενο» ως κύκνειο άσμα του Φρέντυ Γερμανού και το «Κόκκινο Τανγκό» έχουν στοιχεία πολιτικού άρλεκιν, αλλά δεν πιάνουν μία μπροστά σε αυτό του Αλέξη.

Τον Νίκο Μπελογιάννη. Με την «Εντολή» της Δ. Σωτηρίου, που έγινε πρόσφατα και θεατρικό. Και με την «Τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο», του Κοντιάδη, που έχει προλάβει να γράψει βιβλία μαζί με τον Πέτρο Κόκκαλη (όχι του βουνού) και το «φαινόμενο» Κασσελάκη...

Και τον Νίκο Πλουμπίδη, με τον απαράμιλλο «Αλύγιστο» του Κοτζιά. Για να έρθει μετά από χρόνια ένας άλλος Κοτζιάς -καμιά σχέση με τον συγγραφέα- να μας πει πως το άρλεκιν του Τσίπρα είναι μια ευκαιρία για πολλούς αριστερούς να ανοίξουν ένα βιβλίο. Κι αν τους πέφτει κομμάτι ακριβό, ας ψάξουν στα παλαιοπωλεία το «Μια συζήτηση που δεν έγινε» το ’89 ή την μπροσούρα του για τον «Τρίτο Δρόμο του ΠΑΣΟΚ» ή έστω αυτήν που περιέγραφε, εν είδει προαναγγελίας, τον Ενιαίο Συνασπισμό. Όλα τα παραπάνω έχουν προλεκάλτ στοιχεία και δείχνουν την τρομερή ιδεολογική συνέπεια του Κοτζιά (Νίκος και αυτός, αλλά από άλλη πάστα).

Οι άλλοι Νικολάδες βέβαια έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από τον Βαβούδη, που ο μέσος αριστεροχωριανός μπορεί να τον θεωρεί άνθρωπο του μηχανισμού, σκληρό σταλινικό, σοβιετικό πράκτορα κτλ. Ενώ ο Μπελογιάννης είναι ο άνθρωπος με το γαρίφαλο, που έγινε σκίτσο και από τον Πικάσο -που δε μας άφησε κάτι για τον «άνθρωπο με τον ασύρματο». Ο Πλουμπίδης είναι ο ήρωας που τον «πρόδωσε το κόμμα του» και τον στόλισε με άδικες κατηγορίες. Κι ο Ζαχαριάδης «ένας θύτης που έγινε θύμα» και το ΚΚΕ άργησε κάτι δεκαετίες να τον αποκαταστήσει.

Ο ίδιος αριστεροχωρίτης δεν ξέρει ωστόσο πως ο Βαβούδης είχε άμεση σύνδεση με τη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη και την κατηγορία περί... κατασκοπίας. Δεν έχει διαβάσει ποτέ τους ύμνους του Μπελογιάννη για τα 70ά γενέθλια του σφου με το μουστάκι, που θα έκαναν να φρίξει η αγνή, αντισταλινική του ψυχή -η οποία αγνοεί επίσης τον ορισμό του Κάππου για τον αντισταλινισμό, που είναι ντροπαλός αντικομμουνισμός. Δεν ξέρει πως ο Βαβούδης κατηγορήθηκε άδικα από το Κόμμα πως φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό από τον ταξικό εχθρό και ότι η αποκατάστασή του εκκρεμούσε για πολλές δεκαετίες.
Η άγνοια σε τελική ανάλυση είναι δύναμη, σχεδόν αήττητη, σαν τη βλακεία...

-.-

Πάμε για το κλείσιμο -και για καθαρό αέρα.

Τελευταίος ομιλητής ήταν ο Κατσικέας από τις εκδόσεις «Ειρήνη», που εξήγησε πώς γνώρισε τη συγγραφέα σε μια βιβλιοπαρουσίαση με παλαιστινιακή ποίηση, ενώ πριν τον λύγισε το άγχος και μπέρδεψε τις ιδιότητες, παρουσιάζοντας τον ηθοποιό Χρήστο Μπαλτά (που διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο) ως φοιτητή -πάλι καλά που δεν τον είπε χούλιγκαν-οπαδό, επηρεασμένος από το σποτάκι της Novibet.

Το βασικό όμως είναι το ηρωικό παρελθόν του εκδοτικού "Ειρήνη", με το παλαιάς (μπρεζνιεφικής) κοπής όνομα, που ήταν μια μίξη στρατευμένων εκδόσεων και προλεκάλτ στοιχείων, με κείμενα - απομνημονεύματα του Γιαρουζέλσκι, του Χόνεκερ, του Ζίβκοβ και του Κάνταρ, και πασοκικά προλογικά σημειώματα, από τον Παπανδρέου, τον Παπούλια κ.ά. -γιατί ήδη από τότε για τον σοσιαλισμό αγωνιζόμασταν όλοι...
Κι εγώ, που ως τώρα τον έβρισκα μόνο στο Παζάρι Βιβλίου, μετάνιωσα που με έπιασαν τα οικολογικά μου και δεν πήρα τη σακούλα τους, με ένα κατακόκκινο περιστέρι στο σήμα, αλλά χωρίς κόκκινους σκύλους.

Αντί για υστερόγραφο, μια σύντομη κρίση για το βιβλίο -αν και δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο. Η συγγραφέας έχει αξιόλογη γραφή, ενδιαφέρουσες ιδέες και καλές προθέσεις. Αυτά δεν αρκούν πάντα για να αποδοθεί το πολιτικό πλαίσιο της εποχής και η ψυχοσύνθεση των ηρώων. Αλλά δε χρειάζεται να κοιτάμε στα δόντια ένα χρήσιμο βιβλίο, όπως αυτό. Στην τελική, έχουμε στηρίξει χειρότερα πράγματα, πολιτικά (η ταινία του Βούλγαρη) και καλλιτεχνικά (τα βιβλία του Τζόκα) μιλώντας. 

Το βασικό είναι να βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Να μην την αναθεωρούν συνειδητά (αν και, όπως είπε και η Μαραγκοζάκη, όποιος θεωρεί τέτοια μυθιστορήματα έναν εύκολο τρόπο να μάθει ιστορία, κάνει το λάθος να μπερδεύει την ιστορική αλήθεια με αυτή του λογοτέχνη). Και πάνω από όλα να μη γίνονται αρλεκίνοι, όπως κάποιοι όψιμοι συγγραφείς, που έχουν καλύτερο μάρκετινγκ από τη Μαραγκοζάκη, τον Βαβούδη και άλλα ερυθρόδερμα σκυλάκια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: