Η κε του μπλοκ δεν πήγε πολλές φορές στις πλατείες, αλλά είχε ανταποκριτές. Τις πρώτες μέρες στο λευκό πύργο, μια ερασιτεχνική ομάδα μουλάδων ανέβασε μια θεατρική παράσταση με βαθιά νοήματα κι αγαπημένα κλισέ: αμερικάνους, καπιταλιστές, προλετάριους, απεργιακή συνέλευση, εργατική αριστοκρατία. Και μια κνίτισσα να μετρά το πλήθος και να αποχωρεί καταγγέλλοντας.
Ένας, δυο, τρεις... εκατό. Α-α! Εκφυλισμός, εκφυλισμός.
Ο σοσιαλιστικός σουρεαλισμός στα καλύτερά του.
Αλλά τα πιο ωραία σουρεάλ δεν τα είχαμε δει ακόμα. Κι η πραγματική ζωή ξεπερνά τη φαντασία του συντρόφου και γίνεται φαντασία στην εξουσία και μάης του παρισιού, ή της πλατείας συντάγματος.
Κι εκεί αρχίζουν τα μεγάλα ερωτήματα περί τέχνης. Ποιος είναι ο πραγματικός σκηνοθέτης; Το αυθόρμητο κίνημα ή τα κανάλια; Ποιο είναι το μήνυμα του έργου; Υπάρχει ταξικό δίδαγμα ή φτιάχνει καθένας το δικό του; Μήπως είναι τέχνη για την τέχνη; Και τι έγινε στην οντισιόν με τη διανομή των ρόλων;
-Είστε από κάποιο κόμμα είπατε; Στοπ! Ευχαριστούμε πολύ. Θα σας ειδοποιήσουμε αν χρειαστεί. Ο επόμενος παρακαλώ.
-Γεια σας. Με λένε ρούντι κι είμαι εργαζόμενος. Ήρθα για το ρόλο του αγανακτισμένου κομμουνιστή δίχως κόμμα. Θα σας παίξω ένα μονόπρακτο για την πολιτικοποίηση της πλατείας, με τα τρία δεν που όρισε ο σύντροφος μάο: δεν πληρώνω, δεν χρωστάω, δεν είμαι μέλος κόμματος.
Κι έτσι κάποιοι κομπάρσοι βρέθηκαν με πρωταγωνιστικό ρόλο κι είπαν να θάψουν τη λογική μαζί με την κομματική τους ταυτότητα. Ζωγράφισαν απ’ την αρχή τη μουντή πραγματικότητα με τα χρώματα των επιθυμιών τους, την επαναθεμελίωσαν φαντασιακά, και είδανε με τα μάτια της ψυχής τους ένα παλλαϊκό κύμα εξέγερσης, μια λαοθάλασσα σαν τη μεσόγειο, που ήταν όλη μια πλατεία ταχρίρ εξεγερμένη, πλημμυρισμένη με όνειρα κι αγανάκτηση και ψυχολογία σεκίτη, με λέιζερ, μούντζες και σφυρίχτρες. Αλλά χωρίς το σεκ τα αξεσουάρ και τα καπέλα του. Γιατί στην πλατεία απαγορεύονταν τα κόμματα, ακόμα και τα κατ’ ευφημισμόν τέτοια.
Κάτι σαν σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους δηλ. Αλλά αν είναι αστείο να συγκρίνεις τους μπολσεβίκους με το σεκ –ποιος να συγκριθεί μαζί τους άλλωστε- είναι εξίσου αστείο να βλέπεις τις πλατείες σαν σοβιέτ κι εργατικά συμβούλια, χωρίς ταξική αναφορά, αλλά με εδαφική βάση, όπως στο σύνταγμα του 36’. Και σα λαογέννητους θεσμούς που εκλέγουν αντιπροσώπους για τη βουλή των κάτω. Αν κι αυτό θα κατέλυε βάναυσα τις αμεσοδημοκρατικές μας αρχές και την πραγματική δημοκρατία. Που εφόσον είναι πραγματική, μα το σταυρό τον αγκυλωτό στην πάνω πλατεία, δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε σαν τους παλαιοκομμουνιστές: δημοκρατία για ποιον; Για ποια τάξη και ποιον σκοπό;
Κι έτσι φτιάξαμε σοβιέτ χωρίς τάξεις και πήγαμε ένα βήμα πέρα από τα σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους. Κι ένα πίσω από τη γαλλική επανάσταση. Που ήταν αστική, αλλά με καθαρές, ταξικές αναφορές. Τουλάχιστον υιοθετήσαμε τα αιτήματά της για ελευθερία κι ισότητα. Κι αφήσαμε τις ταξικές αναλύσεις για να βρούμε το πλήθος του νέγκρι και την κρυφή γοητεία της μικρομπουρζουαζίας, γιατί κι οι μικροαστοί θα πάρουν μέρος στην επανάσταση.
Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω, που θα έλεγε κι ο βλαδίμηρος. Αλλά δεν (τον) κρατήσαμε σταθερό, ως σημείο αναφοράς και κάναμε βήματα χάνοντας τον μπούσουλα.
Οι περιθωριακές ομάδες πλατσουρίζουν άγαρμπα μες στη λαοθάλασσα κι ενθουσιάζονται σαν την ινδή φίλη του φιλέα φογκ που δεν είχε ξαναδεί χιόνι στη ζωή της. Παίζουν με τις διαθέσεις του κόσμου, μέχρι να τις λιώσουν σα νιφάδες με την αγωνιστική τους θέρμη, αντί να στρώσουν η μία πάνω στην άλλη και να γίνουν συνειδητές. Κι είδαν στο χιόνι -επιτέλους- μια άσπρη μέρα. Η ώρα ζύγωνε, οι καρέκλες τρίζανε απ’ τα κάτω κι αριστερά, η κάτω βουλή της πλατείας έβγαζε διατάγματα, ζούσαμε μέρες δυαδικής εξουσίας. Μία κυριακή πριν νωρίς, μία μετά, καύσωνας και μπάνια του λαού.
Μιλούσαν για λαϊκή εξέγερση, ενώ είχαν μείνει μεταξύ τους. Για την πολιτικοποίηση της πλατείας, ενώ αυτή ψήφιζε να καταργηθούν τα πολιτικά κόμματα. Κι εν τω μεταξύ ο κόσμος πείστηκε από την πείρα του πως δεν θα βγει τίποτα έτσι κι άρχισε να φυλλορροεί, πάνω στο άνθος της πολιτικοποίησής του. Μείναμε δυο, μείναμε τρεις, μείναμε μόνο εμείς κι εμείς. Αλλά ακόμα κι ένας άσχετος να είχε μείνει, ήταν κέρδος για την οργανωτική ή για την κάλπη.
Κι εκεί το έργο χώριζε στα δυο. Κάποιοι έμειναν και συνέχισαν την κατά φαντασίαν μαζική παρέμβαση. Σε μια συνέλευση που άρχισε να θυμίζει διήμερο συντονιστικό, με ένα σώμα ευέλικτο, πλασμένο από πηλό, και τη γραφειοκρατία της αμεσοδημοκρατίας να σφραγίζει τα πάντα. Κι οι άλλοι παρακολουθούσαν διακριτικά από απόσταση. Αλλά συνέχισαν να παίζουν το ίδιο μονόπρακτο στους απ’ έξω, για τις ανάγκες του ρόλου και της πολεμικής με τους απόντες, που σνομπάρουν ό,τι δε μπορούν να ελέγξουν. Άλλο καπέλο αν ψηφίσαμε την κατάργησή τους.
Κάθε απόπειρα κριτικής στις αντιφάσεις της πλατείας σταματούσε σε ένα ακλόνητο, απλοϊκό σχήμα που ήταν σαν καθρεφτάκι. Εμείς ήμασταν εκεί για να παρέμβουμε, εσείς λείπατε και το σνομπάρατε.
Κι οι αντιφάσεις;
Ναι, υπάρχουν, αλλά εμείς ήμασταν εκεί, ενώ εσείς όχι.
Τι κι αν αυτό το εμείς αφορά σκόρπιες ατομικότητες (ορέστη απ’ το βόλο, μαρία απ’ τη σπάρτη); Τι κι αν αφορά συλλογικότητες που αυτοαναιρέθηκαν; Ή αν οι μάζες παρευρίσκονταν ερήμην τους –με εξαίρεση τις κυριακές; Εμείς ήμασταν εκεί. Εσείς όχι.
Και τώρα που η αυλαία έπεσε κι εάλω η πλατεία; Ραντεβού το σεπτέμβρη.
Μας πήραν την πλατεία, λα-λα-λα-λα. Μονάχα για έναν μήνα, λα-λα-λα-λα.
Το θέμα δεν είναι οι αντιφάσεις καθαυτές –που θέλει ξεχωριστή ανάλυση*. Ούτε η συνήθης γραφικότητα κι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Το θέμα είναι η εκούσια παράκρουση ενός χώρου που έγλειφε τις πλατείες κι έφτυνε τις οργανώσεις, μαζί με τον εαυτό του, για να ξεχωρίσει, να πάρει πρόσκαιρα οφέλη, να δικαιολογήσει τη στάση και την ύπαρξή του. Κι έπαιξε συνειδητά ένα θέατρο του παραλόγου που έβαλε ανάχωμα σε κάθε σοβαρή προοπτική.
Θα μου πεις, δεν πρέπει οι κομμουνιστές να παρεμβαίνουν στις μάζες; Ακόμα και στις αντικαπνιστικές λέσχες, όπως έλεγε ο βλαδίμηρος (αν και σήμερα μάλλον δε θα είχαν πολλή πέραση, πιο πολύ κόσμο θα συσπειρώναμε για το αντίθετο). Μια γραμμή μαζών που έλεγε κι η τρίτη διεθνής -κι από εκεί το ξεσήκωσε κι η αράν. Ναι, αρκεί αυτές να υπάρχουν όντως. Κι ύστερα βλέπουμε και το πώς που είναι μεγάλο ζήτημα.
Ο βλαδίμηρος έλεγε επίσης ότι όποιος περιμένει να δει μια εξέγερση σε καθαρή μορφή δε θα τη δει ποτέ του. Και δε θα ζήσει μια πραγματική επανάσταση με αντιφάσεις που είναι η πηγή κάθε ζωντανής κίνησης ή οργανισμού εν γένει. Αυτό είναι σωστό, αλλά έχει και συμπλήρωμα.
Όποιος φαντάζεται παντού και πάντα εξεγέρσεις και κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα, δε θα δει ποτέ –ούτε αυτός- μια πραγματική επανάσταση, και θα τη βγάζει με φαντασιώσεις κι υποκατάστατα. Ή θα κινδυνεύει να την πατήσει σαν την ιστορία του βοσκού που έκανε φάρσα στους συγχωριανούς του για τον λύκο. Κι όταν αυτός ήρθε πραγματικά, δεν τον πίστεψε κανείς και τον άφησαν μόνο, να χαθεί σαν πρόβατο.
*για τη σχέση συνειδητού-αυθόρμητου, που δεν είναι απλή ενότητα, αλλά διαλεκτική αντίθεση. Τις συνειδήσεις που γεννιούνται στους δρόμους, αλλά διαμορφώνονται και στην πορεία, αλλιώς μένουν θνησιγενείς και στάσιμες. Και για τις αντιφάσεις. Που ένα πράγμα είναι να τις εντοπίσεις –παραμένει ζητούμενο για αρκετούς. Κι ένα άλλο να παρέμβεις για να τις αλλάξεις συνειδητά.
11 σχόλια:
το ΚΚΕ αντιθέτως άλλη μια φορά θα δει το λύκο να έρχεται και θα πάει να τον χαϊδέψει ή να του πετάξει μπαλάκι.
αυτή τη φορά μάλλον όχι. θα αρχίσει κατευθείαν τα γνωστά σπασμωδικά μπρος-πίσω σε κατάσταση νευρικού κλονισμού.
Αθάνατε ΚΟΜΜΑΝΤΟ ποτέ δεν κοιμάσαι!
Έλα, πες την αλήθεια, αυτό με τον "Ρούντι τον εργαζόμενο" από τη μαριορί το πήρες, έτσι;
Μα αφού το κκε δε θα είναι καν εκεί..
Όλα αυτά κολλάνε και με ένα πρόσφατο βιντεάκι.
http://odonitis.freehostia.com/?p=1042
-Μα το σταυρό, δεν το πήρα από την μαριορή. Θα πάρω άλλα όμως
Γενικά σφυροδρέπανε μια παρατήρηση, η πάνω πλατεία δεν ήταν φασιστική. Δεν ξέρω αν κατέβηκες καθόλου Αθήνα να δεις τι παίζει, αλλά το σκηνικό είναι το εξής. Πάνω από τα σκαλιά υπήρχαν stands ακροδεξιών ομάδων. Επίσης μέσα στο πλήθος υπήρχαν επίσης ακροδεξιοί. ΟΜΩΣ η τεράστια πλειοψηφία του κόσμου δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Θα αναφερθώ παρακάτω, δεν ξέρω γιατί η πλειοψηφία της εξ. Αριστεράς την βάφτισε φασιστική, σίγουρα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει το γεγονός πως η εξ. Αριστερά εξακολουθεί να μην έχει επαφή με τον κόσμο. Όσο ήμουν Αθήνα πείρα περιγραφές από πάρα πολλούς αγωνιστές (και «αγωνιστές) και έχω σχηματίσει μια καλή εικόνα για την Αθήνα.
1ον, από τα μέλη της ανταρσύα δεν πείρα σχεδόν ούτε μια περιγραφή για τις απόψεις και τις συμπεριφορές του κόσμου, πράγμα χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο χαράζουν την τακτική τους (ενώ στα λόγια μπορεί να λένε το αντίθετο).
2ον, για την πάνω πλατεία, το χειρότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι ήταν απολιτίκ. Εκεί λέγονταν τα περισσότερα απολιτικ συνθήματα. Όμως ένα από τα κεντρικά συνθήματα ήταν το «Η χούντα δεν τελείωσε το 73 εμείς θα την τελειώσουμε σε τούτη την πλατεία». Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να το φωνάζει φασίστας αυτό. Πέραν αυτού έχω περιγραφές ανθρώπων που κρατούσανε σημαία και συμμετείχαν σε διάφορα μικρά επεισόδια ενάντια στους φασίστες. Ακόμα, λόγο της αντίδρασης της «κάτω πλατείας» που έλεγε την «πάνω» φασίστες, όταν ο κόσμος (που κομπλεξαρίστηκε από αυτό) έβλεπε κάποιον να χαιρετά φασιστικά τον κράζανε οι υπόλοιποι και τον διώχνανε («τι είναι αυτά ρε», «ουουουουου» κλπ.). Μάλιστα μετά τις πρώτες μέρες οι φασίστες κατάφεραν να αυτό-απομονωθούν. Οι φασίστες ήταν αυτοί που έφερναν σάντουιτς στους μπάτσους, κράταγαν την ομπρέλα στην βροχή να μην βραχεί ο μπάτσος κλπ και όταν ήρθε η άγρια καταστολή στις 15 και στις 28-29 τότε οι ίδιοι ξεφτιλίστηκαν. Ο κόσμος έβλεπε και έκρινε. Πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα έχω μαζέψει. Άλλωστε η «πάνω πλατεία» ήταν γεμάτη από κόσμο σε καθημερινή βάση (ο δρόμος διπλάσιος από την Εγνατία, και σε μεγάλο μήκος, και καθημερινά ήταν γεμάτο). Αν είναι τόσοι οι φασίστες τότε αύριο μεθάυριο θα έχουμε χούντα από αυτούς. Όμως δεν είναι έτσι οπότε λίγο ηρεμία με την πάνω πλατεία.
3ον, για την Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες πολύς κόσμος που έφερε ελληνικές σημαίες δεν ήταν φασίστας, αλλά ο κομπλεξισμός (κύρια ελευθεριακών) απαγόρευσε τις σημαίες και πιθανόν και ο ίδιος ο κόσμος αυτός να πήγε σπίτι του. Για αυτό μετά από λίγο καιρό εξαφανίστηκαν οι σημαίες.
4ον, ακόμα και αν ήταν απολιτικ η πάνω πλατεία ήταν πιο μπροστά από την αριστερά. Στις πορείες ήταν αυτός ο κόσμος που επέστρεφε πίσω μετά από κάθε ρήψη δακρυγόνων, ΟΜΩΣ έλεγε «ωραία, επιστρέψαμε. Τώρα τι κάνουμε;» (σε αντίθεση με την αριστερά που ενθουσιάστηκε που μονάχα επέστρεφε συνέχεια, ο κόσμος ήθελε κάτι παραπάνω). Επίσης πολύς κόσμος έλεγε «Ε δεν γίνεται έτσι, χρειάζεται οργάνωση» κλπ στοιχεία που η κάτω πλατεία δεν θα μπορούσε να έχει (πολύ μικροαστισμός) και λόγο έλλειψης ηγεσίας (γενικά στο κίνημα) είναι αδύνατο να υπάρξει σοβαρή οργάνωση.
Καταλήγοντας, μέρα με την νύχτα η κατανόηση της αριστεράς στην πάνω πλατεία σε σχέση με το τι πραγματικά συνέβη.
Τραγελαφικές καταστάσεις είχε μπόλικες αυτό είναι γεγονός. Από κάτι τύπους που την 2η ή την 3η μέρα ήθελαν να βγει ανακοίνωση «να έρθουν τα συνδικάτα εδώ να τους μάθουμε δημοκρατία», στην οργάνωση που αναφέρεσαι που αυτοαναιρέθηκε για να γίνει αρεστή (και επί της ουσίας έκανε ζημιά στο κίνημα), που ευθύνεται για την ξεχωριστή πορεία στις 15 (500 μέτρα απόσταση από τα πρωτοβάθμια ως θέμα αρχής :Ρ Τα πρωτοβάθμια σταμάτησαν να τους περιμένουν καμιά 10ρια φορές, και αυτοί δεν πλησίαζαν καθόλου). Να πρωτοστατούν συνασπισμένοι στην απαγόρευση των φυλλαδίων και άλλα πολλά τέτοια.
Το απολιτίκ -μπορεί να- είναι η ιδεολογική ηγεμονία της αναρχίας. Κι οι αγανακτισμένοι πολίτες με τις κρεμάλες να γίνουν η βάση του φασισμού. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν διώχνουν τους αναρχικούς ή τους φασίστες.
Στην αθήνα κατέβηκα για τη 48ωρη. Από τους δικούς μου ανταποκριτές έχω λίγο διαφορετική εικόνα για ένα κομμάτι τουλάχιστον της πάνω πλατείας, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αυτή η ουσία του κειμένου, οπότε δε θα επιμείνω.
Σουρεαλιστικό είναι το ίδιο το σενάριο
Ο σκηνοθέτης μας, ανήκει στην σουρεαλιστική σχολή, μόνο που έχει μπερδέψει τον Ντέιβιντ Λιντς και τον Μπουνιουέλ με τον Μιχαήλ Μιχαήλ (κωμικός ηθοποιός που το ΄25 παρουσίασε 2 ταινίες "Οι γάμοι της Κοντσίτας" και "η Απαγωγή της Μάρως" όπου αν θυμάμαι καλά τις αφηγήσεις του πατέρα, ήταν ο σεναριογράφος ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής)!
Άπειροι εμείς, αμύητοι,(παρότι χρόνια στην πασαρέλα και στις κουϊντες) γιαλαντζί θεατρίνοι και ταυτόχρονα παθητικοί θεατές,μπανιστηρτζήδες στην αυτοβιογραφία του μέλλοντός μας.
Μια ταινία χιλιοπαιγμένη ουσιαστικά, σε διαφορετικές βερσιόν και, κάθε φορά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, επάγγελμα κληρονομικό, που περνάει από παππού σε γονιό και από γονιό σε γιο και εγγονό.
Οι καλοί και οι κακοί και, αντιστρόφως ανάλογα, οι νικητές και οι ηττημένοι.
Πότε θα μάθουμε τον ρόλο μας, πότε θα τον αποδώσουμε με επιτυχία, πότε θα γίνουν νικητές οι καλοί και το σωματείο τους δεν θα περιορίζεται στις προφητείες και στις σωστές διαπιστώσεις αλλά θα αποδώσει σωστά το σενάριο.
Γιατί το αυθόρμητο μπορεί, να μην αποδειχθεί θνησιγενές, γιατί τις αντιφάσεις μπορείς, να τις εντοπίσεις και να τις ερμηνεύσεις, ώστε να μην παραμείνουν ζητούμενο, μόνον αν ακολουθήσεις το σενάριο που στο κάτω κάτω προβλέπει παρέμβαση για να τις αλλάξεις συνειδητά.
Δε διαφωνώ με αυτά αλλά υπάρχει κι ο αντίλογος.
Ότι στήνεται ένα σκηνικό προσομοίωσης για να προλάβει την πραγματική έκρηξη και να την κάνει ελεγχόμενη, σε αντίθεση δηλ με την χρεοκοπία. Μπορεί να τους γυρίσει μπούμερανγκ, αλλά αυτό χρειάζεται σκηνοθεσία, πέρα από τους όποιους αυτοσχεδιασμούς. Κι είναι ζήτημα αν πρέπει να παρέμβουμε σε αυτό το σκηνικό, ή να στήσουμε το δικό μας στους χώρους δουλειάς. Ή για να μην τη δούμε αυτόκλητοι σκηνοθέτες να αλλάξουμε το σενάριο.
Θα μου πεις ότι δεν πάνε ντε και καλά αντιπαραθετικά το ένα με το άλλο. Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, αλλά σε κάθε περίπτωση η κριτική δεν στοχεύει στον άσχετο κόσμο της πλατείας, αλλά σε όσους πήγαν και ήταν υποψιασμένοι -ασχέτως αν το δήλωναν ή όχι.
Ναι καλά. Φύλα σφυροδρέπανο!
Να μιλήσουμε για τις αντιφάσεις αλλα όχι για τις πολύ γνωστές. Για παράδειγμα για την αντίφαση πεπερασμένου και απείρου που το ενα υπάρχει μέσα στο άλλο αλλα ταυτόχρονα το ενα αποκλειει το άλλο. Και μάλιστα όχι για το γενικό πεπερασμενο και το γενικό άπειρο, αλλα το βιολογικοκοινωνικό.
Να μιλήσουμε δηλαδή για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωης , της βιολογικής διάρκειας μιας γενίας σε σχέση με τη σχετική απειρία της ζωής και πιο συγκεκριμένα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την κίνηση της ιστορίας ποθ φαίνεται και είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με την μικροιστορία του καθενός και για τη διάσταση ιστορικού και βιολογικού χρόνου. Γιατι θα μου πείτε. Μα φυσικά γιατί αυτό ειναι το αντικειμενικό έδαφος που πάνω του γιγαντώνεται αυτό που λέμε μικροαστισμος.(Σημείωση: απλά επικεντρώνω εκεί. Ειναι προφανες ότι δεν είναι η μοναδική και σίγουρα όχι και η κύρια αντίφαση).
Η κάθοδος των μυρίων(aka 50-60000 εναλλασόμενοι στην καλύτερη)στο Σύνταγμα εμπεριείχε ως συστατικό τμήμα την τραγικότητα του ανθρώπου ακόλουθου της ιστορίας και όχι την συνείδηση του δημιουργού αυτής, και αυτό είναι φυσικό. Οι Ιζνογκουντ όμως της αριστερας κάθε απόχρωσης(και ξερουμε ποιος είναι ο χαλίφης)που κατεβήκαν κάτω, με μεγαλύτερη τραγικότητα προσκύνησαν το σύνδρομο του μυρμηγκιου απέναντι στην ιστορία. Λούστηκαν στην γελοιότητα της βουλησιαρχίας μιας γιαλαντζι εξέγερσης και φαντασιώνονταν σοβιέτ και συντακτικές συνελευσεις σε ένα ετερόκλητο σχημα των 5 στην καλυτερη χιλιάδων, ξεχνώντας τα πεπραγμένα του μπαμπούλα της ιστορίας και της συντεταγμένης κάτω από ένα κύριο πρόταγμα τελικα, κίνησης των μαζών. Τρομοκρατημένοι από το χαμηλό επίπεδο των μαζών, τη δυσαναλογία των αντιδράσεων και της επίθεσης, τον κοινοβουλευτικο κρετινισμό, τον παρασιτικό μικροαστικό τρόπο ζωης, τον φιλοτομαρισμό, και την απογοήτευση που δυστυχώς εναντίον τους πρέπει να δωσουμε αγώνα ζωής και θανάτου, διακάως αναζήτησαν νίκες και ονομάτισαν τέτοιες ανούσιες καταλήψεις και επανακαταλήψεις 30 στρεμματων μάρμαρου. Ο πόθος τους να πείσουν τον εαυτό τους πως κάτι κάναμε και εμείς τους έριξε με τα μούτρα στον Ντεμπώρ, όχι όμως στο δυσκολο σε περιόδους υποχώρησης του κινήματος που δεν είναι αλλο από την δουλεια στους εργασιακούς χώρους, στο περιθώριο του θεάματος και της εντυπωσιακότητας(μηπως μάθατε τη συμμετοχή στην 2η ημέρα της απεργίας, μήπως καταλάβατε κάτι που πρέπει να μας προβληματισει ιδιαίτέρως;). Τελικά οικιοθελώς και κάτω από το βάρος μιας τσιμεντένιας αντίφασης αρνήθηκαν τη νομοτελειακότητα των τάσεων της εν κινήσει ύλης, η κατανόηση και η χρήση των οποίων εμπεριέχει το σπέρμα της λυσης της εν λόγω αντίθεσης, και σαν λυσσασμένες γεροντοκόρες που θέλουνε παιδί, επειδή δυσκολευονται να βρουνε ανδρικό όργανο, αρκουνται να νομίζουν ότι μένουν έγκυος με το βλέμμα.
ΠΑΜΜΕΓΓΙΣΤΟΣ ΕΡΜΗΣ, συνεχιζεται
Δημοσίευση σχολίου