Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Δεν υπάρχει τίποτα καλό σε ένα έγκλημα...

Κάποιοι ονομάζουν τα λάθη τους πείρα. Εμείς λέμε πείρα και ρεαλισμό τις διαψεύσεις του κινήματος και τις χαμηλές προσδοξίες που γεννάνε. Ο κόσμος αυτός ποτέ δε θα αλλάξει. Και ας ξέρουμε πως μπορεί και πρέπει να αλλάξει.

Η κοσμοπλημμύρα των πρόσφατων διαδηλώσεων δε διέψευσε απλώς την εγγενή απαισιοδοξία μας που την βαφτίζουμε ενίοτε σοφία, ρεαλισμό και πείρα. Υπερκάλυψε με σταχανοβίτικο ζήλο το πλάνο και τις προσδοκίες των πιο αισιόδοξων συντρόφων και μας άφησε να αναρωτιόμαστε και να ψάχνουμε ποιος ήταν ο καταλύτης που πυροδότησε το κλίμα, κάνοντας τη διαφορά. Όχι για να βρούμε τι πήγε λάθος στις προβλέψεις μας -και να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα πείρα- αλλά για να δούμε τι πήγε σωστά, να το επαναλάβουμε, να το ενισχύσουμε, να μην το αφήσουμε να σβήσει.

Μια εύστοχη εκτίμηση σημειώνει πως το έγκλημα στα Τέμπη έσπασε (ακριβέστερα: θρυμμάτισε και έκανε κομμάτια) το κοινωνικό συμβόλαιο της συναίνεσης, καθώς οι κρατούντες αποδείχτηκαν ανίκανοι να τηρήσουν τους πιο στοιχειώδεις όρους για την επιβίωση και την ασφάλειά μας -η οποία ανάγεται διαρκώς σε υπέρτατη αξία, όταν απευθύνονται σε νοικοκυραίους για τρομονόμους, αλλά την ξεχνάνε βολικά όταν μιλάμε για ασφάλιση, περίθαλψη και το ανύπαρκτο «κοινωνικό κράτος».

Για την ακρίβεια, (οι κρατούντες) αποδείχτηκαν ικανοί για το πιο στυγερό έγκλημα, για να διασφαλίσουν τους όρους του κέρδους τους, όπως δείχνει γλαφυρά ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», στο viral απόσπασμα, που αναπτερώνει τις ελπίδες των Χατζηφραγκέτα για τη σχέση τους.
(
Και το Κεφάλαιο του Μαρξ, που πήρα στη γιορτή σου...)

Με άλλα λόγια, ο κοιμώμενος γίγας λαός ξεσηκώθηκε γιατί σκοτώνουν τα παιδιά μας και το μέλλον μας.

Αυτό είναι σωστό, αλλά ως ερμηνευτικό εργαλείο δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί δε συνέβη κάτι αντίστοιχο πχ την περίοδο της πανδημίας -που δεν τελείωσε ακόμα- οπότε βλέπαμε κάθε μέρα σε επανάληψη το έργο της κρατικής δολοφονίας, σαν τη μέρα της μαρμότας, σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος.

Δεν έχω απάντηση στο ερώτημα, ούτε σκοπεύω να το πιάσω αναλυτικά, για να βρω αίτια, ευθύνες κτλ. Αν πάντως κάποιοι καταλογίζουν τέτοιες στην οργανωμένη πρωτοπορία για τη στάση της και τη στόχευσή της (τακτική και στρατηγική), ας λάβουν υπόψη τους ότι είναι οι ίδιες δυνάμεις, με την ίδια ακριβώς στάση - πολιτική στόχευση, που τώρα μπαίνουν μπροστά και οργανώνουν -ως ένα βαθμό- τον χείμαρρο οργής που ξεχείλισε τους δρόμους σε όλη τη χώρα. Οπότε μπαίνει το ερώτημα γιατί αυτό που τότε φαινόταν-αποδείχτηκε (;) ανεπαρκές, τώρα έδωσε τόσο διαφορετικό αποτέλεσμα. Και δεν είμαι σίγουρος πως η διαφορά εξηγείται από τον υποκειμενικό παράγοντα και τη στάση της πρωτοπορίας.

Στα Τέμπη η κυβέρνηση αντέγραψε τη συνταγή για τον κορονοϊό και επικέντρωσε στο χαρτί της «ατομικής ευθύνης», βρίσκοντας στον σταθμάρχη τον αναγκαίο αποδιοπομπαίο τράγο για το σκηνικό της «τραγωδίας». Το ζήτημα είναι γιατί όσοι κατάλαβαν πως έχουμε να κάνουμε με κρατική δολοφονία, δεν είχαν την ίδια κριτική ικανότητα τον καιρό της πανδημίας, που είχαν περισσότερα στοιχεία για να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα. Ίσως γιατί κατάφερε να τους πείσει η κυβέρνηση πως η πανδημία αφορά πρωτίστως κάτι γέρους, ηλικιωμένους που έχουν φτάσει στη δύση της ζωής τους -κάτι που δεν μπορεί να ισχυριστεί για τα παιδιά που είδαν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται στα Τέμπη.

Μια παράμετρος που συνέβαλε πιθανότατα στο ξέσπασμα και την έκταση της οργής, ήταν η προκλητική στάση των δημοσιολόγων του συστήματος, που έκαναν λάθος εκτίμηση, βασισμένοι και αυτή στην πείρα τους (που την απόκτησαν από τις δικές μας ανεπάρκειες και όχι από δικά τους λάθη). Είχαν μάθει να βγαίνουν με χυδαίο, επιθετικό λόγο και να έχουν το ακαταλόγιστο, να μη συναντούν σοβαρές, μαζικές αντιδράσεις πέρα από τον κλειστό κύκλο των συνήθων υπόπτων ή το καθιερωμένο σούσουρο στα social media, που λειτουργεί μάλλον εκτονωτικά σε τελική ανάλυση.

Πιο χυδαία και χαρακτηριστική έκφραση αυτής της αλαζονείας της (τέταρτης και όχι μόνο) εξουσίας ήταν το κυνικό επιχείρημα πως το έγκλημα (που στη διπλή τους γλώσσα βαφτίζεται «τραγωδία» ή «δυστύχημα» στην καλύτερη) είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να φτιάξουμε ένα σύγχρονο, ασφαλές δίκτυο, σύμφωνα με τις τεχνολογικές προδιαγραφές του αιώνα μας.

«Θαυμάσια ευκαιρία» μπορεί να ήταν αν είχαν πάρει σοβαρά την ανακοίνωση των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ: δε θα περιμένουμε το δυστύχημα που έρχεται για να δούμε τα κροκοδείλια δάκρυά τους. Ή έστω τις εκατοντάδες δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις και τα προβλήματα στο δίκτυο και τα δρομολόγια, που δεν ήταν απλά καμπανάκια κινδύνου αλλά καμπαναριό ολόκληρο. Και αν γίνονταν αντιληπτά, έστω εμπειρικά, από το επιβατικό κοινό, αντιλαμβάνεται κανείς τι εικόνα θα είχαν για αυτά οι αρμόδιες αρχές και η πολιτική τους ηγεσία: ο υπουργός Μεταφορών.
Αυτός όμως, μια βδομάδα πριν το «δυστύχημα», έλεγε πως είναι ντροπή να μιλάμε για θέματα ασφάλειας. Και τον κάλυψε ένας συνάδελφός του, υπουργός, λέγοντας πως δε θα ήταν υπεύθυνο να είχε παραδεχτεί δημόσια ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα!

Οι αρχές δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να αποτρέψουν το έγκλημα και είναι εντελώς αμφίβολο αν θα κάνουν κάτι έστω εκ των υστέρων. Το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα εκτροχιαστούν εκατοστό από τη ράγα της δολοφονικής πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων.
Κάθε ένδειξη δική τους «μεταμέλειας», κάθε σκυμμένο κεφάλι στο υπουργικό συμβούλιο, είναι βγαλμένη από το εγχειρίδιο του καλού Φαρισαίου. Και το μόνο που λείπει, στο κλίμα της εποχής των Φαρισαίων, όταν μιλάνε για «θαυμάσια ευκαιρία», είναι οι Εσταυρωμένοι από την τελευταία σκηνή στη ζωή του Brian να τραγουδάνε:
Δες την καλή πλευρά του θανάτου...

{Παρενθετικά. Στα ελληνικά, ο τίτλος της ταινίας των Monty Python ήταν εντελώς μοντιπαϊθονικός: Ένας προφήτης, μα τι προφήτης!

Τον θυμήθηκα συνειρμικά, βλέποντας τις αντιδράσεις των «Ράδιο-Αρβύλα», που άκουγαν τον Κατσώτη στη Βουλή να προειδοποιεί για την κατάσταση στα τρένα και το έγκλημα που έρχεται. Και έμεναν με το στόμα ανοιχτό, λες και τους βρήκε τη μοίρα στα χαρτιά. Το μόνο που ξέχασαν να πουν για τον... «προφήτη» ήταν η πολιτική του ιδιότητα ως κομμουνιστής -που ήταν και το κλειδί για τις «μαντικές του ικανότητες».

Συγκρίνεις το επίπεδο αυτής της «σάτιρας» με τους Μόντι Πάιθον και... Και θυμώντας τα να κλαις.

Εν τω μεταξύ, κάπου πήρε το μάτι μου, σε ένα πρόσφατο ζάπινγκ, τον γνωστό ιστορικό Μαραντζίδη στο πάνελ των Ράδιο-Αρβύλα. Το σκέφτεσαι, αναρωτιέσαι αν ο επόμενος καλεσμένος θα είναι ο Καρπόζηλος από τους πάλαι ποτέ «θρυλικούς επτά», νιώθεις σαν τον Τσάντλερ στα «Φιλαράκια», που παλεύει μέσα του για να μην ξεκινήσει το χαβαλέ, και τελικά παραιτείσαι. Είναι από μόνο του τέτοιο αυτοτρολάρισμα, που δεν μπορείς να πεις τίποτα για να το χλευάσεις. Σε ξεπερνάει, είναι αήττητο, σε έχει καταβάλει.


Ίσως η καλύτερη ομολογία του ενός πως το ιστορικό του έργο είναι κατά βάση κωμικό -με τελευταίο επίτευγμα μια ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, «στη σκιά του Στάλιν». Ή των άλλων (του Αρβύλα) πως ο Μαρατζίδης τα καταφέρνει καλύτερα από αυτούς.}

Μπορεί να γελάμε πικρά για την περίσταση, που ούτως ή άλλως δε σηκώνει πολλά αστεία, αλλά αυτό δεν είναι μια περιστασιακή αμυντική γραμμή του αστικού κόσμου, αλλά διαχρονικά ένα από τα κυρίαρχα αφηγήματά του.

Μπορεί να το καταλάβει κανείς διαβάζοντας πχ από διαστροφή -όπως από διαστροφή το κράτησα και εγώ, όταν μου το δώρισε ένας συνάδελφος, με το σκεπτικό πως με ενδιαφέρουν οι ιστορικές μελέτες...- το βιβλίο του Καλύβα «Καταστροφές και Θρίαμβοι». Που μαρτυρά εν πολλοίς από τον τίτλο το περιεχόμενό του και ο βασικός ισχυρισμός του είναι πως το σύγχρονο ελληνικό κράτος «δεν το σκιάζει φοβέρα καμιά», γιατί μετά από κάθε μεγάλη «εθνική τραγωδία» - καταστροφή, αναγεννιέται σαν τον φοίνικα από τις στάχτες του και ακολουθεί μια καμπή και ένας κύκλος ορμητικής ανάπτυξης που πιστοποιεί την... νομοτελειακή πρόοδο του έθνους, που «ξανά προς τη δόξα τραβά, τραβά, τραβά».


Και αν η πολιτική σκοπιμότητα του βιβλίου είναι σαφής και εύκολα αναγνωρίσιμη, αφού γράφτηκε μες στην κορύφωση της κρίσης και έπρεπε να δίνει αχτίδες αισιοδοξίας (και ανάσες αξιοπρέπειας αν ήταν του «αριστερού Μαραντζίδη») καθώς βγαίναμε μωρό μου βγαίνουμε από το τούνελ, ο λογικός πυρήνας του δεν παύει να είναι κυνικός και απολύτως ενδεικτικός για τους κυνικούς υπολογισμούς της τάξης που υπηρετεί και εκπροσωπεί.

Καταστροφές εσείς; Θρίαμβοι εμείς.
Γκολ εμείς; Σέντρα εσείς. Μην τα παρατάτε.
Οι θάνατοί σας; Τα κέρδη μας.
Τούνελ εσείς; Βγαίνουμε στο φως εμείς...

{Παρεμπιπτόντως, το δίδυμο Καλύβα-Μαραντζίδη είναι μακράν η καλύτερη και πιο γλαφυρή απεικόνιση, σε επίπεδο ιστορικών και όχι μόνο, της συγκυβέρνησης και του μεγάλου συνασπισμού που έρχεται -και, όπως ακριβώς με το έγκλημα των Τεμπών, δε θα περιμένουμε να την δούμε, για να την αναγγείλουμε και να την καταγγείλουμε. Ούτε θα πέσουμε από τα σύννεφα, όταν σμίξουν βουνό με βουνό, τα δυο αστικά κόμματα που μαλώνουν ποιος είναι ο Όλυμπος και ποιος ο Κίσσαβος.}

Η σύγχρονη ελληνική ιστορία δεν είναι παρά ένας κύκλος με ταυτόχρονες τραγωδίες και θριάμβους, σαν τις δύο πλευρές ενός νομίσματος. Εξαρτάται από ποια ταξική πλευρά το βλέπεις... Από τη μια πόνος, εκμετάλλευση, και όνειρα που γίνονται κρέας για τα πολεμικά κανόνια. Από την άλλη, μικροί ή μεγάλοι θρίαμβοι, σαξές στόρι ανάπτυξης και «εθνικοί στόχοι» που σκεπάζουν τον πραγματικό κόσμο και λειαίνουν τις γωνίες του -μαζί με τις αιχμές του ταξικού λόγου.

Αν μπορούσαν, θα είχαν εντάξει τα Τέμπη στο ίδιο ακριβώς αφήγημα. Αλλά το «εθνικό πένθος» που κήρυξαν δεν μπορεί να σκεπάσει το τσουνάμι της λαϊκής οργής και τα -δυνάμει- ταξικά της χαρακτηριστικά. Ούτε να μας κάνει χρυσόψαρα χωρίς μνήμη και να αρχίσουμε να σφυράμε αδιάφορα, βλέποντας την καλή πλευρά του θανάτου...

Σφύριξε χαρούμενα μπορείς...

Υγ: Υπάρχει μια ακόμη ουσιώδης παράμετρος, για τη διαφορά του δικού μας κόσμου από τον δικό τους. Αλλά καλύτερα να πάει σε δεύτερο μέρος, για να μη στριμωχτεί σε έναν μικρό επίλογο και ξεχειλώσει το κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: