Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Ο μόνος δρόμος είναι ΚΚΕ και καρναβάλι

Ναι, κοιτάξτε, ο διονυσιασμός βεβαίως είναι ένα δυνάμει επαναστατικό ξέσπασμα, ένα προτσές με άλλη λογική ίσως και τις δικές του μορφές, ωστόσο τίθεται ενάντια στην καταπίεση, τη ρουτίνα, και όσα μας πνίγουν, ενώ...
-Κόφ’ το, ρε φίλε. Τι θες να ’ούμε;
-Τίποτα, ρε παιδιά, να χαμηλώναμε λίγο τη μουσική, γιατί μας έχει ξύσει τα άντερα και έχουμε δουλειές αύριο.

-Μα τώρα, είναι μουσική αυτή; Τραπ, ραπ, μπίτια, κότερα και ελικόπτερα; Εμείς είχαμε ένα επίπεδο, ακούγαμε άλλα τραγούδια.
-Σαν τι δηλαδή; Κε τε λα πόνγκο και μπουμ-μπουμ;
-Όχι, το άλλο που έλεγε:

Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, πέσαν πάνω στην εργατιά.

-Μα αυτό είναι αντάρτικο, κομμουνιστικό!
Γιατί, το Μπέλα Τσάο τι είναι; Το πήρατε και του αλλάξατε τα φώτα, όμως, σε κλαμπ και γήπεδα.
Κι αν το δεις έξυπνα, μαρκετίστικα, τα «μαύρα κοράκια» πιάνουν μεγάλο φάσμα. Από εμβατήρια (για την Κράσναγια Άρμιγια) μέχρι διασκευές και νανουρίσματα. Δοκιμασμένη συνταγή σε λιλιπούτειους συντρόφους, που ηρεμούσαν πριν φτάσουν καν στη δεύτερη στροφή της Τρίτης Διεθνούς του Λένιν-Στάλιν -ομοούσιος δυάδα, ένα και το αυτό πρόσωπο.

Εν παρόδω, το κετελαπόνγκο έχει ερωτικό υπονοούμενο, «να σου το βάλω» (το κομμάτι, το μόριο, οτιδήποτε) και στην αργκό te pongo, μπορεί να σημαίνει σε ερεθίζω -σε γκαβλώνω, που θα λέγαμε στον Βορρά. Αλλά είναι παράδοξο, γιατί το «que» μάλλον θέλει υποτακτική και άλλον τύπο -να σου το βάλω. Εκτός και αν ο τύπος πανηγυρίζει μόνος του, σου το βάζω-σου το βάζω, σαν κάτι τελειωμένους οπαδούς, που φωνάζουν «σας γ...με», με πέτσινο γκολ στο '90. Μετά όμως λέει «ούτε που θα το νιώσεις» («...y no lo sentiras»), οπότε τι ακριβώς πανηγυρίζουμε;

-Να του ’ρθει; -Τι να μου ’ρθει ρε παιδιά; -Αυτό!
Εδώ όμως χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση του συγκεκριμένου γιαουρτιού -αν είναι L’ami τυποποιημένο ή κάτι άλλο. Πρέπει να μιλήσουμε με τον Παπασταύρου για τις εξελίξεις.

-.-

Δε μου λες, εσύ που έχεις καθίσει και με τη νεολαία. Το «αχ, τι θα έλεγε το άγαλμα του Καπετάνιου, αν μπορούσε να μιλήσει» είναι καλή ατάκα, για να σε πούνε «μπάρμπα»;
-Μπούμερ το λένε τώρα, μπάρμπα.
-Ναι αλλά εγώ είμαι milenial...

Ιντερμέδιο με διευκρινίσεις

Η εκδρομή μας ξεκινά στην ορεινή Παύλιανη, στο πάρκο αναψυχής, που έχει μια πολύ ωραία διαδρομή, με υπαίθρια όργανα και θεματικά στολίδια, σαν «Παιχνίδια χωρίς Σύνορα» χωρίς την Μπόκοτα, που έφυγε είκοσι χρόνια πριν και είναι σα να λείπει μια ζωή. Χαίρεσαι σα μικρός φασαίος στο (φέρτε μου ένα) τραμπολίνο, στραβώνεις με τα σκίτσα του Αρκά, αλλά τα ξεχνάς όλα όταν δεις τον θρόνο και βασικά την επιγραφή από το ημερολόγιο του θρυλικού Διαμαντή.


Βόλτα στο χωριό, όπου όλα τα σπίτια έχουν διακόσμηση στο ίδιο στιλ. Καταλήγεις νομοτελειακά στην ταβέρνα της Λίτσας, τρως μισό κοπάδι και τα βλέπεις κωλυόμενα. Ξαπλώνεις βαρύς στη σκιά του δέντρου, ένα ελαφρύ αεράκι ρίχνει τα φύλλα, σημαδεύει το συκώτι και ακολουθεί πολεμική ιαχή.
-Δεν το ήξερα πως μπορεί να παραφάει κανείς Αστερίξ.


Είσαι έτοιμος να ασπαστείς τον βιγκανισμό, για πολύ καιρό. Το βράδυ έχεις ήδη μετανιώσει, κάνοντας βόλτα στην πόλη, με την τσίκνα απ’ τις σούβλες να σε σέρνει απ’ τη μύτη. Λένε άλλωστε πως το όνομά της συγγενεύει ετυμολογικά με το «αχόρταγος».
-Και η βαρυστομαχιά πριν;
-Δεν ήταν τίποτα. Ήμουν λίγο κουρασμένος πνευματικά.
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε.

Δεν τρώμε επειδή πεινάμε, αλλά για την απόλαυση. Σαν μια μορφή τέχνης, το περιττό που είναι ζωτικά αναγκαίο. Και η γεύση από αίσθηση γίνεται αισθητική, μια μορφή συνείδησης.
-Σιγά μην κάνει και διαλεκτική ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Είμαστε ό,τι τρώμε. Ούτε κτήνη, ούτε φυτά, αλλά τα πάντα -παμφάγοι γαρ- ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Αρκεί να μη γίνουμε κανίβαλοι, στον στίβο της ζωής, σαν αυτούς που σατιρίζει ο Τσαβαρία στον Καλιμπάν του.

Φτάνουμε στο μαγευτικό Ζητούνι, που κάποτε πρέπει να ήταν πανέμορφη πόλη, αλλά μεγάλωσε άχαρα και άναρχα, γιατί δεν ήξερε πώς να εκσυγχρονιστεί (που είναι βασικά το πρόβλημα όλης της χώρας και των -κατά κανόνα- άσχημων πόλεών της). Κι είναι σαν την ασπίδα της Αρβέρνης, όπου οι έμποροι πουλούσαν κρασιά και κάρβουνα, αναπολώντας τον παλιό καλό καιρό, που πουλούσαν κρασιά και κάρβουνα. Αντ’ αυτών, η Λαμία έχει σούβλες και τυροκομικά. Και άπειρα καφεκοπτεία, που κανείς δεν ξέρει πώς επιβιώνουν όλα μαζί.

Πέραν αυτών, η σύγχρονη πόλη δεν έχει πολλά πράγματα να δεις. Τρεις πλατείες, πέντε δρόμους, ένα κάστρο, τα ΤΕΙ και... τον Καρλίτος -που φεύγει και αυτός. Αλλά το σπίτι βλέπει φάτσα στην πλατεία Λαού, με τον έφιππο καβαλάρη της. Συναντάς κι ένα στένσιλ, έξω απ’ τα γραφεία του Κόμματος -ένα είναι το Κόμμα και δεν εννοώ την τοπική κοινότητα. Και αναζητάς το σπίτι της φαμίλιας Κλάρα, στην οδό ΚΡΙΤΣΑ. Δε θέλει πολλά μια πόλη για να ομορφύνει απότομα. Αρκεί να μη βάζει ο δήμος τα μεγάφωνα στη διαπασών να παίζουν όλη νύχτα.

-.-

Τι θα έλεγε, αν μπορούσε να μιλήσει για όλα αυτά ο καπετάνιος; Πιθανότατα τίποτα. Θα βουτούσε μαζί τους στην κραιπάλη και θα μιλούσε στη γλώσσα τους, γιατί δεν ήταν σνομπ τύπος, μακριά από τις αδυναμίες ή τις χαρές (και τις χάρες) του λαού.

Σπάιντερμαν, Κατγούμαν, σέξι νοσοκόμες και Σκουμπιντούδες, που ’ναι από χέρι χαμένοι, αλλά κερδίζουν αλλού (στο φαγητό). Πυροσβέστες, Νταρ Βέιντερ, μαζορέτες, γατούλες, μπάτσοι που κυνηγούν κουκουλοφόρο (!). Αλλά κάποιος λείπει. Αλήθεια τώρα, ούτε ένα γκρουπ Μαυροσκούφηδες, τιμής ένεκεν για τον έφιππο καβαλάρη της πλατείας;


Ρόπαλα, φωτόσπαθα, καραμούζες, σφυρίχτρες, στολές, στερεότυπα, χορός, τραγούδι, επίδειξη, κουτσουμπολιό, έρωτας, εφηβική αδρεναλίνη. Παρέλαση με σχολικά συγκροτήματα. Το Καρναβάλι προβάλλει γενικώς ως ευκαιρία. Για τα παιδιά να φλερτάρουν και να ξεσκάσουν. Για τον δήμαρχο να δείξει πόσα λεφτά μπορεί να χαλάσει σε πυροτεχνήματα. Και για την πόλη να δείξει την ταυτότητά της, χωρίς προσχήματα.

Κυράτσες και νοικοκυραίοι, παραταγμένοι στον διάδρομο, κατά μήκος της πασαρέλας, σαν κριτική επιτροπή. Όλο το «χωριό» έτοιμοι να χειροκροτήσει, να τραβήξει βίντεο, να σχολιάσει, να μαζέψει υλικό για το σπίτι. Παντού παράγοντες, βλαχοδήμαρχοι -ένας εκλέχτηκε κιόλας-, προύχοντες και κοτζαμπάσηδες, χατζατζάρηδες και ραγιάδες, κολίγων απόγονοι που έγιναν κάτι και πουλάνε μούρη. Καρναβαλιστές, σάτυροι με πολιτικά, σόγια και επίδοξοι γαμπροί, ένα σύγχρονο νυφοπάζαρο.

Υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον αργό θάνατο της ελληνικής επαρχίας; Το υπεράνω βλέμμα του πρωτευουσιάνου που νομίζει πως διαφέρει. Κι ας βρωμάει το ψάρι απ’ το κεφάλι του υδροκεφαλικού κράτους. Το είχε πει, εδώ και χρόνια, ο Ραφαηλίδης πως η Αθήνα είναι απλώς μια συνομοσπονδία ελληνικών χωριών.

Μα γιατί είστε τόσο μίζεροι; Γιατί ενοχοποιείτε τη χαρά του κόσμου;
Κι εσείς γιατί μασκαρεύετε την κατάθλιψη; Γιατί θέλετε χαρούμενους υπηρέτες, με καρφιτσωμένα κέρατα -και δαρμένους από πάνω- και χαμόγελα; Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος, πατέρα; Γιατί είναι σαν το Γελαστό Αγριογούρουνο από το Αστερίξ στη Βρετανία -που δεν έχει κανέναν λόγο να γελά αλλά το κάνει. Και προτιμά τσάι και συμπάθεια από τους ισχυρούς -ή ψίχουλα άρτου και θεάματα- αντί να τους πολεμά.

Τουλάχιστον είναι μια ευκαιρία να απενοχοποιήσουμε τη δεκαετία με τις βάτες, αναγνωρίζοντας την ιδεολογική της ηγεμονία στη μουσική.
She is crazy like a fool, wild about (Sugar) Daddy Cool...
-Μα αν ήταν (τόσο) ωραία, θα τα ακούγαμε κάθε μέρα, όχι μόνο στις Απόκριες.
Και για τα μελομακάρονα τα ίδια λέτε, αλλά στο Ζητούνι έχουν φημισμένους κουραμπιέδες, όλο τον χρόνο.

Μα χαλάμε εμείς τη χαρά του Καρναβαλιού; Πού πήραμε Πάτρα και Τύρναβο; Που βγάλαμε memes για τη ΛΑΣΥ Τυρνάβου και βγάζουμε τόσα μπλουζάκια, με κέφι και φαντασία;


Απόψε θα ζηλέψει ο Κηλαηδόνης το πάρτι που θα κάνουμε εμείς. Και να σου πω γιατί; Γιατί ήταν με το Εσωτερικού που ποτέ δεν έγινε σοβαρό κόμμα -ούτε όταν έφτασε στην κυβέρνηση. Και αν ψάχνεις τον ορισμό του party-pooper, το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Ανδρουλάκης και το σινάφι του, που ήθελαν να το διαλύσουν. Αλλά όχι να μας πουν κομματόσκυλα χωρίς ζωή, εμάς που είμαστε party-animal.

Στο Καρναβάλι είμαστε στο στοιχείο μας. Έχει πορείες (το λέμε παρέλαση για ξεκάρφωμα), μαζικά γκρουπ σαν μπλοκ, με φωτόσπαθα αντί για κοντόξυλα, μουτσούνες Πελετίδη (με γυαλιά και μουστάκι), ακόμα και συνθήματα.
Εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι
Ο μόνος δρόμος είναι ΚΚΕ και Καρναβάλι.


Ίσως να μην έχουν όλοι καθαρά μηνύματα, σαν της (δημοτικής αρχής της) Πάτρας για την Παλαιστίνη. Έχουν όμως διονυσιακή σάτιρα κατά της εξουσίας -αρκεί να στοχοποιούν τους εκπροσώπους της, για τους σωστούς λόγους. Ο Κασσελάκης είναι ένας influencer που έγινε πρόεδρος και έχει χίλια στραβά να σατιρίσεις -από όσα λέει, μέχρι τον τρόπο που στέκεται, για να δείχνει τα μούσκουλά του. Αλλά όσοι ασχολούνται με ό,τι κάνει στο κρεβάτι του, είναι φασίστες της διπλανής πόρτας, που πρέπει να απομονώσουμε.

Κι αν μας φαίνονται λίγο ρηχά και (όχι τόσο) αστεία κάτι άρματα, σαν τους «Κρυφακούληδες», είναι ασορτί με το πολιτικό χιούμορ του μέσου Τουιτερά -αν όχι καλύτερα. Ή σαν τους Σεκίτες, που τρέχουν χορεύοντας στο ρυθμό του «Α-Αντί-Αντικαπιταλίστα» και φωνάζουν ρυθμικά «μη στύβετε ανθρώπους, στύψτε πορτοκάλια», ζουλώντας νοερά τον αέρα με τα χέρια τους. Φοβού τους πολιτικούς μασκαράδες και αντικαπιταλισμό φέροντας...


-.-

Πιο σιγά όμως, ρε παιδιά, να χαμηλώσουμε λίγο τη μουσική αν γίνεται.

Ζηλεύεις τα νιάτα σου, όταν πετούσες και μπορούσες να κοιμηθείς καθιστός από την κούραση στο κλαμπ της πενταήμερης, χωρίς να υπολογίζεις τίποτα. Μετράς προβατίνες και σούβλες και τελικά συναντάς την αγκαλιά του Μορφέα. Ένα μικρό κατόρθωμα, σαν εκείνους τους αντάρτες, που έπρεπε να περπατάνε μέρες ολάκερες στα βουνά και κοιμόντουσαν στην πορεία, περπατώντας μηχανικά με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να χαθούν -αλλά όχι τόσο ηρωικό.

Μα ο έξυπνος είναι ετυμολογικά στην άλλη πλευρά από όσους κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, στη λάθος πλευρά του κρεβατιού της ιστορίας. Κοιμούνται όρθιοι και περπατάν σκυφτοί, με υπνωτισμένες συνειδήσεις. Και ξεχνάνε μόλις ξυπνάνε τα όνειρά τους, λες και θα γίνουν ποτέ πράξη από τον καναπέ ή το κρεβάτι μας.

Σε αυτούς τους δρόμους, σε αυτή την κοινωνία
Μια μέρα, ο διονυσιασμός δε θα ’ναι ουτοπία..

Δεν υπάρχουν σχόλια: