Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Ποια θυσία

Ποια θυσί-ποια θυσί-ποια θυσία-ποια θυσία;
Έχει κάνει για σένα ποτέ η εξουσία;

Η κορυφαία στιγμή του Τραγουδόσαυρου. Η καλύτερη διασκευή σε τραγούδι της Άντζελας. Πιθανότατα και των Modern Talking. Προσοχή στους στίχους και το νόημα, αν δεν το προσέξεις, το ’χασες.

-.-

Ο Αγαμέμνονας πήρε χρησμό ότι έπρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, για να φυσήξει ούριος άνεμος. Αλλά αυτό αφορούσε τα καράβια των Αχαιών, που δεν είχαν φτιάξει ακόμα σιδηρόδρομο, για να τον ιδιωτικοποιήσουν. Όσο για τη χώρα των -κατά φαντασία- ένδοξων απογόνων τους, με κάτασπρο πανί ένα καράβι απ’ το 50 έχει να φανεί.

Ο Αβραάμ καλούνταν να θυσιάσει το μονάκριβο παιδί του, αλλά τα Τέμπη κείτονται μακράν και τελικά η πίστη του τον έσωσε -και αυτόν και τον Ισαάκ.
-Μπαμπά, θα με σφάξεις;
-Όχι παιδί μου, θα σε θυσιάσω
.
Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ, όπως έλεγε και η βιβλική μορφή του Χαρούλη με ένα παιδί στην αγκαλιά του.


Εμάς όμως, τον σύγχρονο «περιούσιο λαό», πότε ακριβώς μας έσωσε και από τι η αφελή μας πίστη; Ποια δική μας θυσία έπιασε τόπο και ποιον ωφέλησε; Η μόνη φορά που είδε το ποίμνιο θαύματα, ήταν όταν σταμάτησε να πορεύεται σαν πρόβατο στη σφαγή.

Σφάξε μου αγά μου να αγιάσω, στην άλλη ζωή. Και δως μου σ' αυτήν για να πορεύομαι λίγα ψίχουλα, θεάματα χωρίς άρτο, κακής ποιότητας, άρλεκιν να ξεχνιέμαι, λίπη και αλκοόλ. Να φτιάξω λαϊκή μπιροκοιλίτσα -που πλέον προδίδει την πλέμπα, όχι τους καλοθρεμμένους αστούς-, να είμαι σαν μόσχος σιτευτός, έτοιμος να θυσιαστώ, νιώθοντας τύψεις για τον καιρό των παχιών αγελάδων, γιατί «όλοι μαζί τα φάγαμε».

Να ζήσουμε τον μύθο μας στην Ελλάδα, πχ του μετανοημένου τζίτζικα, που είναι πρόθυμος να γίνει ταπεινό μυρμηγκάκι και να θυσιαστεί για τη βασίλισσά του.
Εν-δυο, προσκυνάμε!/Εν-δυο πολεμάμε!
Και προπαντός δεν πεινάμε και δεν έχουμε παράλογες απαιτήσεις για αυξήσεις, ούτε δαγκώνουμε το χέρι που μας ταΐζει με όσα εμείς παράγουμε. Και αν θυμώνουμε με την αδικία, ξεσπάμε στους ομοίους μας, σαν εκείνο τον μικρό Μήτσο: άει χάσου, μυρμηγκάκι...

Ή σαν τον άλλο μύθο -όχι τον Αισώπειο- του καλού Σαμαρείτη, που είναι έτοιμος να θυσιάσει δυο μισθούς για τη χώρα του, αλλά εμφανίζεται σαν όραμα μόνο σε πρωθυπουργούς (σαν τον Σαμαρά, εξ ου και Σαμαρείτης) και πολυχρονεμένους, να τους ζητήσει να του κόψουν μισθούς με τη χατζάρα, σαν Χατζατζάρης: ο θεός να μου κόβει δικαιώματα, για να πληρώνουμε το χρέος και τις αγίες τράπεζες.

Οι κρατούντες είναι πάντα γενναιόδωροι, όταν δεν κόβουν δικά τους προνόμια. 57 ψυχές και η γυναίκα του πρωτομάστορα δώρο, για να στεριώσει ο σιδηρόδρομος.
Αλλιώς δε θυσιάζουν τίποτα, ούτε καν μια θεσούλα, ως αποδιομπαίο τράγο, για να εξευμενίσουν το αγριεμένο πλήθος, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του συστήματος.
Και δεν ξέρεις τι είναι προκλητικό: που βάφτισαν το έγκλημα «θυσία»; Ή που δεν έχουν κάνει τίποτα, για να πιάσει τόπο αυτή η «θυσία» -ακόμα και αν δεχόμασταν τον όρο και το σκεπτικό τους;

Άιντε μία είναι η θυσία
Για μια άλλη κοινωνία...

Και το μέγα ερώτημα είναι τι ακριβώς φοβάται ο κόσμος. Τι έχει να θυσιάσει, πέρα από τις αλυσίδες του, αφού δεν του έχει μείνει σχεδόν τίποτα; Ούτε καν η ελπίδα (που ήρθε, είδε και απήλθε) στον πάτο του κουτιού;

Κάποιοι δε θέλουν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους -και ας μην τα περνάνε ζάχαρη. Το δικαίωμα στην αδιαφορία, την πλήξη, το «μη με ανακατώνετε».
Αλλά οι πιο πολλοί πέφτουν θύματα της Μεγάλης Ιδέας. Όχι αυτής που ναυάγησε πριν από έναν αιώνα, αλλά της μεγάλης ιδέας που έχουν για το τεράστιο ΕΓΩ τους. Που είναι ξεχωριστό, πολύ πάνω από τον μέσο όρο, αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα και (εκ)τιμηθεί όπως του αρμόζει.

Πολλοί αρνούνται να θυσιάσουν το «εγώ» τους στο μεγάλο «Εμείς». Άλλοι το εντάσσουν εκεί τυπικά, για να το τονίσουν περισσότερο, σε αναζήτηση αξιωμάτων, like/fav, κοινωνικού κεφαλαίου ή και πιο υλικών ανταλλαγμάτων. Κάποιοι καταλήγουν απλώς «ταξικά ψώνια», που λατρεύουν να ακούν και να προβάλλουν τον εαυτό τους. Ή νιώθουν πως τους χρωστάμε χάρη για την παρουσία τους.
-Ξέρεις πόσα χρόνια είμαι στο κίνημα/την αριστερά;
-Α όχι, δεν ήξερα ότι βαράς κάρτα και κόβεις ένσημα.

Κι εμένα αρχίζει να μου λείπει ο Μπογκντάνοβ, που ήταν χοντροκομμένος και αδιόρθωτος αντιδιαλεκτικός, αλλά μας έδωσε πολύ γλαφυρές λογοτεχνικές περιγραφές για τον Κόκκινο Πλανήτη, όπου η παντελής έλλειψη εγωισμού, θα περνούσε στη γλώσσα μας και τις καθημερινές μας συνήθειες.

Αυτό θέλετε, λοιπόν; Τσαλαπατημένες προσωπικότητες, που δε θα σηκώνουν κεφάλι, για να μην παρεκκλίνουν από τον μέσο όρο; Που θα φοβούνται να πουν τη γνώμη τους, να εκδηλώσουν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους;

Όχι, δε χρειαζόμαστε ταπεινά χαμομηλάκια, σαν τα Λυκαβήτεια ’92: Ποια είμαι εγώ; Μήπως είμαι κάποια... Ούτε τσαλαπατημένα εγώ με μηδενική κρίση, η οποία δεν προσφέρει τίποτα στο γενικό άθροισμα, πόσο μάλλον στο γινόμενο.


Θέλουμε συντρόφους που να καταλαβαίνουν τον ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, τη διαλεκτική του ατόμου με το σύνολο, την έννοια της κοινωνικής ατομικότητας. Ότι οι ατομικές ικανότητες και το ταλέντο μόνο για ένα συλλογικό στόχο μπορούν να δώσουν καρπούς. Ο αθλητισμός μας δίνει τα πιο απλά-κατανοητά (ακόμα και σε μικρά παιδιά) παραδείγματα για του λόγου το ασφαλές. Η ποίηση του Ρίτσου μας δίνει ένα ακόμα καλύτερο, γιατί δεν είχε στόχο να ξεχωρίσει από τον κόσμο, αλλά να βρει σωστά λόγια για να ανεβάσει το επίπεδό του, τόσο ώστε να πει: τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα...

Ό,τι έχουμε καταφέρει είναι συλλογικό, γιατί κατέκτησε τις μάζες και έγινε υλική δύναμη. Ό,τι σπουδαίο πέτυχε ατομικά κάποιος από εμάς, έχει τη σφραγίδα του συνόλου και του περιβάλλοντος που τον διαμόρφωσε.
Όπου έχουμε αποτύχει είναι γιατί δεν μπορέσουμε να οργανωθούμε σε ένα σύνολο και να πάρουμε ό,τι καλύτερο έχει να δώσει ο καθένας μας. Κι ίσως γιατί δε διώξαμε εγκαίρως όσους ήρθαν μαζί μας υστερόβουλα, για να βγουν στον αφρό...

Κάποτε η ταινία Polaroid έψαχνε το (χαμένο) νόημα της (χαμένης) συλλογικότητας. (Αμ εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε!). Αρχικά ειρωνεύτηκε -με πρώιμο χιπστερικό, ποταμίσιο ύφος- τη Σοβιετία και ένα τραγούδι της που έδωσαν γελώντας σαν απάντηση, δύο ιερόδουλες από την πρώην ΕΣΣΔ. Αλλά κατέληξε σε ένα σωστό συμπέρασμα.
Συλλογικότητα είναι η ανάγκη μας να δώσουμε νόημα στα χρόνια που περνάνε, να τα γεμίζουμε για να μη νιώθουμε άδειοι. Πόσοι νιώθουμε πραγματικά αυτήν την ανάγκη και τι κάνουμε στην πράξη για να την καλύψουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: