Σε ένα κείμενο, οι δύο συγγραφείς είναι σαν τους τρεις στο ζευγάρι και τις τριμελείς επιτροπές (με πέντε-έξι άτομα) του βαμβακούλα: ο ένας περισσεύει. Και στην περίπτωση των κομισάριων περισσεύουν περισσότεροι. Κάποιοι βέβαια το βρίσκουν πιο πικάντικο έτσι. Αλλά τις πιο πολλές φορές, φέρνει γκρίνιες και προβλήματα.
Στη συγγραφή ενός κειμένου που εμπλέκεται ένας κομμουνιστής όμως, αποκλείεται να μην εμπλακούνε και μερικοί ακόμα. Και δεν εννοώ παιδικά αρρωστημένες καταστάσεις συντονισμένης, υψηλής κοπτοραπτικής, που τελικά καταλήγει στο περσινό κείμενο. Το οποίο ήταν ίδιο με το προπέρσινο κι αυτό με τη σειρά του ίδιο με το παρα-προπέρσινο. Και συνεχίζει με σεβασμό στην παράδοση και με ρετρό αφιέρωμα, μέχρι να φτάσουμε στη γέννηση του κυττάρου και των πυρήνων εαακ, οβας, κολεκτίβας κι ό,τι άλλο έχει ο καθένας ως δομή.
Εγώ αναφέρομαι στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που βαίνει καταχρηστικά. Είμαστε της άποψης, δε συμφωνούμε με...
Πληθυντικός συντροφικότητας κι αττική σύνταξη απ’ την ανάποδη, σε πρώτο πρόσωπο συλλογικού εγωισμού. Η βαθιά ανάγκη του κομμουνιστή να πιστέψει ότι εκφράζει κάτι ευρύτερο, μια συλλογικότητα. Μια υπόκωφη κραυγή αγωνίας για να ξεφύγει από τη μοναξιά και το περιθώριο. Τα ίδια κίνητρα πάνω-κάτω που τον έκαναν να οργανωθεί και να εκφράζεται συλλογικά.
Που είναι πολύ εύκολο να ξεφύγουν και να αρχίσουν να φλερτάρουν με τα όρια του αυτισμού. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι πολλά αυτιστικά δεν χρησιμοποιούν το πρώτο ενικό για να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Ένα είδος ντροπαλής μετριοφροσύνης που μπορεί να κρύβει πίσω της το ακριβώς αντίθετο. Έναν βοναπάρτη που επεκτείνει αυθαίρετα το εγώ του και πιστεύει ότι εκφράζει τους άλλους. Κι εμείς (που είμαστε οι άλλοι) υπάρχουμε απλώς για να τον επιβεβαιώνουμε και να ενσαρκώνουμε την άποψή του, που είναι κάτι σαν το απόλυτο πνεύμα του χέγκελ.
Γι’ αυτό χρειάζεται φειδώ όταν μιλάμε για τον πολιτικό αυτισμό κάποιου άλλου. Γιατί μπορεί να ανήκουμε στη συνομοταξία του κεφάλα γάιδαρου -που ειρωνεύεται τους πετεινούς- μαζί με τον μπακούνιν και τους οπαδούς του, που έχουν αναγάγει τον αυτισμό και την ιδεολογία του αυτό- σε νόημα της ζωής τους.
Πολλές φορές τα κείμενα των κομμουνιστών είναι γραμμένα σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, υπονοώντας κάποιον αναγνώστη που τα διαβάζει και τους δίνει βάση. Του οποίου η ύπαρξη όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητη, γι’ αυτό τον προϋποθέτουμε καλού-κακού, για να μη μας κυριεύσει η ματαιότητα και μας ρίξει το ηθικό. Κι έτσι φτάσαμε μάνι-μάνι στα τρία τουλάχιστον άτομα κι είμαστε έτοιμοι να φτιάξουμε μια όβα συγγραφέων.
Το γράψιμο δεν είναι ποτέ μια απλή, ατομική υπόθεση. Κι έτσι δικαιολογείται κι η πρόθεση συν ως συνθετικό στη λέξη συγγράφω, δηλ γράφω μαζί με άλλους. Αλλιώς θα ήμασταν σκέτοι γραφιάδες, σαν μερικούς bloggers. Άλλο αν αυτοί έχουν καμιά φορά μεγαλύτερη απήχηση από εμάς.
Το β’ ενικό πρόσωπο δίνει στο λόγο μας μεγαλύτερη αμεσότητα. Κι έτσι μπορείς να δεις πολλά στελέχη να το χρησιμοποιούν σε αχτίφ κι εκδηλώσεις, κυρίως στο σκέλος των ερωτοαποκρίσεων. Γίνεται πχ μια ερώτηση για την πορεία του κόμματος τα τελευταία είκοσι χρόνια κι αρχίζει ο ομιλητής. Είχες προβλήματα, δυσκολίες, σου έτυχε η διάσπαση. Έκανες έκτακτο συνέδριο, προχώρησες στην ανασυγκρότηση. Κι άλλα τέτοια που θυμίζουν τις αναλύσεις του γεωργίου, όταν μιλάει με τους ακροατές στο τηλέφωνο.
Το θέμα όμως είναι τι επίπεδο έχουμε εμείς οι οπαδοί από τα κάτω κι αν τρώμε κουτόχορτο. Αν μπορούμε να δούμε τα ματς δίπλα-δίπλα, στην ίδια κερκίδα, ή θα έχουμε πάντα μερικούς χούλιγκαν να δίνουν τον τόνο και να πλακώνονται.
Είμαστε απέναντι μόνο για ενενήντα λεπτά μες στο γήπεδο (και το στίβο της ταξικής πάλης), όσο δηλ κρατάνε οι πορείες (στην ευρώπη) και τα μπάχαλα. (Παρένθεση: ΌΧΙ στην UEFA, ρήξη με το Champions League! Συνεχίζουμε).
Μας χωρίζουνε μόνο οι ιδεολογικές και τακτικές μας διαφορές. Αλλά ακολουθούμε πιστά τη συμβουλή του βλαδίμηρου: μαζί να χτυπάμε, χωριστά να βαδίζουμε.
Τι διαφορές είναι αυτές; Κυρίως ιστορικές. Έντεκα δεκαετίες αγώνες και θυσία και όλα τα πουλήσαμε για μία χορηγία στη μπλαουγκράνα φανέλα και τριάντα αργύρια. Έχει κι άλλες προεκτάσεις το πράγμα, αλλά ας τις κρατήσουμε για κάποιο άλλο κείμενο.
Οι πιο πολλοί σύντροφοι νιώθουν την ανάγκη να γράψουν πολλά, επειδή κάπου διάβασαν για την ποσότητα που μετατρέπεται διαλεκτικά σε ποιότητα –αν κι εδώ, υπερισχύει μάλλον η αντίστροφη διαλεκτική. Πολύ λίγοι σφοι όμως έχουν καταλάβει ότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, και δε θεωρώ εαυτόν μέσα σε αυτούς. Καλά, για τους πλην λακεδαιμονίων, ούτε συζήτηση..
Είναι σαν τους συντρόφους, που είναι επίδοξοι ποιητές κι έχουν διαβάσει ρίτσο και μπρεχτ, τους κατέχουν καλά, αλλά δε μπορούν να τους φτάσουν. Από την έννοια της στρατευμένης τέχνης, πετυχαίνουν στην καλύτερη το στρατευμένη, χωρίς να τους προκύπτει η τέχνη. Κι ενίοτε δεν έχουν καν ποιητικό λόγο.
Αυτό ισχύει εν πολλοίς και στην τέχνη της πολιτικής που είναι αυτή με τα πιο υψηλά νοήματα. Στον χώρο μας υπάρχουν πολλοί κριτές –με κριτική ικανότητα- που την κατέχουν, αλλά ελάχιστοι πραγματικοί καλλιτέχνες. Περισσεύουν όμως τα ψώνια –καλή ώρα- που πιστεύουν ότι έχουν καλλιτεχνική φλέβα και σπάνιο ταλέντο, που είναι κρίμα να πάει χαμένο.
Με άλλα λόγια έχουμε έτοιμα όλα τα υλικά για ένα καλό ριάλιτι, με ξύλο, διαγραφές κι αποχωρήσεις, όπου ο τελικός νικητής θα παίρνει το χρίσμα της πρωτοπορίας της τάξης και του αγώνα.
Παραμένουν παράλληλα άλυτα και μια σειρά καίρια γλωσσικά ζητήματα. Όπως για παράδειγμα, η πρόθεση συν, που την προσθέσαμε πριν στο ρήμα γράφω και πολλοί τη θεωρούν πανάκεια, φάρμακο για πάσα νόσο. Βάζεις πχ ένα συν στο λογικό σου εγωισμό και του δίνεις συλ-λογικό άλλοθι. Κολλάς ένα συν μπροστά από το ανήκειν και προκύπτει το συνανήκειν που λύνει φαντασιακά το πρόβλημα της ιδιοκτησίας (του κινήματος, της κολόνας και γενικώς). Αλλά εμείς καήκαμε στον χυλό του ενιαίου συν και τώρα φυσάμε και τα γιαούρτια που ρίχνουν στη βουλή οι τεντιμπόηδες του κινήματος.
Ένα ακόμα ζήτημα για το συγγράφω είναι αυτό της προφοράς. Αν το προφέρεις θυμωμένα, με φθόγγο γκ, όπως στην τσουγκράνα και το ανγκρίζεται (που λένε οι τσίπριοι αδερφοί), σε περνάν για γκροτέσκο, ασιάτη μουστακαλή και θα τρομάξουν. Ενώ αν διώξεις το κ (χωρίς να απολέσεις την κομμουνιστική φυσιογνωμία) το λες απαλά και γάργαρα, σαν ελαφρύ γουργουρητό της κοιλιάς.
Αλλά το βασικό ζήτημα παραμένει αυτό της ελευθερίας που μπορεί να απολαμβάνει ένας στρατευμένος καλλιτέχνης στα πλαίσια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού κι αν αυτά τα δύο νοούνται αντιπαραθετικά. Στην τελευταία κομεπ –πέρα από το κομμάτι για την κίνα που τραβάει τους περισσότερους- υπάρχει ένα κείμενο της μηλιαρονικολάκη και του σκαρπερού για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό (σρ). Στο κεφάλαιο για την κομματικότητα –ως ανώτερη μορφή της λαϊκότητας, που είναι βασικό συστατικό του σρ- βρίσκουμε κάποια αποσπάσματα από το άρθρο του λένιν για την κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία.
Ο λένιν θεωρεί την τέχνη αναπόσπαστο μέρος της κομματικής δουλειάς, αλλά υπογραμμίζει ότι η λογοτεχνική δουλειά λιγότερο από κάθε άλλη αντέχει στη μηχανική ευθυγράμμιση, στην επιπέδωση (προφανώς εννοείται η ισοπέδωση), στην επιβολή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία.
Σε αυτή τη δουλειά πρέπει να εξασφαλιστεί μεγάλη ελευθερία στην προσωπική πρωτοβουλία, στις ατομικές τάσεις, ελευθερία στη σκέψη και τη φαντασία, στη μορφή και στο περιεχόμενο (…) Το λογοτεχνικό μέρος της κομματικής δουλειάς του προλεταριάτου δε μπορεί να ταυτιστεί τυποποιημένα με τα άλλα μέρη της κομματικής του δουλειάς.
Οι συγγραφείς του άρθρου –που αν και δύο, συνεργάστηκαν χωρίς πρόβλημα- προσθέτουν ότι για μεγάλους κομμουνιστές καλλιτέχνες όπως ο ελυάρ, ο πικάσο, ο χικμέτ, ο νερούντα, ο ρίτσος, ο έρενμπουργκ και πολλοί άλλοι, η κομματικότητα δεν ήταν υπόθεση μιας τυπικής συμφωνίας με την πολιτική και τη στρατηγική του κκ. Ήταν ελεύθερη –συνειδητή και σκόπιμη- συστράτευση στους σκοπούς του, μέσω της βαθιάς αφομοίωσης της ιδεολογίας του.
Εντελώς υπαινικτικά προσθέτω ότι αντίστοιχοι κανόνες οφείλουν να διέπουν και το κομμάτι της θεωρητικής κομματικής δουλειάς. Όχι στη βάση του αγνωστικισμού, αλλά της μαρξικής μεταφοράς της δαντικής κόλασης στο πεδίο της θεωρίας, όπου πριν μπεις, οφείλεις να αφήσεις στην είσοδο κάθε προκατάληψη.
Τα πιο όμορφα κείμενά μας δεν τα έχουμε γράψει ακόμα, αλλά αυτό εδώ πρέπει σιγά-σιγά να τελειώσει και να αφεθεί στην κρίση της πλειοψηφίας.
Υπέρ; Ένα δικό μου. Κατά, λευκά, άκυρα.. δεν υπάρχουν.
Εγκρίνεται ομόφωνα.
10 σχόλια:
Ρε επειδή είσαι διχασμένη προσωπικότητα δεν σημαίνει πως το γράψατε δυο!
Ο συχνός σχολιασμός του πρίσματος σημαίνει ότι επέστρεψε ως ενεργός μπλόγκερ και δεν τελείωσε η ζωή του στο διαδίκτυο στο γάμο του σπαρίλα. Είναι μια έμμεση κραυγή αγωνίας και πρόσκλησης στο ξαναενεργό μπλοκ του. Το θέμα είναι αν το ερυθρό συμφωνεί με το πρίσμα.
Εσύ είσαι διχασμένος εμένα κατηγορείς για διχασμό (ή μήπως διάσπαση)
Χρόνια πολλά εύχομαι πολλές επιτυχίες αγωνιστικές και προσωπικές και να φτάσεις ξανά τα 200+ σχόλια και σε κείμενα όπως αυτό.
Xρόνια πολλά !
(α και btw thkx για την αλλαγή του σχολιασμού στο λινκ από anticapitalista σε ασ΄το ναρ - σαφέστατα πιο εμπνευσμένο :-)
Οι δύο συγγραφείς αν κατάλαβα καλά είναι ο ένας κνίτης και ο άλλος μου-λου με ναροεπιρροές.
"Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας"
-καίριος-Γιώργος Σεφέρης
Αν και δε γιορτάζω, ούτε με αγγίζει κάτι αυτές τις μέρες, ευχαριστώ και αντεύχομαι τα δέοντα. Στα σχόλια θα βάλουμε πλέον ποιοτικές νόρμες για στόχο. Η ποσότητα παραπέμπει στην εμπορικότητα και το νόμο της αξίας.
Χάρη, η έμπνευση οφείλεται στα ισπανικά, όπου δε διαβάζεται το h -φαντάζομαι και σε άλλες γλώσσες το ίδιο.
Η κε του μπλοκ είναι μονοπρόσωπη σαν διευθυντής εργοστασίου στα χρόνια του λένιν. Οι επιρροές μέσα της συνθέτουν σκηνικό ζαντ' αρκ.
Μ-λ με ναροεπιρροές ο σκαρπερός; Ή μήπως η μηλιαρονικολάκη; κακοήθειες
Τρελαίνομαι για προσεγγίσεις επί των λεπτών αποχρώσεων της κομμουνιστικής αργκώ. (Είχες διάσπαση, κατέβαζες κόσμο κλπ.)
Εκεί που εγώ αποσυντονίστηκα ήταν το "έχετε δουλειά;", "κλεισ' την πόρτα κάνουμε δουλειά".
Δημιουργούσε πολύ συνωμοτική ατιμόσφαιρα...
Η πολλή δουλειά (του κόμματος και του κινήματος) τρώει τον αφέντη (καπιταλιστή).
Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά
Δημοσίευση σχολίου