Οι πρώτες στιγμές απ’ την κάθοδο, ήταν μια βόλτα κατά μήκος της αλεξάνδρας.
Σε κάθε γωνία μυρίζει αμμωνία, η χούντα δε σταμάτησε το εβδομηντατρία.
Το νέφος –και κατ’ ευφημισμόν «αέρας»- που αναπνέουν στο λεκανοπέδιο αποτελείται από 78% άζωτο, 2% οξυγόνο και λοιπά οξείδια και τα υπόλοιπα είκοσι είναι πτητικά αέρια από το κάτουρο που εξατμίζεται. Κι αν ζούσε ακόμα ο κούρκουλος κι άφηνε το κολωνάκι για μια βόλτα στο κέντρο (ή έστω η βιργινία ρίχτερ που κι αυτή εγκατέλειψε πρόωρα τα διαδικτυακά εγκόσμια της blogόσφαιρας) θα φώναζε κάθιδρος με πρόσωπο παραμορφωμένο και γουρλωμένα μάτια: όχι άλλο κάτουρο-οοοοοο...
Λίγο πιο κάτω, οι κολασμένοι της αττικής γης έψαχναν στα σκουπίδια του μαρινόπουλου την χαμένη τους αξιοπρέπεια. Εξαθλιωμένες μάζες αναλώσιμων μεταναστών που ψάχνουν την τροφή τους στα αναλώσιμα της καρφούρ. Εφεδρικός στρατός που ανακυκλώνεται εκ περιτροπής στην ανεργία κι άθελά του αναπαράγει τα αφεντικά του και την εξουσία τους. Να δεις που στο τέλος θα παρακαλάμε να μας πάρουν στη δούλεψή τους και να μας εκμεταλλευτούν. Ή όπως λέει σε ένα αστερίξ: κι αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη (μισθωτή) σκλαβιά μας.
Όλα αυτά σε μια πόλη όπου οι αποστάσεις δεν είναι ανθρώπινες και χρειάζεσαι απαραιτήτως αμάξι για τις καθημερινές μετακινήσεις. Αλλά επειδή έχουν σχεδόν όλοι, οι κεντρικές αρτηρίες φρακάρουν από την κίνηση κι η πόλη γίνεται απάνθρωπη.
Όλα αυτά στο μαρινόπουλο, όπου δούλευε κάποτε η δική μας καλαντάλινα κι έκανε το υποκατάστημά της αδύναμο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της καρφούρ, σπάζοντας σαν σταχανοβίτισσα, όλες τις νόρμες στρατολόγησης κι εγγραφής μελών στο σωματείο.
Πράξη δεύτερη: τι είδα στην ελλάδα των σοβιέτ
Περισσός, διήμερο συνέδριο για το βάρναλη. Το πρωί της πρώτης μέρας μας σαμπόταρε ο ηλεκτρικός και δεν προλάβαμε την αλέκα, το μαΐλη και το θεατρικό. Αλλά για το θεατρικό δεν πειράζει, γιατί είχαμε πάει την προηγούμενη μέρα εξάρχεια και πετύχαμε τα επεισόδια μετά τη συναυλία της σπίθας, οπότε ήμασταν καλυμμένοι.
Προλάβαμε όμως να πάρουμε γεύση από όλα τα υπόλοιπα. Τον μπουφέ με τα σαντουϊτσάκια. Τους συντρόφους της περιφρούρησης και τα καλτ ταμπελάκια με τη διχρωμία στο πέτο. Τον πάγκο με τα βιβλία, όπου εξαντλήθηκαν τα τελευταία αποθέματα από το φως που καίει και την αληθινή απολογία του σωκράτη. Κι όπου ξανάδα μετά από πολύ καιρό τον πρώτο τόμο (του δοκιμίου) ιστορίας του κκε.
Το σοβιετικής αισθητικής κτίριο. Το αμφιθέατρο, όπου η ιστορία σε αρπάζει από το γιακά. Και την εισήγηση της συντρόφισσας από το κεκρ στα ρώσικα, που ακούγονταν σαν μητρική μας γλώσσα σε αυτό το περιβάλλον. Κι όταν τέλειωσε βρήκε τους σλάβους συντρόφους της από τη βουλγαρία και δεν έβαλαν γλώσσα μέσα τους, γιατί δεν ήξεραν γρι ελληνικά και δε μπορούσαν να προσέξουν ούτε μια στιγμή.
Τη συναυλία στο τέλος, όπου γέμισε ξαφνικά η αίθουσα –είχε διπλάσιο κόσμο απ’ ό,τι στις εισηγήσεις. Τραγούδι, παλμός και συγκίνηση, μαζί και για τον παπάζογλου, που πέθανε εκείνο το πρωινό και εμείς το μάθαμε από τον ανδρεάτο και την αφιέρωση που του έκανε.
Την αιρετική εισήγηση της άνεκε ιωαννάτου που μας είπε μεταξύ άλλων ότι ο βάρναλης είχε επιρροές από τον θετικισμό κι είχε κατανοήσει λειψά τη διαλεκτική. Μια άλλη εισήγηση ενός φιλόλογου για το αν υπάρχει γλωσσικό ζήτημα σήμερα, τους διάφορους βαρβαρισμούς και τον γλωσσικό πασοκισμό.
(Ναι, αλλά αυτό αφορά κι εμάς ως ένα βαθμό. Η ουσία του γλωσσικού ζητήματος είναι να απευθύνεσαι στο λαό με τη γλώσσα που μιλά και καταλαβαίνει. Αν έχεις όμως μαλλιά στη γλώσσα ακόμα κι η μαλλιαρή δημοτική φτάνει στα αυτιά του σαν καθαρεύουσα.
Σήμερα που ο πασοκισμός –γλωσσικός και κοινωνικός- έχει κάνει τις λέξεις να χάσουν το νόημά τους, πρέπει να βρούμε μια καινούρια δημοτική μες στη δημοτική. Να ξαναμιλήσουμε τη γλώσσα του λαού, όπως ήξερε να το κάνει ο βάρναλης. Να του μιλήσουμε ποιητικά, με στίχους από την ποίηση του μέλλοντος και να του δώσουμε την χαμένη έμπνευση, την χαμένη πίστη στους αγώνες και τα ιδανικά. Κλείνει η παρένθεση).
Και τέλος, τις παρεμβάσεις με τις βιωματικές αφηγήσεις. Ένα ανέκδοτο επεισόδιο με την επανέκδοση κάποιων έργων του βάρναλη από την αυγή και το σύντροφο που τον ρώτησε απορημένος: γιατί αφήνεις να σε εκμεταλλεύονται; -Αφού είμαι μεταλλείο, του απάντησε αυτός.
Τη μαρτυρία του συνθέτη σαμοΐλη που ο βάρναλης κι η αλεξίου τον πέρασαν από κόσκινο όταν τον πρωτογνώρισαν.
–Παίζεις χαρτιά; -Είσαι κομμουνιστής;*
Μας είπε και για τη μάχη με τη λογοκρισία της χούντας στις συναυλίες της εποχής. Είχε μελοποιήσει κάποια ποιήματα του βάρναλη, αλλά τελικά η χούντα του επέτρεψε να παίξει μόνο τη μουσική μαζί με το λα-λα-λά, αντί για λόγια. Αλλά ο ερμηνευτής αυτοσχεδίασε και του βγήκε: λα-λα, λα-έ..
Και ο βάρναλης στην πρώτη σειρά, να μην ακούει καλά τα λόγια και να στήνει αυτί, στην κλασική του στάση βαρηκοΐας. Όπως ήταν δηλαδή στο πανό του συνεδρίου, πίσω από τους ομιλητές. Σαν να είχε στήσει αυτί, να ακούσει τι θα πούμε κι αν τον θυμάται ο κόσμος.

Ο σαμοΐλης τα διηγείται πολύ καλύτερα και μπορείτε να ακούσετε εδώ την παρέμβασή του: http://www.youtube.com/watch?v=HMya48jgKaQ
Όσο για τα πρακτικά του συνεδρίου θα αργήσουν μάλλον να βγουν, αλλά μπορείτε να πάρετε τα θέματα παιδείας και το διπλό τεύχος με το αφιέρωμα στο βάρναλη που είναι χορταστικό.
Υγ: Το επόμενο συνέδριο με αντίστοιχη θεματική θα είναι αφιερωμένο στον μπέρτολτ μπρεχτ.
Πράξη τρίτη και φαρμακερή: σοσιαλιστικός ρεαλισμός
Στο εκλογικό μας κέντρο, στην αρχή της θεμιστοκλέους. Προβολή της ταινίας του τζήμα, τα χρόνια της θύελλας, από τη σπουδάζουσα. Προλάβαμε στο τσακ ανοιχτή την πόρτα –που κλείδωνε κατά τη διάρκεια της προβολής- και βρήκαμε μια κατάμεστη αίθουσα, όπου πήραμε τις θέσεις τριών παλαίμαχων που σηκώθηκαν όρθιοι για να μπορούν να βλέπουν.
Το 79’ ο τζήμας έφτιαξε τον άνθρωπο με το γαρίφαλο, μια ταινία για τον μπελογιάννη, τον καλό πλαστήρα που ήθελε –λέει- να τον σώσει (αλλά δεν τον άφησαν το παλάτι κι οι αμερικάνοι) και το ανερχόμενο τότε άθροισμα των δυνάμεων της αλλαγής.
Τα χρόνια της θύελλας είναι ταινία του 84, επί κυβερνήσεως της αλλαγής. Αναφέρονται στην ηρωική δεκαετία του 40 και στην ουσία είναι η ιστορική εκδοχή του παλιού, καλού πασοκ για εκείνα τα χρόνια, μαζί με μια δόση καλτ. Που δεν είναι ακριβώς προλετ-καλτ, αλλά καλτ μη προνομιούχο. Κάτι σαν απάντηση στην ταινία γράμμος-βίτσι, που είναι η κινηματογραφική εκδοχή των δεξιών. Η δική μας δεν έχει γυριστεί ακόμα.
Στην ταινία υπάρχουν κάποιες καλτ σκηνές που απευθύνονται στο ευρύ κοινό κι άλλες με πολιτικό υπόβαθρο, που απαιτούν ιστορικές γνώσεις για τις συνθήκες της περιόδου. Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές.
Η πρωταγωνίστρια του έργου συναντά τον αρραβωνιαστικό της έτοιμο να φύγει για το βουνό καβάλα στο άλογο και τον ξεπροβοδίζει με τη θρυλική ατάκα: πρόσεχε, μην τρέχεις.
Γενικά οι μεταξύ τους διάλογοι δεν είναι ρεαλιστικοί και θυμίζουν φωσκολικό σίριαλ. Στις προσωπικές τους στιγμές αντί να πουν κάποια τρυφερά λόγια, μιλάνε πχ για την αναγέννηση της πατρίδας και τη δύναμη που τους δίνει αυτό το μεγάλο έργο για να συνεχίσουν. Κι όταν έρχονται τα νέα για τη βάρκιζα και την παράδοση των όπλων, η έκφραση των προσώπων κι οι αντιδράσεις έχουν κάτι από γιάγκο δράκο.
Στη συνέχεια της ταινίας η πρωταγωνίστρια ξαναβρίσκει τον αρραβωνιαστικό της και προλαβαίνει μέσα σε δύο σκηνές να μείνει έγκυος. Ενώ χορεύουν σε μια σπηλιά και χαίρονται τον έρωτά τους, κάποιος τους προδίδει και τους περικυκλώνει η χωροφυλακή. Ο αντάρτης ετοιμάζεται να παραδοθεί, η πρωταγωνίστρια καταρρέει κι αυτός της λέει: «όχι, εσύ πρέπει να ζήσεις...!»
Για την εκδίκηση; Για το παιδί μας; Μα πού το έχω ξανακούσει αυτό;
Λες να εννοούσε κι αυτός ότι έπρεπε να ζήσει για να εκδικηθεί την ηγεσία του κόμματος και τον ζαχαριάδη;
Αυτό δε μας το διευκρινίζει η ταινία. Μας δείχνει όμως ότι στη συνέχεια η πρωταγωνίστρια πέρασε από δίκη, πήγε φυλακή, κι αποφυλακίστηκε με τα μέτρα επιείκειας του πλαστήρα! Μα τι καλός που ήταν αυτός ο άνθρωπος! Κι ύστερα σου λένε, τι πλαστήρας, τι παπάγος. Όρκο παίρνω πως κι αυτός πολύ καλός άνθρωπος ήτανε.
Στο ενδιάμεσο ο αντάρτης περιπλανιέται μαζί με έναν σύντροφό του προσπαθώντας να ξεφύγει από τον κλοιό του «εθνικού» στρατού. Μία νύχτα βρίσκουν καταφύγιο σε ένα στάβλο, όπου λίγο αργότερα έρχεται ένα «αμαρτωλό» ζευγαράκι κι αρχίζει τις περιπτύξεις. Αποκαμωμένοι οι αντάρτες, αντί να κρυφτούν, πιάνουν θέση και παρακολουθούν το θέαμα με το χαμόγελο του ξελιγωμένου στα χείλη.
Σε κάποια άλλη σκηνή, το ίδιο δίδυμο μπαίνει σε ένα σπίτι αναζητώντας λίγη τροφή. Κόρη και μάνα –που είναι μέσα- τρομοκρατούνται και περιμένουν τα χειρότερα, τα οποία όμως δεν έρχονται. Η κόρη στο τέλος, σχεδόν απογοητευμένη ρωτάει: μαμά, γιατί δε μας βίασαν;
Η καλύτερη σκηνή όμως είναι με το ζέρβα και το βελουχιώτη, όπου έχεις διαρκώς την εντύπωση ότι έχουν μπερδέψει τους ρόλους και διαβάζουν ο ένας τα λόγια του άλλου.
Ο άρης προτείνει στο ζέρβα την αρχηγία στο αντάρτικο, αλλά αυτός του εξηγεί ότι δε μπορεί να τον εμπιστευτεί: κι η δικτατορία του προλεταριάτου; τι έγινε με αυτά που λέγατε;
Ο άρης λέει ότι τώρα διεξάγουν έναν εθνικό αγώνα και τον ρωτά τι τα θέλει τα πάρε-δώσε με τους άγγλους. Η απάντηση είναι αποστομωτική: «Ακόμα και με το διάβολο θα συνεργαστώ για το καλό της πατρίδας μου...!!»
Κι όταν ο άρης επιμένει στην πρότασή του για συνεργασία ο ζέρβας λέει «δικαίωμα» για να συμβουλευτεί πρώτα την κεντρική του επιτροπή!*(2)
Πραγματικό καλτ διαμάντι! Δε βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες.
Τίτλοι τέλους, άναψαν τα φώτα και βλέπουμε γύρω μας μάτια δακρυσμένα.
Θα ‘ναι που συνήθισαν στο σκοτάδι κι άναψε απότομα το φως, λέει κυνικά η μαριορή. Και ύστερα ψάχναμε μαζί να βρούμε τι κονέ να έχει ο τζήμας στο ρίζο και να έχει εξασφαλίσει τέτοια προβολή από τον κομματικό τύπο.
Πιστεύω η κάθοδος των εννιά που δείξαμε αυτή την εβδομάδα να ήταν καλύτερη.
Αυτά. Στα υπόλοιπα θέματα της αθήνας η κε του μπλοκ θα τηρήσει το off the record μέχρι να αποχαρακτηριστούν τα προσωπικά αρχεία και να βγουν όλα στη φόρα.
Υποσημειώσεις
*(Τα πάντα πράξε και τα πάντα πούλα/ Σαν έχεις του εθνικόφρονα τη βούλα
Τα πάντα πράξε και τα πάντα φτύσε/ Μονάχα κόκκινος μην είσαι)
*(2) Αυτό το τελευταίο το αναφέρει κι ο χαριτόπουλος στη βιογραφία του άρη και το ερμηνεύει ως ντρίπλα του ζέρβα που τον είχαν ορμηνέψει οι άγγλοι να αποφύγει τη συμφωνία και να στηριχτείς στις δικές τους πλάτες.