Συνειρμοί και σκέψεις για τη διαλεκτική σχέση μεταξύ τέχνης και πολιτικής. Γιατί αν δε φροντίζουμε διαρκώς για την προσωπική μας καλλιέργεια, πώς θα κατακτήσουμε στο ψηλότερο επίπεδο την τέχνη της πολιτικής; (Αναπόφευκτα κάποια σημεία μπορεί να επαναλαμβάνονται και να υπάρχουν μερικές επικαλύψεις με το προηγούμενο κείμενο για τα κόκκινα αγγούρια και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό).
Το καλλιτεχνικό έργο δεν πρέπει να είναι διδακτικό και οφείλει να κρύβει την πρόθεσή του ή τουλάχιστον να μην τη βγάζει εξ αρχής στην επιφάνεια, μασημένη τροφή, αλλά να αφήνει το κοινό να τη μασήσει και να την εγκολπώσει από μόνο του, από το περιεχόμενο του έργου και την ίδια την πείρα του, όπως θα λέγαμε στην πολιτική. Άλλο να στοχεύεις στο μυαλό του θεατή και άλλο να του πετάς τα νοήματα κατά πρόσωπο (στη μάπα) για να το πετύχεις.
Το πολιτικό άνοιγμα δεν πρέπει να ρίχνει εξ αρχής όλη την πληροφορία και τη στρατηγική πρόταση ως προπαιτούμενο, ούτε όμως να κρύβει την πρόθεση και το στίγμα του, για να γίνει πιο εμπορικό και να αποκτήσει ευρύτερο ακροατήριο, κατεβάζοντας τον πήχη. Κι εδώ μπαίνει το κομβικό ζήτημα της λαϊκότητας.
Λαϊκό -στην τέχνη και γενικότερα- δεν είναι απαραίτητα αυτό που γίνεται αντιληπτό από τις μάζες, που -πέρα από το γενικό επίπεδο της συνειδητοποίησής τους και το σχολείο της αγωνιστικής πείρας, που διαμορφώνει μαζικά συνειδήσεις- επηρεάζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία και ενσωματώνουν πολλά αστικά κριτήρια, και στην κουλτούρα αλλά και στην πολιτική σκέψη τους.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό δεν είναι αν θα πούμε πολλά ή λίγα σε ένα έργο ή ένα σύνθημα, αν θα είναι απλό, διεκδικητικό (ρεφορμιστικό, οικονομικού χαρακτήρα) ή μαξιμαλιστικό. Αλλά να πέφτει στο επίπεδο της μέσης συνείδησης, αποκλειστικά και μόνο για να την εξυψώσει και να της δείξει καινούριους δρόμους.
Το ζητούμενο παραμένει πώς να έχουμε επαναστατική δράση και συνείδηση σε μη επαναστατικές συνθήκες, κατά αντιστοιχία της δυσκολίας του καθήκοντος να αναπτυχθούν έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ενώ δε ζούμε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Κι όπως ακριβώς απορούμε, γιατί δε συγκινούνται πολλοί καλλιτέχνες από τα κελεύσματα των καιρών, που είναι γεμάτοι ενδιαφέροντα ερεθίσματα, περιμένοντας κάποιον να εκφράσει το πνεύμα τους από ταξική σκοπιά, παρομοίως αναρωτιόμαστε γιατί δεν αντιδρά μαζικά ο κόσμος σε αυτήν την κατάσταση, που θα δικαιολογούσε (και θα απαιτούσε) μια πιο δυναμική εκδήλωση της συσσωρευμένης οργής και δυσαρέσκειας.
Και στα δύο ερωτήματα, το κλειδί είναι το ίδιο, αφού η τέχνη επηρεάζεται άμεσα από τον κοινωνικό συσχετισμό. Ένα πιο δυνατό λαϊκό κίνημα θα ενέπνεε περισσότερους καλλιτέχνες και θα έβγαζε πιο αξιόλογες και διαχρονικές δουλειές. Ενώ το πολιτικό τραγούδι της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου δεν ήταν απλά "το τραγούδι της ήττας" αλλά έκφραση μιας ιδεολογικής υπεροχής και διέξοδος για ένα κίνημα που, αν και ηττημένο, παρέμενε ζωντανό, ισχυρό και επικίνδυνο, καθώς μεταξύ άλλων τρεφόταν από τις νωπές ιστορικές μνήμες ηρωικών αγώνων.
Όσο για το ερώτημα, αν μπορεί κάποιος να δημιουργήσει "κατά λάθος" έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, χωρίς να έχει αφομοιώσει πλήρως και δημιουργικά τις αρχές του μαρξισμού, μοιάζει ίσως με το ερώτημα αν μπορεί ο λαός να κάνει "κατά λάθος επανάσταση" χωρίς να έχει κατακτήσει τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Κι η δική μου απάντηση θα ήταν κάπως κεντριστική, γιατί η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να διαμορφωθεί πλήρως πριν την επανάσταση, παρά μόνο κατά τη διάρκειά της (και ακόμα περισσότερο μετά τη νίκη της). Δε θα μπορούσε όμως να φτάσει κατά λάθος στην επανάσταση, αν δεν είχε έρθει σε όσμωση με τις επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες -με την εξαίρεση ίσως των Κουβανών, που τις συνάντησαν αντικειμενικά στην πορεία.
Η στρατευμένη τέχνη πάντως δεν αρκεί να είναι στρατευμένη. Χρειάζεται να είναι και τέχνη, να έχει αυτοτελή αξία και κάτι σημαντικό να πει. Αλλιώς καταλήγει σε διάφορες μορφές κόκκινων αγγουριών, τα οποία δυστυχώς ευδοκιμούν και στις μέρες μας, σε διάφορα καλλιτεχνικά είδη, αν και κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει τις καλές κι αγαθές πολιτικές τους προθέσεις. Κάτι που ισχύει και για ορισμένα πολιτικά στελέχη, που αναδεικνύει κατά καιρούς το κομμουνιστικό κίνημα.
Η μορφή δεν είναι κάτι εξωτερικό κι άσχετο προς την ουσία, αλλά ο σκελετός στον οποίο χτίζεται και διαμορφώνεται το περιεχόμενο. Συνεπώς είναι εγκληματικό να αδιαφορούμε για τον έναν από τους δύο πόλους αυτής της διαλεκτικής σχέσης, όπως είναι λάθος να τον απολυτοποιούμε και να τον ανάγουμε σε κυριο.
Κάθε περιεχόμενο, κάθε ωραίο, υψηλό νόημα (όπως η επανάσταση) χρειάζεται και την αντίστοιχη, κατάλληλη μορφή για να μεταδοθεί. Κι αυτές οι μορφές -αλλά και το περιεχόμενο- οφείλουν να παρακολουθούν τις εξελίξεις και παράλληλα να εξελίσσονται κι οι ίδιες, αναζητώντας διαρκώς το καινούριο, το ζωντανό, που πιάνει το σφυγμό της εποχής, χωρίς να οχυρώνονται δογματικά σε παλιές φόρμουλες και σχήματα που θριάμβευσαν στον καιρό τους. Από την άλλη, ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούν και να απορρίπτουν, με ελαφριά καρδιά, τις κλασικές, παραδοσιακές φόρμες, απλά και μόνο για να καινοτομήσουν και να νιώσουν (πολιτικές ή καλλιτεχνικές) πρωτοπορίες, που ξεκόβουν από τις μάζες. Η άρνηση του παρελθόντος πρέπει να είναι διαλεκτική, αξιοποιώντας τα καλύτερα και τα πιο διαχρονικά από τα παλιά στοιχεία, μετασχηματισμένα στο παρόν. Αλλιώς είναι ένα μετέωρο βήμα στο κενό, χωρίς παρόν και μέλλον.
Όσο για το δίπολο "εθνικό-παγκόσμιο", ασφαλώς η συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης σε μια χώρα, επιτάσσει να χτίσουμε την κοινωνία του μέλλοντος και το καλλιτεχνικό της εποικοδόμημα στις συγκεκριμένες συνθήκες, ιδιομορφίες και δυνατότητες του τόπου που μας έλαχε, για να πλουτίσουμε με τον πλούτο του, την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Κι αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Αλίμονο, όμως, αν αυτό χρησιμοποιείται ως πρόσχημα, για να απαρνηθούμε τις γενικές νομοτέλειες και αξίες που διέπουν κάθε επαναστατικό προτσές και απόπειρας οικοδόμησης του νέου κόσμου. Όπως έγινε δηλ σε μεγάλο βαθμό με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και την επίκληση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων ως όχημα για τη ρήξη με το "σοβιετικό μοντέλο" και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Το καλλιτεχνικό έργο δεν πρέπει να είναι διδακτικό και οφείλει να κρύβει την πρόθεσή του ή τουλάχιστον να μην τη βγάζει εξ αρχής στην επιφάνεια, μασημένη τροφή, αλλά να αφήνει το κοινό να τη μασήσει και να την εγκολπώσει από μόνο του, από το περιεχόμενο του έργου και την ίδια την πείρα του, όπως θα λέγαμε στην πολιτική. Άλλο να στοχεύεις στο μυαλό του θεατή και άλλο να του πετάς τα νοήματα κατά πρόσωπο (στη μάπα) για να το πετύχεις.
Το πολιτικό άνοιγμα δεν πρέπει να ρίχνει εξ αρχής όλη την πληροφορία και τη στρατηγική πρόταση ως προπαιτούμενο, ούτε όμως να κρύβει την πρόθεση και το στίγμα του, για να γίνει πιο εμπορικό και να αποκτήσει ευρύτερο ακροατήριο, κατεβάζοντας τον πήχη. Κι εδώ μπαίνει το κομβικό ζήτημα της λαϊκότητας.
Λαϊκό -στην τέχνη και γενικότερα- δεν είναι απαραίτητα αυτό που γίνεται αντιληπτό από τις μάζες, που -πέρα από το γενικό επίπεδο της συνειδητοποίησής τους και το σχολείο της αγωνιστικής πείρας, που διαμορφώνει μαζικά συνειδήσεις- επηρεάζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία και ενσωματώνουν πολλά αστικά κριτήρια, και στην κουλτούρα αλλά και στην πολιτική σκέψη τους.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό δεν είναι αν θα πούμε πολλά ή λίγα σε ένα έργο ή ένα σύνθημα, αν θα είναι απλό, διεκδικητικό (ρεφορμιστικό, οικονομικού χαρακτήρα) ή μαξιμαλιστικό. Αλλά να πέφτει στο επίπεδο της μέσης συνείδησης, αποκλειστικά και μόνο για να την εξυψώσει και να της δείξει καινούριους δρόμους.
Το ζητούμενο παραμένει πώς να έχουμε επαναστατική δράση και συνείδηση σε μη επαναστατικές συνθήκες, κατά αντιστοιχία της δυσκολίας του καθήκοντος να αναπτυχθούν έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ενώ δε ζούμε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Κι όπως ακριβώς απορούμε, γιατί δε συγκινούνται πολλοί καλλιτέχνες από τα κελεύσματα των καιρών, που είναι γεμάτοι ενδιαφέροντα ερεθίσματα, περιμένοντας κάποιον να εκφράσει το πνεύμα τους από ταξική σκοπιά, παρομοίως αναρωτιόμαστε γιατί δεν αντιδρά μαζικά ο κόσμος σε αυτήν την κατάσταση, που θα δικαιολογούσε (και θα απαιτούσε) μια πιο δυναμική εκδήλωση της συσσωρευμένης οργής και δυσαρέσκειας.
Και στα δύο ερωτήματα, το κλειδί είναι το ίδιο, αφού η τέχνη επηρεάζεται άμεσα από τον κοινωνικό συσχετισμό. Ένα πιο δυνατό λαϊκό κίνημα θα ενέπνεε περισσότερους καλλιτέχνες και θα έβγαζε πιο αξιόλογες και διαχρονικές δουλειές. Ενώ το πολιτικό τραγούδι της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου δεν ήταν απλά "το τραγούδι της ήττας" αλλά έκφραση μιας ιδεολογικής υπεροχής και διέξοδος για ένα κίνημα που, αν και ηττημένο, παρέμενε ζωντανό, ισχυρό και επικίνδυνο, καθώς μεταξύ άλλων τρεφόταν από τις νωπές ιστορικές μνήμες ηρωικών αγώνων.
Όσο για το ερώτημα, αν μπορεί κάποιος να δημιουργήσει "κατά λάθος" έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, χωρίς να έχει αφομοιώσει πλήρως και δημιουργικά τις αρχές του μαρξισμού, μοιάζει ίσως με το ερώτημα αν μπορεί ο λαός να κάνει "κατά λάθος επανάσταση" χωρίς να έχει κατακτήσει τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Κι η δική μου απάντηση θα ήταν κάπως κεντριστική, γιατί η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να διαμορφωθεί πλήρως πριν την επανάσταση, παρά μόνο κατά τη διάρκειά της (και ακόμα περισσότερο μετά τη νίκη της). Δε θα μπορούσε όμως να φτάσει κατά λάθος στην επανάσταση, αν δεν είχε έρθει σε όσμωση με τις επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες -με την εξαίρεση ίσως των Κουβανών, που τις συνάντησαν αντικειμενικά στην πορεία.
Η στρατευμένη τέχνη πάντως δεν αρκεί να είναι στρατευμένη. Χρειάζεται να είναι και τέχνη, να έχει αυτοτελή αξία και κάτι σημαντικό να πει. Αλλιώς καταλήγει σε διάφορες μορφές κόκκινων αγγουριών, τα οποία δυστυχώς ευδοκιμούν και στις μέρες μας, σε διάφορα καλλιτεχνικά είδη, αν και κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει τις καλές κι αγαθές πολιτικές τους προθέσεις. Κάτι που ισχύει και για ορισμένα πολιτικά στελέχη, που αναδεικνύει κατά καιρούς το κομμουνιστικό κίνημα.
Η μορφή δεν είναι κάτι εξωτερικό κι άσχετο προς την ουσία, αλλά ο σκελετός στον οποίο χτίζεται και διαμορφώνεται το περιεχόμενο. Συνεπώς είναι εγκληματικό να αδιαφορούμε για τον έναν από τους δύο πόλους αυτής της διαλεκτικής σχέσης, όπως είναι λάθος να τον απολυτοποιούμε και να τον ανάγουμε σε κυριο.
Κάθε περιεχόμενο, κάθε ωραίο, υψηλό νόημα (όπως η επανάσταση) χρειάζεται και την αντίστοιχη, κατάλληλη μορφή για να μεταδοθεί. Κι αυτές οι μορφές -αλλά και το περιεχόμενο- οφείλουν να παρακολουθούν τις εξελίξεις και παράλληλα να εξελίσσονται κι οι ίδιες, αναζητώντας διαρκώς το καινούριο, το ζωντανό, που πιάνει το σφυγμό της εποχής, χωρίς να οχυρώνονται δογματικά σε παλιές φόρμουλες και σχήματα που θριάμβευσαν στον καιρό τους. Από την άλλη, ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούν και να απορρίπτουν, με ελαφριά καρδιά, τις κλασικές, παραδοσιακές φόρμες, απλά και μόνο για να καινοτομήσουν και να νιώσουν (πολιτικές ή καλλιτεχνικές) πρωτοπορίες, που ξεκόβουν από τις μάζες. Η άρνηση του παρελθόντος πρέπει να είναι διαλεκτική, αξιοποιώντας τα καλύτερα και τα πιο διαχρονικά από τα παλιά στοιχεία, μετασχηματισμένα στο παρόν. Αλλιώς είναι ένα μετέωρο βήμα στο κενό, χωρίς παρόν και μέλλον.
Όσο για το δίπολο "εθνικό-παγκόσμιο", ασφαλώς η συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης σε μια χώρα, επιτάσσει να χτίσουμε την κοινωνία του μέλλοντος και το καλλιτεχνικό της εποικοδόμημα στις συγκεκριμένες συνθήκες, ιδιομορφίες και δυνατότητες του τόπου που μας έλαχε, για να πλουτίσουμε με τον πλούτο του, την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Κι αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Αλίμονο, όμως, αν αυτό χρησιμοποιείται ως πρόσχημα, για να απαρνηθούμε τις γενικές νομοτέλειες και αξίες που διέπουν κάθε επαναστατικό προτσές και απόπειρας οικοδόμησης του νέου κόσμου. Όπως έγινε δηλ σε μεγάλο βαθμό με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και την επίκληση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων ως όχημα για τη ρήξη με το "σοβιετικό μοντέλο" και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
3 σχόλια:
Ευχαριστώ Σφυροδρέπανε για το κείμενο, το οποίο είναι συνέχεια του
http://sfyrodrepano.blogspot.gr/2017/07/blog-post_18.html
Επειδή είναι άσχετος από Τέχνη, και ίσως να τα θέλω λίγο μασημένα, το ειλικρινή ερωτήματα μου παραμένουν:
Η στρατευμένη τέχνη είναι μονής κατεύθυνσης; Είναι μόνο προς την "πρόοδο" του κινήματος ή και προς την αντίδραση; Ο καλλιτέχνης που υπηρετεί συνειδητά την αστική τάξη, ή ακόμα και την αντίδραση, είναι ή δεν είναι στρατευμένος αλλά από την "άλλη πλευρά";
"Η μορφή δεν είναι κάτι εξωτερικό κι άσχετο προς την ουσία, αλλά ο σκελετός στον οποίο χτίζεται και διαμορφώνεται το περιεχόμενο".
Όμως μπορεί δύο σχεδόν ίδιες μορφές να υπηρετούν αντίθετα περιεχόμενα; Με πιο απλά λόγια Ο "παπάς" κάνει τα "ράσα", αλλά τα "ράσα" κάνουν απαραίτητα τον "παπά";
17-57
Το κακό με την τέχνη είναι ότι, γενικά, την ασκούν οι καλλιτέχνες.
O συνθέτης Χρ. Λεοντής νέο μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ
http://www.kathimerini.gr/921114/article/epikairothta/ellada/o-syn8eths-xr-leonths-neo-melos-toy-ds-ths-ert---paramenei-mexri-newteras-o-dion-tsaknhs
ρα
Αν κατάλαβα καλά, το καλό με την τέχνη θα ήταν, γενικά, να την ασκούσαν οι γεωπόνοι...
Αργόστροφος
Δημοσίευση σχολίου