Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Ο αναρχισμός στην Κούβα

Η κε του μπλοκ πήρε πρόσφατα στα χέρια της ένα παλιό τεύχος του αναρχικού περιοδικού «ελευθεριακή κίνηση» (τ. 14, 2002) –κι ευχαριστώ πολύ, με την ευκαιρία, το σύντροφο που φρόντισε να μου το βρει, αλλά θα διατηρήσω την ανωνυμία του, γιατί δε νομίζω να επιθυμεί να τον αναφέρω ονομαστικά. Σε αυτό το τεύχος μπορεί να βρει κανείς από πολεμικές ενάντια στο μεταμοντερνισμό του Φουκώ, μέχρι ένα κείμενο του Άγη Στίνα για το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Η σημερινή ανάρτηση όμως θα σταθεί σε ένα κείμενο του (εορτάζοντα) Νίκου Παπαδόπουλου, που αποτελεί στην ουσία παρουσίαση της μπροσούρας του Κουβανού ελευθεριακού, Φρανκ Φερνάντες, «ο Αναρχισμός στην Κούβα» κι ειδικότερα των τριών τελευταίων κεφαλαίων, που εξετάζουν τον αγώνα των κουβανών αναρχικών ενάντια στη «δικτατορία του Κάστρο», αλλά και την πολύχρονη διεθνή τους απομόνωση από το σύνολο του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος.


Αυτό, κατά το συγγραφέα, ήταν προϊόν της αυταπάτης πολλών αναρχικών αγωνιστών να βλέπουν μια επανάσταση εκεί που ποτέ δεν υπήρξε, στους ένοπλους αντάρτες του Κάστρο, που χρησιμοποίησε παραπλανητικά συνθήματα (ελευθερία, δημοκρατία), ενώ οργάνωνε προσεκτικά ένα πραξικόπημα, για να επιβάλει στη συνέχεια μια νέα δικτατορία, που διαδέχτηκε αυτήν του Μπατίστα.

Αυτό που συνέβαλε αποφασιστικά ωστόσο σε αυτήν την κατεύθυνση, ήταν η διακήρυξη ενός διεθνώς αναγνωρισμένου αναρχικού, του Μανουέλ Γκάονα Σόουσα, που κατήγγειλε όσους κουβανούς αναρχικούς δε στέκονταν αλληλέγγυοι στη νέα επαναστατική εξουσία (συμμετέχοντας ακόμα και σε κάποιες περιφερειακές, ένοπλες επιχειρήσεις εναντίον της). Ένα κείμενο που συνυπέγραψαν στη συνέχεια κι άλλοι κουβανοί αναρχικοί, επηρεάζοντας αποφασιστικά τη διαμόρφωση της εικόνας που είχαν διάφοροι αναρχικοί κύκλοι διεθνώς για την κουβανική επανάσταση –που έχαιρε ούτως ή άλλως μεγάλης εκτίμησης στην Ευρώπη.

Ακόμα και τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της νεολαίας των ΗΠΑ, που ήταν κοντά στον ελευθεριακό τρόπο σκέψης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60’, δύσκολα ξέφευγαν από τη σύγχυση και τις αυταπάτες για τη φύση του Καστρικού καθεστώτος. Λίγοι ήταν εκείνοι τελικά από το αντιπολεμικό κίνημα ή το κίνημα της αντικουλτούρας που αρνήθηκαν το μύθο της «επαναστατικής Κούβας». Οι περισσότεροι έβλεπαν τον εαυτό τους, όπως τον έβλεπε ο Τζέρρυ Ρούμπιν, «μ’ ένα τουφέκι και γένια πάνω στους λόφους του αντάρτικου», όπου «ο Τσε θα τους οδηγούσε να ξεσηκώσουν ολόκληρη τη Λατινική Αμερική», ή συνωστίζονταν στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων για να χειροκροτήσουν τον Μαρκούζε που έλεγε ότι «η ελευθερία, ο σοσιαλισμός και η απελευθέρωση είναι αδιάσπαρτα δεμένα με τον Φιντέλ και τον Τσε».

Όλα τα λεφτά όμως είναι η σύγκριση που κάνει ο συγγραφέας μεταξύ της στάσης του Γκάονα και των παλιών μετατοπίσεων άλλων Κουβανών αναρχικών προς αστικά κόμματα (τους φιλελεύθερους, τους «αυθεντικούς» του 30’, ή τους «ορθόδοξους» του 40’). Και μας λέει σχετικά ότι «αυτές οι προσχωρήσεις δε θεωρήθηκαν προδοτικές, διότι, σε τελευταία ανάλυση, τα άτομα αυτά δεν κατέληξαν σε οργανώσεις με φασιστικές ή σταλινικές ιδέες»!! Ενώ «η περίπτωση του Γκάονα δεν ήταν ίδια, διότι παρότρυνε τις δυνάμεις καταστολής να είναι αμείλικτες με όσους αντιστέκονται στην Καστρική εξουσία και κατηγόρησε τους αναρχικούς που δεν είχαν ταχθεί στο πλευρό του Κάστρο, σαν πράκτορες του μπεριαλισμού».

Κι αυτή δεν είναι η μόνη φορά στο κείμενο που η θέση του συγγραφέα ή των αναρχικών εν γένει φλερτάρει ανοιχτά με την αστική δημοκρατία. Το άρθρο αναφέρει πχ πως «από το 56’ οι αναρχικοί δεν έβλεπαν μια επερχόμενη πτώση του Μπατίστα ως σημάδι μιας επαναστατικής πορείας. Πίστευαν ότι μετά τον Μπατίστα θα διαμορφωνόταν ένα δημοκρατικό περιβάλλον που θα τους βοηθούσε να συζητήσουν ελεύθερα τις πολιτικές ιδέες τους και ότι έτσι θα μπορούσαν και πάλι να αποκτήσουν τα ερείσματα που είχαν στους εργατικούς χώρους μέχρι το 1933».

Πολύ αποκαλυπτική είναι κι η υποδοχή που είχαν οι Κουβανοί αναρχικοί στη φιλόξενη αγκαλιά των ΗΠΑ, όπως ομολογεί ο συγγραφέας:
«Είναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του αναρχισμού ότι η μεταναστευτική νομοθεσία των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 20’ μέχρι τη δεκαετία του 60’, ήταν εχθρική απέναντι στους αναρχικούς φυγάδες. Η απαγόρευση εισόδου στη χώρα και οι μαζικές απελάσεις, στη δίνη των οποίων βρέθηκαν άνθρωποι όπως ο Μπέρκμαν και η Γκόλντμαν ήταν συνήθη φαινόμενα εκείνης της περιόδου. Αυτή τη φορά όμως, οι Υπηρεσίες Μετανάστευσης έκαναν μια εξαίρεση, με το σκεπτικό ότι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Έτσι επετράπη στους Κουβανούς αναρχικούς που ζητούσαν άσυλο η είσοδος στις ΗΠΑ. Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι τα πράγματα ήταν ρόδινα εκεί για αυτούς».

Το MCL (Ελευθεριακό Κίνημα Κούβας) πάντως κατάφερε να εκδώσει στο Μαϊάμι έντυπο (Guangara Libertaria), που χρηματοδοτούνταν θεωρητικά από τα μέλη του, διακινούνταν δωρεάν, κι αύξαινε συνεχώς το τιράζ του, αλλά σταμάτησε την κυκλοφορία του το 92’, όλως τυχαίως, λίγο μετά την παγκόσμια και σχεδόν καθολική επικράτηση της αντεπανάστασης, που δε χρειαζόταν πια τα παλιά της εργαλεία.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης πως οι κουβανοί αναρχικοί των ΗΠΑ καταγγέλθηκαν ως πράκτορες των ΗΠΑ και της CIA ακόμα και σε ένα σημαντικό διεθνές αναρχικό συνέδρια (στην Καρράρα της Ιταλίας, το 68’), μεταξύ άλλων κι από τον Κον Μπεντίτ (που μπορούσε ίσως να αναγνωρίσει καλύτερα τους ομοίους του).


Δε νομίζω να χρειάζεται να προστεθούν πολλά στα παραπάνω, παρά μία ακόμα επιβεβαίωσή τους στον επίλογο του κειμένου, όπου ο αρθρογράφος φαίνεται να αποδέχεται αυτούσια τη γενική σύνδεση μεταξύ πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού (δηλ του καπιταλισμού και της ελευθερίας, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας) –αν και διατηρούσε πολλές αμφιβολίες κατά πόσο μπορούσε να υπάρξει ο δεύτερος στην περίπτωση της Κούβας, που την τσουβαλιάζει μαζί με την Κίνα και το Βιετνάμ, για να φτάσει πιο εύκολα σε ένα έτοιμο, βολικό συμπέρασμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: