Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Περαία μου, Περαία μου

…με το θερμαϊκό σου. Γιατί αν το πάρεις τοις μετρητοίς και με το γράμμα του νόμου, το μόνο τοπωνύμιο «περαία» βρίσκεται στα δικά μας μέρη, της λδ του βορρά, και στο θερμαϊκό κόλπο –που αν συνηθίσεις στα φιλόξενα νερά του, καταλαβαίνεις πολύ καλά από πού πήρε το όνομά του και όλες οι υπόλοιπες θάλασσες σου φαίνονται σκέτη ψυχρολουσία, σα να βγήκαν από την κατάψυξη. Και όχι στο σαρωνικό και στην πόλη όπου φτάνεις με τον ηλεκτρικό κι αναρωτιέσαι πόσες φορές πρέπει να ακούσεις τη μαγνητοφωνημένη αναγγελία στα αγγλικά, για να μη σου χτυπάει άσχημα το (νεξτ στοπ: πιρέους).

Σιγοτραγουδάς καθοδόν λοιπόν από μέσα σου το τραγούδι του μητσάκη, μέχρι να κάνει κάποιος στην παρέα το λάθος να σου κολλήσει εκείνο το ισπανικό χιτάκι από τη γιουροβίζιον (περέα-περέα... μπάιλα τσίκι-τσίκι), που λέει κάπου και για τον μακεγιάσου. Και σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια και τις δικές σου πρώτες προσπάθειες να πεις σωστά το όνομα «μάικλ τζάκσον». Φτάνοντας όμως στην περαία, αναρωτιέσαι πόσα πράγματα να έχουν αλλάξει στην περιοχή από εκείνη την εποχή των παιδικών σου χρόνων και της ακμής του μακεγιάσου. Και περιμένεις να δεις πίσω από το ξενία τον λάμπρο κωνσταντάρα να κάνει διατάσεις, λίγο πριν βουτήξει στην πισίνα.

Η πρώτη εικόνα στην παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά –που ακόμα και ο πιρέους δηλ γαλαζοπράσινα νερά έχει στο λιμάνι του, αν το καλοσκεφτείς- είναι ένα (από τα πολλά στην περιοχή) ηλικιωμένο ζευγάρι, που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι εκεί σε σταθερή βάση τα τελευταία τριάντα χρόνια και έχει αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα δια της χρησικτησίας στο σημείο αυτό, αλλά είναι ευγενικοί και δεν τους πειράζει να καθίσουμε κι εμείς δίπλα τους. Με τρανιστοράκι που παίζει ένα από τα πρώτα της βίσση και θα μπορούσε κάλλιστα «να παίζει το τρανζίστορ τα αμερικάνικα» της μαρινέλας, έτσι κι αλλιώς ταξίδι στον χρόνο κάνουμε, αλλά όχι, καλύτερα να παίζει το πρώτο για τη σημειολογία του πράγματος. Καλημέρα καινούρια μου αγάπη, καλημέρα καινούρια ζωή.

Καμία σχέση δηλ, γιατί οι άνθρωποι είναι στοιχειωμένοι εκεί από τα χρόνια του ανδρέα (πάντα αγωνιστικά). «Από σήμερα τέρμα τα πάθη, φτάνει να νικήσει η αλλαγή». Και το πασόκ της νέας εποχής υπόσχεται κατά βάθος ένα αντίστοιχο ταξίδι στον χρόνο. Καλημέρα παλιά αγάπη, καλημέρα παλιά ζωή (καλημέρα ήλιε, καλημέρα).


Μια επιστροφή στο σύντομο καλοκαίρι του μικροαστισμού που ονειρεύεται την αιώνια λιακάδα του πράσινου ήλιου και των γενόσημών του. Τις γούνες στο αλεξάνδρειο (όταν ο άρης έπαιρνε τίτλους), την ανοικοδόμηση της προσφυγικής τούμπας που νεοπλούτισε, το τρίγωνο πανοράματος-ντεπώ-καλαμαριάς με τα παλιά και τα νεότερα τζάκια, τα προνόμια των μη προνομιούχων που πρόσφεραν τη συνείδησή τους σε τιμή ευκαιρίας, τεφαρίκι πράγμα σε περίοδο μεγάλων πολιτικών εκπτώσεων, το καραβάκι με το οποίο μπήκε πανηγυρικά στην προεκλογική συγκέντρωση ο ανδρέας σε μια τρομακτικά γεμάτη παραλία (χώρια η αριστοτέλους κι οι γύρω δρόμοι) αλλά τώρα όλοι μαζί δε γεμίζουν ούτε πεζόδρομο, ούτε καν σχεδία του οδυσσέα. Αλλά μπορείς να πάρεις εσύ με τους φίλους σου το καραβάκι, για να πας στην περαία-περαία και στη διαδρομή διηγώντας τα να κλαις για τα περασμένα μικροαστικά μεγαλεία.

Εκτός κι αν παίζει αμάξι και πάτε από την ανατολική είσοδο της πόλης, που είναι κι η ωραιότερη μάλλον. Και πέριξ της όλγας –που για κάποιο λόγο συνεχίζει ανατολικά ως εθνικής αντιστάσεως, λες και απορρέει το ένα από το άλλο- μπορούν να κηρύξουν την περιοχή προστατευόμενη, ως εθνικό μικροαστικό δρυμό που φιλοξενεί σε τόπο χλοερό χαμένα μικροαστικά όνειρα και δεκάδες βιοτεχνίες που έκλεισαν ή φυτοζωούν, σαν ημιθανή πτώματα με ελάχιστο παλμό και κίνηση, που περιμένουν το μοιραίο από μέρα σε μέρα. Πρωτότυπες ιδέες κι ανθρώπινο μεράκι, που τρέφουν ελπίδες από την καπιταλιστική ανάπτυξη που θα ‘ρθει να σαρώσει κι ό,τι απέμεινε, σε μια ιδιότυπη εκδοχή του συνδρόμου της στοκχόλμης, αλλά τρέμουν το σοσιαλισμό που θα ‘ρθει να τους πάρει το σπίτι, την περιουσία, τη γυναίκα κι ό,τι άλλο έχει.

Του Πάνου Ζάχαρη από το Ποντίκι
Ο φόβος πάει πάντα μαζί με την ελπίδα, σα διαλεκτικό ζευγάρι. Αλλά η διαλεκτική είναι μυστήριο πράγμα, όπου ο ένας πόλος μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του. Να ελπίζεις σε κάτι επειδή φοβάσαι το «μη χειρότερα» ή να φοβάσαι ό,τι σου δίνει ελπίδα και διέξοδο και να (έχεις μάθει να) φοβάσαι να ελπίζεις γενικώς, για να μη σου κακοφανούν τόσο τα χειρότερα που φοβόσουν κι έρχονται ολοταχώς, μασκαρεμένα ως ελπίδα.

Αλλά είχαμε μείνει στα γαλαζοπράσινα νερά της περαίας. Κι ένα από τα καλά της κρίσης είναι πως εκτός από ξεχασμένες, παραδοσιακές αξίες και την «πραγματική ουσία της ζωής», ανακαλύπτουμε ξανά και τις παραλίες, όπου κολυμπούσαν οι γονείς μας κι οι παππούδες μας, γιατί δεν είχαν λεφτά για αυτοκίνητο, ενώ εμείς δεν έχουμε για να βάλουμε βενζίνη σε αυτό που αγόρασαν. Κι αν πάει έτσι το πράγμα, μπορεί σε μερικά καλοκαίρια να θυμηθούμε ότι κάποτε ο κόσμος έκανε μπάνιο και στην παραλία της θεσσαλονίκης. Γιατί να τη βλέπεις πιάτο μπροστά σου από την περαία, εφόσον μπορείς δηλ να την χαρείς από πρώτο χέρι; Και θα σου περισσεύουν και δύο, τώρα που θα βγάλεις και τρίτο από τις παρενέργειες.

Κάποιοι χαμουτζήδες εξάλλου κολυμπάνε λέει στον άλιμο και την καστέλα, ενώ αρκετοί πατρινοί λούζονται στο ρίο, δίπλα στα καραβάκια της γραμμής για το αντίρριο, περιμένοντας ίσως να φανεί ο ανδρέας σε ένα από αυτά, ή κάνοντας πρόβα για το τελευταίο δρομολόγιο στην αχερουσία λίμνη. Γιατί εμείς δεν είμαστε σαν τους κουτόφραγκους ευρωπαίους τουρίστες, που δεν ξέρουν τι θα πει θάλασσα στην χώρα τους κι έρχονται είκοσι εκατομμύρια στη δική μας με τα γαλαζοπράσινα νερά του περαία-πιρέους και της θεσσαλονίκης.

Αν νικούσαν βέβαια αυτοί οι κόκκινοι, μπορεί να είχαμε γλιτώσει αυτό το καταστρεπτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης των χρόνων της μεταπολίτευσης (και λίγο νωρίτερα), να μην υπήρχαν τόσα αυθαίρετα πάνω στο κύμα, τόσα παραθαλάσσια μαγαζιά και ταβέρνες, που κάπου πετάν προφανώς τα λύματά τους, να ‘ταν λίγο πιο ανθρώπινος κι ο θερμαϊκός δηλ απ’ τη μέση και πάνω, όχι μόνο από τη μέση και κάτω που ανοίγει κι είναι σαν ανάποδος κένταυρος. Να είχαν σωθεί κι οι τέχνες –χωρίς τα μαγαζάκια- των βιοτεχνών που έτρεμαν την απαλλοτρίωση από τους κόκκινους, αλλά αγαπούσαν το μεγάλο κεφάλαιο που τους απαλλοτρίωνε, γιατί ήθελαν να γίνουν σαν κι αυτό κάποτε.


Αλλά τότε βέβαια θα ‘χαμε γίνει φτωχοί κι υπανάπτυκτοι και θα δυστυχούσαμε, σαν την κούβα σήμερα. Ενώ το θέμα είναι να έχουμε ανάπτυξη, τουριστική πρωτίστως, για να γίνουμε σαν την κούβα προεπαναστατικά, με καζίνα, μπουρδέλα, καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα, μικρός παράδεισος. Κι εμείς να γινόμασταν τα γκαρσόνια της ενωμένης ευρώπης, όπως θα ‘λεγε κι ο ανδρέας από το καραβάκι, που θα το ονόμαζε έξυπνα γκράνμα, μαζί με τους γκεριγιέρος υπουργούς του, για να μας τη βγει από τα αριστερά..

Υγ: ΘΑ for Θερμαϊκός, θάλασσα και θεσσαλονίκη

3 σχόλια:

Αναυδος είπε...

απλως να επιβεβαιωσω οτι πολλοι παρα πολλοι ειναι οι κατοικοι της αθηνας που κολυμπουν αρχης γενομενης απο τον μπατη, εδεμ μεχρι τον αλιμο αναμεσα στις 2 μαρινες (φλοισβου και καλαμακιου) και στη συμβολη του ρεματος της πικροδαφνης. Κι αυτο πριν την κριση γιατι ακομη και τοτε το μπανιο στην αττικη κοστιζε αρεκτα σε χρημα και σε χρονο

Ανώνυμος είπε...

Να συμπληρωσω οτι κανουνε μπανιο στο λιμανακι της δραπετσωνας και του περαματος απεναντι απο τον ναυσταθμο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ανώνυμος είπε...

η αφισα.. σοσιαλιστικος ρεαλισμος......γγ