Αναδημοσίευση από το Ατέχνως
Η ενδεδειγμένη περιβολή είναι ανοιχτόχρωμο, λευκό κατά προτίμηση, πανωφόρι ή μπλούζα, με σκουρόχρωμο παντελόνι ή φούστα, αν κι ο αέρας δεν την καθιστούσε πολύ ασφαλή επιλογή –εξαρτάται και από ποια σκοπιά το βλέπεις, βέβαια.
Άσπρο-μπλε. Σαν παραστάτες στα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Να νιώσουν λίγη αναδρομική χαρά κι όσοι δεν είχαν κάνει σημαιοφόροι στα νιάτα τους, να καμαρώσουν. Ή μάλλον να τους καμαρώσουν οι επισκέπτες, γιατί για αυτούς έρχονταν, βλέπεις, από την άλλη άκρη του κόσμου καμιά φορά, κι αν δεν τους έβλεπαν ντυμένους ομοιόμορφα, θα απογοητεύονταν.
Άνοιξε και αυτός τη ντουλάπα του για το τυπικό της υπόθεσης, να δει τι είχε γλιτώσει από τον χρόνο και βασικά από τη μάνα του, που έπαιρνε πρωτοβουλίες και πετούσε πότε-πότε, χωρίς να ρωτήσει, διάφορα κομμάτια από το παρελθόν του. Η τελευταία φορά που θυμάται να φοράει άσπρο μακό, ήταν στο γυμνάσιο, όταν ήταν ακόμα της μόδας. Και αν τον χωρούσαν σήμερα, θα είχε να επιδείξει μια πλούσια γκαρνταρόμπα με ροζ πάνθηρα, το σνούπι, τον γκάρφιλντ και τα άλλα παιδιά, που δε συγκινούν τόσο τα σημερινά παιδιά και κατέληξαν κι αυτά στα σκουπίδια, μαζί με τις αναμνήσεις του. Πάντα πίστευε, κατά βάθος, πως οι ήρωες και τα παιδικά προγράμματα της γενιάς του δεν είχαν καμία σχέση με τις χαζομάρες που βλέπουν οι σύγχρονοι μπόμπιρες, που πλέον κανείς δεν τους λέει «μπόμπιρες». Όπως κανείς δε λέει πια «κούτσικο», που τον φώναζε η γιαγιά του, που πέθανε πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήταν της μόδας τα άσπρα μακό της Μινέρβα, με το ασορτί από κάτω.
Οι πρώτες έρευνές του σκόνταψαν σε κάτι εφηβικές τρέλες. Ένα μπλουζάκι της Φόρμουλα 1, δώρο με ένα περιοδικό, κι ένα άλλο αναμνηστικό της Σουπρολίγκα, διοργάνωσης εφάμιλλης του Milko Cup, που δε θυμόταν κανείς, από τον καιρό του μεγάλου σχίσματος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Τα κοίταξε νοσταλγικά και αναρωτήθηκε τι του φαινόταν πιο μακρινό. Η εποχή που τον χωρούσαν ή που ασχολούνταν φανατικά με τη φόρμουλα κι έβαζε ξυπνητήρι αξημέρωτα, για να προλάβει ζωντανά το Γκραν-πρι Αυστραλίας.
Συνέχισε την κατάδυση στη ντουλάπα, με το ιώδιο να του τρυπά τα ρουθούνια, καθώς έβρισκε σουβενίρ περασμένων χρόνων, από θερινές αποβάσεις σε νησιά του Αιγαίου. Που δεν ήταν και τόσο πολλά, γιατί οι γονείς του είχαν ανήσυχο πνεύμα μεγάλου εξερευνητή, και κατέληγαν δέκα χρόνια σερί στη Θάσο, από την οποία είχε ήδη δύο φανελάκια και δεν χρειάζονταν περισσότερα.
Άφησε στην άκρη τη μάσκα με τον αναπνευστήρα, που φορούσε νοερά, για να συνεχίσει τη βουτιά στα παιδικά του –κι όχι μόνο- χρόνια.
Αλλάζουμε κατηγορία: πολιτική. Ψάρεψε ένα καταχωνιασμένο μπλουζάκι του ΤΚΡ, που είχε ξεβάψει με τα χρόνια, αλλά φαινόταν ακόμα το σήμα του, με το σφυρί και το γρανάζι (χωρίς εσένα δε γυρνά), ενώ από την άκρη έσταζαν, νοερά πάντα, κόκκινες σταγόνες από κάποια ματοβαμμένη διαδήλωση στην πλατεία Ταξίμ.
Χάιδεψε τρυφερά μία φανέλα που μύριζε ακόμα δακρυγόνα, αλλά δεν ήταν για αυτό που δάκρυσε, καθώς αντίκριζε έναν χάρτη της «γειτονιάς» μας κι από κάτω το σύνθημα: έξω το ΝΑΤΟ από τα Βαλκάνια.
Έκλεισε τον κύκλο των χαμένων φανελών με το μπλουζάκι της Δράσης 2003 με τη γροθιά, από τη σύνοδο κορυφής στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει να κλείσει η φωνή του δυο φορές, μία από τα χημικά κι άλλη μία από την υγρασία του Σέιχ-Σου.
Αλλά ο κύκλος ποτέ δεν κλείνει, γιατί είναι σπείρα διαλεκτική.Πήρε το μάτι του στην κρεμάστρα, φρεσκοπλυμένο, σιδερωμένο κι αφόρετο, το άσπρο μπλουζάκι από τα γενέθλια του ΠΑΜΕ, που έκλεισε τα δεκάξι και μπορεί πια να (μας) οδηγήσει σε άλλες πολιτείες, αταξικές –αν το θες. Ενώ στην πίσω πλευρά είχε ένα σύνθημα για την Πρωτομαγιά, που στη δουλειά τους είπαν πως δεν είναι αργία, ούτε απεργία, αλλά ρεπό, που το έπαιρναν όλοι υποχρεωτικά, ξοδεύοντας μια μέρα!
Αυτό ήταν το μόνο φανελάκι που του έκανε, που ερχόταν στα μέτρα του και δεν προσπαθούσε να το φέρει αυτό στα δικά του –κι ας αρνούνταν, για πολλά χρόνια, να το δοκιμάσει, χωρίς λόγο, έτσι από πείσμα.
Κι αν το φορούσε τελικά και στη δουλειά του την άλλη μέρα; Λες…;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου