Λέγαμε
λοιπόν σε ένα προηγούμενο κείμενο πως το ζήτημα δεν είναι η τυπική αλλαγή μιας
χρονιάς, αλλά η αλλαγή του χρόνου, της κατάστασης γύρω μας, του κόσμου
γενικότερα. Διαφορετικά ο νέος χρόνος θα γίνει κρητικός μανολιός και θα βάλει τα ρούχα
του αλλιώς, ενώ εμάς θα μας πάρουν τα σώβρακα.
Όπως
είχε γράψει παλιότερα κι ένας άλλος blogger, το θέμα με αυτές τις (φ)άγιες μέρες,
δεν είναι ότι αλλάζουμε μέσα μας και γινόμαστε λίγο καλύτεροι. Αλλά ότι στην πραγματικότητα
όλα παραμένουν αφόρητα ίδια κι απαράλλαχτα, στάσιμα κι επαναλαμβανόμενα.
Σαν την
αλλαγή του 81’, που τελικά ήταν μια τυπική δικομματική εναλλαγή σε αστικά
πλαίσια, με σοσιαλιστική παραλλαγή, που γέννησε γρήγορα την ανάγκη για
απαλλαγή, όχι από το πασόκ με τη στενή έννοια, αλλά από τις αυταπάτες που
εκφράζει και θρέφαμε μέσα μας, ενώ επιβιώνουν μέχρι και σήμερα με διάφορες
μορφές.
Ή σαν
την αλλαγή της αλλαγής (και τον επαναπροσδιορισμό του επαναπροσδιορισμού της
αλλαγής), που είχε ζητήσει κάποτε ο λεωνίδας.
Αν και
η αλλαγή πάνω στην αλλαγή και κόντρα αλλαγή δεν έχει συνήθως πολύ καλά αποτελέσματα
κι αυτό το γνωρίζουν από πρώτο χέρι και με πολύ πρακτικό τρόπο, όσοι
ασχολούνται με την μπάλα και θυμούνται πχ το πάθημα του αλέφαντου σε ένα τελικό
κυπέλλου. Ο οποίος ήταν μεγάλος οπαδός του ανδρέα και της πολιτικής αλλαγής κι
άλλαζε συχνά τα ξενικά ονόματα, σε βαθμό που να τα κάνει αγνώριστα, αλλά σχεδόν
ποτέ το αγαπημένο του κοντομάνικο.
Τι να
σου κάνει όμως κι ο αλέφαντος με τρεις αλλαγές μόνο, όταν χωλαίνει όλη η ενδεκάδα;
Είναι όπως με τα τζίνι, που έχεις μονάχα τρεις ευχές κι η πρώτη είναι να είχες άλλες
χίλιες, αλλά προφανώς δεν πιάνει. Άσε που το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό, αλλά
ποιοτικό. Και βασικά δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά του κοινωνικού-οικονομικού
συστήματος που παίζει η ομάδα. Κι αυτό δεν αλλάζει έτσι απλά, όσες αλλαγές
προσώπων κι αν γίνουν.
Κι εδώ
είναι ο κόμπος του ζητήματος. Πόσο έτοιμοι και πρόθυμοι είμαστε να δεχτούμε
κάποιες αλλαγές στη ζωή μας και βασικά να παλέψουμε για να τις επιβάλουμε. Θα μου
πεις ότι η αλλαγή είναι κάτι αντικειμενικό, που συμβαίνει ανεξάρτητα από τη
θέλησή μας και δεν μπορούμε να την ακυρώσουμε. Δεν είμαστε άλλωστε τίποτα αλαζόνες,
που πιστεύουν πως δεν αλλάζουν ποτέ. Όλα τριγύρω αλλάζουνε.
Μα όλα
τα ίδια μένουν. Και για να φτάσουμε σε μια βαθιά, ουσιαστική αλλαγή, την
πραγματική αλλαγή που έλεγε κάποτε και στα προγραμματικά του κείμενα το κόμμα,
πρέπει να σκεφτούμε τι μας φταίει, ποια είναι η αιτία του και να παλέψουμε
συνειδητά για να το αλλάξουμε.
Το ζήτημα
ωστόσο σκοντάφτει σε μια γενική ψυχολογική απροθυμία για μεγάλες αλλαγές. Όπως στο
πρώτο καρέ της περιπέτειας του αστερίξ στην ισπανία, όπου ρωτάει τον οβελίξ αν
θα ήθελε να πάρουν ψάρια, έτσι για αλλαγή, από τον αλφαβητίξ, κι αυτός απαντάει:
«γιατί αλλαγή; Αφού έφαγα μόνο δυο αγριογούρουνα σήμερα».
Σκοντάφτει
όμως και σε διάφορα αναχώματα ή υποκατάστατα της πραγματικής αλλαγής, που την
περιορίζουν σε μικρές κι ανώδυνες λεπτομέρειες. Όπως είχε πει κι ο θυμόσοφος
χαρί-λαος κάποτε: αλλαγές βλέπω, αλλαγή δε βλέπω.
Τι μπορεί
να σημαίνει πρακτικά αυτό; Να λέμε πχ ότι η ενδεκάτη σεπτέμβρη ήταν η μέρα που
άλλαξε τον κόσμο, σαν το μαθητή που άκουσε πολλές φορές το μάθημά του και το
αποστήθισε απέξω, με τη μέθοδο της υπνοπαιδείας και μπόλικο τηλεοπτικό όπιο,
που ναρκώνει συνειδήσεις. Ή να κάνουμε ζάπινγκ από το ένα κανάλι στο άλλο,
χωρίς ποτέ να κλείνουμε την τηλεόραση. Η οποία έχει πλέον τόσο κυρίαρχο ρόλο
στη ζωή μας, ώστε όλοι σχεδόν κάνουμε αλλαγή χρόνου μαζί με το χαζοκούτι –και πριν
καμιά δεκαριά χρόνια, κάποιους η νέα χρονιά τους βρήκε να περιμένουν να βγει ο
νικητής του big
brother.
Υπάρχουν
βέβαια κι αυτοί που καταλαβαίνουν την τηλεόραση ως προέκταση του συστήματος και
ως πιο ευαίσθητοι προσπαθούν να την αλλάξουν από μέσα, σχολιάζοντας τα
τηλεοπτικά δρώμενα και τα κακώς κείμενα, τάχα για να τα σατιρίσουν. Έτσι καταλήγει
η μισή τηλεόραση να σχολιάζει την άλλη μισή και αντιστρόφως, κι όλοι μαζί να
αναπαράγουν το ίδιο ρηχό λάιφ-στάιλ ως κυρίαρχη ιδεολογία, με λιγοστά ποιοτικά
άλλοθι για ξεκάρφωμα.
Κάποιοι
άλλοι λένε ότι πρέπει να αλλάξουμε πρώτα μέσα μας, να αλλάξουμε συνείδηση,
για να μην κάνουμε τα ίδια λάθη. Αλλά όπως έλεγε και το σύνθημα ενός παλιού
φεστιβάλ (πρέπει) να αλλάξουμε τη ζωή μας, αλλάζοντας τον κόσμο –κι όχι
ανάποδα, που είναι ιδεαλιστικό. Οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις μεταξύ τους, όπως
τα κομμάτια ενός παζλ. Και δεν μπορούν να
αλλάξουν θεαματικά, χωρίς να τους ενδιαφέρει το σύνολο, για να αλλάξουν όλη την
εικόνα, ούτε όταν βλέπουν ότι δεν ταιριάζουν σε αυτό το σύνολο και μένουν στο
περιθώριο, αντί να προσπαθήσουν να το αλλάξουν.
Υπάρχουν
τέλος κι αυτοί που βλέπουν την αλλαγή ως μια εύκολη, ανώδυνη επιστροφή στην
κοιλιά της μητέρας και την ασφάλεια του παλιού, καλού καιρού, όπου όλα ήταν
καλύτερα. Αλλά ο χρόνος δεν είναι εμπόρευμα, για να το γυρίσουμε πίσω και να το
αλλάξουμε με κάτι άλλο της αρεσκείας μας. Ζούμε μονάχα μια φορά κι αν δεν
κάνουμε εγκαίρως αυτά που επιτάσσουν οι απαιτήσεις του καιρού μας, ουδέν λάθος
αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.
Πολλές
φορές οι αλλαγές δε βολεύουν ούτε κι εμάς τους ίδιους, που έχουμε συνηθίσει να
δρούμε και να κινούμαστε σε κουτάκια, με ένα αμετάβλητο στιλ. Και νομίζουμε (ή
τείνουμε εμπειρικά σε αυτό το συμπέρασμα τα τελευταία χρόνια) πως κάθε αλλαγή
είναι προς το χειρότερο. Σε κάθε περίπτωση όμως το ζητούμενο παραμένει αυτό που
είχε γράψει ομαρξ ως κατακλείδα στις θέσεις για το φόιερμπαχ. Να μη μείνουμε στη μία
ή την άλλη ερμηνεία του κόσμου, όπως έκαναν μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι, αλλά να (τον
κατανοήσουμε για να) τον αλλάξουμε.
Και
καθώς φτάνουμε στον επίλογο του κειμένου, στο μυαλό μου παίζει ο στίχος από
εκείνο το παιδικό τραγουδάκι.
Το παπούτσι
σου βρωμάει, άλλαξέ το.
Και στο
καπάκι πάει συνειρμικά σε έναν άλλο από μια διασκευή του (παλιού, καλού
χάρρυ κλυνν).
Ω
ελλάδα, ω πατρίδα, που μυρίζεις ποδαρίλα.
Και δε
γίνεται να μη σκεφτείς για το σημερινό του κατάντημα, αυτό που τραγουδούσαν
μαζί ο μηλιώκας με την αφροδίτη μάνου.
Τα όνειρά μας κόκκινα
Τα όνειρά του… (έλα ντε;)
Ρούχα που όμως ξεπλύθηκαν
Και έχουνε γίνει ροζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου