Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η μαντάμ-Σουσού πάει στα μπλόκα

Κανονικά αυτό το κείμενο έπρεπε να ανέβει πριν μια βδομάδα, αλλά έχασε το τρένο (και το τρακτέρ) της ΕΤΕ, βρήκε άλλοθι στα αγροτικά μπλόκα και φτάνει στις οθόνες με σημαντική καθυστέρηση και τον κίνδυνο να φανεί κάπως ανεπίκαιρο, ενώ αν είχε βγει εγκαίρως μπορεί να φαινόταν διορατικό. Εκ των υστέρων δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι αλλά θα φανεί στο χειροκρότημα.

Εν αρχή ην η αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Το σύνδρομο της μαντάμ-Σουσού(ς), σε «κινηματική» έκδοση. Και το κλασικό άσμα του Μπακαλάκου «και εμέ οι παππούδες μου ήταν αγρότες».


Και μένα ήταν. Όπως όλων μας δηλαδή, πάνω-κάτω. Για όσες Σουσούδες και Σουσούδους (Sus-su-sudio) έχουν κοντή μνήμη αλλά μεγάλη ιδέα (για τον εαυτό τους, τη χώρα τους και γενικώς), ο τόπος αυτός ήταν αγροτικός μέχρι πολύ πρόσφατα. Σε βαθμό που διατυπώθηκε ακόμα και η άποψη πως η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε στη δεκαετία του ’40 ήταν στη βάση της αγροτική. Σιγά μην ήταν, δηλαδή, και εξέγερση της υπαίθρου-επαρχίας ενάντια στα αστικά κέντρα -που είναι κέντρα αποφάσεων, γεμάτα αστούς.

Ε, όχι. Μπορεί σήμερα η λαοκρατία να φαίνεται λίγο θολός όρος (γιατί και σε αυτήν πιστεύομεν, όπως και στον σοσιαλισμό, για τον οποίο αγωνιζόμαστε όλοι, άλλωστε) αλλά δεν ήταν ακριβώς αγροτικό αίτημα. Όσο για τη λαοκρατική εξέγερση στα χρόνια του '40, το πολύ να πεις καθ’ υπερβολήν και ως σχήμα λόγου πως τα χαρακτηριστικά της ήταν ιδιαίτερα, κατεξοχήν ελληνικά, δηλαδή «χωριάτικα», όπως και η διάσημη σαλάτα μας -και ας τα κάναμε σαλάτα τον Δεκέμβρη ή μάλλον λίγους μήνες πριν, που κρίθηκαν όλα. Ο Ραφαηλίδης, εξάλλου, λέει πως η Αθήνα δεν είναι παρά μια συνομοσπονδία ελληνικών χωριών -σε μεγάλο βαθμό παραμένει τέτοια. Κι αν διαβάσεις περιγραφές για τη διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη του ’44, θα δεις πολύ έντονη την αντίθεση ανάμεσα στις συνοικίες -που έμοιαζαν αρκετά με χωριά- και το περικυκλωμένο κέντρο, με τον κόσμο να κατεβαίνει αποφασισμένος για να καταλάβει, θαρρείς, τη Σκωμπία. Μόνο που ήταν άοπλος...

Από τότε έχουν αλλάξει προφανώς πολλά -ή και όχι. Τα παιδιά της πόλης (όχι όλα) βλέπουν λίγο αμήχανα και αφ’ υψηλού τα παιδιά κάτω στον κάμπο να κυνηγάνε τους αστούς. Μεγαλοπιάνονται, νιώθουν ίσως και οι ίδιοι λιγάκι αστοί (απέναντι στον «ξάδερφο ποντικό απ’ τους αγρούς») και το γλυκό δηλητήριο της -ντεμέκ- κοινωνικής ανωτερότητας να κυλάει στις φλέβες τους. Ξεχνάν ότι διαμένουν στον ταπεινό Μπύθουλα, ότι είναι εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης-τρίτης γενιάς, πολύ νωποί για να ξεχνάνε τους αγρότες και τη μητρική τους γλώσσα, σαν κάτι αντιδραστικούς λαζογερμανούς ή τους ομογενείς ψηφοφόρους του Τραμπ, με βλαχο-αμερικάνικη προφορά. Και πολύ μορφωμένοι (σχεδόν ταξικά παραμορφωμένοι) για να λησμονούν πως μένουν στο νοίκι, σε μικρά ανήλιαγα δυάρια, σε πόλεις χωρίς πράσινο και ουρανό, που βουλιάζουν σαν Ατλαντίδες, όταν ανοίγουν οι ουρανοί και πέφτουν στο κεφάλι τους (δηλαδή όταν απλά βρέχει) ή για να ξεχνούν τα σκατά που τρώνε καθημερινά, αντί για φρέσκα, φτηνά προϊόντα απ’ το χωράφι, όπως θα έπρεπε (και μπορούμε).

Και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, στον σερραϊκό και θεσσαλικό κάμπο -τους δύο μεγαλύτερους στη χώρα. Διατηρώ ελάχιστες σχέσεις με τα χωριά της καταγωγής μου και εντελώς επιπόλαιες, περιστασιακές σχέσεις με τη φύση γενικώς -το ανόργανο σώμα του ανθρώπου, όπως έλεγαν οι κλασικοί. Δε νομίζω να αναγνωρίζω καν τα περισσότερα δέντρα που βλέπω στην πόλη, εκτός από τα πολύ κλασικά, όπως τις λεμονιές που παράγουν κάτι χρήσιμο, άντε και τις νεραντζιές, για κινηματικούς λόγους -όταν δε βλέπει η περιφρούρηση. Φτάνω μέχρι την κουτσουπιά, γιατί έχει ωραίο όνομα στα αγγλικά: Judas tree, το δέντρο του Ιούδα. Εκεί που θα κρεμαστούν όσοι πρόδωσαν την τάξη τους και τη χωριάτικη, λαϊκή καταγωγή τους, αλλά πιπιλίζουν ακούραστα, σαν παπαγάλοι, την καραμέλα για τα 30 αργύρια των επιδοτήσεων και τις Καγιέν -που βγήκαν εκτός μόδας, τώρα με τις Φεράρι.

Μπορώ σχετικά εύκολα να μιλήσω γενικά και αφηρημένα. Για τα ανταρτοχώρια του Κισσάβου, με την πλούσια παράδοση, άντε και για την αποθήκη όπλων που χτύπησε η 17Ν και έκανε διάσημο το χωριό (αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο κοντά στο Συκούρι, όπως δεν ήταν πολύ κοντά η δράση της 17Ν στο αντάρτικο). Για τους Έλληνες Σερραίους που υποδέχονταν «φιλόξενα» τους «τουρκόσπορους» το ’23, ενώ οι πρόγονοί τους είναι ζήτημα αν ήξεραν ελληνικά ή αν ένιωθαν την παραμικρή ανάγκη να (αυτο)προσδιοριστούν εθνικά. Για την Αμμουδιά (Κουμλί) που είναι η πρωτεύουσα των 50 αποχρώσεων του φιστικιού, και για τα άπειρα μικρά προσφυγικά χωριουδάκια που είναι κατάσπαρτα στον κάμπο αλλά μαραζώνουν, σε μια γρήγορη πορεία προς τον αργό θάνατο. Ίσως γιατί δεν ακολούθησαν τη ρουμάνικη συνταγή (του Τσαουσέσκου) να ενωθούν για να φτιάξουν πόλεις (που όταν την πρωτάκουσα, μου είχε φανεί πολύ καλή ιδέα, άντε ίσως λίγο βουλησιαρχική) ή άλλες σοσιαλιστικές μεθόδους επίλυσης της αντίθεσης χωριού-πόλης.

Στην ίδια κατηγορία, μπορώ να μιλήσω ακόμα και για την κολεκτιβοποίηση, τους κουλάκους, τους μηχανοτρακτερικούς σταθμούς και τον Νικήτα ή την υποτίμηση της αγροτιάς απ’ τον Λέοντα, που ουδέποτε την παραδέχτηκε αλλά δεν έπαυε να βλέπει τους αγρότες ως υποψήφιο «θύμα» για το σοσιαλιστικό αντίστοιχο της (καπιταλιστικής) πρωταρχικής συσσώρευσης, που περιλάμβανε σελίδες βαρβαρότητας εις βάρος του τότε «Νέου Κόσμου» (αιώνες πριν το σοσιαλιστικό μπλοκ και το μπλόκο στο Δουργούτι).

Στον αντίποδα, νιώθω μάλλον αμηχανία, αν πρέπει να μιλήσω συγκεκριμένα. Για συγκεκριμένες πτυχές και μέτρα της ΚΑΠ, συγκεκριμένα αγροτικά αιτήματα (πχ για το monitoring) ή τις συγκεκριμένες αντιφάσεις - αποχρώσεις στο εσωτερικό του αγωνιστικού μετώπου των κινητοποιήσεων στα μπλόκα. Για τις συγκεκριμένες άμεσες προοπτικές της αγροτικής τάξης (που μπορεί να παλέψει απλώς για έναν αργό, μάλλον επώδυνο θάνατο, αν δε θέλει να παλέψει για τη «δευτέρα παρουσία» του σοσιαλισμού). Ή για τους συγκεκριμένους λόγους που χρεοκόπησαν (ή τα οδήγησαν εκεί) κάποια συνεταιριστικά -παραγωγικά ή καταναλωτικά- εγχειρήματα στην Ελλάδα. Και να φανταστείς πως ο συνεταιρισμός δεν είναι καν, στην ουσία του, κάποιο σοσιαλιστικό μέτρο...

Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να ξεχάσω-ουμε τα βασικά, και να μη μάθουμε να τα επισημαίνουμε ως τέτοια σε μια κουβέντα, για να μη χαθεί η μπάλα.

Ότι δηλαδή ο αγώνας των αγροτών είναι (και) δικός μας: αφορά τι (και αν θα έχουμε να) τρώμε, πόσο φτηνό και ποιοτικό θα είναι. Ότι το μεγαλύτερο κέρδος από τη διαδρομή των προϊόντων, από το χωράφι στο ράφι, το τσεπώνουν μεσάζοντες και παράσιτα. Ότι είναι παράλογο να μην παίρνουν φτηνό ρεύμα και αφορολόγητο πετρέλαιο οι παραγωγοί, ενώ δίνεται αφειδώς σε φτωχούς βιομήχανους που -συν τοις άλλοις- αντιμετωπίζονται ως «ευεργέτες». Ότι λεφτά υπάρχουν και το αποδεικνύει η περίπτωση του αμαρτωλού ΟΠΕΚΕΠΕ, μπαίνει όμως πάντα το ερώτημα «για ποιον». Ότι για το σύστημα, οι φραπέδες, οι χασάπηδες και οι Φεράρι δεν είναι (οπορτουνιστική) παρέκκλιση αλλά ο κανόνας. Ότι η ΕΕ επιδοτούσε για χρόνια τους αγρότες για να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες -δηλαδή τις βασικές πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Και τώρα (που η ζημιά έχει γίνει) τις κόβει για να εξοικονομήσει κονδύλια για την πολεμική οικονομία.

Τι τα θέλουμε τα όπλα, τι τα θέμε τα σπαθιά,
θα τα κάνουμε αλέτρια, να δουλεύει η αγροτιά

Ότι ο μόνος τρόπος να μπει φρένο στην ερήμωση των χωριών και της επαρχίας είναι ένα άλλο σύστημα. Που δε θα αφήνει ολόκληρους τόπους και πληθυσμούς να ρημάζουν χωρίς ζωή, αλλά θα μπορεί να σχεδιάζει κεντρικά κάποιους άξονες, να βρίσκει τρόπους, πόρους και δυναμικό να τους υλοποιεί.

Και το πιο βασικό. Μπορεί να έχουμε ξεχάσει να ζούμε στη φύση, να την επισκεπτόμαστε αραιά και πού σαν τουρίστες, με πανηγυρτζίδικη, καταστροφική διάθεση βάνδαλου-γκρούβαλου στην Ικαρία, σαν καλοί φασαίοι, (μικρο)αστοί... αλλά η μεγαλύτερη ντροπή είναι να χάνουμε τα ταξικά γυαλιά μας για τα στοιχειώδη. Ότι οι πιο αντιφατικές συνειδήσεις, πολύχρωμες ή κατάμαυρες, αλλάζουν πρωτίστως μες στον αγώνα, συλλέγουν πείρα και υλικό να το επεξεργαστούν και να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα (το πόσο βαθιά φτάνουν, είναι και δική μας δουλειά).

Εκεί που δεν αλλάζει καμία συνείδηση είναι στο πληκτρολόγιο και τον μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Εκεί όπου μπορείς να θαυμάσεις διάφορες μανταμ-Σουσούδες να επικρίνουν αφ' υψηλού τους αγρότες για αυτό που (ενδεχομένως) ψήφισαν και όχι για αυτά που κάνουν στον δρόμο. Κι είναι πιθανό (έως νομοτελειακά βέβαιο) να δεις τα ίδια ακριβώς προφίλ που τους κουνάν το δάχτυλο και τους θεωρούν δυνάμει φασίστες, να γκαβλώνουν με τα επεισόδια στα μπλόκα και να καταναλώνουν σκηνές αντιβίας (riot porn), σαν καλοί (μικρο)αστοί. Χωρίς αυτό να αναιρεί ότι προσπερνούν περιφρονητικά τα μπλόκα, συναντώντας από τον παράδρομο τη μεγάλη αγκαλιά της κυβέρνησης, της ΕΕ και της κυρίαρχης ΚΑΠ. Που δεν ξεκληρίζει μόνο τους αγρότες αλλά και το δικό μας εισόδημα.

Κι όταν οι αγρότες εκτονώνονταν και φεύγαν
Έπαιζα τα σόλα, που για αυτά με αποφεύγαν

Έλεγε ο Γιοκαρίνης, την εποχή που μεσουρανούσε ο ήρωας του Τραμπάκουλα. Σήμερα βέβαια τον Τραμπάκουλα τον μιμείται ο Φραπές, που κανείς δεν ξέρει αν ήταν με το γαλάζιο ή το πράσινο Λέτσοβο, λες και έχει καμία ουσιαστική διαφορά. Αλλά εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση (και το συντονιστικό), χαμένε! Α, χαμένε...

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα δούμε το πώς στο επόμενο μέρος. Αρκεί να μην πέσουμε στον γκρεμό και καλά κρασιά και μείνει πάλι η πάλη των τάξεων αδικαίωτη...

Υγ: κι όσοι επιμένουν στο ψωμί-ελιά-Κώτσο βασιλιά (Κούλη, Τσίπρα κοκ), είναι καιρός να αλλάξουν την οπτική τους.

Ελιά-καπνός-Παναιτωλικός...


Δεν υπάρχουν σχόλια: