Μισεύω/γυρίζω και τα μάτια μου δακρύζουν
παγωμένα
Αχ Σαλούγκα μου γλυκιά/θες τσεκούρι
και φωτιά (σαν το ’17)
Αχ Σαλούγκα μου γλυκιά/σφυρί, δρεπάνι
και γροθιά (σαν το ’17)
Τι κάνει ένα έθνος να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα; Έχει αντικειμενική υπόσταση/οντότητα ή είναι νοητική κατασκευή; Και αν το ένα δεν αποκλείει απαραίτητα το άλλο και πρέπει να ψάξουμε ποιο είναι το πρωτεύον; Και τι άλλο θα ήταν αυτό πέρα από την παραδοχή πως τα έθνη είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, οργανικά συνδεμένο με την εμφάνιση-εξέλιξη του καπιταλισμού και την επιδίωξη των αστικών τάξεων να βγουν στο προσκήνιο και να δημιουργήσουν ενιαίες μεγάλες αγορές; (Αυτό δηλαδή που τις ωθεί σήμερα να παραχωρούν κομμάτι της εθνικής κρατικής κυριαρχίας σε διακρατικές, ιμπεριαλιστικές ενώσεις, χωρίς να απεμπολούν όμως την εθνική βάση δράσης και εκπροσώπησής τους).
Κι αν τέλος πάντων έπρεπε να φέρουμε τον σφο με το μουστάκι και την εργασία του για το εθνικό ζήτημα, στον 21ο αιώνα, ποια θα διακρίναμε ως τα γνωρίσματα ενός εθνικού κράτους; Μην είν’ θρησκεία με θεό τον Γκάλη, Ολυμπιακάρα και ξερό ψωμί και ΠΑΟ ολέ και γκολ με το τσουβάκι και τρίποντα; Αν ήταν έτσι, θα ’χαμε άσβερκους όρτοντοξ μπρατς για πατριώτες και το ξανθό γένος του Βλαδίμηρου (όχι του Τκατσένκο). Και αν η μυρωδιά των μπούρεκ σε μια pekara στο Μπέογκραντ ή μιας πλεσκάβιτσα σε στρόγγυλο ψωμάκι δε σε γυρίζει στα παιδικά σου χρόνια, που είναι η μόνη μας πατρίδα, δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά.
Οι προλετάριοι χρειάζονται πάντα παυσίπονα, για να αντέξουν τη σύγχρονη κοιλάδα των δακρύων και την Ελλάδα των Τεμπών -που είναι κομμένη στα δύο, ταξικά παρά γεωγραφικά. Αλλά το σύγχρονο όπιο των λαών είναι η στρογγυλή θεά κάθε απόχρωσης. Μπάλα είναι και γυρίζει, σαν τον τροχό της ιστορίας, που μένει κολλημένος στη λάσπη, σε ακατάλληλα γήπεδα και συνθήκες, σαν τις εκλογές. Ή τα μυαλά των παιδιών στην κερκίδα, που είναι υπάλληλοι και σκοτώνουν κάθε ελπίδα, και γενικώς ό,τι κινείται -για να αλλάξει.
Και μετά... Μετά... Μετά πήγε και έπεσε στον γκρεμό και στο κενό μεταξύ πραγματικότητας και ΕΤΕ. Όρκο παίρνω καλό κείμενο μπορεί να γινόταν. Αλλά η κε του μπλοκ έχει απομακρυνθεί χωροχρονικά και ψυχικά από το ταξίδι στη ΛΔ του Βορρά, για να πιάσει το νήμα των συνειρμών που γεννήθηκαν στη διάρκειά του. Ό,τι ακολουθεί είναι απλώς μια μικρή διάσωση σπαραγμάτων, σαν ερείπια της μνήμης και άλλοθι στον ψυχαναγκασμό μου να μην αφήσω εκκρεμότητες και ατελή προσχέδια σημειώσεων.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη ΛΔ, διαβάζεις τα νέα των Αθηνέζων -σε site και ομαδικές συνομιλίες. Βροχές, πλημμύρες, κατακλυσμός, δευτέρα παρουσία -χωρίς σοσιαλισμό. Ακυρώνονται μαθήματα, πιλάτες, εγχειρίσεις, ραντεβού για νύχια, κλείνουν τα σχολεία, παίρνουν άδειες ειδικού σκοπού για τη δουλειά. Σε ρωτάνε ανήσυχοι οι φίλοι σου τι γίνεται κάτω, παίρνεις το σκυθρωπό, αγέλαστο βλέμμα που αρμόζει στη σοβαρότητα της κατάστασης και απαντάς λιτά και δωρικά: έβρεξε. Μία λέξη, μία πόλη, ένα δράμα.
Την ίδια στιγμή, τα Γιάννενα πλημμύρισαν από γέλια μέχρι δακρύων. Και εσύ βλέπεις την πρόβλεψη του καιρού για μια πόλη γεμάτη υγρασία και ερωτισμό, που κάνει το μαλλί σου Κατσαρό (σαν της Μόνικα στα Μπαρμπέιντος) και σου δίνει εφόδια για την ξηρασία του μέλλοντός μας. Βροχές, ψιχάλες, έντονες βροχοπτώσεις και λίγες καταιγίδες για ποικιλία. Κι η λιακάδα θα ’ναι μόνο, κάνα δυο φορές τον χρόνο. Μια ψιχάλα απ’ τη ζωή μας, ολόκληρη η δική τους...
Ένας φίλος λέει πως στην Αθήνα δε βρέχει
ποτέ κι οι συνάδελφοί του τον παίρνουν στο ψιλό.
Αλλά αυτός ξέρει -γιατί έχει σπουδάσει στην
Πάτρα. Ξέρει πως δε βρέχει ποτέ -δηλαδή σπάνια,
ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα και
την κατάρα του Ποσειδώνα για μια πόλη που ονειρεύεται
τα λιβάδια της Ποσειδωνίας και το καλοκαίρι
βλέπει τις ελιές της να ξεραίνονται από λειψυδρία.
Θα τα βρούμε τα πράσινα λιβάδια
Θα το βρούμε το μαγικό νερό.
Φλερτάρω με τον θάνατο ή με τη ζωή
Δεν είναι πια δική μου επιλογή
Στην Αθήνα, λοιπόν, δε βρέχει. Όταν βρέχει, βασικά ψιχαλίζει για λίγη ώρα και σταματά. Αν βρέξει δυνατά, δε θα είναι για πολλή ώρα. Και αν κρατήσει πολύ, αντίο ζωή. Η πόλη βουλιάζει, σπίτια πλημμυρίζουν, χάνει η μάνα το παιδί, που κάνει τα θρανία του γέφυρα για να γλιτώσει, ενώ η γιαγιά περιμένει το κλαρκ για να βγει από τον ηλεκτρικό και ο μπαμπάς μπορεί να ζει τον μύθο του εγκλωβισμένος σε ένα αστικό, που βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά.
Οι Αθηνέζοι αντιμετωπίζουν τη βροχή, όπως οι Ινδοί το χιόνι (σαν εξωτικό, ακραίο καιρικό φαινόμενο) κι είναι ικανοί να πνιγούν σε μια κουταλιά νερό. Στην άλλη μισή Ελλάδα γελάνε ειρωνικά, όχι επειδή έχουν καλύτερες πόλεις, απλώς γιατί έχουν συνηθίσει -τη βροχή, τις πλημμύρες, τους δρόμους που γίνονται ποτάμια (επειδή χτίστηκαν πάνω σε ποτάμια), τα μπαζωμένα ρέματα κτλ. Όλες οι πόλεις μας είναι απέραντα μπουρδέλα χωρίς φωτάκια -σχέδιο πόλης κι αμοιβές για τους ενοίκους. Και η πιο σοβαρή «αντιπλημμυρική προστασία» τους είναι η ηλιοφάνεια και το αμφιθεατρικό τους χτίσιμο (αν έχουν).
Ναι αλλά ποτίστηκε η αττική γη, σκέφτεσαι. Να γλιτώσουν τουλάχιστον τα δεντράκια. Κι ύστερα διαβάζεις για το ιστορικό χαμηλό στα αποθέματα νερού και τον οξυμένο κίνδυνο για γενικευμένη λειψυδρία στο λεκανοπέδιο. Το αθηνέζικο κράτος είναι η καλύτερη εισαγωγή στη διαλεκτική ως τέχνη των αντιθέσεων -όπως όταν διψάς, σχεδόν κορακιάζεις, αλλά σε πιέζει η φούσκα σου για τουαλέτα. Ή όταν έχεις βουλιάξει στην αρχαία σκουριά της σοσιαλδημοκρατίας και μιλάς για ανανέωση, με όχημα κόμματα της σειράς που πάνε κατευθείαν στην πολιτική ανακύκλωση.
Σε λίγα χρόνια, η αθηναϊκή πολιτεία θα είναι σαν σκηνικό του Γκοσινί στην «Κούρσα του Μισισσιπή», όπου ο ποταμός πλημμυρίζει και ξεραίνεται πιο γρήγορα από τη σκιά του (1 Mississipi, 2 Mississipi) και τα χάρια έμεναν για λίγο μετέωρα στον αέρα πριν πέσουν ψόφια στο νερό -ή ό,τι είχε μείνει από αυτό.
Η Σαλούγκα όμως σε ποιο έθνος-κράτος ανήκει;
Κλιματικά μιλώντας είναι αλλού, σχεδόν Ευρώπη, απέραντος βάλτος όπου ευδοκιμεί ο φασισμός και η σπορά των ηττημένων του '45. Δεν έχει τυχαία ως τοπόσημο ένα αφηρημένο έργο με ομπρέλες -και ας μην την βοηθάν τόσο να μην πνιγεί στο φασιστικό σκατό και τους νοσταλγούς της χούντας. Πρέπει να βρει πολλές ιδέες εξάλλου για να καλύψει το χνάρι της Φεντερασιόν και του δικού της Μάη (του '36).
Θρησκεία της έχει το κέρδος και τον επιχειρηματία της ομάδας -όπως ακριβώς οι χαμουτζήδες. Ποντάρει στον θρησκευτικό τουρισμό για ανάκαμψη, αλλά έμεινε χωρίς τα τουριστικά στίφη του απόκληρου ξανθού γένους. Και γκρνιάζει για τις λιγοστές αφίξεις επισκεπτών, αλλά αυτή είναι η βασική της ελπίδα να κρατήσει κάτι αυθεντικό στην ταυτότητά της -αν υποθέσουμε ότι της έχει μείνει κάποια.
Διατροφικά βάζει ένα σωρό μπαχάρια για να κρύψει τις αδυναμίες της και είναι μια μικρογραφία της Πόλης -που είναι καλύτερο να την φάμε, παρά να την πάρουμε πολεμώντας- με θέα στη Μεσόγειο και συνταγές δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών. Η κουζίνα είναι άλλωστε το μοναδικό προϊόν που εξάγει -κυρίως στο κράτος των Αθηνών.
Γλωσσικά, βγάζει κουτσά-στραβά συνεννόηση με την υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός αν μιλάμε για φαγητό -πιτόγυρα και κασέρια (όπως λέμε cheese, queso ή Käse). Αλλά μιλά με το ζόρι κάποιας μορφής ελληνικά, ενώ κάποτε οι κάτοικοί της ήξεραν τα βασικά σε 4-5 ιδιώματα τουλάχιστον, για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Ποιος είπε πως η εξέλιξη είναι πάντα συνυφασμένη με την πρόοδο;
Μουσικά παν να γίνουν όλα ίσιωμα, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου χωριού, με κοινοτάρχη-δισκοβόλο τις ΕΠΑ. Αλλά η Σαλούγκα διατηρεί ισχυρά οθωμανικά κατάλοιπα και μια χάλκινη, μακεδονική ψυχή, που την κρατά σε επαφή με τους γείτονες, όταν δεν επικρατεί ο θόρυβος και η μαστούρα της εθνικιστικής υστερίας-καθαρότητας.
Όσο για πολιτισμό, επικαλείται κάτι βαρύγδουπα τρισχιλιετή ιστορικά σχήματα, που είναι σαν τα χοντροκομμένα ψέματα που βάζεις για να γεμίσεις τα κενά στο βιογραφικό σου.
Παρά τις ελαφριές, σχεδόν κωμικοτραγικές καταστάσεις που ζει -σαν το Μετρό της και την ιστορία του Ραφαηλίδη- είναι σε όλα της πιο βαριά: από τον ουρανό και το κλίμα, μέχρι τις γεύσεις και τα πιάτα της (για να αντιμετωπίσει το κρύο). Κι από τη βαριά παλικαρίσια αναπνοή ή την προφορά του λάμδα, μέχρι το μακιγιάζ και τα ρούχα των γυναικών της. Ή τις προοπτικές που (δεν) ξανοίγονται στον ορίζοντα, μια μέρα τυλιγμένη στην ομίχλη.
Και είναι τρομερό -σχεδόν διαλεκτικό- πώς η πόλη αυτή βαυκαλίζεται πως έχει μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο, λες και ανήκε στη χώρα των Βάσκων, ανακαλύπτοντας παράλληλα μια σειρά φαντασιακούς ιστορικούς δεσμούς και αφηγήματα στη θέση όλων αυτών που την συνδέουν με τη βαλκανική γειτονιά της. Κι αν είσαι μουσικό συγκρότημα καλύτερα να μην παίζεις, να μη γελάς και απλά να σωπαίνεις με τόση εθνικιστική βλακεία γύρω μας. Αλλά πώς να σωπάσεις μέσα σου την ομορφιά του κόσμου.
Κι ενώ απολαμβάνεις στην Τούμπα (στο Maple της Διαγόρα) το καλύτερο βάσκικο τσιζκέικ των Βαλκανίων και έχει πέσει ο μισός Ατλαντικός πάνω σου μες σε ένα τριήμερο, πετυχαίνεις τα τοπικά τάγματα εφόδου του Ιβάν να φωνάζουν χωρίς προφανή λόγο: Πουτάνας γιοι αναρχικοί! -ζέσταμα μετά το ντέρμπι για το επόμενο ΕΠΑΛ. Και αν καθαρό τον βρήκες τον ουρανό μας, δε σε γέλασε, ούτε σου έδωσε ποτέ δείγματα πως θα είναι εύκολη και ανέφελη η έφοδός μας σε αυτόν.
Κάπου εκεί παραδίδεις πνεύμα -αλλά όχι τα όπλα. Παραγγέλνεις δέκα βάσκικα για τον δρόμο. Και αναφωνείς: Αθήνα, αγάπη μου. Έλα πάρε με από εδώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου