Είναι ωραίο να ακούς την Αλέκα, ιδίως όταν μιλάει εκτός κειμένου. Πιάνει ένα θέμα, στη διαδρομή θυμάται άλλο, κάτι άλλο και ένα ακόμα, και ενώ η Ιθάκη αρχίζει να ξεμακραίνει επικίνδυνα στον ορίζοντα -σαν τον σοσιαλισμό του Τσίπρα-, αυτή επιστρέφει από παράδρομους στο κυρίως θέμα κι εσύ φτάνεις στον προορισμό σου λίγο πιο πλούσιος από την ταξιδιωτική εμπειρία. Κι αν φτωχική την βρήκες, ίσως σε γέλασε η φορολογική της δήλωση, όπου δεν είχε ούτε ένα κότερο ή ένα επιδοτούμενο βοσκοτόπι.
Αλλά εμείς δεν είμαστε σαν τα μούτρα της -δυστυχώς (και πολλοί εχθροί της θα ’θελαν να τα ’χαν). Κι αν ξεκινήσει η κε του μπλοκ τους συνειρμούς, θα χαθούμε στην πορεία (λάθος στροφή στα λουλουδάδικα) μαζί με το νόημα (αν δεν προσέξεις, το ’χασες) και το κυρίως θέμα. Οπότε περνάμε κατευθείαν (σχεδόν) στο ψητό, με μόνο εισαγωγικό άλλοθι ότι είθισται να φτιάχνουμε τέτοιες λίστες, στο τέλος κάθε χρονιάς.
Το βιβλίο: JAMES - Percival Everett
Η πρώτη μου επαφή με τον Έβερετ ήταν «τα Δέντρα», το περασμένο καλοκαίρι. Το διάβασα απνευστί σε μια βάρδια, πριν τη συναυλία για τον Μίκη στο Καλλιμάρμαρο. Και μου άρεσε τόσο, που στο τέλος της μέρας δεν ήμουν σίγουρος τι με είχε αγγίξει περισσότερο. Αλλά ξέρεις τι λένε, τα γραπτά μένουν, οι νότες πετάνε -ή κάπως έτσι...
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος συγγραφέας που να συνδυάζει διαλεκτικά μορφή και περιεχόμενο, πιάνοντας με ρέουσα γραφή τα πιο δύσκολα θέματα. Κι όταν κυκλοφόρησε το James, μες στη χρονιά, δεν μπήκα καν στον πειρασμό να περιμένω λίγους μήνες για να εξαιρεθεί από την ενιαία τιμή και να το πάρω φτηνότερα. Και δε θα έλεγα πως το μετάνιωσα.
Όποιος ψάξει για κάποια παρουσίαση του
βιβλίου στο διαδίκτυο (και όχι μια απλή παράθεση
του οπισθόφυλλου, που βαφτίζεται τεμπέλικα
«κριτική»), θα δει πως είναι οι περιπέτειες του
Χοκ -ή Χακ, πες το και έτσι- Φιν αλλά από τη σκοπιά
του μαύρου σκλάβου (Τζέιμς) που τον συνόδευε
στην απόδρασή του. Οπότε μπαίνει αυτομάτως
το ερώτημα για τα παιδικά μας αναγνώσματα και
αν πρέπει να θυμάσαι το κλασικό έργο του Μαρκ
Τουέιν, για να παρακολουθήσεις την πλοκή.
Η
δική μου απάντηση -που μετά βίας θυμάμαι μερικές
σκηνές από τον Τομ Σόγερ- είναι ένα κατηγορηματικό
«όχι». Ίσως χάνεις κάποιες αναφορές ή κάτι σε
συγκίνηση -όπως κάθε φορά που σκαλίζεις μια
παιδική ανάμνηση. Αλλά οι αναγνωστικές προϋποθέσεις
για τα μηνύματα του Έβερετ είναι άλλης τάξης
(εργατικής).
Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο
είναι να ξεφύγεις από μια «παιδική» απλοϊκή
ανάγνωση, που μένει στα προφανή, πιστεύοντας πχ ότι ο Έβερετ διηγείται μια ιστορία για τη σκοτεινή εποχή της σκλαβιάς του 19ου αιώνα και όχι για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Το James είναι κάτι παραπάνω, πιο βαθύ (που σε μορφώνει) από ένα φλογερό αντιρατσιστικό μανιφέστο. Δείχνει ότι για τους Αφροαμερικανούς δεν τέλειωσε ποτέ η υποδούλωση και δεν έχει τόση σημασία αν βρίσκονται στον Νότο ή τον Βορρά (κι ανάμεσα στην άμεση σκλαβιά ή μια έμμεση με φιλελεύθερο ψευδώνυμο). Ότι αν ξύσεις την επιφάνεια των «καλών και ανεκτικών» λευκών, που δεν έχουν πρόβλημα με τους μαύρους (αρκεί να μην προκαλούν, απαιτώντας ισότητα) θα βρεις την ίδια μαυρίλα στη σκέψη και τη στάση τους. Ότι οι πλούσιοι μαύροι, αποστάτες της φυλής τους ή της τάξης τους, μπορεί να γίνουν οι χειρότεροι δυνάστες. Και ότι η κατώτερη τάξη/φυλή πρέπει πολλές φορές να παριστάνει τη χαζή και να επιβεβαιώνει τα στερεότυπα των αφεντικών της, για να τους προσφέρει ασφάλεια και να γίνεται αρεστή.
Ο Έβερετ προχωρά και σε οξύτερες αιχμές, που δεν ενδιαφέρονται για τα προσχήματα της πολιτικής ορθότητας. Λέει πχ ότι η θρησκεία είναι μια φτηνή παρηγοριά για τους αφελείς -χωρίς πολλά άλλοθι συμπάθειας για τους χρήστες του οπίου των λαών. Και ότι το αδιέξοδο της «τυφλής», εκδικητικής βίας είναι ίσως μια κάποια διέξοδος -που θα έλεγε και ο Καβάφης. Κι αν προτιμάμε άλλη (μια οργανωμένη πρωτοπορία πχ) δεν είναι δουλειά ενός λογοτέχνη να την αναλύσει -πόσο μάλλον όταν έχουν αποτύχει να το κάνουν άλλοι και άλλοι, με θέσεις ευθύνης στο κίνημα και τους συλλογικούς φορείς του.
Ο Έβερετ πιάνει λογοτεχνικές κορυφές (το Έβερεστ θα ήταν μάλλον φτηνό λογοπαίγνιο) που δε χωράνε στο χαμηλό ταβάνι της κριτικής στήριξης στους Δημοκρατικούς. Με έναν βαθιά αντισυστημικό λόγο, που σε κάνει σχεδόν να απορείς πώς κέρδισε τέτοια απήχηση στις ΗΠΑ, και δεν έχει πολλή σχέση με άλλα καλλιτεχνικά «προϊόντα» που γίνονται διάσημα απλώς και μόνο γιατί είναι made in Usa, χωρίς να έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν. Και μπορεί να μην είναι ο νέγρος που θέλεις (I ’m not your negro, όπως θα έλεγε και ο Μπάλντουιν), αλλά είναι σίγουρα ο λογοτέχνης που θέλουμε και έχουμε ανάγκη να διαβάσουμε.
Για όσους προτιμούν κάτι άλλο πέραν της λογοτεχνίας, θα πρότεινα εναλλακτικά κάτι που συνδέεται θεματικά με το παραπάνω. Το Black Power του Θ. Μήνα (εκδόσεις Πόλις) είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στην πάλη των Αφροαμερικανών για χειραφέτηση και ισότητα. Μεταξύ πολλών άλλων εξετάζει τη... «διαλεκτική σχέση» Μάλκολμ Χ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την ανάπτυξη και το τέλμα στο οποίο έπεσαν οι «Μαύροι Πάνθηρες», ενώ εντάσσει στην οπτική του το καλλιτεχνικό-πολιτιστικό στοιχείο (κυρίως τη μουσική, αλλά και τον κινηματογράφο), μαζί με λιγοστές αθλητικές πινελιές. Σε αντίθεση με τον Έβερετ (στον οποίο υπάρχει αναλυτική αναφορά στη μελέτη του Μήνα), το βιβλίο έχει εμφανείς πολιτικές αδυναμίες, που αντισταθμίζονται όμως από το πολύ ενδιαφέρον θέμα, την έντιμη προσέγγιση και την πληθώρα στοιχείων για το αναγνωστικό κοινό.
Τα βιβλία όμως είναι φίλοι της πολυγαμίας -και ας έχουν μείνει πολλοί ανέραστοι εδώ και χρόνια. Δεν αρκεί μία μόνο πρόταση, ούτε μία μόνο εναλλακτική, οπότε ίσως επανέλθει σύντομα η κε του μπλοκ, με μια μεγαλύτερη λίστα.
Η Ταινία - Το ’47
Το ’47 ήταν για μένα η ευχάριστη έκπληξη του θερινού σινεμά. Πολύ τίμια ταινία, που φτάνει πολύ πιο βαθιά από όσο καταλαβαίνει μια μέση, επιφανειακή ματιά.
Εν αρχή ην η υπόθεση.
Ένας Ανδαλουσιάνος ξαναρχίζει τη ζωή του μετά τον εμφύλιο σε μια απομακρυσμένη συνοικία της Βαρκελώνης, που είναι απομονωμένη, χωρίς συγκοινωνίες, στοιχειώδεις εγκαταστάσεις και κίνητρα στις νέες γενιές για να παραμείνουν. Ο πρωταγωνιστής είναι παλιός κομμουνιστής, που λουφάζει για να μην κληροδοτήσει τα δεινά της φουρνιάς του στις επόμενες, και οδηγός αστικού λεωφορείου (το «47» που βλέπουμε και στον τίτλο). Αφυπνίζεται όμως από την πασιφιστική του νιρβάνα (που έχει κάτι από τον ευρωκομμουνισμό του Καρίγιο), μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν συναντά τη στείρα άρνηση των αρχών να βάλουν μια γραμμή λεωφορείου με δρομολόγια για τη συνοικία του, οπότε πιάνει ξανά το αγωνιστικό νήμα που είχε αφήσει και προχωρά σε μια ηρωική λεωφορειοπειρατεία.
{Ετυμολογική παρένθεση: τα λεωφορεία μπορεί να είναι αστικά, αλλά δε μεταφέρουν πλούσιους αστούς (που θέλουν ατομικές λύσεις παντού, από τις συγκοινωνίες μέχρι τον έρωτα). Μεταφέρουν φτωχούς προλετάριους και τον εργαζόμενο λαό (το λέει και η λέξη άλλωστε) στις λεωφόρους του μέλλοντος. Εκεί όπου θα υπάρχει μόνο το 47, για μουσειακούς λόγους, και οι πόλεις μας θα έχουν υπόγειες και εναέριες λεωφόρους-συγκοινωνίες, με πλήρως αυτόματα οχήματα ΙΧ. Τέλος παρένθεσης, επιστροφή στην πραγματικότητα (με τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο του Whitehead, όπου το κράτος δεν προχωρά καν στην υπογειοποίηση του σιδηρόδρομου στην Πάτρα, γιατί... κοστίζει!). }
Δεν είναι εύκολο βέβαια να μην κάνεις συνειρμούς και συγκρίσεις με την εποχή μας και τη σύγχρονη Βαρκελώνη που μετατρέπει τις πιο βρώμικες, υποβαθμισμένες συνοικίες της σε τουριστικά γκέτο, απλησίαστα για τους ντόπιους που αναζητούν μόνιμη κατοικία περιμετρικά του κέντρου ή και του πολεοδομικού ιστού. Μπορεί σε λίγα χρόνια το Τόρε Μπαρό να «εξευγενιστεί» και να γεμίσει Air-BNB, αλλά προς το παρόν δύσκολα αποφεύγεις στο τέλος της ταινίας μια γλυκόπικρη επίγευση τραγικής ειρωνείας. Αυτή είναι ωστόσο μια παράπλευρη πτυχή στον βασικό πυρήνα του έργου. Συνεπώς ας επιστρέψουμε σε αυτόν.
Ίσως κάποιοι βρίσκουν τραβηγμένη σεναριακά τη λεωφορειοπειρατεία, η ιστορία όμως βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα -γιατί κανείς δεν μπορεί να αντιγράψει τα σενάρια της ζωής. Κι αν σου φαίνεται σχετικά εύκολο (και απλοϊκό) να ξεχωρίσεις τους «καλούς» της υπόθεσης, δε σημαίνει πως δεν έχουν αντιφάσεις -όπως ο παλιός κομμουνιστής που αρχικά συμβιβάζεται και η κόρη που θεωρεί τους γονείς της κολλημένους -στον τόπο τους και τις ρομαντικές ιδέες τους.
Ούτε εδώ υπάρχουν γνωστικά προαπαιτούμενα, αλλά οι γνωρίζοντες μπορούν να εκτιμήσουν μερικά ακόμα επίπεδα ανάγνωσης. Είναι σημαντικό πχ να ξέρεις πως το συγκινητικό τραγούδι που σνομπάρει αρχικά η κόρη του πρωταγωνιστή (αλλά το εκτιμά, καθώς ωριμάζει) είναι ένα εμβληματικό τραγούδι του ισπανικού εμφυλίου, το «Gallo Rojo», με στίχους που τσακίζουν.
Βρέθηκαν αντιμέτωποι στην αρένα
Και επιτέθηκε πρώτος ο μαύρος (κόκορας)
Ο κόκκινος κόκορας είναι γενναίος
Αλλά ο μαύρος είναι προδότηςΜαύρε κόκορα σε προειδοποιώ
Δεν παραδίδεται ποτέ ένας κόκκινος πετεινός
Παρά μόνο (όταν είναι) νεκρόςΆι! Και αν λέω ψέματα
Το τραγούδι που λέω
Να το σβήσει ο άνεμος
(Στην ελληνική του εκδοχή, μπορείτε να ακούσετε τη νεαρή Ελένη Βιτάλη να τραγουδά το «Γαρούφαλλό μου» για τον Νίκο Μπελογιάννη).
Είναι επίσης καλό να ξέρεις τη γλώσσα και να ξεχωρίζεις τα ισπανικά (δηλαδή τη διάλεκτο της Καστίλλης) από τα καταλανικά, για να καταλάβεις ποια γλώσσα χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής και με ποια απευθύνεται στην εκάστοτε εξουσία (τοπική, αστυνομική), που μιλά την ίδια γλώσσα παρά τις «διαλέκτους» και τις «μορφές» της και δεν ιδρώνει το φασιστικό ούτε το κοινοβουλευτικό αυτί της (το κεντρικό ούτε το τοπικό κοκ) αν δε μιλήσει ο λαός τη γλώσσα του αγώνα, με πράξεις. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό μήνυμα της ταινίας, μαζί με τη διάψευση των ελπίδων από την πολιτειακή αλλαγή, μετά τον θάνατο του Φράνκο.
Σημειωτέον, επίσης, ότι στην Ισπανία η μετάβαση από τη δικτατορία στον αστικό κοινοβουλευτισμό έγινε απολύτως ομαλά, σχεδόν σαν κυβερνητική εναλλαγή. Δε χρειάστηκε μια αντίστοιχη τραγωδία στην Κύπρο (πχ στα Κανάρια που είναι δίπλα στην Αφρική) και δεν προχώρησαν ποτέ σε μια ουσιαστική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού (ούτε καν στη δική μας κουτσουρεμένη «αποχουντοποίηση», που ακολούθησε -κυρίως στα Πανεπιστήμια- τη Μεταπολίτευση.
Μια άμεση συνέπεια αυτής της ειδικής συνθήκης ήταν πως η δεξιά παράταξη (Partido Popular και όχι μόνο) δεν αποκήρυξε ποτέ το φρανκικό παρελθόν της και πως η αστική δημοκρατία δεν παρουσίαζε κάποια εμφανή τομή με τους σκοπούς και τα μέσα του παλιού καθεστώτος (ήταν πχ η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση που συγκρότησε παρακρατικά ένοπλα σώματα για να εξουδετερώσει -ανεπίσημα πάντα- την ΕΤΑ).
Μια έμμεση συνέπεια ήταν ότι διάφορα ακανθώδη κεφάλαια της εποχής ρίχτηκαν στην πυρά της σιωπής και της λήθης, αποτελώντας ταμπού για πολλά χρόνια. Αρκετοί Ισπανοί ζορίζονται αν κληθούν να μιλήσουν σήμερα για κάτι σχετικά απλό -πχ για τον θεσμό της βασιλείας ή την τρίχρωμη σημαία της «Ρεπούμπλικα». Ενώ οι πιο mainstream, ευρείας αποδοχής παραγωγοί-σκηνοθέτες μόλις πρόσφατα άρχισαν να πιάνουν δύσκολες θεματικές, όπως οι μαζικοί τάφοι, οι χιλιάδες αταυτοποίητες σοροί και οι νεκροί του εμφυλίου που δε βρέθηκαν ποτέ. Αν στα καθ' ημάς οι τάφοι στο Γεντί Κουλέ προκάλεσαν -και δικαιολογημένα- τόσο ντόρο, ας σκεφτούμε ότι στην Ισπανία μια ολόκληρη κοινωνία έχει σχεδόν εκπαιδευτεί να σιωπά για μια αντίστοιχη περίπτωση, σε πολλαπλάσια κλίμακα...
Σε αυτό το περιβάλλον, έχει μεγάλη αξία
να μιλήσεις για τα βασικά, που μοιάζουν αυτονόητα
-αλλά στην πράξη δεν είναι τέτοια.
Γενικώς, έχει
αξία να μιλάς, όταν έχεις κάτι σπουδαίο να πεις.
Και επίσης, να το λες ωραία, για να είναι αληθινή
τέχνη, που μιλάει στην ψυχή και στον νου -ή μάλλον
στο συνειδητό και την αισθητική, που είναι και
αυτή μια μορφή συνείδησης.
Τι γίνεται όμως όταν λείπει ένα από τα δύο -μορφή ή περιεχόμενο; Μια καλλιτεχνική φλυαρία, χωρίς λόγο ύπαρξης, που κερδίζει μια θέση στην
Ο Ένγκελς έλεγε πως το νόημα πρέπει να αχνοφαίνεται στο βάθος -αντί να το ρίχνεις κατάμουτρα στο κοινό, σα να το μισείς. Δεν εννοούσε πως δεν πρέπει να υπάρχει νόημα στις τέχνες ή να μας ρίχνουν στα μούτρα μια πολύχρωμη θολούρα, ανοιχτή σε διάφορες ερμηνείες, για να κρύψουν την απουσία του. Ουκ εν τω θολώ το ευ -για να παραφράσουμε μια γνωστή ρήση.
Το ωραίο πρέπει να έχει (πάντα) κάτι να πει, για να έχει λόγο ύπαρξης. Κι εμείς πρέπει να γίνουμε πιο απαιτητικοί -από τους δημιουργούς. Και ίσως πιο επιθετικοί, όταν υπερασπιζόμαστε έργα που έχουν κάτι να πουν και τους ρίχνουν τη ρετσινιά του απλοϊκού, για να τα απαξιώσουν.
-.-
Εδώ κανονικά θα ακολουθούσε μια εναλλακτική στις κινηματογραφικές προτάσεις και ίσως κάτι αντίστοιχο και για θεατρικές παραστάσεις. Αν είχαμε τη δωρική φλυαρία της Αλέκας, μπορεί να το καταφέρναμε, επιστρέφοντας εγκαίρως στην Ιθάκη και το θέμα. Αλλά τώρα μπορεί να χρειαστούμε άλλη μια ανάρτηση -και δέκα χρόνια ακόμα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου