Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Σπασμένα νεύρα

Τι θα έκανες αν είχες κάποια υπερδύναμη (πχ ΓΓ του ΚΚΣΕ) για μια μέρα (που μετράει σαν μήνας) και μπορούσες να αλλάξεις τον κόσμο;

Ο Πλιάτσικας πχ θα ξανάβαφε γαλάζια τη θάλασσα. Άλλοι θα ζητούσαν να έχουν χιλιάδες ευχές και θα ξόδευαν μία από αυτές για να σταματήσουν οι τελευταίες συναυλίες των Πυξ Λαξ (Μάνο, λείπεις). Κάποιοι σφοι θα ζητούσαν τον κομμουνισμό επί της, που όμως δεν έρχεται ως μάννα εξ ουρανού, αλλά με έφοδο σε αυτόν. Και πάντως δε θα έρθει ως θείο δώρο μιας ανώτερης δύναμης πέρα από τον υλικό κόσμο, αλλά όταν οι ιδέες κατακτήσουν τις μάζες, γίνουν υλική δύναμη και συνεπώς ακατανίκητες.

Εγώ πάλι, μπορεί να στρεφόμουν σε λιγότερο ουτοπικά εγχειρήματα, έναν άλλο στόχο που είναι (;) εφικτός και θα χάριζα στην ανθρωπότητα και τον ελληνικό κινηματογράφο το αντίδοτο για το σύνδρομο Οικονομίδη. Για το οποίο δε φταίει (μόνο) ο ίδιος, αλλά ας το ονομάσουμε συμβατικά έτσι, χάριν συνεννόησης.

Ξέρεις τι είναι να αγαπάς με πάθος τον ρεαλισμό στην τέχνη; Να ακούς βερεσέ όσους μιλάνε υποτιμητικά για κοινωνικό νατουραλισμό; Να έχεις βαρεθεί τους αφύσικους διαλόγους σε μεγάλη και μικρή οθόνη, που δεν είναι παρά εναλλασσόμενοι μονόλογοι και ηθικοπλαστικά λογύδρια, χωρίς ένταση, χωρίς λάμψη (ίσως μόνο του Φώσκολου) και προπαντός χωρίς να διακόπτει ποτέ ο ένας τον άλλον; Σε ποιο σπίτι, ποιον χώρο δουλειάς, ποιο μετερίζι αγώνα και σε ποια παρέα γίνονται όλα αυτά; Πάντως όχι στα δικά μου.

Και ξέρεις τι είναι να σου λεν πως οι ταινίες του Οικονομίδη είναι φτιαγμένες για σένα, πως εκεί θα βρεις όλα όσα ζητάς από το σινεμά, να πηγαίνεις με υψηλές προσδοκίες, λίγο άγχος σα να είχες ραντεβού (με την Ιστορία) και μετά από λίγη ώρα να θες -που λέει ο λόγος- να ξεράσεις από τα μάτια, σαν τον Μπισμπίκη στην αφίσα της ταινίας, και βασικά από τα αυτιά; Να χτυπάνε τα δόντια σου από την ένταση και να μετράς αντίστροφα μέσα σου για να φτάσει το τέλος του μαρτυρίου; Και αντί για σπασμένη φλέβα να καταλήγεις τελικά με σπασμένα νεύρα; Και αν όλα αυτά έχουν προφανώς κάποια δόση υπερβολής, τι θα ήταν η τέχνη χωρίς αυτήν; Σκέτος ρεαλισμός και μπινελίκια;


Κάποιοι λένε ενθουσιασμένοι πως αυτή δεν είναι μια τυπική ταινία Οικονομίδη που σου φέρνει ταράκουλο και ότι μπορείς να την παρακολουθήσεις σχεδόν ευχάριστα, ήρεμα και απλά (καταλαβαινόμαστε τώρα). Κάποιοι άλλοι λένε απογοητευμένοι πως αυτή η ταινία του Οικονομίδη δυστυχώς δε μοιάζει καθόλου με τις πρώτες δουλειές του, που ήταν πολύ πιο ώριμες και πρωτοποριακές.
Εγώ πάλι είδα ένα τυπικό δείγμα (τουλάχιστον του ύστερου) Οικονομίδη (για τον πρώιμο ομολογώ πως δεν έχω άποψη), απλά με λιγότερα ντεσιμπέλ και λιγότερες σκηνές που σου δίνουν την εντύπωση πως γυρίστηκαν απλώς για να γίνουν viral -στο Luben, το tik-tok ή τα shorts του YouTube. Αλλά (τα σκαμπό μου και το ποπ-κορν μου μέσα) δεν κατηγορώ κανέναν άλλον, πέρα από μένα, που πείστηκα ότι θα δούμε κάτι ριζικά διαφορετικό από την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» ή το θεατρικό «Στέλλα κοιμήσου» -γιατί αυτά έχω ως μικρό δείγμα γραφής και δε νομίζω να το μεγαλώσω μελλοντικά.

Στο τέλος της ταινίας, μένεις με την απορία της Παυλίνας από τον Ριζοσπάστη (που δείχνει να αγαπά τον σκηνοθέτη και να ψάχνει να του βρει ελαφρυντικά, χωρίς καταδίκη): η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας, αλλά τι είναι αυτό που τον διαμορφώνει (και ποιος φταίει για τους μοιραίους του Βάρναλη, θα πρόσθετα εγώ -πέρα από το κρασί ή τον θεό που μας μισεί);
Διαβάζεις ενθουσιώδεις κριτικές -κάποιες μεγαλόστομες και φλύαρες, σαν τις δικές μου- για τη βαθιά ματιά του σκηνοθέτη και το νυστέρι που μπήγει στην ελληνική κοινωνία και αναρωτιέσαι σε ποια φλέβα κρύβονταν όλα αυτά και γιατί δεν τα βρήκες κι εσύ. Και τέλος πάντων, αν χρειάζονταν τόσα ξεσπάσματα, ένταση και μπινελίκια, δε θα ήταν καλύτερα να παίξει ο Μπαρτζώκας, αντί του (γερο)Μπισμπίκη τον ρόλο του πρωταγωνιστή;
Γ@μημέν@ καλά Χριστούγεννα...

Μια σφισσα λέει πως η ένταση είναι ίσως μια συνειδητή επιλογή, σαν σκηνοθετικό εύρημα, για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον μιας φουρνιάς θεατών, μικρών και μεγάλων, που πάσχουν από διάσπαση προσοχής και σβήνουν σαν μπαταρία όταν πέφτουν σε κάτι που ξεπερνά την έκταση ενός μικρού βίντεο (ή μιας ανάρτησης στο παλιό Τουίτερ). Αυτό θα ήταν ίσως μια καλή αφορμή να μιλήσουμε για την «ολοφοβία» -που είναι συνώνυμο του μεταμοντερνισμού. Αλλά είναι αδύνατο να αγνοήσεις τον χρυσό κινηματογραφικό κανόνα πως οι πιο δυνατές σκηνές είναι σχεδόν πάντα αυτές που έχουν εσωτερική ένταση κι υποβλητική ατμόσφαιρα. (Όχι αυτές που σε πιάνουν από τα μαλλιά -και τα αυτιά- για να υποχρεωθείς να νιώσεις κάτι έντονο -ακόμα και δυσφορία). Και ότι οι πολλές φωνές και η κινηματογραφική φασαρία είναι σαν αντιπερισπασμός που προσπαθεί να κρύψει κάτι (πχ την απουσία νοήματος).

Το θέμα δεν είναι αν ο Οικονομίδης διχάζει το κοινό -και είτε τον λατρεύεις, είτε δεν μπορείς να τον αντέξεις, όπως λέει η τελευταία γραμμή άμυνας των υπερασπιστών του. Αλλά το αν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Και ως προς αυτό, ομολογώ πως ζηλεύω όσους κατάφεραν να δουν τόσο πολλά πράγματα στην τελευταία του ταινία, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εμφανή -σε μένα τουλάχιστον. Γιατί προσωπικά ένιωσα να παίρνω από τη «Σπασμένη φλέβα» ό,τι θα έπαιρνα κοιτάζοντας ένα από τα δεκάδες συνθήματα που γεμίζουν τους αθηνέζικος τοίχους, γράφοντας «CΗΨΗ» -απλά, λιτά, δε χρειάζονται περσότερα. Με τη διαφορά πως δε χρειάζεται εισιτήριο ή να κοιτάς τον τοίχο για δύο ώρες.


Την κοινωνική σήψη την βλέπουν όλοι -ακόμα και αυτή που δεν την παραδέχονται για να χτίσουν ένα αναπτυξιακό αφήγημα και να κρύψουν τον δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν. Το θέμα είναι πόσο βαθύτερα σε βοηθάει να δεις μια ταινία. Και αν θα μας πει κάτι για να αλλάξουμε τη μοίρα μας -και δεν εννοώ τον χαρακτήρα μας, που είναι ίσως δώρο-άδωρο να τον αλλάξεις, αν δεν αλλάξεις πρώτα τον κόσμο. Απίστευτος ο κόσμος και ο χαρακτήρας μας, αλλά πρέπει να δεις ποιος πόλος διαμορφώνει τον άλλο και από πού πρέπει να ξεκινήσουμε να τον αλλάζουμε. Πχ από το χρώμα της θάλασσας ή από τα μέσα παραγωγής -που στην τελική την μολύνουν κιόλας, στο παρόν σύστημα. Στην τύχη θα πούμε το δεύτερο. Αλλιώς θα μείνουμε έρμαια της τύχης μας, δειλοί και άβουλοι αντάμα, να κοιτάμε το βούλιαγμα στον βούρκο με ηδυπάθεια, σαν εξωτερικοί παρατηρητές της ζωής μας, απολαμβάνοντας την παρακμή -κι αγνοώντας, κατά κανόνα, τον Μπέντζαμιν.

Ένας φίλος, που ευτυχώς δε διαβάζει πολύ συχνά το μπλοκ, θα έλεγε πως αυτή η κριτική είναι λίγο κνίτικη. Αφενός, όμως, δε βρίσκω κάτι κακό σε αυτό -δηλαδή να έχεις απαιτήσεις από έναν ικανό δημιουργό. Αφετέρου κι αυτός δικός μας είναι, άλλο αν πέρασε από άλλη νεολαία στα νιάτα του -που δεν ήταν η νιότη του κόσμου. Να δεις που πάλι σύντροφοι θα ’μαστε στις οθόνες.

Κι αν ήμασταν λίγο πανκ στην ψυχή και στη μορφή (του αγώνα), επιλέγοντας κάτι πιο άγριο και εξωστρεφές -αντί για τις αυταπάτες του «Εσωτερικού-, θα πηγαίναμε μαζικά στις αίθουσες προβολής και θα φωνάζαμε στην αρχή κάθε ταινίας: «Παίξτε πανκ σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ρε!»

Τι είναι άλλωστε ο ρεαλισμός αν δεν είναι σοσιαλιστικός; Σκέτος νατουραλισμός. Ό,τι (δεν) είναι ο συγκεντρωτισμός όταν δεν είναι πραγματικά δημοκρατικός. Με άλλα λόγια, ο ρεαλισμός ή θα είναι σοσιαλιστικός ή δε θα υπάρξει!

Πιάνοντας το νήμα από την προηγούμενη ανάρτηση, ο πραγματικός λόγος που δεν είχα εναλλακτική πρόταση (συμπληρωματικά στο «47») ήταν πως δεν είμαι ιδιαίτερα σινεφίλ -ούτε καν ουδέτερα διακείμενος με παπάκι. Και η πιο πρόσφατη από τις λιγοστές απόπειρες να αποκτήσω άλλοθι, έπεσε στον τοίχο που ήταν γραμμένη η «CΗΨΗ» και ο Οικονομίδης. Και να φανταστείς πως ήμουν βέβαιος πως η ταινία δε σου δίνει καν τροφή για πολλή σκέψη και συζήτηση. Και αυτό θα ήταν απλώς μια μικρή γέφυρα για δύο παραστάσεις και τον σοσιαλισμό (στην τέχνη και γενικώς). Αλλά κάποια άλλη φορά χρονιά.

Καλές γαμημένες γιορτές (ηλιούγεννα, Σταλινούγεννα, Χάνουκα, ό,τι γιορτάζει ο καθένας) και κρατήστε την ένταση για τους αγώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: