Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

Μάγος είσαι;

Τα δάχτυλα χτυπάνε τον πάγκο ρυθμικά. Και ύστερα μεταξύ τους. Το ασυνείδητο δε θυμάται σε ποιο συρτάρι έχει παραχώσει την πληροφορία πώς λέγεται αυτός ο δαχτυλικός ήχος. Αλλά έχει προσλάβει καλό δισκοβόλο (του Μύρωνα), που βάζει αυτομάτως το κομμάτι των Queen κι ας το βρήκε από το Greatest Hits, χωρίς πολλές γνώσεις για το σύνολο της δισκογραφίας τους.

One dream, one soul/One prize, one goal/
Μία πόλη, μια ομάδα/μια τζατζίκι, μια πατάτες.

Αλλά υπάρχει αρκετός χώρος και για τους Clippers, αρκεί να μην προκαλούν (με τίτλους και διακρίσεις)

Αν είχε αναλάβει ο «EJ the DJ» μάλλον θα έβαζε κάτι άλλο. Πιο funky, πιο disco, πιο groovy, πιο pop, σταλμένο πάντα από την Αμερική, μα κατά βάθος απ’ τη μαύρη ήπειρο και τους ρυθμούς της φυλής του, πλην λειασμένο και καλοσιδερωμένο, συμπεριληπτικό για την καλή κοινωνία των χλωμών προσώπων. Που -ως τέτοια- τείνουμε να ξεχνάμε πως το ροκ είναι η μουσική των ασπρουλιάρηδων και ας έχει κατακλέψει -ή αντιγράψει δημιουργικά- τη μαύρη μουσική.

Ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει γιατί υπάρχουν τόσοι φασιστοροκάδες, ρατσιστές και τραμπικά (και όχι μόνο) μέταλλα, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. MAKE ROCK GREAT AGAIN. Ενώ στα καθ’ ημάς ήταν σχεδόν κρυφό σημάδι αναγνώρισης σε αφιλόξενα σκυλάδικα περιβάλλοντα, μυστικό γνώρισμα σφων και συνοδοιπόρων, και η μουσική υπόκρουση της επανάστασης. Ιδίως αν είχες USA προφορά στο ρ-ρ-ροκ, σαν του Τσίπρα ή σαν γνήσιος απόγονος του Δημοσθένους (Λέξις), με χαλίκια στο στόμα.

Αλλά και ο «EJ the DJ», κατά κόσμον Earvin Johnson, ίσως είχε αρκετά να μοιραστεί με τον Φάροκ Μπουλσάρα, που μεγάλωσε στη Ζανζιβάρη και την Ινδία, και μόνο το φανατικό του κοινό αναγνωρίζει το αρχικό του όνομα, πολύ πριν γίνει Φρέντι Μέρκιουρι.
Θα μπορούσαν να πουν για τον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις -που τις έζησαν με το πρώτο τους το γάλα, στο πετσί τους ή στο περιβάλλον τους-, για τη διπλή μάχη όσων νοσούν από AIDS -απέναντι στον ιό και το τείχος της καχυποψίας- ή για την εποχή που σημάδεψαν και τα χρόνια που μεσουράνησαν, μέχρι το ’91 -όπως η «Αυτοκρατορία του Κακού» κατά τον σύντομο 20ό αιώνα. Και κυρίως για το είδος της μαγείας που έφεραν στην τέχνη τους και στον κόσμο.

Αρκεί να ήταν πριβέ η συνάντηση, χωρίς κάμερες και δημοσιογράφους, που θα έβγαζαν τη βρώμα (ιστορία ότι ξοφλήσαμε και) πως ο Μάτζικ είναι ομοφυλόφιλος και πάσχει από τη «νόσο των gay». Κι εσύ θα πάλευες να πνίξεις μέσα σου τον Νίκο Παππά, που βλέπει Αρδάκια -καλός μαλάκας και αυτός. Κάνω την αυτοκριτική μου στα όργανα, μαζί με όσους πίστεψαν πως ήταν κάτι άλλο -και μάλιστα κοντά μας.

Αλλά αν με πιάσει η φλυαρία του Σκουντή, θα πιάσουμε το όριο λέξεων πριν τελειώσει καν ο πρόλογος και μπούμε στην ουσία. (Μάγος είσαι;)

Τέχνη; Είπες τέχνη; Έχει καμία σχέση ο αθλητισμός με την τέχνη; Είμαστε με τα καλά μας;
-Όχι. Δεν είμαστε καλά (η ομάδα περνάει κρίση), δεν έχουμε μυαλό (και ταξική συνείδηση), είμαστε άρρωστοι με το ροκ εν ρολ (και τη μαύρη μουσική). Γιοκαρίνης.
Σε μια κοινωνία που τρελαίνει τους ανθρώπους είμαστε το κατά δύναμιν ψυχασθενείς (Λάκης Παπαδόπουλος). Και από τρελό μπορείς να μάθεις την αλήθεια ή έστω μια παραμορφωμένη εκδοχή της, σαν αυτή που μας δίνει ο μεγεθυντικός φακός της τέχνης.

Ο αθλητισμός είναι το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα του κόσμου, ξεκινά εκεί που σταματά η ανάγκη (δηλαδή η καταναγκαστική εργασία) και αρχίζει το τερπνό, το «περιττό», που είναι όμως αναγκαίο για να ζήσουμε -και όχι απλά να επιβιώσουμε.
Είναι τα «θεάματα» δίπλα στον άρτο, ένα σύγχρονο όπιο, δηλαδή παυσίπονο για ταλαίπωρους προλετάριους που δεν έχουν άλλη πατρίδα από την ομάδα τους και ελπίδα πως μπορούν να βιώσουν άλλου είδους συλλογικές νίκες και θριάμβους (των ξεχασμένων ιδανικών τους) στον στίβο της πραγματικής ζωής.

Ο αθλητισμός έχει αντιθέσεις, ρυθμό και επανάληψη, δηλαδή στοιχεία αρμονίας και καλλιτεχνικού ταλέντου, τεχνικές, προπονήσεις-πρόβες, έμπνευση και μπόλικο αυτοσχεδιασμό. Έχει χορευτικές κινήσεις και γκολ ποιήματα ή ζωγραφιές, που αφήνουν άγαλμα τον τερματοφύλακα. Κινηματογραφική ταχύτητα και εναλλαγή σκηνών-συναισθημάτων. Και την εργατική τάξη που αναζητά το μπαλέτο της και κάνει τη δική της χορογραφία στην κερκίδα.
Αλλά έχουν κατσικωθεί πάνω του πλούσιοι χορηγοί, που σκοτώνουν τη χαρά του αθλήματος, φέρνοντάς το στα μέτρα τους για να κερδίζουν (χρήμα ή ισχύ ως μέσο πίεσης) αλλά κάποιοι τους αντιμετωπίζουν ως ευεργέτες -ακριβώς όπως στην τέχνη.

Έχει διάφορες μικρές μαγικές στιγμές, αλητείας ή απελευθέρωσης (που κατά μία έννοια ταυτίζονται), έξω από τις νόρμες, τις μονότονες μηχανικές κινήσεις και τη δικτατορία της σκοπιμότητας (νίκη, τίτλος ή απλώς κέρδος, ακόμα και χωρίς τα δύο πρώτα). Μπορεί να σου θυμίσει όμως, με τον πιο σκληρό τρόπο, πως κάποιες φορές η προσπάθεια από μόνη της δεν αρκεί και πως το χειροκρότημα στο τέλος (της ιστορίας) δεν είναι εγγυημένο. Ο δικός μας θίασος (του Τεό) πρέπει να γράψει μόνος του το νικηφόρο σενάριο, κυρίως με τις πράξεις του, αν δε θέλει στο φινάλε να εισπράττει από την εξέδρα του βροχή δεκάρικα. Και το πιο δύσκολο, σε τελική ανάλυση, είναι να σπάσεις τον τοίχο με το κοινό, το απόστημα της ανάθεσης, να βάλεις τους θεατές στο παιχνίδι, για να πάψουν να είναι θεατές, σε ένα είδος μπρεχτικής αποστασιοποίησης αλά αθλητικά.

Αλλά οι εξωτερικές ομοιότητες δεν έχουν σχέση με την ουσία, όσο σατανικά και αν περιγράψουμε κάποιες συμπτώσεις. Ο αθλητισμός συγγενεύει ίσως -εξ αγχιστείας- με κάποια είδη τέχνης, αλλά δεν είναι τέτοιο. Ο πίθηκος είναι ξαδελφάκι του ανθρώπου, με κοινό γενετικό υλικό (κατά 99%), αλλά δεν έχει συνείδηση και δεν μπορεί να εργαστεί (κανένα ζώο δεν έχει ΙΚΑ, όπως έλεγε και ο Ψάλτης -πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος). Η δημοσιογραφία είναι διεπιστημονικό αντικείμενο (επικοινωνιολογία κτλ) αλλά όχι ακριβώς επιστημονικό. Οι βιογραφίες δεν είναι ακριβώς ιστορία -αλλά αυτό θα το δούμε και στη συνέχεια. Και όσοι αγαπάμε ή ψηφίζουμε απλώς τα σφυροδρέπανα (ή στην χειρότερη γράφουμε σε αυτό), είμαστε ίσως κομμουνίζοντες (στην καλύτερη) αλλά όχι απαραίτητα πραγματικοί κομμουνιστές.

Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται προπονητές ή σχολιαστές (ταξικών) αγώνων. Οι αποτυχημένοι καλλιτέχνες γίνονται κριτικοί τέχνης και βγάζουν το απωθημένο τους. Οι αποτυχημένοι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να κάνουν τους δημοσιογράφους χωρίς πρόβλημα -άντε να βγάλουν και κάποιο βιβλίο, για να δείξουν πνευματικό έργο και ανησυχίες. Οι αποτυχημένοι κομμουνιστές πάνε παντού και μπορούν να ανοίξουν όλες τις πόρτες, με την ιδιότητα του πρώην, εκτός και αν ανοίξουν blog συλλογικής ψυχοθεραπείας. Κι οι αποτυχημένοι πίθηκοι σηκώνουν φασιστικά το χέρι τους και καμαρώνουν για το αίμα της φυλής τους, που προήλθε -το πάλαι ποτέ- από την Αφρική, αλλά νιώθει ανώτερη από αυτούς τους μαύρους. Εκτός και αν παίζει μπάσκετ, οπότε τρώει 30 στο κεφάλι και ησυχάζει...

Ο αθλητισμός παραμένει η καλύτερη εισαγωγή στην ισότητα, που τη βρίσκουμε μες στη διαφορά. Ή στους δρόμους της διαλεκτικής, για τη συγκεκριμένη κατάσταση και το ιστορικό πλαίσιο μιας εποχής. Αν κάποιος δεν καταλαβαίνει πως είναι αντιδιαλεκτικό να συγκρίνεις παίκτες και ομάδες άλλων εποχών -δεκαετιών, για να βρεις τον GOAT, γιατί ο καθένας έδρασε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, δεν έχει πολλές ελπίδες να αφομοιώσει τον διαλεκτικό υλισμό, τις αντιθέσεις ή γιατί ο Μέσι είναι ταυτόχρονα καλύτερος παίκτης και μικρότερο μέγεθος/θεολογικό φαινόμενο από τον Μαραντόνα και τους εκατομμύρια πιστούς του.

Κι αν δεν αντιλαμβάνεται πως ο Γκάλης δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Αντετοκούνμπο, ακριβώς γιατί είναι τέκνο της εποχής του (όπου δε σφύριζαν φάουλ το προτεταμένο χέρι του επιτιθέμενου) και μιας συγκυρίας που βρήκε κατάλληλες συνθήκες και ανθρώπους, παντρεύοντας δηλαδή αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, για να εκτοξεύσει το άθλημα στην ατμόσφαιρα όπου πετούσε ο Γκάλης, δε θα συλλάβει ποτέ τι σημαίνει επιστημονική κατάσταση -που προκύπτει ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, σαν το διαιτητικό σφύριγμα, που είναι πάντα αμερόληπτος όσο το κράτος στις ταξικές διαφορές.


Παλιός συνάδελφος. Κολλημένος με την μπάλα, στατιστικά και αθλητικές επετείους. Είπε να βγούμε μετά από καιρό, στον Σπανό στα Πατήσια. Για να θυμηθεί το κλίμα της Μεταπολίτευσης (κάτω οι δύο υπερδυνάμεις). Και για να μας πει τα νέα για την κατάμαυρη επαγγελματική προοπτική, που ανοιγόταν μπροστά του. Συμβασιούχος τραυματιοφορέας στα επείγοντα ή κοράκι στο Γ’ Νεκροταφείο (χωρίς νύχια γαμψά) και τελικά διάλεξε καθαριστής στις σκουπιδιάρες του Δήμου. Με το πρόγραμμα «55 άνω», που σου δίνει μια ευκαιρία να αποδημήσεις πιο γρήγορα, στο χώμα, στους ουρανούς ή στη Ριτσώνα -Earth, Wind and Fire- αλλά όχι από πείνα και χρέη.

Μας έλεγε για τους συναδέλφους του και για τα θρυλικά παρανόμια τους: Σβούρας, Σαΐτας, Σταλόνε. Βγαλμένα από τη ζωή -και σκετσάκι του ΑΜΑΝ, με τον Μπάμπη τον Σουγιά και αθηναϊκές πινακίδες. Ο καθένας μια ιστορία μόνος του. Σε έναν πιο δίκαιο κόσμο θα είχαμε ρομπότ και τα επιτεύγματα της ΤΝ για τέτοιες σκατοδουλειές. Και θα γράφαμε τις βιογραφίες ηρώων της βιοπάλης αντί για παχυλά αμειβόμενους επαγγελματίες αθλητές.

Σε έναν διαφορετικό κόσμο, το αναγνωστικό κοινό μπορεί να μην το συγκινούσαν οι βιογραφίες και οι προσωπικές διαδρομές του καθενός. Δε θα έψαχνε για ήρωες και λοιπούς αγίους για το εικονοστάσι του (Τραμπάκουλα, που άναβε κεράκι στους κλασικούς), παρά μόνο την ιστορία της τάξης του και συνολικές, κοινωνικές αναλύσεις. Θα ήταν και αυτό ένα μικρό βήμα στη μακρά διαδρομή της απομάγευσης του κοινωνικού προτσές, για να δούμε τι κρύβει το (και αυτό) μαύρο κουτί της ιστορίας.

Αλλά οι προσωπικές ιστορίες έχουν πάντα μια γοητεία, ένα ιδιαίτερο αλατοπίπερο, πιπεράτα ανέκδοτα ή ακόμα και ιστορικό «κουτσομπολιό» για πατατάκι -όλα χρειάζονται στη ζωή, και ακόμα περισσότερο στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι προσωπικές ιστορίες έχουν πάντα κάτι να πουν, αρκεί να μην μπερδεύεις τις ιστορίες με την Ιστορία και τις τάξεις με τις παρέες (που τάχα «γράφουν ιστορία» στο αφήγημα του Νιόνιου).

Και πώς βγαίνουν τα παρανόμια; Από την ίδια τη ζωή. Από μια εσωτερική ανάγκη να πεις τα πράγματα -και τα πρόσωπα- με το όνομα που θα τους δώσεις (που μπορεί να τους πάει πιο πολύ). Από την ανάγκη να βρεις ένα ψευδώνυμο, για να μη σε πιάσουν. Από φιλική - χιουμοριστική διάθεση ή απλώς για καζούρα, αν βρεις ένα βασικό γνώρισμα του στόχου σου και το εκτείνεις στην υπερβολή του, για να τον ακολουθεί για πάντα. Ενίοτε απλώς ψυχαναγκαστικά, γιατί όλοι πρέπει να έχουν ένα -όπως στις ΗΠΑ. Και ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα επικρατήσει στην πορεία και γιατί. Άγνωστη η τροπή της ιστορίας, ως κοινής συνισταμένης πολλών βουλήσεων, που δε συμπίπτει με καμία από τις αρχικές ατομικές βουλήσεις - συνιστώσες, αλλά έχει πάντα μια βασική ταξική κατεύθυνση.

Σε κάθε περίπτωση, τα παρατσούκλια είναι μια μορφή (λαϊκής) τέχνης. Ακόμα και ο Βαγγέλης Ιωάννου είναι καλλιτέχνης στο σπάσιμο νεύρων, με τα Σλούκι Λουκ, τις Κόμπρες, τους Τριποντίνους και τους Πιστολιόπουλους. Το κάνει αβίαστα, αυθόρμητα, αλλά με περισσό μεράκι. Και ευτυχώς που δεν τον έφερε το καπρίτσιο της ανάγκης (που έγινε ιστορία) στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, να αλλάξει τα φώτα σε ό,τι παρατσούκλι ξέραμε, όπως αυτό του Μάτζικ.

Και τι θα βρούμε πίσω από τη μαγεία του Μάτζικ, αν ξύσουμε λίγο την επιφάνειά της; Αυτό είναι το κυρίως θέμα της ανάρτησης. Που δεν χώρεσε στο κύριο μέρος της φλύαρης ανάρτησης. Ίσως σε κάποια επόμενη (ζωή), όμως...

Δεν υπάρχουν σχόλια: