Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Χρώματα κι αρώματα

Τις προάλλες η κε του μπλοκ παρακολούθησε μια σκεπτόμενη χολιγουντιανή ταινία –σπάνιο είδος που τελεί υπό εξαφάνιση- που έδωσε την αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση. Η ταινία έχει τον τίτλο Pleasantville (παραγωγής 1998) και αναφέρεται σε ένα φανταστικό ασπρόμαυρο σίριαλ της παλιάς αμερικάνικης τηλεόρασης και την ομώνυμη πόλη, όπου όλα κυλούν αρμονικά κι αγγελικά πλασμένα, χωρίς σκοτούρες, προβλήματα κι αντιφάσεις.



Οι οικογένειες είναι ευτυχισμένες και συγκεντρώνονται χαμογελαστές γύρω από το τραπέζι, για να απολαύσουν ένα πλούσιο πρωινό, όπως στις διαφημίσεις –που έλεγε ειρωνικά και η αλέκα, σε μια παλιότερη τηλεοπτική της εμφάνιση. Οι παίκτες της σχολικής ομάδας μπάσκετ έχουν εξωφρενική ευστοχία από όποια θέση και να σουτάρουν, γιατί δε νοείται να μην υπάρχει αίσια κατάληξη, έστω και σε ένα απλό σουτ στην προπόνηση. Οι γεωγραφικές γνώσεις των μαθητών περιορίζονται στους δύο κεντρικούς δρόμους της πόλης, καθώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτή, ενώ τα βιβλία έχουν μόνο λευκές σελίδες, χωρίς περιεχόμενο. Τα δημοφιλή αγόρια φλερτάρουν τα πιο όμορφα κορίτσια και όταν φουντώνουν τους χαρίζουν κονκάρδες, γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει έρωτας και πώς αλλιώς να κορυφώσουν –κι αυτό ισχύει και για τους ενήλικες της σειράς, ακόμα και για τους γονείς!

Κάθε ρόλος νιώθει να εκπληρώνει το σκοπό της ζωής του μέσω καθορισμένων, μηχανικών κινήσεων και μιας καθημερινής ρουτίνας, που αν διαταραχτεί, τους αναστατώνει. Για παράδειγμα όταν γυρίζει ο οικογενειάρχης στο σπίτι με την κλασική ατάκα «honey I m home», μένει σύξυλος στην είσοδο να την επαναλαμβάνει, μέχρι να πάρει απάντηση, όπως λέει το σενάριο. Όλα λειτουργούν βάση σχεδίου κι ενός συγκεκριμένου προγράμματος κι άπαντες νιώθουν ευτυχισμένοι, σύμφωνα με το σενάριο και το γενικότερο κλίμα ευφορίας των μεταπολεμικών χρόνων σε ένα εύρωστο αμερικανικό καπιταλισμό, με κυρίαρχη αξία την καταναλωτική αφθονία ως αδιάψευστο κριτήριο ευημερίας.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας σύγχρονός μας συνεσταλμένος έφηβος, που βλέπει φανατικά τη σειρά και αποστηθίζει όλες τις ατάκες της και μεταφέρεται ξαφνικά μαζί με τη συνομήλικη αλλά πιο προχωρημένη αδερφή του στο περιβάλλον της Pleasantville, όπου ενσαρκώνουν τα δύο παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας και καλούνται να παίξουν κανονικά τους ρόλους τους και να ζήσουνε μες στο σίριαλ, χωρίς να αλλάξουν τίποτα από τα κρατούντα ήθη και έθιμα. Η κοπέλα όμως λυγίζει σχετικά γρήγορα και «διαβρώνει» κάποιους συμμαθητές της, μυώντας τους στα μυστικά του έρωτα και της σεξουαλικής επαφής. Η ακολασία παίρνει σταδιακά διαστάσεις επιδημίας, με ανεπανόρθωτες συνέπειες στην ευτυχισμένη ηρεμία της πόλης, καθώς οι ‘βλάσφημοι’ χάνουν μαζί με την αθωότητα και την ασπρόμαυρη όψη τους, αποκτώντας χρώμα –κι ενώ όλα το σκηνικό παραμένει ασπρόμαυρο.



Όταν το στίγμα αρχίζει να εξαπλώνεται σε φιλήσυχους πολίτες, πέραν πάσης υποψίας, οι αρχές της πόλης αποφασίζουν να περιφρουρήσουν τα χρηστά ήθη της Pleasantville κι εξαπολύουν εκστρατεία κατά των έγχρωμων, καταστρέφοντας το στέκι, τα έργα και τα βιβλία που διάβαζαν –σαφής αιχμή για τις φυλετικές διακρίσεις και τον μακαρθικό παροξυσμό της εποχής (και όχι μόνο). Οι έγχρωμοι αναγκάζονται να ενωθούν και να αντισταθούν με όπλο το χρώμα, την τέχνη και τον έρωτα –περίπου όπως τα παιδιά των λουλουδιών- με ορόσημο της αντίδρασής τους την πρωτομαγιά! Και επικρατούν τελικά, γιατί ο θυμός κι η καταδιωκτική μανία των αρχών αποδεικνύονται εξίσου καταστροφικά για την ειδυλλιακή, ασπρόμαυρη απλότητα της Pleasantville και τη γεμίζουν χρώμα.

No ColoREDS
Δεν πρόκειται βέβαια για ένα τυπικό αίσιο τέλος (χάπι εντ) που τα απλουστεύει όλα, παρά μόνο για το τέλος της ασπρόμαυρης προϊστορίας –και την απαρχή της πραγματικής ιστορίας, θα προσθέταμε εμείς, που μόλις τώρα ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι της. Στην τελευταία σκηνή οι κάτοικοι συζητάν κι αναρωτιούνται τι θα κάνουν την ελευθερία τους και γενικώς τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Κι η αλήθεια είναι πως δεν έχουν ιδέα. Τους αρκεί όμως πως εξέπεσαν από έναν ψεύτικο παράδεισο και νιώθουν έτοιμοι να αναμετρηθούν με τις αντιθέσεις της πραγματικής ζωής.

Η ταινία αποδομεί αυτόν τον παράδεισο και μαζί τη συλλογική φαντασίωση-ανάμνηση ενός λαού για τον παλιό, καλό καιρό. Σατιρίζει καυστικά το «σενάριο» της σημερινής κοινωνίας, με τους αυστηρά καθορισμένους ρόλους και τις άδειες ζωές, χωρίς περιεχόμενο. Παίζει με διάφορους συμβολισμούς –όπως για παράδειγμα το μήλο της γνώσης και της ακολασίας και τους έκπτωτους πρωτόπλαστους. Και δίνει ένα σπουδαίο μάθημα για τις αντιθέσεις της πραγματικής ζωής –δε δίνουν μόνο η αγάπη κι η γνώση το χρώμα, αλλά κι ο θυμός- όπου δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, για να μπορούν να χωρέσουν σε απλοϊκά στερεότυπα. Καταφέρνει λοιπό να φτάσει αρκετά μακριά, ίσως πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα έφτανε ο μέσος αμερικανός που την παρακολούθησε.

Και ερχόμαστε έτσι στα καθ’ ημάς. Όπου το μπλοκ της μαύρης αντίδρασης μαυρίζει τις δικές μας ζωές και έχει στην υπηρεσία του μαύρους διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων να το θωρακίζουν με τη δράση τους. Αλλά δεν περιμένει να χιονίσει, για να δει άσπρη μέρα. Φροντίζει να το κάνει από μόνο του, με λευκοφρουρούς και λευκά κελιά, λευκές νύχτες για τα καταστήματα και λευκές εβδομάδες για τα σχολεία και τους μεγαλοξενοδόχους.

Αλλά το πιο βαθύ, μαύρο σκοτάδι έρχεται λίγο πριν την αυγή. Και στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο· υπάρχει κι η διαλεκτική, που ξέρει να διακρίνει τη συνύπαρξή τους –από τη ζέβρα μέχρι τα σκυλάκια δαλματίας- και την ενότητα μες στη διαφορά –το μαύρο είναι κατ’ ουσίαν μια πολύχρωμη μουτζούρα που περιλαμβάνει όλα τα χρώματα, όπως εξάλλου και το λευκό, έστω δια της απουσίας τους.

Κι εκτός αυτού υπάρχει το χρώμα. Όχι τα πράσινα άλογα της πράσινης ανάπτυξης. Ούτε και οι ροζ ξεπλυμένες θέσεις, που μπήκαν στο πλυντήριο συνειδήσεων μετά την κάθαρση του 89’ ή το πένθιμο μοβ κι η κινηματική μαυρίλα, με το συμπλήρωμα της παρδαλής πολυσημίας, που λέει πολλά, χωρίς να εννοεί τίποτα.

Αλλά το ταξικό κόκκινο. Άλικο σαν το αίμα των αγωνιστών που θυσιάστηκαν και το μεταλαβαίνουμε σήμερα σαν κρασί στη θεία κοινωνία, που δε σκοπεύουμε να το νερώσουμε και να το κάνουμε ροζέ ή κίτρινο, σαν τη διεθνή του κάουτσκι, που του έμεινε δικαίως η ρετσινιά του λακέ της αστικής τάξης. Κι όπως λένε οι έμπειροι πότες, η παραζάλη και οι αυταπάτες από τη σοσιαλδημοκρατική ρετσίνα είναι από τα χειρότερα μεθύσια, που μπορεί να έχει ένας λαός.

Ο οποίος έχει μια τάση –κι εμείς μαζί- να τα κάνει όλα σοκολατί, ή τέλος πάντων κάτι ομόχρωμο, που δε μυρίζει και τόσο ωραία. Αλλά στο τέλος θα βάλει το κόκκινο δρεπάνι, εκείνο που τον κάνει να μοιάζει κουκουέ. Και ήξερες σφε αναγνώστη, πως το κόκκινο στα ρώσικα σημαίνει και «όμορφο» κι η κόκκινη πλατεία λεγόταν έτσι, πολύ πριν εμφανιστούν οι μπολσεβίκοι στο ιστορικό προσκήνιο;

Το ζητούμενο της εποχής μας είναι να γκρεμίσουμε το μουντό γκρίζο που μας πλακώνει με χίλιους τρόπους κάθε μέρα και να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας, για να γεμίσουμε τις ζωές μας χρώμα κόκκινο και ταξικό, του έρωτα και της επανάστασης. Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Θα φροντίσουμε εμείς για αυτό.

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συντροφικούς χαιρετισμούς στα όργανα του blog! Ξέρει κανείς που μπορεί να υπάρχει η διασκευή του «Ροζ» από τον ΚΚΕ και την αναρχική στο youtube...;

Από το link του Βασίλη, το video έχει μπλοκαριστεί.

Αλέξανδρος

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Δεν θα μπω στην κουβέντα, αλλά νομίζω πως ταιριάζουν μερικά εγκυκλοπαιδικά.


Η αρχαία λέξη, ερυθρός, ήδη μυκηναϊκή, ομόρριζη με τις άλλες των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (red, λατινικό ruber απ’ όπου γαλλ. rouge κτλ.), επιβιώνει και σήμερα, στον Ερυθρό Σταυρό, τους ερυθρόδερμους και τους ερυθρόλευκους, στο ερύθημα (κοκκίνισμα) αλλά και στο λυθρίνι (ερυθρίνος).

Ωστόσο, συνήθως λέμε κόκκινος, που και αυτό αρχαίο είναι, αλλά ελληνιστικό, και προέρχεται από τον κόκκο· κόκκος σήμαινε κυρίως κουκούτσι, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα αβγά ενός εντόμου, που λέγεται κόκκος ο βαφικός, και που συσσωματωμένα πολλά μαζί σε μικρές μπαλίτσες σαν μεγάλες φακές, τις κηκίδες ή πρινοκόκκια, τα έβρισκαν κολλημένα στις βελανιδιές και σε άλλα δέντρα (και στην αρχή τα νόμιζαν καρπούς των δέντρων). Ο κόκκος από τα νεολιθικά χρόνια χρησίμευε, αφού τον ξέραιναν και τον άλεθαν, για την παρασκευή κόκκινης χρωστικής, κι έτσι η λέξη «κόκκινος» από την αρχική της σημασία (ύφασμα βαμμένο με κόκκο, π.χ. καταπέτασμα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα) υποκατέστησε τελικά την παλιότερη «ερυθρός».

Και το πορφυρό χρώμα είναι επισημότερη και βαθύτερη απόχρωση του κόκκινου, και οφείλει κι αυτό την ονομασία του σε ζώο: σε ένα οστρακοφόρο μαλάκιο που χρησίμευε για την παρασκευή του χρώματος, την πορφύρα, που από τον αδένα του έβγαζε τη βαθυκόκκινη χρωστική που χρησιμοποιούσαν για τα πανάκριβα ρούχα των εστεμμένων, γι’ αυτό και ονομάστηκε Πορφυρογέννητος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ — η λέξη έχει περάσει και στο αγγλικό purple. Έχουμε ακόμα το πυρρό (της φωτιάς το χρώμα) ή το ρούσο, το ξανθοκόκκινο, το χρώμα των Ρουσίων του βυζαντινού ιπποδρόμου, από το λατινικό russeus και άσχετο με τους Ρώσους. Αλλά και πολλές άλλες λέξεις υπάρχουν για αποχρώσεις του κόκκινου: το άλικο (ανοιχτό κόκκινο, τουρκικό δάνειο), το κρεμεζί (δάνειο από τα τουρκικά, που ανάγεται τελικά στην περσική λέξη για το ίδιο εντομάκι που παράγει την κόκκινη χρωστική, από εκεί και το αγγλικό crimson) ή το σκαρλάτο (που ανάγεται μέσω του βυζαντινού σιγιλλάτος στο λατινικό sigillum, σφραγίδα, στάμπα).

(συνεχίζεται)

Νίκος Σαραντάκος είπε...

(συνεχιζεται)

Το κόκκινο είναι το χρώμα του αίματος και του κινδύνου, του πάθους και της φωτιάς, της θυσίας και του θυμού, της επανάστασης και του κομμουνισμού. Κόκκινο, σε διάφορες αποχρώσεις, φορούσαν οι αυτοκράτορες και οι άλλοι εστεμμένοι, κόκκινο είναι το χρώμα των απαγορευτικών πινακίδων της τροχαίας και των πυροσβεστικών οχημάτων, των χρεωμένων λογαριασμών και των σπιτιών του πληρωμένου έρωτα. Κόκκινη κάρτα δείχνει ο διαιτητής στους άτακτους παίχτες, κόκκινες γραμμές υποτίθεται ότι βάζει η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές (αλλά πάσχει από αχρωματοψία), κόκκινες είναι και οι ματωμένες φράουλες της Μανωλάδας.

Η σύνδεση του κόκκινου με τα αριστερά κινήματα έχει τις ρίζες της στη Γαλλική Επανάσταση. Αρχικά, η Εθνοφρουρά ύψωνε την κόκκινη σημαία σαν προειδοποίηση ότι θα ανοίξει πυρ· έτσι έγινε και στη σφαγή του Πεδίου του Άρεως, στις 17 Ιουλίου 1791, όταν οι Εθνοφρουροί έπνιξαν στο αίμα μια αντιμοναρχική διαδήλωση, και από τότε οι Γιακωβίνοι υιοθέτησαν το κόκκινο σε ανάμνηση των θυμάτων της μέρας εκείνης. Η κόκκινη σημαία πρωταγωνίστησε και στην Επανάσταση του 1848, όταν παραλίγο να αντικαταστήσει την τρίχρωμη ως εθνική σημαία της Γαλλίας, και δέθηκε αδιάρρηκτα με τα σοσιαλιστικά, εργατικά και κομμουνιστικά κινήματα μετά την Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Όπως έγραψε ο Κάρολος Μαρξ στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, «ο παλιός κόσμος έβγαζε αφρούς λύσσας μπροστά στην Κόκκινη Σημαία, το σύμβολο της δημοκρατίας της εργασίας, που ανέμιζε στο δημαρχείο». Και σ’ ένα ελληνικό Εγκόλπιον εργάτου του 1893 διαβάζουμε: «Η ερυθρά σημαία του σοσιαλισμού φέρει χρυσοίς γράμμασιν: Ελευθερία, όλοι ίσοι».

Κόκκινη σημαία ανέμισε και στο Χεϊμάρκετ του Σικάγου, στη ματωμένη συγκέντρωση που γέννησε το γιορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς, κόκκινη με σφυροδρέπανο υψώθηκε στα χειμερινά ανάκτορα το 1917 από τους μπολσεβίκους και στο Ράιχσταγκ στις 2 Μαΐου 1945 συμβολίζοντας το τσάκισμα του ναζισμού, κόκκινες σημαίες με διάφορα εμβλήματα ανεμίζουν στις εργατικές διαδηλώσεις. Το τραγούδι της Κόκκινης Σημαίας γράφτηκε στα αγγλικά το 1889 από τον Ιρλανδό σοσιαλιστή Τζιμ Κόνελ (πάνω στον σκοπό τού «Αχ έλατο») και μεταφράστηκε σε πάμπολλες γλώσσες («Ω κόκκινη σημαία μας, χρώμα αγάπης και ζωής» αρχίζει στα ελληνικά, ενώ ο αντίστοιχος αγγλικός στίχος είναι The people’s flag is deepest red), και εξακολουθεί να αποτελεί τον επίσημο ύμνο του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, όσο κι αν έφερνε τον Τόνι Μπλερ σε μεγάλη αμηχανία. Άλλο πασίγνωστο τραγούδι με κόκκινη σημαία είναι το ιταλικό Bandiera rossa, που δεν το μεταφράσαμε στα ελληνικά γιατί μας είναι οικεία η παντιέρα, ελληνογενές το trionferà του ρεφρέν και διεθνείς οι περισσότερες λέξεις: Εβίβα ιλ κομουνίσμο ε λα λιμπερτά!

Ανώνυμος είπε...

Να ρωτησω κατι οφ τοπικ και γω:Η Συγχρονη Εποχη στην Αθηνα,τι μερες και ωρες ειναι ανοικτα?Δεν γραφει στην σελιδα της.

Παπουτσωμενος Γατος

Singularity είπε...

“Fear is the path to the dark side. Fear leads to anger. Anger leads to hate. Hate leads to suffering.”

Επίσης το πιο βαθύ σκοτάδι δεν είναι πριν την Αυγή.
Αυτή την ταινία την είχα δεί τόοοοτε στον κινηματογράφο και δεν μου είχε αρέσει. Άντε, να της δώσω άλλη μία ευκαιρία.

Ανώνυμος είπε...

Επιτέλους κάτι χρήσιμο από τον κύριο Σαραντάκο! :-) Χρίζεται ο επίσημος βιβλιοθηκάριος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ελλάδας!
Η Σύγχρονη Εποχή Τρίτη - Πέμπτη - Παρασκευή είναι σίγουρα μέχρι τις 8 μμ. Δευτέρα και Τετάρτη νομίζω κλείνει 4 μ.μ. όπως νομίζω και το Σάββατο (μπορεί και νωρίτερα). Ελπίζω να βοήθησα.
Κατά τα άλλα πολύ συμπαθητική η ανάρτηση. Δε έχω δει την ταινία, επιφυλάσσομαι να γίνει άμεσα για να πω γνώμη.

ΡΓ

Μπρεζνιεφικό απολίθωμα είπε...

Η κε του μπλοκ συμφωνεί με το ΡΓ. Επιτέλους ένα σχόλιο που προσφέρει κι αναδεικνύει την αρχική ανάρτηση

Αλέξανδρε, το "μπορντώ" μπορείς να το ακούσεις (αλλά όχι να το δεις) κι εδώ

http://www.youtube.com/watch?v=RHCrrTcQujo

ulyanovism είπε...

@Σαραντάκος

Το σφυροδρέπανο υπήρχε ήδη σαν σύμβολο το 1917; Είχα την εντύπωση ότι μετά τη νίκη της σοβιετικής εξουσίας καθιερώθηκε σαν σύμβολό της. Μήπως ξέρεις ποιος το σχεδίασε και πότε;

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Καλή ερώτηση, αξίζει να το ψάξει κανείς περισσότερο. Σ' ευχαριστώ, μου δίνεις ιδέα να γράψω κάτι.

Το σφυροδρέπανο εμφανίζεται γύρω στο 1918 στη σημαία της ΡΣΟΣΔ. Πριν απο το 1917 δεν πρέπει να έχει καταγραφεί πουθενά.

Στην προμετωπίδα του Ριζοσπάστη το σφυροδρέπανο εμφανίζεται πρώτη φορά στις 4.7.1921. Μάλιστα, στο συγκεκριμένο έμβλημα υπήρχε από πίσω κι ένας ήλιος που ανάτελλε.