Οι κλασικοί λένε κάπου πως η κυρίαρχη ιδεολογία σε ένα
δοσμένο κοινωνικό σύνολο είναι η ιδεολογία της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Κι
είναι ζήτημα (βασικά λυμένο αλλά και) προς συζήτηση αν θα μπορούσε ποτέ η
επαναστατική-κομμουνιστική ιδεολογία να πλειοψηφήσει στις σημερινές συνθήκες, χωρίς
τη διαμεσολάβηση μιας επαναστατικής διαδικασίας –κάτι που παραπέμπει στη γνωστή
ρεφορμιστική-ιδεαλιστική αντίληψη: πρώτα να κερδίσουμε-αλλάξουμε τις
συνειδήσεις του κόσμου κι ύστερα τον κόσμο γύρω μας. Αλλά αυτό δε θα το
αναλύσουμε περαιτέρω στο σημερινό κείμενο.
Κατ’ αντιστοιχία, ο κυρίαρχος τρόπος ζωής κι οι διάφορες τάσεις
που διαμορφώνονται είναι εμποτισμένες με τις αξίες της κυρίαρχης τάξης –δεν
υπάρχει προφανώς πλήρης ταύτιση, γιατί δεν έχουν όλοι τα εισοδήματα της
κυρίαρχης τάξης, για να ακολουθήσουν το life-style των αστών. Μπορούν όμως να το ονειρεύονται δωρεάν και θα
τους κοστίσει ακριβά να το αποβάλουν, νικώντας τη δύναμη της συνήθειας, για να
μάθουν να σκέφτονται διαφορετικά.
Αυτή ακριβώς η επέκταση του παραπάνω σχήματος είναι που
κάνει ίσως αρκετούς να βρίσκουν εύστοχο και να αποδέχονται αυθόρμητα τον όρο
«ολοκληρωτικός καπιταλισμός», που αγκαλιάζει σχεδόν κάθε πτυχή της ανθρώπινης
δραστηριότητας και αποτυπώνει πιστά τη σημερινή κατάσταση γενικευμένης
εμπορευματοποίησης. Αν και στην πραγματικότητα, οι βάσεις αυτής της θεωρητικής
επεξεργασίας είναι διαφορετικές κι έχουν να κάνουν με τις ιμπεριαλιστικές
ολοκληρώσεις και την τάση προς τον ολοκληρωτισμό. Αλλά ούτε αυτό είναι της
παρούσης να αναλυθεί διεξοδικά.
Τι (μπορούμε) να κάνουμε λοιπόν; Αναζητούμε στο περιθώριο
του κυρίαρχου τρόπου ζωής μικρές κοφτές (ου μην και κομμένες) ανάσες ελευθερίας
και αξιοπρέπειας. Αποδεχόμαστε σιωπηρά αλλά συνειδητά πως δεν πρόκειται να
βρούμε στη δουλειά μας (αν την έχουμε και αυτήν) την ανάπτυξη κι ολοκλήρωση της
προσωπικότητάς μας και διαπραγματευόμαστε με στιλ ελληνικό, βαρουφακίσιο, έναν
έντιμο συμβιβασμό για την τυπική μας συμμετοχή και το μικρότερο δυνατό ξόδεμα
στο προκαθορισμένο ωράριο, που θα μας αφήνει τουλάχιστον αρκετό ελεύθερο χρόνο
μες στη μέρα για να βρούμε τον εαυτό μας σε άλλες δευτερεύουσες δραστηριότητες.
Που δεν είναι καθόλου ασήμαντες, λειτουργούν όμως συμπληρωματικά προς την
εργασία, που αποτελεί τη βασική κοινωνική σχέση που καθορίζει τον άνθρωπο και
στο σημερινό πλαίσιο καταλήγει συνήθως να αδειάζει αντί να γεμίζει τον
εργαζόμενο, αφήνοντάς του ελάχιστα περιθώρια για να κάνει κάτι δημιουργικό
–πόσο μάλλον κάποια «βαριά» πνευματική ασχολία- στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο του.
Η παραπάνω ιδέα βασίζεται κατά μία έννοια στο περίφημο
«απέξω» του βλαδίμηρου για την επαναστατική θεωρία και την εργατική τάξη –αν
και υπάρχει η ερμηνεία ότι αυτό το απέξω δεν αναφέρεται απαραίτητα στο στρώμα
των διανοούμενων που βρίσκονται εκτός εργατικής τάξης και μόνο αυτοί μπορούν να
φιλοσοφούν και να ασχολούνται με θεωρητικά ζητήματα, αλλά σε αυτή καθαυτή τη
θεωρητική σύλληψη που προκύπτει έξω από τον υποδουλωτικό, αποβλακωτικό
χαρακτήρα της μισθωτής δουλείας και την παραγωγική διαδικασία σε αυτές τις
συνθήκες. Αλλά για κάθε σωστή ιδέα, υπάρχει κι η υπερβολή της, που τη σπρώχνει
έξω από τα όρια της ισχύος της.
Φτιάχνουμε λοιπόν μικρά προσωπικά –ή και συλλογικά-
καταφύγια, περισσότερο για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα παρά για να την
αλλάξουμε. Κι όσο βαυκαλιζόμαστε πως χτίζουμε εναλλακτικές ετεροτοπίες, τόσο
τις ενσωματώνει και τις απορροφά με δύναμη ηλεκτρικής σκούπας το σύστημα. Ο
καλός μύλος της αντίδρασης όλα τα αλέθει: εμπορικά, «εναλλακτικά» δίκτυα,
εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, δεκάδες μικρά ρυάκια (καλλιτεχνικά στέκια, ομάδες,
ομίλους, κολεκτίβες, κ.ά) που στερεύουν και ξεστρατίζουν όταν δε χύνονται στο
Ποτάμι του αδόλφου χίπστερ και τις ανόητες εξαγγελίες πως θα αλλάξουν όλα
(χωρίς να βουλιάξει η χώρα) ξεκινώντας από τα μικρά πράγματα που «κάνουν τη
διαφορά», όπως το καφάσι στο δρόμο για το παρκάρισμα.
Ακόμα κι αν δεν έχει κανείς όμως αυταπάτες αλά μαρκούζε
για τη γλυκιά ενσωμάτωση του περιθωρίου, που βαφτίζεται επαναστατικό
υποκείμενο, υπάρχει ο κίνδυνος του βολέματος, μιας ιδιότυπης ανακωχής κι ενός
άτυπου κοινωνικού συμβολαίου, που συμπυκνώνεται στη λογική της παραίτησης και
του «κάντε ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε μας τουλάχιστον ήσυχους». Στην πραγματική
ζωή όμως –που τρυπώνει από τις χαραμάδες του τείχους μας και παίρνει πάντα την
εκδίκησή της- δεν υπάρχει εκεχειρία, δεν μπορούν να σταθούν οι μεσοβέζικοι
συμβιβασμοί κι η αναπόληση μιας χαμένης ισορροπίας του πρόσφατου παρελθόντος.
Και όσο η απογοήτευση μεταφράζεται σε ιδιώτευση και αναχωρητισμό, τόσο
επιτρέπουμε την πλήρη επικράτηση και την εισβολή των εμπορικών σχέσεων στην
«ιδιωτική» μας σφαίρα.
Η σύγκρουση που έρχεται δε θα δοθεί σε δευτερεύοντα
χαρακώματα του εποικοδομήματος (όσο κι αν έχουν αυτά τα τελευταία τη σημασία
τους) ούτε σε εναλλακτικούς μικρόκοσμους του περιθωρίου, χωρίς καμία επαφή με
τον πραγματικό κόσμο· αλλά στην κεντρική σκηνή και με όλους τους προβολείς πάνω
μας. Η νίκη της επανάστασης θα έρθει μέρα μεσημέρι κι όχι σαν κλέφτης από το
παράθυρο. Και όσο φυγομαχούμε και δεν προετοιμαζόμαστε για αυτήν, τόσο θα
στενεύουν τα περάσματα.
Ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια
Ξέρω καλά πως θα σαλτάρω, αν δε σε δω
Hasta la Βικτώρια siempre
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου