Σήμερα
κανονικά, λόγω της ημέρας, θα ταίριαζε ένα επετειακό κείμενο για τα γενέθλια
της επον και του κόκκινου στρατού. Αλλά αυτά θα τα δείτε καλύτερα στο Ατέχνως ή
και στο σινεμά αλκυονίς, όπου προλαβαίνετε να δείτε κάποια ταινία από το
αφιέρωμα στην επον. Αντ’ αυτού λοιπόν, η κε του μπλοκ θα πάρει σήμερα το ρεπό
της, λόγω της ημέρας, και θα αντιγράψει μερικά αποσπάσματα από το δεύτερο τόμο
(«τα βουνά») του βιβλίου «νύχτες και αυγές» του μήτσου αλεξανδρόπουλου.
Το
πρώτο απόσπασμα αναφέρεται στην αντίδραση των τραυματιών ανταρτών σε ένα
νοσοκομείο για την αρχική σύνθεση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», μετά από
τη συμφωνία του λιβάνου. Σε πρώτη φάση είχαν μείνει κενά κάποια χαρτοφυλάκια,
που προορίζονταν για τους εαμίτες υπουργούς, αλλά την ίδια στιγμή είχε
ανακοινωθεί ήδη η υπόλοιπη σύνθεση της κυβέρνησης, για να λειτουργήσει ως
μοχλός πίεσης στην εαμική πλευρά, ώστε να αποδεχτεί τη συμφωνία και τους
δυσμενείς όρους της.
-.-.-
Στο αντικρινό κρεβάτι πλάγιαζε ο νεολαίος Δυοβουνιώτης
–παλιά γνωριμία από το λόχο στρατηγείου στον Αστρά. Του είχαν κόψει κι αυτουνού
τώρα το δεξί χέρι από τον αγκώνα. Τετραπέρατο βλαχόπουλο από κάποιο
καραγκουνοχώρι της Θεσσαλίας εκφραζόταν συχνά με απορίες που παρουσίαζαν τα
πράγματα από απροσδόκητες όψεις. Αγαπούσε τη συζήτηση και να λέει αστεία
σοβαρολογώντας. Ο Δυοβουνιώτης διάβαζε τώρα την προκήρυξη με τα ονόματα των
υπουργών. Κοιτούσε με πολλή περιέργεια σα να ‘βλεπε ζωγραφιές –ανθρώπους με
πολλά κεφάλια, γοργόνες με ουρές κι άλλα τέτοια.
-Τι βλέπεις εκεί, Δυοβουνιώτη;
Αυτός σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Κοσμά:
-Προσπαθώ να βρω: τι να ‘ναι όλοι ετούτοι;
-Υπουργοί! Του είπε ο γείτονας του Κοσμά, ο Θύμιος με τα
κομμένα ποδάρια.
-Α, σε ευχαριστώ! Φώναξε με ειρωνία ο Δυοβουνιώτης. Με
φώτισες κι ας μη σε λένε Φώτη. Αυτό όμως λέω εγώ τώρα; Αυτό το ξέρω. Εγώ
προσπαθώ να βρω τι είναι και τους έκαναν υπουργούς, τι προσφέραν στον αγώνα;
Εμείς ονόματα βλέπουμε εδώ, αλλά τι είναι κάτω από το κάθε όνομα το ξέρουμε;
Να, κοίτα εδώ έναν πήχη όνομα: Γαρουφαλακόπουλος! Τι να ‘ναι αυτό; Αποκλείεται
να είναι λες κανένας μέραρχος που τσάκισε με τους αντάρτες του τους
Γερμαναράδες;
-Θα τον ξέραμε τότε...
-Και πώς ναν τον ξέρουμε που θα ‘χε το ψευδώνυμό του κι
αυτός; Εσύ θα το ‘ξερες πώς είναι το όνομά μου αν δε σου το ‘λεγα; Δυοβουνιώτης
ακούς και κάτσε-γύρευε. Έτσι κι αυτός εδώ, μπορεί να είναι από κείνους που
γκρέμισαν στο Γοργοπόταμο τη γέφυρα και πολέμησε με το ψευδώνυμο Αχιλλέας –πού
το ξέρεις;
Μάταια προσπάθησαν να τον μεταπείσουν οι άλλοι, ότι δεν
ήταν απαραίτητο να είναι ο Γαρουφαλακόπουλος μέραρχος ή καπετάνιος...
-Πρέπει! Υποστήριζε τη γνώμη του ο Δυοβουνιώτης.
Αλλιώτικα τι τζερεμές είναι, τι τον θέλουμε στην κυβέρνηση;
-Έλα τώρα Δυοβουνιώτη, με ζάλισες, είπε ο Θύμιος. Εξήγησέ
μας καλύτερα γιατί οι δικοί μας δεν είναι μέσα στην κυβέρνηση;
Ο Δυοβουνιώτης απάντησε με προσποιητή απορία:
-Τι να κάνουν οι δικοί μας στην κυβέρνηση; Αν ήταν
κανένας κατάλογος εκτελεσμένων θα ήταν πρώτοι και καλύτεροι...
Ορισμένα τέτοια αστεία του Δυοβουνιώτη οι άλλοι
τραυματίες δεν τ’ αγαπούσαν. Ο Θύμιος θύμωσε πολύ.
-Αυτά, Δυοβουνιώτη... άκου δω!
-Καλά, δεν το ματακάνω!
Οι εαμικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πάρει μέρος στην
κυβέρνηση. Στο τέλος της προκήρυξης σημειωνόταν ότι τα υπόλοιπα υπουργεία μέναν
για την ώρα κενά. Αυτό ήταν γραμμένο με ψιλά στοιχεία όπως σημειώνεται μια
λεπτομέρεια όχι τόσο σημαντική. Δεν ήθελε όμως συζήτηση ότι εκεί ήταν
σημειωμένο το μεγάλο πρόβλημα: θα έπαιρνε αυτή η κυβέρνηση την έγκριση των
μαχόμενων Ελλήνων ή θα στηριζόταν μόνο στην επιθυμία και στα όπλα των Άγγλων;
Οι αντάρτες είχαν αντιληφθεί τι σημασία είχε η απουσία των δικών τοηυς από την
κυβέρνηση κι ήθελαν να ξέρουν τι θα γινόταν; Θα συμφωνούσε η δική τους ηγεσία;
Ρωτούσαν τον Κοσμά. Αλλά ο Κοσμάς δεν ήθελε να μοιάζει μ’
ένα γνωστό του που ενώ ήξερε ελάχιστα γραμματάκια και δεν είχε αρκετή πείρα από
τη ζωή, παρόλα αυτά όταν γινόταν πολιτική συζήτηση απαντοήυσε σ’ όλα τα
ερωτήματα, ακόμη και τι θα γινόταν ύστερα από τον πόλεμο το κρατίδιο του Αγίου
Μαρίνου. Θυμόταν άλλωστε και αυτό που είχε πει το χειμώνα ο Λίας, ότι έπρεπε να
είναι κανείς σε ψηλό μέρος για να βλέπει τι γίνεται κάτω και γύηρω. Ο Κοσμάς
καταλάβαινε βέβαια καλύτερα από τα απλά αυτά παιδιά, που ήταν η συντροφιά του.
Είχε παρακολουθήσει το σπουδαίο πρόβλημα πριν φτάσει στο κρίσιμο σημείο, όπου
μπήκε τώρα. Είχε ακούσει να μιλ’άν γι’ αυτό άλλοι πιο έμπειροι και υπεύθυνοι.
Θυμόταν τα επιγραμματικά λόγια του Σταύρου: «Ο παλαιοκομματισμός έχει
χρεοκοπήσει, στέκει με το ένα πόδι στον τάφο...» Και αυτό που είχε απαντήσει
τότε, στο παράνομο τυπογραφείο, ο Σπύρος, ότι αν τους τραβήξει κανείς από το
άλλο πόδι αυτοί θα ξαναβγούν.
Να πλησίαζε λοιπόν τώρα αυτή η στιγμή της νεκρανάστασης;
Τι θα έλεγε, τι λέει αλήθεια τώρα ο Σπύρος;
-.-.-
Παραθέτω
συμπληρωματικά ένα ακόμα μικρό απόσπασμα, από το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου,
όπου μιλάει ένας διαφωτιστής του εαμ μετά από ένα μάθημα-αχτίφ με τους
τραυματίες αντάρτες. Κι έχει ενδιαφέρον και το ζήτημα που μπαίνει στο τέλος,
στο οποίο δεν είναι σίγουρο πως θα δίναμε όλοι την ίδια απάντηση και με το ίδιο
σκεπτικό.
-Αυτές οι συναντήσεις με τη βάση, είπε στον Κοσμά που τον
ξεπροβόδισε κατόπιν ως παραέξω, δε φατάζεσαι τι φρέσκες δυνάμεις σου δίνουν.
Λέμε συχνά τη φράση: «κατεβαίνω στη βάση», το σωστό είναι να λέμε: «ανεβαίνω»,
να όμως που δεν έχω δυστυχώς τον καιρό να το κάνω αυτό πιο συχνά. Κρίμα, γιατί
κάθε νέα συνάντση σε τροφοδοετεί με σπουδαίο υλικό, βλέπεις τον κόσμο, τον
ακούς, οι απορίες του, σε βοηθάν να καταστρώσεις πλάνο της διαφωτιστικής
δουλειάς για ένα ορισμένο διάστημα. Είχες που με ρώτησε λογουχάρη τώρα ο νέος
που είναι στο ακρινό κρεβάτι, πλάι στο δικό σου, αν η Λαϊκή δημοκρατία ανήκει
στο σοσιαλιστικό σχηματισμό ή στον καπιταλιστικό. Εδώ δεν πρέπει να υπάρχουν
συγχύσεις, θα χρειαστεί να οργανώσουμε μια σειρά μαθήματα απλά και
κατατοπιστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου