Το "Μετά τη Βάρκιζα" είναι ο τίτλος ενός ενδιαφέροντος βιβλίου του Σαράφη, του επικεφαλής του ΕΛΑΣ. Αλλά και ο τίτλος μιας παράστασης, που ανεβαίνει φέτος στο θέατρο Αλκμήνη (πατήστε το σύνδεσμο για λεπτομέρειες), όπου νιώθεις σαν τον Οβελίξ ενώ προσπαθεί να χωρέσει στο μεσαίο μέγεθος στολής, στο Αστερίξ Λεγεωνάριος, και στο τέλος θες να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις όρθιος τους συντελεστές, όχι μόνο από ενθουσιασμό, αλλά για να ξεπιαστείς κάπως και να αρχίσει ξανά να κυκλοφορεί το αίμα.
(Ακολουθεί η λεγόμενη σποϊλεριά, που προδίδει το τέλος, πχ "ο μπάτλερ το έκανε". Συνεπώς, αν δεν έχετε δει την παράσταση, αλλά σκοπεύετε να το κάνετε τις επόμενες ημέρες, καλύτερα να αποφύγετε τις επόμενες παραγράφους).
Αυτό που με εμπόδισε να το κάνω, ήταν το απογοητευτικό -κατά τη γνώμη μου βέβαια- τέλος, όπου η μάνα, τραγική φιγούρα και βασική ηρωίδα, προδίδει τον αντάρτη γιο της, γιατί τον αγαπά τόσο που προτιμά να τον βλέπει φυλακισμένο αλλά ζωντανό, παρά στο βουνό, όπου κινδυνεύει κάθε στιγμή η ζωή του. Και πώς ξέρει ότι δε θα τον σκοτώσουν οι δεσμοφύλακές του; Γιατί της υποσχέθηκαν...
Νομίζω πως ο συγγραφέας πέφτει στην παγίδα της σεναριακής ανατροπής και το χάνει εντελώς. Δεν είναι μόνο το φινάλε που μοιάζει ελάχιστα ρεαλιστικό (καμία μάνα δε θα πρόδιδε το παιδί της, για να το... σώσει, όσο κι αν της περνούσε κάτι τέτοιο από το μυαλό), αλλά και η πολιτική του σημειολογία, που φαίνεται να ακυρώνει τον τίτλο του έργου και τα διδάγματα της Βάρκιζας, από την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, που ακολούθησε την υπογραφή της Συμφωνίας.
Το ΕΑΜ υπέγραψε τον αφοπλισμό και την καταδίκη του, πιστεύοντας τους αντιπάλους του που (του) υποσχέθηκαν ειρήνευση, ομαλότητα και δημοκρατικές διαδικασίες, για να καταπατήσουν από την επόμενη κιόλας ημέρα τα συμφωνηθέντα. Κανείς αντάρτης, συγγενής αντάρτη ή απλός λαϊκός άνθρωπος δε θα μπορούσε να πατήσει την ίδια μπανανόφλουδα δυο φορές, δε θα μπορούσε να δώσει πίστη στα λόγια των δήμιών του, και να τους παραδοθεί αμαχητί, με τον εμφύλιο σε πλήρη εξέλιξη. Κανείς δε θα μπορούσε -όσο απελπισμένος κι αν ήταν- να υπολογίζει στο λόγο τους, την ειλικρίνεια και την επιείκειά τους.
Το δεύτερο αρνητικό στοιχείο είναι το παλαντζάρισμα ανάμεσα στη διδαχή και το προσωπικό δράμα, που δεν καταφέρνει -κατά την υποκειμενική μου κρίση πάντα- να βρει και να κρατήσει ισορροπίες, ρέποντας πότε προς τον έντονο συναισθηματισμό, που εκμαιεύει τα συμπεράσματα (αλλά σίγουρα αγγίζει πολλούς θεατές), και πότε σε διαλόγους με ανάγνωση αποσπασμάτων από εφημερίδες, που παραπέμπουν μάλλον σε φοιτητικές συνελεύσεις, παρά σε καθημερινές συζητήσεις.
Αυτά σε συνδυασμό με κάποιες ιστορικές ανακρίβειες -γιατί να κάνει δήλωση κάποιος που είναι στο βουνό;- κι αντιφάσεις που μπορεί να διέκριναν πάντως και το ίδιο το κίνημα τότε (επίκληση της ενότητας ενάντια στο διαίρει και βασίλευε των ιμπεριαλιστών, τη στιγμή που ο ένοπλος αγώνας ήταν εκ των πραγμάτων μια κορύφωση της ταξικής διαίρεσης και της όξυνσης της βασικής αντίθεσης), με κάνουν να μη συγκαταλέγω την παράσταση ανάμεσα στις καλύτερες που έχω παρακολουθήσει.
Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν τη συνιστώ ή ότι θα απέτρεπα κάποιον από το να πάει να τη δει -εκτός κι αν είναι δύο μέτρα ύψος ή πάνω από εκατό κιλά, οπότε θα δεινοπαθήσει στα καθίσματα της αίθουσας. Αλίμονο, δε μας περισσεύουν τέτοια έργα, για να είμαστε ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι.
Το "μετά τη Βάρκιζα" είναι μια γροθιά στο στομάχι του ανυποψίαστου θεατή κι ενδείκνυται ειδικά για τους αμύητους που δε θα αποκομίσουν "ωμό συναίσθημα" αλλά χρήσιμο υλικό και πληροφορίες που πιθανότατα αγνοούν -πχ ότι ο Παπανδρέου χαρακτήρισε θείο δώρο τα Δεκεμβριανά. Ένα έργο που αποφεύγει -αν και όχι πάντα με επιτυχία- τις απλουστεύσεις και τα στερεότυπα, αλλά βασικά δεν αποφεύγει να πάρει θέση. Κι αυτό είναι το βασικό του πλεονέκτημα που συνοδεύει μια σειρά άλλες αρετές: τις καλές ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, και πολλές εύστοχες σεναριακές αναφορές (όπως τον "αναχρονισμό" με τη διάκριση αριστερού-κομμουνιστή, ή το διαχρονικό ρόλο και τις αντιδράσεις που προκαλούν ο Ριζοσπάστης κι η Καθημερινή).
Και προπαντός, η ανάδειξη της αλήθειας πως οι αντάρτες δε βγήκαν για δεύτερη φορά στο βουνό, στον εμφύλιο, αυθόρμητα, αλλά επειδή υποχρεώθηκαν, προκειμένου να γλιτώσουν την αξιοπρέπειά τους και τη σωματική τους ακεραιότητα, την ίδια τη ζωή τους από την κόλαση και τα αντίποινα του ταξικού εχθρού. Μακάρι να 'χαν βγει στο βουνό μαζικά και βάσει σχεδίου -όπως μας 'καταλογίζει' η αστική ιστοριογραφία- γιατί τότε θα είχαν ρεαλιστικές -ή τέλος πάντων πολύ περισσότερες- πιθανότητες να νικήσουν.
Κι ίσως, αν τα καθίσματα της αίθουσας ήταν λιγότερο άβολα, να εκτιμούσα(με) κάποια πράγματα καλύτερα. Από την άλλη όμως βοηθάνε πολύ το θεατή να ταυτιστεί με τη δύσκολη και στριμωγμένη κατάσταση που βίωναν τότε οι αγωνιστές.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα που μένει για το σήμερα;
Η Βάρκιζα ήταν αφοπλισμός, αλλά αυτό δεν έφτανε στον εχθρό, που επιδίωκε να μας διαλύσει. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος για τους αντάρτες, αλλά μόνο για όσους ήθελαν να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους και το δικαίωμα να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, χωρίς να ντρέπονται, χωρίς να σκύβουν το κεφάλι για να μην αντικρίσουν κατάματα την πραγματικότητα.
Πόσο πιο δύσκολη συγκριτικά μπορεί να είναι η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και λυγίζει πολλούς που πέφτουν αμαχητί; Πόσοι από εμάς συνεχίζουν να παλεύουν κι έχουν το ίδιο δικαίωμα -να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη- σήμερα; Και πόσοι διαλέγουν την άβολη θέση του θεατή και στριμώχνονται ολοένα και περισσότερο στη γωνιά τους, χωρίς να υψώσουν ποτέ το ανάστημά τους; Πόσοι λουφάζουν στο περιθώριο, εσωτερικεύοντας την κυρίαρχη προπαγάνδα και τα 'αφοπλιστικά' της επιχειρήματα ή υπογράφοντας μια μικρή αλλά επώδυνη συνθηκολόγηση σε καθημερινή βάση;
(Ακολουθεί η λεγόμενη σποϊλεριά, που προδίδει το τέλος, πχ "ο μπάτλερ το έκανε". Συνεπώς, αν δεν έχετε δει την παράσταση, αλλά σκοπεύετε να το κάνετε τις επόμενες ημέρες, καλύτερα να αποφύγετε τις επόμενες παραγράφους).
Αυτό που με εμπόδισε να το κάνω, ήταν το απογοητευτικό -κατά τη γνώμη μου βέβαια- τέλος, όπου η μάνα, τραγική φιγούρα και βασική ηρωίδα, προδίδει τον αντάρτη γιο της, γιατί τον αγαπά τόσο που προτιμά να τον βλέπει φυλακισμένο αλλά ζωντανό, παρά στο βουνό, όπου κινδυνεύει κάθε στιγμή η ζωή του. Και πώς ξέρει ότι δε θα τον σκοτώσουν οι δεσμοφύλακές του; Γιατί της υποσχέθηκαν...
Νομίζω πως ο συγγραφέας πέφτει στην παγίδα της σεναριακής ανατροπής και το χάνει εντελώς. Δεν είναι μόνο το φινάλε που μοιάζει ελάχιστα ρεαλιστικό (καμία μάνα δε θα πρόδιδε το παιδί της, για να το... σώσει, όσο κι αν της περνούσε κάτι τέτοιο από το μυαλό), αλλά και η πολιτική του σημειολογία, που φαίνεται να ακυρώνει τον τίτλο του έργου και τα διδάγματα της Βάρκιζας, από την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, που ακολούθησε την υπογραφή της Συμφωνίας.
Το ΕΑΜ υπέγραψε τον αφοπλισμό και την καταδίκη του, πιστεύοντας τους αντιπάλους του που (του) υποσχέθηκαν ειρήνευση, ομαλότητα και δημοκρατικές διαδικασίες, για να καταπατήσουν από την επόμενη κιόλας ημέρα τα συμφωνηθέντα. Κανείς αντάρτης, συγγενής αντάρτη ή απλός λαϊκός άνθρωπος δε θα μπορούσε να πατήσει την ίδια μπανανόφλουδα δυο φορές, δε θα μπορούσε να δώσει πίστη στα λόγια των δήμιών του, και να τους παραδοθεί αμαχητί, με τον εμφύλιο σε πλήρη εξέλιξη. Κανείς δε θα μπορούσε -όσο απελπισμένος κι αν ήταν- να υπολογίζει στο λόγο τους, την ειλικρίνεια και την επιείκειά τους.
Το δεύτερο αρνητικό στοιχείο είναι το παλαντζάρισμα ανάμεσα στη διδαχή και το προσωπικό δράμα, που δεν καταφέρνει -κατά την υποκειμενική μου κρίση πάντα- να βρει και να κρατήσει ισορροπίες, ρέποντας πότε προς τον έντονο συναισθηματισμό, που εκμαιεύει τα συμπεράσματα (αλλά σίγουρα αγγίζει πολλούς θεατές), και πότε σε διαλόγους με ανάγνωση αποσπασμάτων από εφημερίδες, που παραπέμπουν μάλλον σε φοιτητικές συνελεύσεις, παρά σε καθημερινές συζητήσεις.
Αυτά σε συνδυασμό με κάποιες ιστορικές ανακρίβειες -γιατί να κάνει δήλωση κάποιος που είναι στο βουνό;- κι αντιφάσεις που μπορεί να διέκριναν πάντως και το ίδιο το κίνημα τότε (επίκληση της ενότητας ενάντια στο διαίρει και βασίλευε των ιμπεριαλιστών, τη στιγμή που ο ένοπλος αγώνας ήταν εκ των πραγμάτων μια κορύφωση της ταξικής διαίρεσης και της όξυνσης της βασικής αντίθεσης), με κάνουν να μη συγκαταλέγω την παράσταση ανάμεσα στις καλύτερες που έχω παρακολουθήσει.
Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν τη συνιστώ ή ότι θα απέτρεπα κάποιον από το να πάει να τη δει -εκτός κι αν είναι δύο μέτρα ύψος ή πάνω από εκατό κιλά, οπότε θα δεινοπαθήσει στα καθίσματα της αίθουσας. Αλίμονο, δε μας περισσεύουν τέτοια έργα, για να είμαστε ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι.
Το "μετά τη Βάρκιζα" είναι μια γροθιά στο στομάχι του ανυποψίαστου θεατή κι ενδείκνυται ειδικά για τους αμύητους που δε θα αποκομίσουν "ωμό συναίσθημα" αλλά χρήσιμο υλικό και πληροφορίες που πιθανότατα αγνοούν -πχ ότι ο Παπανδρέου χαρακτήρισε θείο δώρο τα Δεκεμβριανά. Ένα έργο που αποφεύγει -αν και όχι πάντα με επιτυχία- τις απλουστεύσεις και τα στερεότυπα, αλλά βασικά δεν αποφεύγει να πάρει θέση. Κι αυτό είναι το βασικό του πλεονέκτημα που συνοδεύει μια σειρά άλλες αρετές: τις καλές ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, και πολλές εύστοχες σεναριακές αναφορές (όπως τον "αναχρονισμό" με τη διάκριση αριστερού-κομμουνιστή, ή το διαχρονικό ρόλο και τις αντιδράσεις που προκαλούν ο Ριζοσπάστης κι η Καθημερινή).
Και προπαντός, η ανάδειξη της αλήθειας πως οι αντάρτες δε βγήκαν για δεύτερη φορά στο βουνό, στον εμφύλιο, αυθόρμητα, αλλά επειδή υποχρεώθηκαν, προκειμένου να γλιτώσουν την αξιοπρέπειά τους και τη σωματική τους ακεραιότητα, την ίδια τη ζωή τους από την κόλαση και τα αντίποινα του ταξικού εχθρού. Μακάρι να 'χαν βγει στο βουνό μαζικά και βάσει σχεδίου -όπως μας 'καταλογίζει' η αστική ιστοριογραφία- γιατί τότε θα είχαν ρεαλιστικές -ή τέλος πάντων πολύ περισσότερες- πιθανότητες να νικήσουν.
Κι ίσως, αν τα καθίσματα της αίθουσας ήταν λιγότερο άβολα, να εκτιμούσα(με) κάποια πράγματα καλύτερα. Από την άλλη όμως βοηθάνε πολύ το θεατή να ταυτιστεί με τη δύσκολη και στριμωγμένη κατάσταση που βίωναν τότε οι αγωνιστές.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα που μένει για το σήμερα;
Η Βάρκιζα ήταν αφοπλισμός, αλλά αυτό δεν έφτανε στον εχθρό, που επιδίωκε να μας διαλύσει. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος για τους αντάρτες, αλλά μόνο για όσους ήθελαν να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους και το δικαίωμα να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, χωρίς να ντρέπονται, χωρίς να σκύβουν το κεφάλι για να μην αντικρίσουν κατάματα την πραγματικότητα.
Πόσο πιο δύσκολη συγκριτικά μπορεί να είναι η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και λυγίζει πολλούς που πέφτουν αμαχητί; Πόσοι από εμάς συνεχίζουν να παλεύουν κι έχουν το ίδιο δικαίωμα -να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη- σήμερα; Και πόσοι διαλέγουν την άβολη θέση του θεατή και στριμώχνονται ολοένα και περισσότερο στη γωνιά τους, χωρίς να υψώσουν ποτέ το ανάστημά τους; Πόσοι λουφάζουν στο περιθώριο, εσωτερικεύοντας την κυρίαρχη προπαγάνδα και τα 'αφοπλιστικά' της επιχειρήματα ή υπογράφοντας μια μικρή αλλά επώδυνη συνθηκολόγηση σε καθημερινή βάση;
3 σχόλια:
Ειδα την παράσταση.
Σε καποιες παρατηρήσεις συμφωνω. Πχ τα κομμάτια που ηταν πολλα με το διαβασμα αποσπασματων εφημερίδας είναι μη ρεαλιστικοί διαλογοι τουλάχιστον σε αυτή την έκταση της παραστασης. Ή καοοιες στιγμές έβγαινε κάπως αυτο του Βεγγου "Έλληνες να τουφεκανε Ελληνες".
Ωστόσο οι ηθοποιοί είναι πολυ καλη τοσονη ερμηνεία της μανας οσο και των 2 γιων.
Η προσέγγιση του ανταρτών γιου, του πραου ανθρώπου, του συζητησιμου, με επιχειρήματα και λογικη που αγαπά ακομα και τον αδερφό του παρολο που ειναι απέναντι και απο την αλλη του οξυθυμου, αθυρωστομου, που αντί επιχειρηματων εχει κραυγες και το μίσος τον κανει να ξεχνά οτι ο ιδιος ο πατέρας του ηταν ανταρτης είναι πολυ καλη.
Οσο για τη μανα νομίζω το παρουσιάζει ετσι ώστε να γίνει ακόμα και αυτο το ακραιο σεναριο πιστευτό. Δηλαδή η μανα δεν προδιδει το γιο της μονο για να "σωσει" οπως νομιζει τη ζωή του ιδιου αλλα νομιζει οτι ετσι θα αποτρεψει και τη φυγή της κορης στο βουνο...
Τελος η προσέγγιση οτι οι μεγαλοι εφαρμοσαν το διαιρει και βασίλευε στην Ελλάδα ηταν αποψη για δεκαετιες και του κόμματος.
Απο μια αποψη μπορει πολιτικά να παρεξηγηθεί στη λογικη αθωωσης της ελληνικης ολιγαρχιας. Ωστοσο στον πιο αμυητο θεατη τα επίμαχα λογια αυτα του μεγάλου αδερφου ανταρτη στον μικρο αδερφο στρατιωτη δημιουργούν ενα σωστο πλαίσιο. Γιατι ναι δεν έπρεπε ο ενας αδερφός να τουφεκα τον αλλο. Έπρεπε και οι 2 μαζι να τουφεκανε τους καπιταλιστες.
ratm
Αμεσως μετα την Βαρκιζα δεν παρεδωσαν ολοι οι ανταρτες τον οπλισμο τους πολλοι τον κρατησαν σπιτι κρυμμενο καλα .Ταυτοχρονα σχεδον αρχισαν σε πολλες περιοχες τα πογκρομ απο παρακρατικους και δοσιλογους εμπαιναν σε σπιτια αγωνιστων και χτυπουσαν εδερναν και αν ευρισκαν και οπλα σε συλλαμβανανε ανοικτα .Η αντιδραση εψαχνε μια ευκαιρια να ξεμπερδεψει μια και καλη με τον ΕΛΑΣ .Να αρχισει ανοικτα πογκρομ και με τη βουλα του νομου.Το κομμα προκειμενου να αντιμετωπισει την κατασταση εβαλε επιλεγμενα στελεχη να μαζευουν τουλαχιστον τα οπλα για αν μην στοχοποιουν αυτα τους αγωνιστες και να τα κρυβει σε επιλεγμενα σημεια για αργοτερα .Ο παππους μου ηταν ενας επιφορτισμενος για αυτο το καθηκον στην Α.Φθιωτιδα και εκρυβε τα οπλα στην "γρια σπηλια" (περιοχη Παλιοκερασιας) .Το κομμα ηταν φανερο προετοιμαζοταν για τα χειροτερα .Την αφορμη για να αρχισουν επισημα τα πογκρομ και τα κυνηγια κομμουιστων την βρηκε η αντιδραση στην αποκοτια του Αρη .Το να βγει αυτοβουλα στο βουνο φρεναρε μια προσπαθεια ανασυνταξης κι εδωσε το απαραιτητο επιχειρημα στο καθεστως να αρχισει επισημα το κυνηγι κομμουνιστων .Το βραδυ που το ακουσε ο παππους οτι βγηκε ο Αρης στο βουνο ειπε :"τι εκανε ο βλακας ,μας κρεμασε τωρα ".Ο αυθορμητισμος αποδειχτηκε για αλλη μια φορα κακος συμβουλος σε κρισιμες στιγμες
Αυτο αποτελει προσωπικη μαρτυρια και αμαρτια ουκ εχω
Το βραδυ που το ακουσε ο παππους οτι βγηκε ο Αρης στο βουνο ειπε :"τι εκανε ο βλακας ,μας κρεμασε τωρα "
φαντάζομαι στις ειδήσεις θα το άκουσε...
Δημοσίευση σχολίου