Τις Κυριακές τους άλλοι τις αφιερώνουν στον Κύριο κι άλλοι στο σύγχρονο όπιο του λαού -το ποδόσφαιρο.
Λένε λοιπόν πως όταν εξήγησαν στο σφο με το μουστάκι, που πέθανε σαν σήμερα, τι είναι το ποδόσφαιρο -ένα άθλημα με εικοσιδύο παίκτες που το παρακολουθούν χιλιάδες θεατές στις κερκίδες- αυτός απάντησε πως ο δικός μας στόχος είναι το ακριβώς αντίθετο: χιλιάδες να παίζουν στο γήπεδο και εικοσιδύο να κάθονται στην κερκίδα (πιθανότατα αντεπαναστάτες, που θα έχουν αποβληθεί). Άλλο αν στην Ελλάδα, με το συναρπαστικό πρωτάθλημα και την υψηλή ποιότητα που προσφέρει, είχαμε φτάσει να κόβονται περίπου τόσα εισιτήρια πχ σε κάτι παιχνίδια του Ακράτητου που έπαιζε στην Α' Εθνική.
Κι είναι κρίμα που δε βρήκε ποτέ ο Στάλιν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσει με το Λίνεκερ και το δικό του ορισμό για το ποδόσφαιρο -ένα άθλημα που παίζεται με δύο ομάδες από έντεκα παίκτες η καθεμιά και στο τέλος νικάνε πάντα οι Γερμανοί στα πέναλτι- για να χαμογελάσει ειρωνικά και να του πει:
-Γατάκι...
Θα ήταν βέβαια λιγάκι άβολο να παίζουν χιλιάδες μες στο γήπεδο, χαμός στο ίσιωμα κι άγριες καταστάσεις, που θυμίζουν κάπως την πρ(ωτ)όγονη μορφή του αθλήματος -δύο γειτονικά χωριά που κλοτσάν ένα κεφάλι σε διαφορετική κατεύθυνση το καθένα- αλλά παραπέμπουν στον ολοκληρωτικό πόλεμο, όπου δε συμμετέχει απλά ένας στρατός ή μια ομάδα, αλλά όλος ο λαός, ένα σώμα, μια ψυχή.
Κι είναι φυσικό μες στο χαμό να υπάρχουν κάποιες παρεκτροπές, λάθη και μερικές εκκαθαρίσεις-αποβολές για επικίνδυνο παιχνίδι. Μα περισσότερο από το αν ήταν δίκαιες ή άδικες οι κάρτες, το πιο βασικό είναι πως ήταν κόκκινες: αιματηρές, αλλά και στην ουσία τους, πολιτικά μιλώντας (τα εξηγεί ο Βλαντίμιρ Νικάκης στην μπροσούρα του για τις δίκαιες και άδικες κάρτες).
Ο αντίπαλος βρίσκεται πολλές φορές μέσα μας, καμουφλαρισμένος στις γραμμές μας, δένοντας τα κορδόνια του στη σέντρα ή αυτά των συμπαικτών του εν είδει σαμποτάζ. Αλλά ο Στάλιν κατάφερε να τον σβήσει από το γήπεδο -ενίοτε κι από την αναμνηστική φωτογραφία στο κέντρο του γηπέδου.
Αυτή είναι η άγρια ομορφιά του ποδοσφαίρου και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Κι ας λένε κάποιοι πως αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός, με θέαμα και αρχές, όπου η υψηλή αισθητική θα πηγάζει από κάθε μας ανάσα, κάθε πάσα και κάθε τάκλιν, καθώς θα παίζουμε για τη χαρά του παιχνιδιού και της δημιουργίας, απαλλαγμένοι από τον καταναγκασμό και τη σκοπιμότητα του αποτελέσματος.
Δεν μπορούμε όμως να πηδήσουμε πάνω από την πραγματικότητα -κι ας εφοδεύουμε προς τον ουρανό- όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε αρνητικούς συσχετισμούς, με παίκτη λιγότερο, και 14 καπιταλιστικές χώρες (μια ενδεκάδα συν το διαιτητικό τρίο) να πολιορκούν την εστία μας (που ήταν το 1/6 του γηπέδου). Δεν μπορείς να βγαίνεις πχ φουλ επίθεση για εξαγωγή της επανάστασης κόντρα σε πιο ισχυρό αντίπαλο, γιατί θα είσαι από χέρι χαμένος: καλώς τους τρότσκες, καλώς τα τρία-μηδέν.
Μπορείς όμως να στήσεις πολλά μικρά Στάλινγκραντ, για να εξουδετερώσεις τον εχθρό κι ύστερα να τον χτυπήσεις στις αντεπιθέσεις, ώσπου να καρφώσεις την κόκκινη σημαία στην εστία του.
Όταν παίζεις στο γήπεδο του αντίπαλου, άλλωστε, συνήθως δεν επιβάλλεις τους δικούς σου όρους, αλλά αναγκάζεσαι εν μέρει να τον αντιμετωπίσεις με τα δικά του όπλα. Εκτός κι αν δεν το κρίνουμε σκόπιμο, οπότε χάνουμε άνευ αγώνα, αλλά κρατάμε το αήττητο και την καθαρότητα των ιδεών και της φανέλας, που δεν ίδρωσε ποτέ.
Αν παίρναμε τοις μετρητοίς τις επικρίσεις των εχθρών του σφου με το μουστάκι, θα πιστεύαμε πως είναι μια χρυσή μετριότητα, με φτωχή στρατηγική σκέψη. Ένας δικτάτορας των αποδυτηρίων, που καθάρισε όλους τους βετεράνους (παλιά φρουρά) κι όλους τους καλούς παίκτες, γιατί ήθελε να 'ναι πάνω από όλους και δεν ανεχόταν να απειλούνται τα πρωτεία του. Κι αν έκανε ορισμένες επιτυχίες, είναι γιατί βρήκε έτοιμη, στρωμένη ομάδα από το Βλαδίμηρο. Στην καλύτερη, ήταν απλά ένας καλός τακτικιστής, γνώστης της real-politic, με την οποία κατάφερνε επιμέρους, βραχυπρόθεσμες νίκες, αλλά έβλεπε το στρατηγικό στόχο (πρωτάθλημα) να απομακρύνεται. Ή μπορεί να κέρδιζε κάποιους τίτλους με την ΕΣΣΔ (πρώτη σε διάφορους παραγωγικούς κλάδους κι αργότερα στο διάστημα) αλλά δεν έκανε ποτέ μια πραγματική επανάσταση στο άθλημα, που να αφήσει εποχή και να τη θυμούνται όλοι με θαυμασμό.
Αλά αν ήταν μέτριος -όπως λέει ο Τρότσκι, με τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και την αλαζονεία του Ζλάταν και του Κριστιάνο μαζί- κι έφαγε τους καλύτερους (συμ)παίκτες του, θα δυσκολευτούμε πολύ να εξηγήσουμε τα μεγάλα κατορθώματα της ομάδας.
Αν πάλι ήταν τύραννος, κανείς δε θα τον αγαπούσε (για να μιλάμε για οπαδική προσωπολατρία). Θα τον απομόνωναν ή θα αδιαφορούσαν όλοι -όπως οι παίκτες που θέλουν να φάνε τον προπονητή που δεν τους κάνει τα χατίρια. Και τότε θα πέφταμε σε τείχος (του Βερολίνου) προσπαθώντας κάπως να εξηγήσουμε την αυταπάρνηση και το ηθικό με το οποίο πολέμησε ο σοβιετικός λαός τους (αήττητους μέχρι τότε) ναζί. Τότε που γράφτηκε η πιο ωραία ποδοσφαιρική ιστορία όλων των εποχών, με τον αγωνιστικό, συμβολικό θρίαμβο των επίλεκτων της Ντιναμό Κιέβο ενάντια στους καλοθρεμμένους κατακτητές (που οι δυτικοί τη ζήλεψαν τόσο, ώστε την έκλεψαν για να την κάνουν ταινία με δικούς τους πρωταγωνιστές: Σταλόνε, Πελέ, κτλ).
Θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε το τείχος που στήθηκε μετά τη ΝΕΠ ενάντια στους κουλάκους και τους ανερχόμενους επιχειρηματίες, που απειλούσαν τη σοβιετική εξουσία. Να ερμηνεύσουμε το πώς έμεινε τόσα χρόνια στον ίδιο πάγκο ο σφος με το μουστάκι, πετυχαίνοντας τόσο πολλά. Και κυρίως να εξηγήσουμε το μαζικό κύμα νοσταλγίας των λαών για αυτά τα χρόνια, όσο και αν λειτουργεί -στη ζωή και το ποδόσφαιρο- ο νόμος της εξιδανίκευσης του παρελθόντος, όπου όλα ήταν πιο απλά και τσεκουράτα: από εδώ οι κόκκινοι, από εκεί η λευκή αντίδραση, χωρίς ερυθρόλευκες προσμίξεις.
Κι αν μετά θάνατον επιχειρούν να αποκαθηλώσουν τη θέση του στη συλλογική μνήμη, σβήνοντας το χνάρι του στην ιστορία, δεν καταφέρνουν πολλά. Μπορούν να κατεβάσουν όλα τα αγάλματα, αλλά ο λαός θα θυμάται πάντα τους περίτεχνους τακτικούς ελιγμούς του, που άφηναν άγαλμα τον αντίπαλο. Κι όσο για τη μετονομασία του Στάλινγκραντ (που όλοι το θυμούνται με την ιστορική του ονομασία κι όχι ως Βόλγογκραντ) είναι όπως με την Α' Εθνική -που ακόμα κι οι νεότερες γενιές, που δε ζούσαν στην επανάσταση, δεν τη λένε Σούπερ-Λιγκ ή τις διάφορες αστείες χορηγίες (ΠΑΟ Superfoods, κτλ).
Αντί επιλόγου, μνημονεύουμε μερικούς από τους πιο κλασικούς -ή όχι και τόσο- μουστακαλήδες των γηπέδων.
Πχ ο Νίκος Αναστόπουλος -που όμως τρωγόταν με τα μουστάκια του και σήμερα έχει μείνει μόνο ένα θλιβερό απομεινάρι τους.
Ο θρυλικός Παράσχος, που όλοι τον συγκρίνουν με τον Οτσαλάν.
Το δίδυμο Βάντσικ-Βαζέχα, με το λεπτό μουστάκι της αντεπανάστασης.
Ο Ρενέ Ιγκίτα με το χτύπημα του σκορπιού -που καμιά φορά το στρέφει στον εαυτό του.
Ο Γκούλιτ με τα ράστα κι ο διόσκουρός του Ράικαρντ, που τα έβαλε με το Φέλερ.
Ο Λέσεκ Πις, που αν τον γκουγκλάρεις, βρίσκεις πρώτο αυτό το κομμάτι από το Ρίζο.
Ο Φερνάντο Σάντος στα νιάτα του, με το κλασικό μουστάκι της μεταπολίτευσης.
Ο Ευγένιος Γκέραρντ, ο μακαρίτης Παθιακάκης, ο Μαντζουράκης...
Και μια σειρά άλλοι, που περιμένουν τη βάση του μπλοκ να τα συμπληρώσει.
Λένε λοιπόν πως όταν εξήγησαν στο σφο με το μουστάκι, που πέθανε σαν σήμερα, τι είναι το ποδόσφαιρο -ένα άθλημα με εικοσιδύο παίκτες που το παρακολουθούν χιλιάδες θεατές στις κερκίδες- αυτός απάντησε πως ο δικός μας στόχος είναι το ακριβώς αντίθετο: χιλιάδες να παίζουν στο γήπεδο και εικοσιδύο να κάθονται στην κερκίδα (πιθανότατα αντεπαναστάτες, που θα έχουν αποβληθεί). Άλλο αν στην Ελλάδα, με το συναρπαστικό πρωτάθλημα και την υψηλή ποιότητα που προσφέρει, είχαμε φτάσει να κόβονται περίπου τόσα εισιτήρια πχ σε κάτι παιχνίδια του Ακράτητου που έπαιζε στην Α' Εθνική.
Κι είναι κρίμα που δε βρήκε ποτέ ο Στάλιν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσει με το Λίνεκερ και το δικό του ορισμό για το ποδόσφαιρο -ένα άθλημα που παίζεται με δύο ομάδες από έντεκα παίκτες η καθεμιά και στο τέλος νικάνε πάντα οι Γερμανοί στα πέναλτι- για να χαμογελάσει ειρωνικά και να του πει:
-Γατάκι...
Θα ήταν βέβαια λιγάκι άβολο να παίζουν χιλιάδες μες στο γήπεδο, χαμός στο ίσιωμα κι άγριες καταστάσεις, που θυμίζουν κάπως την πρ(ωτ)όγονη μορφή του αθλήματος -δύο γειτονικά χωριά που κλοτσάν ένα κεφάλι σε διαφορετική κατεύθυνση το καθένα- αλλά παραπέμπουν στον ολοκληρωτικό πόλεμο, όπου δε συμμετέχει απλά ένας στρατός ή μια ομάδα, αλλά όλος ο λαός, ένα σώμα, μια ψυχή.
Κι είναι φυσικό μες στο χαμό να υπάρχουν κάποιες παρεκτροπές, λάθη και μερικές εκκαθαρίσεις-αποβολές για επικίνδυνο παιχνίδι. Μα περισσότερο από το αν ήταν δίκαιες ή άδικες οι κάρτες, το πιο βασικό είναι πως ήταν κόκκινες: αιματηρές, αλλά και στην ουσία τους, πολιτικά μιλώντας (τα εξηγεί ο Βλαντίμιρ Νικάκης στην μπροσούρα του για τις δίκαιες και άδικες κάρτες).
Ο αντίπαλος βρίσκεται πολλές φορές μέσα μας, καμουφλαρισμένος στις γραμμές μας, δένοντας τα κορδόνια του στη σέντρα ή αυτά των συμπαικτών του εν είδει σαμποτάζ. Αλλά ο Στάλιν κατάφερε να τον σβήσει από το γήπεδο -ενίοτε κι από την αναμνηστική φωτογραφία στο κέντρο του γηπέδου.
Αυτή είναι η άγρια ομορφιά του ποδοσφαίρου και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Κι ας λένε κάποιοι πως αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός, με θέαμα και αρχές, όπου η υψηλή αισθητική θα πηγάζει από κάθε μας ανάσα, κάθε πάσα και κάθε τάκλιν, καθώς θα παίζουμε για τη χαρά του παιχνιδιού και της δημιουργίας, απαλλαγμένοι από τον καταναγκασμό και τη σκοπιμότητα του αποτελέσματος.
Δεν μπορούμε όμως να πηδήσουμε πάνω από την πραγματικότητα -κι ας εφοδεύουμε προς τον ουρανό- όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε αρνητικούς συσχετισμούς, με παίκτη λιγότερο, και 14 καπιταλιστικές χώρες (μια ενδεκάδα συν το διαιτητικό τρίο) να πολιορκούν την εστία μας (που ήταν το 1/6 του γηπέδου). Δεν μπορείς να βγαίνεις πχ φουλ επίθεση για εξαγωγή της επανάστασης κόντρα σε πιο ισχυρό αντίπαλο, γιατί θα είσαι από χέρι χαμένος: καλώς τους τρότσκες, καλώς τα τρία-μηδέν.
Μπορείς όμως να στήσεις πολλά μικρά Στάλινγκραντ, για να εξουδετερώσεις τον εχθρό κι ύστερα να τον χτυπήσεις στις αντεπιθέσεις, ώσπου να καρφώσεις την κόκκινη σημαία στην εστία του.
Όταν παίζεις στο γήπεδο του αντίπαλου, άλλωστε, συνήθως δεν επιβάλλεις τους δικούς σου όρους, αλλά αναγκάζεσαι εν μέρει να τον αντιμετωπίσεις με τα δικά του όπλα. Εκτός κι αν δεν το κρίνουμε σκόπιμο, οπότε χάνουμε άνευ αγώνα, αλλά κρατάμε το αήττητο και την καθαρότητα των ιδεών και της φανέλας, που δεν ίδρωσε ποτέ.
Αν παίρναμε τοις μετρητοίς τις επικρίσεις των εχθρών του σφου με το μουστάκι, θα πιστεύαμε πως είναι μια χρυσή μετριότητα, με φτωχή στρατηγική σκέψη. Ένας δικτάτορας των αποδυτηρίων, που καθάρισε όλους τους βετεράνους (παλιά φρουρά) κι όλους τους καλούς παίκτες, γιατί ήθελε να 'ναι πάνω από όλους και δεν ανεχόταν να απειλούνται τα πρωτεία του. Κι αν έκανε ορισμένες επιτυχίες, είναι γιατί βρήκε έτοιμη, στρωμένη ομάδα από το Βλαδίμηρο. Στην καλύτερη, ήταν απλά ένας καλός τακτικιστής, γνώστης της real-politic, με την οποία κατάφερνε επιμέρους, βραχυπρόθεσμες νίκες, αλλά έβλεπε το στρατηγικό στόχο (πρωτάθλημα) να απομακρύνεται. Ή μπορεί να κέρδιζε κάποιους τίτλους με την ΕΣΣΔ (πρώτη σε διάφορους παραγωγικούς κλάδους κι αργότερα στο διάστημα) αλλά δεν έκανε ποτέ μια πραγματική επανάσταση στο άθλημα, που να αφήσει εποχή και να τη θυμούνται όλοι με θαυμασμό.
Αλά αν ήταν μέτριος -όπως λέει ο Τρότσκι, με τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και την αλαζονεία του Ζλάταν και του Κριστιάνο μαζί- κι έφαγε τους καλύτερους (συμ)παίκτες του, θα δυσκολευτούμε πολύ να εξηγήσουμε τα μεγάλα κατορθώματα της ομάδας.
Αν πάλι ήταν τύραννος, κανείς δε θα τον αγαπούσε (για να μιλάμε για οπαδική προσωπολατρία). Θα τον απομόνωναν ή θα αδιαφορούσαν όλοι -όπως οι παίκτες που θέλουν να φάνε τον προπονητή που δεν τους κάνει τα χατίρια. Και τότε θα πέφταμε σε τείχος (του Βερολίνου) προσπαθώντας κάπως να εξηγήσουμε την αυταπάρνηση και το ηθικό με το οποίο πολέμησε ο σοβιετικός λαός τους (αήττητους μέχρι τότε) ναζί. Τότε που γράφτηκε η πιο ωραία ποδοσφαιρική ιστορία όλων των εποχών, με τον αγωνιστικό, συμβολικό θρίαμβο των επίλεκτων της Ντιναμό Κιέβο ενάντια στους καλοθρεμμένους κατακτητές (που οι δυτικοί τη ζήλεψαν τόσο, ώστε την έκλεψαν για να την κάνουν ταινία με δικούς τους πρωταγωνιστές: Σταλόνε, Πελέ, κτλ).
Θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε το τείχος που στήθηκε μετά τη ΝΕΠ ενάντια στους κουλάκους και τους ανερχόμενους επιχειρηματίες, που απειλούσαν τη σοβιετική εξουσία. Να ερμηνεύσουμε το πώς έμεινε τόσα χρόνια στον ίδιο πάγκο ο σφος με το μουστάκι, πετυχαίνοντας τόσο πολλά. Και κυρίως να εξηγήσουμε το μαζικό κύμα νοσταλγίας των λαών για αυτά τα χρόνια, όσο και αν λειτουργεί -στη ζωή και το ποδόσφαιρο- ο νόμος της εξιδανίκευσης του παρελθόντος, όπου όλα ήταν πιο απλά και τσεκουράτα: από εδώ οι κόκκινοι, από εκεί η λευκή αντίδραση, χωρίς ερυθρόλευκες προσμίξεις.
Κι αν μετά θάνατον επιχειρούν να αποκαθηλώσουν τη θέση του στη συλλογική μνήμη, σβήνοντας το χνάρι του στην ιστορία, δεν καταφέρνουν πολλά. Μπορούν να κατεβάσουν όλα τα αγάλματα, αλλά ο λαός θα θυμάται πάντα τους περίτεχνους τακτικούς ελιγμούς του, που άφηναν άγαλμα τον αντίπαλο. Κι όσο για τη μετονομασία του Στάλινγκραντ (που όλοι το θυμούνται με την ιστορική του ονομασία κι όχι ως Βόλγογκραντ) είναι όπως με την Α' Εθνική -που ακόμα κι οι νεότερες γενιές, που δε ζούσαν στην επανάσταση, δεν τη λένε Σούπερ-Λιγκ ή τις διάφορες αστείες χορηγίες (ΠΑΟ Superfoods, κτλ).
Αντί επιλόγου, μνημονεύουμε μερικούς από τους πιο κλασικούς -ή όχι και τόσο- μουστακαλήδες των γηπέδων.
Πχ ο Νίκος Αναστόπουλος -που όμως τρωγόταν με τα μουστάκια του και σήμερα έχει μείνει μόνο ένα θλιβερό απομεινάρι τους.
Ο θρυλικός Παράσχος, που όλοι τον συγκρίνουν με τον Οτσαλάν.
Το δίδυμο Βάντσικ-Βαζέχα, με το λεπτό μουστάκι της αντεπανάστασης.
Ο Ρενέ Ιγκίτα με το χτύπημα του σκορπιού -που καμιά φορά το στρέφει στον εαυτό του.
Ο Γκούλιτ με τα ράστα κι ο διόσκουρός του Ράικαρντ, που τα έβαλε με το Φέλερ.
Ο Λέσεκ Πις, που αν τον γκουγκλάρεις, βρίσκεις πρώτο αυτό το κομμάτι από το Ρίζο.
Ο Φερνάντο Σάντος στα νιάτα του, με το κλασικό μουστάκι της μεταπολίτευσης.
Ο Ευγένιος Γκέραρντ, ο μακαρίτης Παθιακάκης, ο Μαντζουράκης...
Όχι Λάμπρο Χούτο, δεν κάνει έτσι επειδή του μυρίζουν τα χνώτα του... |
15 σχόλια:
Όχι στο ιδεολόγημα του ρέμπελου σοσιαλισμού/ποδοσφαίρου. Ένα ανώτερο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα θα πρέπει να έχει σκοπό και επομένως να έχει και σκοπιμότητα. Λέμε ναι στο αληθινό ποδόσφαιρο που έχει ενταγμένη και τη σκοπιμότητα στην υπόστασή του, λέμε βροντερό όχι στα φλούφλικα και αντιδραστικά ιδεολογήματα του τύπου "ποδόσφαιρο για το ποδόσφαιρο" που στοχεύουν ύπουλα στο να μετατρέψουν το άθλημα σε τσίρκο περιφερόμενων θιάσων.
Από μουστάκιες πέραν από αυτούς που ήδη μπήκαν ορθά από την ΚΕ:
Η λίστα μου αξιωματικά θα ξεκίναγε από τον θρυλικό Εδουάρδο Ριγκάνι ή Κοντογεωργάκη ή απλά Λόκο.
Από εκεί και μετά έρχονται στο μυαλό διάφοροι (όχι με αξιολογική σειρά):
Μπόνιεκ, Ντελ Μπόσκε, Ασλανίδης, Ίαν Ρας, Σήμαν, Σάουθχολ, Τσιαντάκης, Λούκε (της Αργεντινής του '78), Γκρόμπελαρ. Μπράιτνερ και Σώκρατες είχαν μουστάκια αλλά μάλλον δε μετρούν γιατί είναι γνωστότεροι με γένια.
Και βεβαίως (παράλληλα με μια πελώρια κίτρινη κάρτα για την ΚΕ-δεν είναι κόκκινη γιατί εντάξει, τι προσδοκίες να έχει κανείς από αρειανούς στη μπάλα; ), ο Ιβάν Σάντος της ομάδας εκτός ΠΟΚ που πλησίασε τόσο κοντά σε πρωτάθλημα από τον τίτλο της ΑΕΛ και μετά. Πολύ κοντά, ελάχιστα λιγότερο από την ομάδα που έπεσε από προδοσία, την ομάδα του Αγίου Άγγελου ο οποίος έχει γενέθλια σε μόλις τρεις μέρες, στις 8 του Μάρτη. 8 Μάρτη που είναι λένε η μέρα της γυναίκας (και ποιά η πιο λατρεμένη γυναίκα μετά τη μάνα; τυχαίο κι αυτο; :) )
ρα
Μπα, εγώ την κάρτα θα μου την έβγαζα για τον Τσιαντάκη.
Αλλά ήταν υπερβολικά πρόχειρη κι εντελώς ενδεικτική η λίστα.
Σε καμία περίπτωση ολοκληρωμένη.
Εκτός από την τέχνη για την τέχνη, υπάρχει και το αποτέλεσμα για το αποτέλεσμα. Εγώ προτιμώ μια ομάδα που να παίζει για τη νίκη. Αλλά αυτό σημαίνει ανοιχτά, χωρίς σκοπιμότητα, να νικήσει επειδή παίζει μπάλα και είναι καλύτερη. Αυτό κατά τη γνώμη μου, μόνο μία το έκανε και το κάνει και σήμερα ως ένα βαθμό και για αυτό έχει την αμέριστη υποστήριξή μου και στις χειρότερές της στιγμές. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι να μπορείς να προσφέρεις κάτι για να σε θυμάται ο κόσμος. Κι αυτό δεν έρχεται απαραίτητα ή μόνο μέσα από τίτλους και νίκες, έχει και διάφορες στιγμές, έχει μια γενική αίσθηση, την οποία κανένας τίτλος δεν μπορεί να σου προσφέρει -κι αυτό είναι που κάνει "αθάνατες" ομάδες όπως η Ουγγαρία του 54' ή η Ολλανδία της δεκαετίας του 70', για παράδειγμα.
Όντως μου είχε φανεί λίγο περίεργο που τον είχες ξεχάσει.
Δεν ξέρω αν φανεί περίεργο ή αντιφατικό αλλά στο "Το θέμα μας είναι να μπορείς να προσφέρεις κάτι για να σε θυμάται ο κόσμος. Κι αυτό δεν έρχεται απαραίτητα ή μόνο μέσα από τίτλους και νίκες", δε θα άλλαζα ούτε κόμμα.
Για να γίνει αυτό όμως, γιατί όντως κάποιες ήττες όντως αξίζουν πολύ, θα σημείωνα ότι πρέπει να παίζεις πρώτα για τη νίκη κι όχι πρώτα για το "χειροκρότημα". Σχηματικά, θα έβαζα το ζήτημα ως "ασυμβίβαστο όχι στον Ηρακλή του Χατζηπαναγή", την ομάδα που έπαιρνε χειροκρότημα και φιλικό σκούντηγμα στην πλάτη αλλά τερμάτιζε πχ δέκατη (ή μήπως, σωστότερα, το έπαιρνε ακριβώς επειδή έβγαινε δέκατη;).
Ας "δαγκώνεις" στο γήπεδο κι ας μην "αρέσεις".
Από εκεί και πέρα ξεκινά η φιλοσοφική συζήτηση του τι είναι ο καλύτερος ή το καλύτερα. Θα σημείωνα επίσης ότι η "μαγεία" του ποδοσφαίρου που το ξεχωρίζει από τόσα άλλα αθλήματα είναι ακριβώς το ότι, αν πάρεις ένα ματς, το να μην κερδίζει ο "καλύτερος" είναι πολύ συχνότερο.
Για την Ουγγαρία του '54 συμφωνώ σε αρκετό βαθμό.
Για τους άλλους...
ρα
Προσωπικά διαφωνώ κάθετα με αυτήν την περιβόητη ερμηνεία περί μαγείας κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που βάζω λίγο παραπάνω το μπάσκετ.
Είναι σημαντικό να κερδίζει και να επιβραβεύεται πάντα ο καλύτερος. Που σημαίνει αυτός που παίζει καλύτερα, κι όχι ο πιο δυνατός, ο πιο πλούσιος, κτλ.
Θεωρητικά στο ποδόσφαιρο έχει περισσότερες πιθανότητες ο αδύναμος, γιατί μπορεί να κλειστεί πίσω πχ και να του κάτσει μια φάση. Στην πράξη, μπορεί να έχει πατήσει το θεωρητικά πιο δυνατό αντίπαλό του και να χάσει ακριβώς από μία φάση, λόγω απειρίας ή ατυχίας (επαγγελματική νίκη θα γράφουν την άλλη μέρα οι τίτλοι).
Είναι σημαντικό λοιπόν όχι μόνο να επιβραβεύεται ο καλύτερος, αλλά να ενθαρρύνεται από τη φύση του αθλήματος να παίζει καλά για να κερδίσει, να ξέρει ότι δεν πρόκειται να κερδίσει εάν δεν παίξει για τη νίκη, αν δε δημιουργήσει, αν δεν έχει διάρκεια κι όχι να εξαργυρώσει ένα καλό διάστημα.
Το ποδόσφαιρο, όπως παίζεται στις μέρες μας, στα χρόνια της επαγγελματικής χολέρας, απέχει πολύ από τα παραπάνω. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα και μας δίνουν ακόμα λόγους να τις παρακολουθούμε.
Κυράστας
http://bp2.blogger.com/_T5WdDrKqwio/SEkeJiuN3xI/AAAAAAAABNs/DH2io1ufjdA/s1600-h/02-Kyrastas.jpg
Τσιαντακης
http://www.contra.gr/Columns/Photostop/article3735809.ece/BINARY/w460/8rylos.JPG
Μπράιτνερ
http://1.bp.blogspot.com/_PsekeY8uHo4/SMAqkaRB71I/AAAAAAAAA_Y/UNmTCQ-drsg/s400/breitner-1.jpg
Paulo Machado, που εγινε θεμα για λαθος λογους
http://metro.co.uk/2014/03/20/five-pictures-of-manchester-united-stars-with-epic-paulo-machado-mustaches-4666654
Del bosque
Seaman
Εδω κλεινωω τα ζευγαρια ηρωων και αντιηρωων και κανα ονοραμπλ μεσιο τους Λετο και Ιμπραΐμοβιτς που με τα μουστακια τους γινανε ακομα πιο συμπαθεις - λεμε τωρα.
Υ.Γ.: αχ ρε Κυράστα!
σαπορ τουτουρκι
Οσο για την "μαγεια" του ποδοσφαιρου, ποσο μαγικο ειναι να βλεπεις μια ομαδα απο την εποχη του Μπεργκαμπ ακομα να κανει ΤΑ ΠΑΝΤΑ εκτος απο το να βαζει γκολ. Οι ανθρωποι αλλαζανε πασες μεσα στην περιοχη σαν να μην υπαρχει αντιπαλος και γκολ δεν βαζανε. Ε λοιπον, μετα απο καποια περιοδο που σταματησαν να διεκδικουν και το πρωταθλημα, αυτο το ποδοσφαιρο εγινε βαρετο.
Γιατι ειναι πολυ πιο εντυπωσιακο η μπαλα να αγκαλιαζεται απο το πλεχτο αντι να πεφτει στην αγκαλια καποιου στις κερκιδες.
σαπορ τουτουρκι
Δε θα το έλεγα ακριβώς ερμηνεία γι' αυτό και τόσο το -μαγεία- όσο και το -καλύτερος- τα έβαλα σε εισαγωγικά. Αν από ένα ματς βγάλουμε την παράμετρο "τύχη" (ή παραμέτρους όπως διαιτητική παρέμβαση, στήσιμο παικτών κτλ), τότε πώς δικαιολογείται κάποιος να ισχυριστεί ότι ένα ματς μπορεί να το κέρδισε η ομάδα που έπαιξε χειρότερα; Νομίζω ότι μπορεί να το κάνει αυτό μόνο αν περιορίσει το εύρος των παραμέτρων που είναι σημαντικές για την έκβαση ενός παιχνιδιού (πχ στο να μείνει στο πόσα τσαλιμάκια έκανε η νικήτρια και πόσα η χαμένη), να αδιαφορήσει δηλαδή για τη λειτουργικότητα (που έχει προτεραιότητα) για χάρη μιας (υποκειμενικής) αισθητικής (τούτο ισχύει και για τους παίκτες ως μονάδες). Το να γνωρίζεις τις δυνάμεις και τις αδυναμίες σου και να επιλέξεις σωστά τον τρόπο που θα σε φέρει πιο κοντά στη νίκη είναι κάτι που το ποδόσφαιρο το προσφέρει, θεωρώ, σε πολύ μεγαλύτερη γκάμα από άλλα αθλήματα.
Για μένα πχ ναι, το 1974 κέρδισε όντως η καλύτερη ομάδα ενώ και ο ουσιαστικότερος παίκτης με το Νο5 που έπαιζε στους νικητές ήταν σημαντικότερος παίκτης από τον φαντεζί με το Νο14 που έπαιζε στους πορτοκαλί.
ρα
Αυτός
Και γιατί να βγάλουμε έξω τον παράγοντα τύχη;
Αυτό δεν είναι απλή αφαίρεση -έστω κι εντός εισαγωγικών.
Επίσης, θεωρώ πολύ σημαντικό το κομμάτι της δημιουργίας, που σημειώνω και παραπάνω. Στο ποδόσφαιρο μπορείς να νικήσεις, αδιαφορώντας προκλητικά για αυτό το κομμάτι, αν όχι πλήρως, τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο κομμάτι του παιχνιδιού, να κερδίσεις παίζοντας παθητικό ρόλο, χωρίς να παίρνεις πρωτοβουλίες κτλ. Κι αυτά είναι αρκετά αντικειμενικά στοιχεία, όχι υποκειμενικά ή τυχαία.
Αλλά αυτό ξεφεύγει κατά πολύ από το θέμα μας.
Δεν νομιζω οτι υπάρχει επαγγελματιας ποδοσφαιρίστης που παιζει χωρίς να εχει σκοπό να κερδίσει.
Απλως αν είσαι Εθν. Ολλανδίας μπορείς να συνδιασεις και το θέαμα ενω η Ελλαδιτσα πρεπει να παίξει με 9-1-0 για να χει ελπίδα νίκης.
Eπισης, για να κερδισεις τον κοσμο με το θεαμα, πρεπει να εισαι σε ΠΟΛΥ ψηλο επιπεδο.
Τους τιτλους τους θυμουνται ολοι, το θεαμα το θυμουνται μονο αν ειναι πολυ ιδιαιτερο.
Η μεση ομαδουλα πολυ απλα ποτε δεν θα φτασει το θεαμα της Μπαρτσελονα πχ, οποτε δεν αξιζει να θυσιασει αποτελεσματα για το θεαμα (ακομα και αν το ηθελε)
Να την βγάλουμε έξω την τύχη (ή κάποια άλλη γυναίκα :) ) όχι γιατί δεν υπάρχουν παιχνίδια (καμιά φορά και διοργανώσεις) που εκατό φορές να ξαναγίνουν δε θα ξαναέρθει το ίδιο αποτέλεσμα αλλά γιατί η παρουσία της δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί ως το στοιχείο που κατά κανόνα κρίνει τα ματς (αν και προσωπικά δε θα μου ήταν και τόσο πρόβλημα να το αποδεχτώ).
Παπουτσωμένε Γάτε νομίζω ότι υπάρχουν αρκετοί επαγγελματίες που παίζουν για να κερδίσει μόνο ή κυρίως η πάρτη τους, αδιάφορα για την ομάδα της οποίας μπορεί ως και να καταστρέφουν τη λειτουργία (πχ Νεϊμάρ)
ρα
ΠΓ δε λέμε να είσαι τσιρκολάγνος που να μη σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Έχει σημασία όμως πώς θα το πάρεις, κι αν υπηρετείς κάποιες αξίες ή τα υποτάσσεις όλα σε αυτό.
Επίσης, στα δικά μου κριτήρια κατάταξης, θα βάζω πάντα πολύ-πολύ ψηλά τη Ράγιο Βαγεκάνο του Πάκο Χέμεθ, όχι για το κοινωνικο-πολιτικό της κομμάτι (που μπορεί να μην είναι άσχετο) αλλά για τον τρόπο παιχνιδιού της. Έπαιζε πάντα ανοιχτά και πίεζε ψηλά ακόμα και τους μεγάλους, κι ας ήξερε ότι μπορούν να τη διαλύσουν πίσω. Ήταν μεταξύ πολλών άλλων η μόνη ομάδα που είχε περισσότερη κατοχή μπάλας εναντίον της Μπαρτσελόνα, σε ένα ματς που πρέπει να είχε χάσει 0-5. Αλλά αυτό δεν είχε και τόση σημασία...
Κατά την γνώμη μου, ο αθλητισμός σε μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι καθαρά ερασιτεχνικός. Το φαινόμενο των επαγγελματιών αθλητών είναι συνδεδεμένο με τον, "όλα τα πουλάω - όλα τα αγοράζω", καπιταλισμό και τελείως ξένο προς τον σοσιαλισμό.
Μαζικός ερασιτεχνικός αθλητισμός, τίποτα άλλο.
Όσο για το θέαμα, είναι τελείως σχετικό. Αν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, τότε στο γήπεδο του Αστέρα Ραχούλας δεν θα πάταγε κανείς. Επιπλέον, για να χαρείς το "θέαμα" της Μπαρτσελόνα ή των Ολλανδών πρέπει να κάνεις τον κουτό και να ξεχνάς ότι αν κατουρήσουν όλοι αυτοί τα ούρα τους θα φθάσουν στο άλλο ημισφαίριο. Η δε επίδοση (φυσικά και εδώ με την αμέριστη βοήθεια της χημείας) των 9.30 στα 100 μέτρα είναι σπουδαία επειδή ο δεύτερος κάνει 9.40 και ο όγδοος 9.90. Αν ο δεύτερος κάνει 14.20 και ο όγδοος 19.30, τότε το 14.00 του πρώτου είναι εξαιρετική επίδοση.
@Μπρεζνιεφικο Απολιθωμα
''ΠΓ δε λέμε να είσαι τσιρκολάγνος που να μη σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Έχει σημασία όμως πώς θα το πάρεις, κι αν υπηρετείς κάποιες αξίες ή τα υποτάσσεις όλα σε αυτό.''
Αν εισαι ομαδουλα, δεν εχεις επιλογη παρα να παιξεις συντηρητικα, αλλιως θα μαζευεις 5αρες.
Οι μεγαλοι ειναι που εχουν την ευχερεια να επιλεγουν πως θα παιξουν.
Ο κοσμος οσο και αν γκρινιαζει για το θεαμα, στην πραξη θελουν αποτελεσματα. Κανεναν δε θα τον χαλασει να παρει η ομαδα του Τσου Λου ας πουμε.
Δημοσίευση σχολίου