Η κε του μπλοκ τιμάει τη σημερινή διπλή επέτειο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού με το νέο ΟΧΙ της Αντίστασης του ΔΣΕ (με την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου του), με ένα διήγημα του Ζ. Σκάρου από τη συλλογή "Αλλαγή Συνθηκών" (Σύγχρονη Εποχή, 1991), για το αγωνιστικό ποιόν αυτού του λαού, που θέλησε να κάνει την ανάγκη ιστορία, και υψώθηκε μαζί της, εφοδεύοντας στον ουρανό.
Η γουρουνού
Ένα χρεμέτισμα αλόγου ακούστηκε να σκίζει τη νύχτα. Τα γουρούνια άρχισαν να γουρλίζουν. Τινάζεται πάνω απ' το στρώμα της η Δοξούλα και κολλάει πίσω απ' το παραθύρι.
Έξω στην αυλή, μέσα στ' αγνόφεγγο της ξαστεριάς, κάποιος είχε πηδήσει καβάλα στ' άλογο και το παρακινούσε με φτέρνες και βούρδουλα να ξεκινήσει. Εκείνο τσινούσε, σήκωνε χλιμιντρώντας τα μπροστινά του πόδια ψηλά και με κανέναν τρόπο δεν πήγαινε μπρος.
Φεύγει απ' το παραθύρι η Δοξούλα, πάει, ξεχώνει μέσ' απ' τ' άχυρα ένα ντουφέκι και, γονατίζοντας στο περβάζι του παραθυριού, πατάει τη σκαντάλη. Ο άνθρωπος που είχε καβαλικέψει τ' άλογο γκρεμίστηκε. Κρεμάει γρήγορα το ντουφέκι στον ώμο της η Δοξούλα, τρέχει, ρίχνεται καβάλα στ' άλογο και γίνεται αέρας.
Ήταν τον καιρό του εμφύλιου πολέμου. Από τη μια η αντίσταση στην ξένη επέμβαση - από την άλλη η απόκρουσε της ξένης επιβουλής. Αυτό τουλάχιστον διακηρύσσονταν από τις δυο πλευρές σαν λόγος της σύγκρουσης. Η Δοξούλα πήγε στους πρώτους. Μα καθώς η επέμβαση είναι πιο αποτελεσματική από την επιβουλή, η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος της άλλης πλευράς.
Μέσα σε μια τεράστια μισοάδεια αίθουσα, όπου κυριαρχούσαν χρυσές επωμίδες, πέντ' έξι αψόθυμοι τύποι τανούσαν, σαν γύπες, τους λαιμούς τους πάνω από μια φρεσκολουστραρισμένη ξύλινη έδρα. Μπροστά τους, σ' ένα παγκάκι, καθόταν χωμένη μέσα σ' ένα φαρδύ για το σώμα της το στρατιωτικό χιτώνιο η Δοξούλα και τους κοίταζε εκστατική με τα μεγάλα της μάτια. Από τη μια και την άλλη μεριά στο παγκάκι δυο ζευγάρια φρουροί παρακολουθούσαν βλοσυροί και αμίλητοι την κάθε της κίνηση.
"Λέγε, τον σκότωσες, ναι ή όχι;"
"Τον σκότωσα, τον σκότωσα", απάντησε πρόθυμα η Δοξούλα.
"Γιατί τον σκότωσες;"
"Γιατί ήταν με τους άλλους."
"Γιατί ήταν με τους άλλους ή γιατί ήρθε να σου πάρει το άλογο;"
"Γι' αυτό ήρθε να μου πάρει το άλογο, επειδή ήταν με τους άλλους."
Οι δικηγόροι, που είχαν αναλάβει άλλες υποθέσεις και περίμεναν στις θέσεις τους τη σειρά τους, μειδίασαν.
"Ξέρεις ότι αυτό που λες σε επιβαρύνει πολύ περισσότερο απ' το πρώτο;" είπε ο Πρόεδρος.
"Γιατί; Πόλεμος γινόταν!"
Ο συνήγορος της Δοξούλας σηκώθηκε και ζήτησε το λόγο. Στράφηκε στη Δοξούλα και στήλωσε γεμάτη θαυμασμό το βλέμμα της πάνω του.
"Μια ερώτηση, κύριε Πρόεδρε."
"Ορίστε."
"Ο πατέρας σου ζει;" ρώτησε τη Δοξούλα ο συνήγορος.
"'Όχι."
"Τι έγινε;"
"Σκοτώθηκε σε μάχη με τους φασίστες."
"Πότε;"
"Στην κατοχή."
"Δηλαδή πολέμησε για την πατρίδα;"
Ο Πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και απαγόρεψε στη Δοξούλα ν' απαντήσει. Εκείνη βρήκε ευκαιρία απ' τη διακοπή και, σκύβοντας πάνω στα γόνατά της, άρχισε να σκαλίζει με το δάχτυλο μέσα στο χοντρόπετσο άρβυλό της. Αμέσως οι σκοποί από δίπλα κάρφωσαν εκεί καχύποπτα τα μάτια τους και, μ' ένα νεύμα του Προέδρου, της έβγαλαν τ' άρβυλο.
"Ουφ", έκανε ανακουφισμένη η Δοξούλα, ενώ ένα χαλίκι ξεπετάχτηκε απ' το χοντροπάπουτσό της.
Οι δικηγόροι απ' την εξέδρα τους γέλασαν πάλι.
"Αυτόν που πυροβόλησες τον ήξερες;" ρώτησε ο συνήγορός της.
"Πώς δεν τον ήξερα... Στην κατοχή είχε στο χέρι του ένα πανί με τον αγκυλωτό σταυρό και με την απελευτέρωση χάθηκε. Ξαναπαρουσιάστηκε, όταν ήρθε στο χωριό ο στρατός."
"Και μετά τι έγινε;"
"Πότε;"
"Όταν έφυγες και πήγες στο βουνό!"
"Α, αυτό δεν ξέρω πώς να σας το πω... Έπεσε ο ουρανός και πλάκωσε τη γη. Από τη μια μπαίναμε εμείς σε μια πόλη κι από την άλλη έφευγαν οι άλλοι. Φεύγαμε εμείς, έρχονταν οι άλλοι. Αλλά εκείνοι είχαν κανόνια, αεροπλάνα, εμείς τίποτα, να, ντουφέκια μονάχα και κάτι αυτόματα..."
"Αρκετά", τη διέκοψε ο Πρόεδρος και ρώτησε: "Παραδόθηκες οικειοθελώς ή σ' έπιασαν;"
"Όχι, δεν παραδόθηκα, η σκαφίδα μ' έβγαλε σ' αυτούς."
Κατά την υποχώρηση μια μικρή ομάδα με τη Δοξούλα, είχε αποκοπεί απ' τη μονάδα της και βρέθηκε μπροστά σ' ένα μεγάλο ποτάμι. Ήταν συνολικά εφτά, ανάμεσά τους και μια άλλη κοπέλα. Οι έξι ήξεραν να κολυμπούν κι ως το ποτάμι σε κείνο το μέρος ήταν ήρεμο μπορούσαν εύκολα να περάσουν απέναντι. Η Δοξούλα δεν ήξερε κολύμπι και το φοβόταν το νερό. Μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή για να πάρουν απόφαση, βλέπουν κάπου κοντά ένα καλύβι και τρέχουν. Το καλύβι ήταν εγκαταλειμμένο με τα περισσότερα πράγματα του νοικοκυριού του και μια σκάφη από σκαμμένο κορμό δέντρου. Την παίρνουν, τη ρίχνουν στο ποτάμι και βάζουν τη Δοξούλα μέσα. Ύστερα πέφτουν και οι άλλοι μισό κύκλο γύρω της και αρχίζουν να κολυμπούν, σπρώχνοντάς την. Αλλά στη μέση απ' το ποτάμι, έρχεται ένας "γαλατάς". "Γαλατάδες" οι αντάρτες έλεγαν τ' αεροπλάνα, γιατί πετούσαν κάθε μέρα νωρίς το πρωί.
Με βουτιές το αεροπλάνο αρχίζει να πολυβολεί, το νερό βάφτηκε κόκκινο κι η σκάφη λευτερώθηκε απ' τον κλοιό των κολυμβητών. Το νερό την παρέσυρε και την έβγαλε σε μια όχτη, όπου ήταν καταυλισμένος στρατός.
"Δεν ξέρεις ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις η ποινή που επιβάλλει ο νόμος είναι ο θάνατος;" απείλησε απ' την έδρα του ο Πρόεδρος.
¨Πάλι;" αναρωτήθηκε η Δοξούλα.
Ήταν κιόλας καταδικασμένη σε θάνατο από άλλη δίκη. Τότε το κατηγορητήριο αναφερόταν στην προσχώρησή της στους αντάρτες, πράγμα που σήμαινε εγκλήματα κατά συρροή, απόπειρα ανατροπής του κρατούντος καθεστώτος και εσχάτη προδοσία.
Η Δοξούλα σηκώθηκε όρθια.
"Περίεργο μου φαίνεται", είπε, "δεν ήξερα πως ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτωθεί δυο φορές. Δεν πιστεύω, ψέματα λέτε. Εκτός αν φοβάστε μήπως την πρώτη φορά δεν έχω σκοτωθεί. Αν είναι έτσι, μεγάλη μου τιμή, που εγώ, ένα ορφανό κορίτσι, μια αγράμματη, μια γουρουνού, αξιώθηκα να φτάσω ως το σημείο που να με λογαριάζει και να φοβάται από μένα ένα ολόκληρο κράτος με στρατούς και κανόνια -α, είναι ωραία, πολύ ωραία η ζωή."
Η γουρουνού
Ένα χρεμέτισμα αλόγου ακούστηκε να σκίζει τη νύχτα. Τα γουρούνια άρχισαν να γουρλίζουν. Τινάζεται πάνω απ' το στρώμα της η Δοξούλα και κολλάει πίσω απ' το παραθύρι.
Έξω στην αυλή, μέσα στ' αγνόφεγγο της ξαστεριάς, κάποιος είχε πηδήσει καβάλα στ' άλογο και το παρακινούσε με φτέρνες και βούρδουλα να ξεκινήσει. Εκείνο τσινούσε, σήκωνε χλιμιντρώντας τα μπροστινά του πόδια ψηλά και με κανέναν τρόπο δεν πήγαινε μπρος.
Φεύγει απ' το παραθύρι η Δοξούλα, πάει, ξεχώνει μέσ' απ' τ' άχυρα ένα ντουφέκι και, γονατίζοντας στο περβάζι του παραθυριού, πατάει τη σκαντάλη. Ο άνθρωπος που είχε καβαλικέψει τ' άλογο γκρεμίστηκε. Κρεμάει γρήγορα το ντουφέκι στον ώμο της η Δοξούλα, τρέχει, ρίχνεται καβάλα στ' άλογο και γίνεται αέρας.
Ήταν τον καιρό του εμφύλιου πολέμου. Από τη μια η αντίσταση στην ξένη επέμβαση - από την άλλη η απόκρουσε της ξένης επιβουλής. Αυτό τουλάχιστον διακηρύσσονταν από τις δυο πλευρές σαν λόγος της σύγκρουσης. Η Δοξούλα πήγε στους πρώτους. Μα καθώς η επέμβαση είναι πιο αποτελεσματική από την επιβουλή, η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος της άλλης πλευράς.
* * *
Μέσα σε μια τεράστια μισοάδεια αίθουσα, όπου κυριαρχούσαν χρυσές επωμίδες, πέντ' έξι αψόθυμοι τύποι τανούσαν, σαν γύπες, τους λαιμούς τους πάνω από μια φρεσκολουστραρισμένη ξύλινη έδρα. Μπροστά τους, σ' ένα παγκάκι, καθόταν χωμένη μέσα σ' ένα φαρδύ για το σώμα της το στρατιωτικό χιτώνιο η Δοξούλα και τους κοίταζε εκστατική με τα μεγάλα της μάτια. Από τη μια και την άλλη μεριά στο παγκάκι δυο ζευγάρια φρουροί παρακολουθούσαν βλοσυροί και αμίλητοι την κάθε της κίνηση.
"Λέγε, τον σκότωσες, ναι ή όχι;"
"Τον σκότωσα, τον σκότωσα", απάντησε πρόθυμα η Δοξούλα.
"Γιατί τον σκότωσες;"
"Γιατί ήταν με τους άλλους."
"Γιατί ήταν με τους άλλους ή γιατί ήρθε να σου πάρει το άλογο;"
"Γι' αυτό ήρθε να μου πάρει το άλογο, επειδή ήταν με τους άλλους."
Οι δικηγόροι, που είχαν αναλάβει άλλες υποθέσεις και περίμεναν στις θέσεις τους τη σειρά τους, μειδίασαν.
"Ξέρεις ότι αυτό που λες σε επιβαρύνει πολύ περισσότερο απ' το πρώτο;" είπε ο Πρόεδρος.
"Γιατί; Πόλεμος γινόταν!"
Ο συνήγορος της Δοξούλας σηκώθηκε και ζήτησε το λόγο. Στράφηκε στη Δοξούλα και στήλωσε γεμάτη θαυμασμό το βλέμμα της πάνω του.
"Μια ερώτηση, κύριε Πρόεδρε."
"Ορίστε."
"Ο πατέρας σου ζει;" ρώτησε τη Δοξούλα ο συνήγορος.
"'Όχι."
"Τι έγινε;"
"Σκοτώθηκε σε μάχη με τους φασίστες."
"Πότε;"
"Στην κατοχή."
"Δηλαδή πολέμησε για την πατρίδα;"
Ο Πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και απαγόρεψε στη Δοξούλα ν' απαντήσει. Εκείνη βρήκε ευκαιρία απ' τη διακοπή και, σκύβοντας πάνω στα γόνατά της, άρχισε να σκαλίζει με το δάχτυλο μέσα στο χοντρόπετσο άρβυλό της. Αμέσως οι σκοποί από δίπλα κάρφωσαν εκεί καχύποπτα τα μάτια τους και, μ' ένα νεύμα του Προέδρου, της έβγαλαν τ' άρβυλο.
"Ουφ", έκανε ανακουφισμένη η Δοξούλα, ενώ ένα χαλίκι ξεπετάχτηκε απ' το χοντροπάπουτσό της.
Οι δικηγόροι απ' την εξέδρα τους γέλασαν πάλι.
"Αυτόν που πυροβόλησες τον ήξερες;" ρώτησε ο συνήγορός της.
"Πώς δεν τον ήξερα... Στην κατοχή είχε στο χέρι του ένα πανί με τον αγκυλωτό σταυρό και με την απελευτέρωση χάθηκε. Ξαναπαρουσιάστηκε, όταν ήρθε στο χωριό ο στρατός."
"Και μετά τι έγινε;"
"Πότε;"
"Όταν έφυγες και πήγες στο βουνό!"
"Α, αυτό δεν ξέρω πώς να σας το πω... Έπεσε ο ουρανός και πλάκωσε τη γη. Από τη μια μπαίναμε εμείς σε μια πόλη κι από την άλλη έφευγαν οι άλλοι. Φεύγαμε εμείς, έρχονταν οι άλλοι. Αλλά εκείνοι είχαν κανόνια, αεροπλάνα, εμείς τίποτα, να, ντουφέκια μονάχα και κάτι αυτόματα..."
"Αρκετά", τη διέκοψε ο Πρόεδρος και ρώτησε: "Παραδόθηκες οικειοθελώς ή σ' έπιασαν;"
"Όχι, δεν παραδόθηκα, η σκαφίδα μ' έβγαλε σ' αυτούς."
Κατά την υποχώρηση μια μικρή ομάδα με τη Δοξούλα, είχε αποκοπεί απ' τη μονάδα της και βρέθηκε μπροστά σ' ένα μεγάλο ποτάμι. Ήταν συνολικά εφτά, ανάμεσά τους και μια άλλη κοπέλα. Οι έξι ήξεραν να κολυμπούν κι ως το ποτάμι σε κείνο το μέρος ήταν ήρεμο μπορούσαν εύκολα να περάσουν απέναντι. Η Δοξούλα δεν ήξερε κολύμπι και το φοβόταν το νερό. Μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή για να πάρουν απόφαση, βλέπουν κάπου κοντά ένα καλύβι και τρέχουν. Το καλύβι ήταν εγκαταλειμμένο με τα περισσότερα πράγματα του νοικοκυριού του και μια σκάφη από σκαμμένο κορμό δέντρου. Την παίρνουν, τη ρίχνουν στο ποτάμι και βάζουν τη Δοξούλα μέσα. Ύστερα πέφτουν και οι άλλοι μισό κύκλο γύρω της και αρχίζουν να κολυμπούν, σπρώχνοντάς την. Αλλά στη μέση απ' το ποτάμι, έρχεται ένας "γαλατάς". "Γαλατάδες" οι αντάρτες έλεγαν τ' αεροπλάνα, γιατί πετούσαν κάθε μέρα νωρίς το πρωί.
Με βουτιές το αεροπλάνο αρχίζει να πολυβολεί, το νερό βάφτηκε κόκκινο κι η σκάφη λευτερώθηκε απ' τον κλοιό των κολυμβητών. Το νερό την παρέσυρε και την έβγαλε σε μια όχτη, όπου ήταν καταυλισμένος στρατός.
"Δεν ξέρεις ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις η ποινή που επιβάλλει ο νόμος είναι ο θάνατος;" απείλησε απ' την έδρα του ο Πρόεδρος.
¨Πάλι;" αναρωτήθηκε η Δοξούλα.
Ήταν κιόλας καταδικασμένη σε θάνατο από άλλη δίκη. Τότε το κατηγορητήριο αναφερόταν στην προσχώρησή της στους αντάρτες, πράγμα που σήμαινε εγκλήματα κατά συρροή, απόπειρα ανατροπής του κρατούντος καθεστώτος και εσχάτη προδοσία.
Η Δοξούλα σηκώθηκε όρθια.
"Περίεργο μου φαίνεται", είπε, "δεν ήξερα πως ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτωθεί δυο φορές. Δεν πιστεύω, ψέματα λέτε. Εκτός αν φοβάστε μήπως την πρώτη φορά δεν έχω σκοτωθεί. Αν είναι έτσι, μεγάλη μου τιμή, που εγώ, ένα ορφανό κορίτσι, μια αγράμματη, μια γουρουνού, αξιώθηκα να φτάσω ως το σημείο που να με λογαριάζει και να φοβάται από μένα ένα ολόκληρο κράτος με στρατούς και κανόνια -α, είναι ωραία, πολύ ωραία η ζωή."
3 σχόλια:
φοβερο!
χιλιαδες τετοιες ιστοριες εκεινη την εποχη, απο καθημερινους ανθρωπους!!
Μην παραπληροφορείς, σήμερα γιορτάζουμε για το ΕΑΜ που το ίδρυσε ο ίδιος ο Άρης ολομόναχος (άντε με κάτι φίλους του) σε πείσμα του κκε που δεν ήθελε να κάνει τίποτα. Και τον ΔΣΕ απ'την άλλην τον έχουμε χεσμένο, γιατί με τον εμφύλιο επί της ουσίας τόσος κόσμος πήγε σαν το σκυλί στ'αμπέλι και αυτός ήταν βασικά κι ο σχεδιασμός του κόμματος (νταξ τώρα με τον Άρη σε αυτό το θέμα, ας μην σπεκουλάρουμε για το αν ήθελε εμφύλιο μια ώρα αρχίτερα, πάλι καλά που πέθανε να λέμε).
Τα έχω διαβάσει εγώ από ντούρους αρρυζνταιρούς όλα αυτά, κάνουν και κριτική στον συριζα (για τα αγγλικά του τσίπρα πχ).
Πασοκ μέχρι να σβήσει ο ήλιος.
Ijon Tichy
Ijon Tichy: Έχει ΗΔΗ σβήσει ο ήλιος, προ πολλού ...
Δημοσίευση σχολίου