Δεν είναι πως δεν υπάρχουν θέματα για σχολιασμό αυτές τις μέρες, αλλά η κε του μπλοκ έχει μπλέξει με κάποιες κοινωνικές υποχρεώσεις, για αυτό και σήμερα αντιγράφει ένα διήγημα του Θωμά Μάρα με τον τίτλο της ανάρτησης από τη συλλογή "με απόφαση της κεντρικής επιτροπής" (που είναι το πρώτο και το πιο εκτενές διήγημα της συλλογής).
Τι χρειάζεται να ξέρετε ως εισαγωγικά στοιχεία;
Πρώτον ότι ο Μάρας κινείται γενικά στον προοδευτικό χώρο, όπως τον ορίζαμε και εμείς τότε, αλλά ασκεί αμφίπλευρη κριτική και στις δύο πλευρές -κάτι που αυξάνει νομοτελειακά την "εκτίμηση" που του τρέφει (και) το άλλο στρατόπεδο. Είχε όμως θετικές κριτικές και στις στήλες του Ρίζου.
Δεύτερον πως το διήγημα με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο, που τον δάνεισε και σε όλη τη συλλογή, ουσιαστικά αντλεί έμπνευση από τη γνωστή ιστορία στα χρόνια της παρανομίας, και την απόφαση της ηγεσίας (δηλ του Ζαχαριάδη) να αξιοποιήσει ένα διπλό πράκτορα (μέλος του κόμματος που είχε σπάσει στην ασφάλεια και έγινε πράκτοράς της, αλλά το ομολόγησε στο κόμμα), για να στήσει μια δεύτερη παράπλευρη οργάνωση, που θα έμενε ανενόχλητη, παρά τα χτυπήματα που θα δίνονταν εκ των έσω στην πρώτη -που θα ήταν γνωστή και στην ασφάλεια.
Τα ονόματα και τα πρόσωπα αλλάζουν, αλλά ο ιστορικός συνειρμός είναι κάτι παραπάνω από σαφής στο διήγημα του Θ. Μ.
Τρίτον, πως έχει γράψει μεταξύ άλλων τη μελέτη "οι αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης" στα τέλη της δεκαετίας του 70' και καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση, για "προσβολή της θρησκείας".
Αν σας τραβήξουν την προσοχή τα παραπάνω, τα υπόλοιπα θα τα βρείτε μόνοι σας, διαβάζοντας το έργο του.
Καλή ανάγνωση.
Η καρδιά της χτύπησε άτακτα. Πίσω απ' το τζάμι της βιτρίνας την κοιτούσαν δυο μάτια χαμογελαστά, που όλες οι μεταμφιέσεις του κόσμου δεν ήταν ικανές να την παραπλανήσουν.
Φώναξε με τρεμουλιαστή φωνή την υπάλληλο και της "πέρασε" την πελάτισσα. Με αργά βήματα, νιώθοντας πως θα πέσει, πήγε προς την πόρτα. Εκεί, μια γνωστή φωνή, πολύ συγκινημένη, της είπε:
-Αν μετά από δυο χρόνια δεν άλλαξε τίποτα, δώσ' μου το κλειδί σου.
Γύρισε σαν υπνωτισμένη, πήγε στο γραφείο πήρε την τσάντα της. Την άνοιξε. Ξαναγύρισε με τον ίδιο τρόπο. Άπλωσε το χέρι κι εκείνος το πήρε. Για δυο λεπτά, έβλεπε την πλάτη του να απομακρύνεται μέσα στον κόσμο.
Η υπάλληλος κάτι της είπε για την τιμή του φουστανιού. Απάντησε "εντάξει". Πήγε στο γραφείο, κάθησε, άνοιξε ένα συρτάρι, έδωσε ρέστα.
Το πρόσωπό της την κοίταξε απ' τον απέναντι καθρέφτη. Ήταν χλωμό. Σαν αστραπή της πέρασε η σκέψη να μη κάνει καμιά γκάφα. Πήρε μια βαθειά αναπνοή. Κοίταξε τις δύο κοπέλλες. Κουβέντιαζαν σιγά χαμογελώντας μια και το μαγαζί ήταν άδειο αυτή τη στιγμή. Κατάλαβε πως, όπως ήταν απασχολημένες, δεν είχαν αντιληφτεί τίποτα.
Ηρέμησε. Σήκωσε τ' ακουστικό και πήρε τον καφετζή.
-Νίκο. Στείλε μου μια λεμονίτα.
Χαμογέλασε καθώς τον σκέφτηκε στο μπάνιο να σιγοτραγουδά. Θάχε πετάξει ένα γύρω τα ρούχα του... Ύστερα θα πήγαινε κατευθεία στη ντουλάπα με τις αλλαξιές του.
Το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο. Μια ευτυχία που σιγά-σιγά την πλημμύρισε, την έκανε να θέλει να φωνάξει.
"Η ώρα είναι έξη. Σε δυο ώρες κλείνουμε".
Τον βρήκε μισόγυμνο. Είχε ξυρίσει το μούσι και δε φορούσε εκείνα, τα δήθεν, γυαλιά μυωπίας, για τη μεταμφίεση. Είχε γίνει, αυτός. Λίγο πιο αδύνατος από την προηγούμενη φορά, λίγο πιο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός.
Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
Όταν τον γνώρισε ήταν εικοσιεπτά χρόνων κι αυτός τριανταδύο. Τους σύστησε ο Μιχάλης. Βρέθηκαν να χορεύουν κι είπαν τις ιστορίες τους. Εκείνη την αληθινή της κι αυτός, ο ψεύταρος, τη δική του. Ήταν λέει κάτι σαν έμπορος καπνού, κάτι σαν "ενδιάμεσος" ανάμεσα στους καπνοπαραγωγούς και τις καπνοβιομηχανίες. Έτσι, είχε προστέσει, ήταν αναγκασμένος να λείπει στην επαρχία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Την αλήθεια την έμαθε όταν η Ασφάλεια έπιασε την Ελένη Μ. Ήταν αδελφή του κι αυτή δεν το 'ξερε. Μάλιστα όταν κατατύχη τους είδε ένα πρωϊνό στην Αιόλου να περπατούν αγκαζέ και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο είχε πολύ ζηλέψει.
Είχαν τη φωτογραφία της στην πρώτη σελίδα. Και δίπλα άλλες τρεις, που η μια τους ήταν εκείνος. Ένας πολιτικά παράνομος, επικηρυγμένος μ' αρκετά εκατομμύρια.
Αυτή, τότε στο χορό, του 'χε μιλήσει για τον άτυχο, χωρίς κανένα παιδί, γάμο της, για το διαζύγιο, για το "μαγαζί" γυναικείας μόδας, που 'χε ανοίξει μόλις χώρισε, για την ανεξάρτητη, απ' τους γονείς και τ' αδέλφια, ζωή της.
Ζήσαν μαζί επτά καλοκαιριάτικες μέρες, επτά αιώνες. Σ' ένα χωριουδάκι κοντά στη θάλασσα σχεδόν ακατοίκητο, επτά μαγεμένους αιώνες.
Ύστερα αυτός, ένα πρωϊνό, χάθηκε. "Είμαι αναγκασμένος να πάω στον Έβρο" είπε κι έφυγε χωρίς ούτε μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Και πέρασαν επτά μήνες χωρίς καμιά είδηση μέχρι που οι εφημερίδες κι η σύλληψη της Ελένης Μ. της έδωσαν να καταλάβει.
Δεν πέρασαν όμως δέκα μέρες κι ένα βράδυ ένα χτύπημα στην πόρτα της. Έπεσε στην αγκαλιά του, όπως τώρα, κλαίγοντας. Κι έμεινε κλεισμένος εκεί, χωρίς να βγαίνει ούτε για ένα λεπτό, δώδεκα μέρες. Μέχρι το σούρουπο, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Χτύπησε η πόρτα, όχι το κουδούνι, αλλά η πόρτα με το χέρι, τρεις φορές. Άνοιξε ο ίδιος και μπήκε μια γυναίκα εβδομήντα, περίπου χρόνων. Κάτι του είπε, κάτι της απάντησε, έβαλε το σακάκι και το παλτό του. Τη φίλησε σιωπηλός, έπιασε την άλλη απ' το μπράτσο και βγήκαν, αφού πρώτα φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, σημάδι πως θα παράσταινε τον τυφλό.
Σε κανέναν δεν είπε τίποτα γιαυτόν. Ούτε στο Μιχάλη που της τον σύστησε. Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ σα να 'ταν ένα όνειρο.
Κάπου-κάπου μια κάρτα απ' την Ευρώπη, της έφερνε τ' ανώνυμα φιλιά του. Όταν τη ρωτούσαν, απαντούσε: "-Μια τρελή φίλη που 'χει χόμπυ της τα ταξίδια".
Και τώρα είναι εδώ. Λίγο αδύνατος, λίγο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός. Κι αυτή κλαίει στην αγκαλιά του, ενώ της χαϊδεύει τα μαλλιά και της φιλάει το πρόσωπο. Κλαίει από ευτυχία κι ας ξέρει πως και τούτο δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ.
Τον κοιτάει.
-Ναι, απαντάει αυτός που κατάλαβε. Θα "ξεκουραστώ" πέντε ολόκληρες μέρες. Και θα τις περάσουμε μαζί. Θα γυρίσουμε όλη την Ελλάδα.
Προσθέτει χαμογελώντας.
-Με τη φαντασία μας. Γιατί θα κλειστούμε εδώ μέσα και θ' απομονωθούμε εντελώς -τόνισε το "εντελώς"-, απ' τον κόσμο.
Γελάει, ενώ τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Ξέρει πως μια τέτοια ζωή αξίζει. Εικοσιδυό χρόνων παντρεύτηκε, εικοσιέξη χώρισε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα, ν' ανακαλύπτεις πως ο άνθρωπος που κοιμάσαι μαζί του, τρως μαζί του, ακόμα και γλεντάς μαζί του, σου είναι άγνωστος. Ένας εντελώς άγνωστος. Ενώ πέντε μέρες μ' εκείνον που είσαι εσύ, κι εσένα που είναι αυτός, είναι μια ολόκληρη ζωή. Μια ευτυχισμένη ζωή.
Λέει μ' ένα συνεσταλμένο, πονηρά, χαμόγελο:
-Πάω να κάνω ένα μπάνιο.
Και τον φιλάει στα χείλη.
Κάνουν τους λογαριασμούς στο κρεβάτι. Αγόρασα τόσο κρέας, τόσο γάλα, τόσο ψωμί, (μόνο που θα μπαγιατέψει, δεν πειράζει), τόσα φρούτα. Α, ναι! Και το κρασάκι.
Σκέφτεται.
-Δε νομίζω πως χρειάζεται να ξαναβγώ.
-Εμπρός μητέρα. Γεια σου. Ξέρεις... φεύγω σήμερα για το Παρίσι. Πότε φεύγω; Τώρα αμέσως. Ε, πώς μου 'ρθε. Έτσι. Αποφάσισα να ξεσκάσω, θα παρακολουθήσω κι όλας τη φουστανοκίνηση. Και το μαγαζί; Όχι δε θέλω να πάει κανείς εκεί να μ' αντικαταστήσει. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις κοπέλλες. Θα γυρίσω στις εικοσιτρείς. Ναι, σε έξη μέρες. Ναι, μόλις γυρίσω θα σε πάρω. Άντε γεια σου.
Αφήνει τ' ακουστικό μ' ανακούφιση. Ξαναπαίρνει.
-Τούλα. Ναι, εγώ είμαι. Κοίταξε. Φεύγω αυτή τη στιγμή για το Παρίσι και θα γυρίσω σε έξη μέρες. Όλες τις παραγγελίες που έχουμε κάνει θα τις παραλάβεις. Τα υπόλοιπα μόλις γυρίσω. Θέλεις εσύ τίποτα να μου πεις; Εντάξει. Άντε γεια σας.
Ακούει το "καλό ταξίδι σας" και χαμογελάει. Ύστερα ψάχνει μήπως έχει κάποιον ακόμα να ειδοποιήσει για το "φευγιό" της. Όχι. Σηκώνει τους ώμους και πηγαίνει στην πόρτα. Διπλοκλειδώνει, βγάζει το κλειδί και τ' αφήνει πάνω στο κομοδίνο. Γυρίζει, αφήνει τη ρόμπα να πέσει στο πάτωμα, και γλιστράει ολόγυμνη στο κρεβάτι. Χώνεται στην αγκαλιά του κι ακουμπάει το κεφάλι στο μπράτσο του. Χαμογελάει πονηρά.
-Λοιπόν, που είχαμε μείνει;
Της χαϊδεύει το στήθος και γέρνει από πάνω της.
Τι χρειάζεται να ξέρετε ως εισαγωγικά στοιχεία;
Πρώτον ότι ο Μάρας κινείται γενικά στον προοδευτικό χώρο, όπως τον ορίζαμε και εμείς τότε, αλλά ασκεί αμφίπλευρη κριτική και στις δύο πλευρές -κάτι που αυξάνει νομοτελειακά την "εκτίμηση" που του τρέφει (και) το άλλο στρατόπεδο. Είχε όμως θετικές κριτικές και στις στήλες του Ρίζου.
Δεύτερον πως το διήγημα με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο, που τον δάνεισε και σε όλη τη συλλογή, ουσιαστικά αντλεί έμπνευση από τη γνωστή ιστορία στα χρόνια της παρανομίας, και την απόφαση της ηγεσίας (δηλ του Ζαχαριάδη) να αξιοποιήσει ένα διπλό πράκτορα (μέλος του κόμματος που είχε σπάσει στην ασφάλεια και έγινε πράκτοράς της, αλλά το ομολόγησε στο κόμμα), για να στήσει μια δεύτερη παράπλευρη οργάνωση, που θα έμενε ανενόχλητη, παρά τα χτυπήματα που θα δίνονταν εκ των έσω στην πρώτη -που θα ήταν γνωστή και στην ασφάλεια.
Τα ονόματα και τα πρόσωπα αλλάζουν, αλλά ο ιστορικός συνειρμός είναι κάτι παραπάνω από σαφής στο διήγημα του Θ. Μ.
Τρίτον, πως έχει γράψει μεταξύ άλλων τη μελέτη "οι αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης" στα τέλη της δεκαετίας του 70' και καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση, για "προσβολή της θρησκείας".
Αν σας τραβήξουν την προσοχή τα παραπάνω, τα υπόλοιπα θα τα βρείτε μόνοι σας, διαβάζοντας το έργο του.
Καλή ανάγνωση.
* * *
Η καρδιά της χτύπησε άτακτα. Πίσω απ' το τζάμι της βιτρίνας την κοιτούσαν δυο μάτια χαμογελαστά, που όλες οι μεταμφιέσεις του κόσμου δεν ήταν ικανές να την παραπλανήσουν.
Φώναξε με τρεμουλιαστή φωνή την υπάλληλο και της "πέρασε" την πελάτισσα. Με αργά βήματα, νιώθοντας πως θα πέσει, πήγε προς την πόρτα. Εκεί, μια γνωστή φωνή, πολύ συγκινημένη, της είπε:
-Αν μετά από δυο χρόνια δεν άλλαξε τίποτα, δώσ' μου το κλειδί σου.
Γύρισε σαν υπνωτισμένη, πήγε στο γραφείο πήρε την τσάντα της. Την άνοιξε. Ξαναγύρισε με τον ίδιο τρόπο. Άπλωσε το χέρι κι εκείνος το πήρε. Για δυο λεπτά, έβλεπε την πλάτη του να απομακρύνεται μέσα στον κόσμο.
Η υπάλληλος κάτι της είπε για την τιμή του φουστανιού. Απάντησε "εντάξει". Πήγε στο γραφείο, κάθησε, άνοιξε ένα συρτάρι, έδωσε ρέστα.
Το πρόσωπό της την κοίταξε απ' τον απέναντι καθρέφτη. Ήταν χλωμό. Σαν αστραπή της πέρασε η σκέψη να μη κάνει καμιά γκάφα. Πήρε μια βαθειά αναπνοή. Κοίταξε τις δύο κοπέλλες. Κουβέντιαζαν σιγά χαμογελώντας μια και το μαγαζί ήταν άδειο αυτή τη στιγμή. Κατάλαβε πως, όπως ήταν απασχολημένες, δεν είχαν αντιληφτεί τίποτα.
Ηρέμησε. Σήκωσε τ' ακουστικό και πήρε τον καφετζή.
-Νίκο. Στείλε μου μια λεμονίτα.
Χαμογέλασε καθώς τον σκέφτηκε στο μπάνιο να σιγοτραγουδά. Θάχε πετάξει ένα γύρω τα ρούχα του... Ύστερα θα πήγαινε κατευθεία στη ντουλάπα με τις αλλαξιές του.
Το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο. Μια ευτυχία που σιγά-σιγά την πλημμύρισε, την έκανε να θέλει να φωνάξει.
"Η ώρα είναι έξη. Σε δυο ώρες κλείνουμε".
* * *
Τον βρήκε μισόγυμνο. Είχε ξυρίσει το μούσι και δε φορούσε εκείνα, τα δήθεν, γυαλιά μυωπίας, για τη μεταμφίεση. Είχε γίνει, αυτός. Λίγο πιο αδύνατος από την προηγούμενη φορά, λίγο πιο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός.
Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
Όταν τον γνώρισε ήταν εικοσιεπτά χρόνων κι αυτός τριανταδύο. Τους σύστησε ο Μιχάλης. Βρέθηκαν να χορεύουν κι είπαν τις ιστορίες τους. Εκείνη την αληθινή της κι αυτός, ο ψεύταρος, τη δική του. Ήταν λέει κάτι σαν έμπορος καπνού, κάτι σαν "ενδιάμεσος" ανάμεσα στους καπνοπαραγωγούς και τις καπνοβιομηχανίες. Έτσι, είχε προστέσει, ήταν αναγκασμένος να λείπει στην επαρχία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Την αλήθεια την έμαθε όταν η Ασφάλεια έπιασε την Ελένη Μ. Ήταν αδελφή του κι αυτή δεν το 'ξερε. Μάλιστα όταν κατατύχη τους είδε ένα πρωϊνό στην Αιόλου να περπατούν αγκαζέ και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο είχε πολύ ζηλέψει.
Είχαν τη φωτογραφία της στην πρώτη σελίδα. Και δίπλα άλλες τρεις, που η μια τους ήταν εκείνος. Ένας πολιτικά παράνομος, επικηρυγμένος μ' αρκετά εκατομμύρια.
Αυτή, τότε στο χορό, του 'χε μιλήσει για τον άτυχο, χωρίς κανένα παιδί, γάμο της, για το διαζύγιο, για το "μαγαζί" γυναικείας μόδας, που 'χε ανοίξει μόλις χώρισε, για την ανεξάρτητη, απ' τους γονείς και τ' αδέλφια, ζωή της.
Ζήσαν μαζί επτά καλοκαιριάτικες μέρες, επτά αιώνες. Σ' ένα χωριουδάκι κοντά στη θάλασσα σχεδόν ακατοίκητο, επτά μαγεμένους αιώνες.
Ύστερα αυτός, ένα πρωϊνό, χάθηκε. "Είμαι αναγκασμένος να πάω στον Έβρο" είπε κι έφυγε χωρίς ούτε μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Και πέρασαν επτά μήνες χωρίς καμιά είδηση μέχρι που οι εφημερίδες κι η σύλληψη της Ελένης Μ. της έδωσαν να καταλάβει.
Δεν πέρασαν όμως δέκα μέρες κι ένα βράδυ ένα χτύπημα στην πόρτα της. Έπεσε στην αγκαλιά του, όπως τώρα, κλαίγοντας. Κι έμεινε κλεισμένος εκεί, χωρίς να βγαίνει ούτε για ένα λεπτό, δώδεκα μέρες. Μέχρι το σούρουπο, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Χτύπησε η πόρτα, όχι το κουδούνι, αλλά η πόρτα με το χέρι, τρεις φορές. Άνοιξε ο ίδιος και μπήκε μια γυναίκα εβδομήντα, περίπου χρόνων. Κάτι του είπε, κάτι της απάντησε, έβαλε το σακάκι και το παλτό του. Τη φίλησε σιωπηλός, έπιασε την άλλη απ' το μπράτσο και βγήκαν, αφού πρώτα φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, σημάδι πως θα παράσταινε τον τυφλό.
Σε κανέναν δεν είπε τίποτα γιαυτόν. Ούτε στο Μιχάλη που της τον σύστησε. Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ σα να 'ταν ένα όνειρο.
Κάπου-κάπου μια κάρτα απ' την Ευρώπη, της έφερνε τ' ανώνυμα φιλιά του. Όταν τη ρωτούσαν, απαντούσε: "-Μια τρελή φίλη που 'χει χόμπυ της τα ταξίδια".
Και τώρα είναι εδώ. Λίγο αδύνατος, λίγο γκριζαρισμένος, όμως Αυτός. Κι αυτή κλαίει στην αγκαλιά του, ενώ της χαϊδεύει τα μαλλιά και της φιλάει το πρόσωπο. Κλαίει από ευτυχία κι ας ξέρει πως και τούτο δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ.
Τον κοιτάει.
-Ναι, απαντάει αυτός που κατάλαβε. Θα "ξεκουραστώ" πέντε ολόκληρες μέρες. Και θα τις περάσουμε μαζί. Θα γυρίσουμε όλη την Ελλάδα.
Προσθέτει χαμογελώντας.
-Με τη φαντασία μας. Γιατί θα κλειστούμε εδώ μέσα και θ' απομονωθούμε εντελώς -τόνισε το "εντελώς"-, απ' τον κόσμο.
Γελάει, ενώ τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Ξέρει πως μια τέτοια ζωή αξίζει. Εικοσιδυό χρόνων παντρεύτηκε, εικοσιέξη χώρισε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα, ν' ανακαλύπτεις πως ο άνθρωπος που κοιμάσαι μαζί του, τρως μαζί του, ακόμα και γλεντάς μαζί του, σου είναι άγνωστος. Ένας εντελώς άγνωστος. Ενώ πέντε μέρες μ' εκείνον που είσαι εσύ, κι εσένα που είναι αυτός, είναι μια ολόκληρη ζωή. Μια ευτυχισμένη ζωή.
Λέει μ' ένα συνεσταλμένο, πονηρά, χαμόγελο:
-Πάω να κάνω ένα μπάνιο.
Και τον φιλάει στα χείλη.
* * *
Κάνουν τους λογαριασμούς στο κρεβάτι. Αγόρασα τόσο κρέας, τόσο γάλα, τόσο ψωμί, (μόνο που θα μπαγιατέψει, δεν πειράζει), τόσα φρούτα. Α, ναι! Και το κρασάκι.
Σκέφτεται.
-Δε νομίζω πως χρειάζεται να ξαναβγώ.
-Εμπρός μητέρα. Γεια σου. Ξέρεις... φεύγω σήμερα για το Παρίσι. Πότε φεύγω; Τώρα αμέσως. Ε, πώς μου 'ρθε. Έτσι. Αποφάσισα να ξεσκάσω, θα παρακολουθήσω κι όλας τη φουστανοκίνηση. Και το μαγαζί; Όχι δε θέλω να πάει κανείς εκεί να μ' αντικαταστήσει. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις κοπέλλες. Θα γυρίσω στις εικοσιτρείς. Ναι, σε έξη μέρες. Ναι, μόλις γυρίσω θα σε πάρω. Άντε γεια σου.
Αφήνει τ' ακουστικό μ' ανακούφιση. Ξαναπαίρνει.
-Τούλα. Ναι, εγώ είμαι. Κοίταξε. Φεύγω αυτή τη στιγμή για το Παρίσι και θα γυρίσω σε έξη μέρες. Όλες τις παραγγελίες που έχουμε κάνει θα τις παραλάβεις. Τα υπόλοιπα μόλις γυρίσω. Θέλεις εσύ τίποτα να μου πεις; Εντάξει. Άντε γεια σας.
Ακούει το "καλό ταξίδι σας" και χαμογελάει. Ύστερα ψάχνει μήπως έχει κάποιον ακόμα να ειδοποιήσει για το "φευγιό" της. Όχι. Σηκώνει τους ώμους και πηγαίνει στην πόρτα. Διπλοκλειδώνει, βγάζει το κλειδί και τ' αφήνει πάνω στο κομοδίνο. Γυρίζει, αφήνει τη ρόμπα να πέσει στο πάτωμα, και γλιστράει ολόγυμνη στο κρεβάτι. Χώνεται στην αγκαλιά του κι ακουμπάει το κεφάλι στο μπράτσο του. Χαμογελάει πονηρά.
-Λοιπόν, που είχαμε μείνει;
Της χαϊδεύει το στήθος και γέρνει από πάνω της.
4 σχόλια:
ένα μικρό διαμαντάκι ^.^
υ.γ. Απολίθωμα ξέρεις που ή πως μπορώ να βρω περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή την ιστορία της "παράλληλης" οργάνωσης που περιγράφεις;
Σίγουρα σε διάφορα βιβλία από αντιζαχαριαδική σκοπιά, αλλά φαντάζομαι πως ψάχνεις κάτι καλύτερο.
Δε θυμάμαι αν υπάρχει αναφορά στο β' τόμο του δοκιμίου ιστορίας του κόμματος (και δεν το έχω κοντά μου, για να ανατρέξω και να το επιβεβαιώσω). Σίγουρα υπάρχει αναφορά στα πρακτικά της 7ης ολομέλειας του 57' (ενδεχομένως και της 6ης του 56) στην οποία υπάρχει και απάντηση του Ζαχαριάδη, αν δε με απατά οικτρά η μνήμη μου.
Υπάρχει κι ένα παλιότερο βιβλίο για την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, αλλά είναι σε επιμέλεια Πετρόπουλου, οπότε αναλαμβάνεις εσύ την ευθύνη ;)
Αν σκεφτώ κάτι καλύτερο ως πηγή, θα επανέλθω.
"πρακτικά της 7ης ολομέλειας του 57' (ενδεχομένως και της 6ης του 56)"
Α! οκ ευχαριστώ. θα κοιτάξω πρώτα εκεί μιας και τα έχω αυτά τα βιβλία!
Δημοσίευση σχολίου