Η ιστορική μελέτη του Δημήτρη Μαριόλη που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί διευρυμένη επεξεργασία της ανακοίνωσής του στο συνέδριο «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά», στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου ήταν αναμφίβολα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις. Το βιβλίο εξετάζει την οικονομική κι εργατική πολιτική που εφάρμοσαν τα στελέχη του ΕΑΜ αναλαμβάνοντας υπουργικές θέσεις αντίστοιχου περιεχομένου στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», με επικεφαλής τον Γ. Παπανδρέου, το 44’.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως δε δόθηκαν τυχαία στην ΕΑΜική πλευρά τέτοια υπουργεία –πχ αντί για το Στρατιωτικών και το Εσωτερικών, τα οποία έλεγχαν ουσιαστικά όλο τον κρατικό μηχανισμό- αλλά βάση υπολογισμού, προκειμένου να χρεωθεί πρωτίστως αυτή το πολιτικό κόστος από τις αντικειμενικές δυσκολίες της ανασυγκρότησης και την εφαρμογή προειλημμένων αντιλαϊκών μέτρων, στα πλαίσια της νομισματικής σταθερότητας, που εκμηδένισε τις αποταμιεύσεις των μικροκαταθετών, αλλά και τα χρέη των μεγαλο-οφειλετών προς το δημόσιο. Αντιθέτως, διάφορες άλλες νομικές πρωτοβουλίες που επιχείρησαν να πάρουν υπέρ των λαϊκών υπουργών οι υπουργοί του ΕΑΜ είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα ή μπλοκαρίστηκαν από τους κυβερνητικούς εταίρους (πχ το Λαϊκό Κόμμα). Κι αυτό μολονότι δεν ήταν επαναστατικές τομές κοινωνικού μετασχηματισμού της χώρας, παρά μέτρα κρατικού παρεμβατισμού, που πάρθηκαν μεταπολεμικά σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη για την ανόρθωση των οικονομιών τους. Ο συσχετισμός δύναμης και οι ειδικές συνθήκες της ελληνικής περίπτωσης υπαγόρευαν διαφορετική τακτική προσέγγιση για την εξυπηρέτηση του ίδιου στρατηγικού στόχου, που για το αστικό στρατόπεδο δεν ήταν παρά η αναχαίτιση του κομμουνισμού.
Η μελέτη μας δίνει ένα κατατοπιστικό σχεδιάγραμμα για τις κινήσεις και τις επιδιώξεις της κάθε εμπλεκόμενης πλευράς. Αναφέρεται στον ετερόκλιτο αστικό συνασπισμό, που είχε ως βασικούς του άξονες και αποκλειστικά συνεκτικά του στοιχεία τη στήριξη των Άγγλων και τον ετεροπροσδιορισμό από το ΕΑΜ. Στη στρατηγική των Άγγλων, με τη θέσπιση πολιτικών κριτηρίων για την παροχή της επισιτιστικής βοήθειας στην Ελλάδα, και μετέπειτα των Αμερικανών, με το δόγμα Τρούμαν και την οικονομική ενίσχυση για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Στέκεται στην κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ των εξαθλιωμένων εργατικών στρωμάτων, που έβλεπαν τους μισθούς τους να εξανεμίζονται από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, και την αστική τάξη που αναδύθηκε μέσα από την κατοχική περίοδο, ξεκοκάλιζε τη συμμαχική βοήθεια και ήταν συνηθισμένη να κυνηγά το εύκολο, μαυραγορίτικο υπερ-κέρδος. Σημειώνει τη θαυμαστή πειθαρχία των εργατικών συνδικάτων στην Εαμική ηγεσία και τη μοναδική, ανεπανάληπτη εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλλε ο λαός την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», για να προχωρήσει στο έργο της. Αλλά και τις αντιθέσεις εντός του Εαμικού στρατοπέδου και τις αντικρουόμενες πολιτικές στοχεύσεις, που αντανακλούσαν εν μέρει διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Παράλληλα με την κριτική όμως υπενθυμίζει τις αντικειμενικές δυσκολίες (που δεν αναφέρονται ως απλό ελαφρυντικό-δικαιολογία) και συμπληρώνει πως «οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε το εαμικό κίνημα σε επιλογές που σήμερα, εκ των υστέρων, εμφανίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως αντιφατικές».
Εισαγωγικά ο Μαριόλης επισημαίνει τον έντονο και δελεαστικό πειρασμό των ιστορικών αναλογιών με τη σημερινή εποχή και τις απρόσμενες ομοιότητες με την τρέχουσα συγκυρία. Θα μπορούσαν να συμπληρωθούν επίσης κάποια παραδείγματα, που δε θα μπορούσε να έχει υπόψη του, όταν έγραφε αυτή τη μελέτη. Πχ οι εκβιαστικοί όροι των Άγγλων στο ζήτημα του καθορισμού των ημερομισθίων σε χαμηλά ύψη, ως προαπαιτούμενο για να παρέχουν την επισιτιστική βοήθεια στον ελληνικό λαό, ή η τύχη των μικροκαταθετών. Ωστόσο, οι όποιες τυχόν ομοιότητες περιορίζονται ασφαλώς στην άλλη όχθη και τη διαχρονική στάση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να σταθεί αντιθέτως μεταξύ της εαμικής πλευράς και της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, εκτός και αν την περιορίσουμε πχ στις συμβιβαστικές διαθέσεις του Σβώλου. Οι οποίες όμως πολύ γρήγορα θα παραμερίζονταν από το ΕΑΜ, που προχώρησε στη ρήξη με τον πιο αποφασιστικό κι εμφατικό τρόπο, στην ένοπλη αντίσταση του Δεκέμβρη (άλλο ζήτημα αν έπρεπε να είχε εκδηλωθεί νωρίτερα και με διαφορετικούς όρους). Κι αν υπάρχει ένα διαχρονικό συμπέρασμα που βγαίνει από την πείρα της συμμετοχής των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προς τη δυνατότητα να συμβιβαστούν αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα και να συνυπάρχουν αρμονικά, μπορούμε να το βρούμε ήδη στον τίτλο της μελέτης. Η ταξική ανακωχή, ειδικά σε τόσο οξυμένες περιόδους, είναι ανέφικτη. Και αυτό είναι ένα μάθημα, που πλήρωσε πολύ ακριβά το ταξικό κίνημα, για να το επαναλάβει αυτούσιο στις σημερινές συνθήκες.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως δε δόθηκαν τυχαία στην ΕΑΜική πλευρά τέτοια υπουργεία –πχ αντί για το Στρατιωτικών και το Εσωτερικών, τα οποία έλεγχαν ουσιαστικά όλο τον κρατικό μηχανισμό- αλλά βάση υπολογισμού, προκειμένου να χρεωθεί πρωτίστως αυτή το πολιτικό κόστος από τις αντικειμενικές δυσκολίες της ανασυγκρότησης και την εφαρμογή προειλημμένων αντιλαϊκών μέτρων, στα πλαίσια της νομισματικής σταθερότητας, που εκμηδένισε τις αποταμιεύσεις των μικροκαταθετών, αλλά και τα χρέη των μεγαλο-οφειλετών προς το δημόσιο. Αντιθέτως, διάφορες άλλες νομικές πρωτοβουλίες που επιχείρησαν να πάρουν υπέρ των λαϊκών υπουργών οι υπουργοί του ΕΑΜ είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα ή μπλοκαρίστηκαν από τους κυβερνητικούς εταίρους (πχ το Λαϊκό Κόμμα). Κι αυτό μολονότι δεν ήταν επαναστατικές τομές κοινωνικού μετασχηματισμού της χώρας, παρά μέτρα κρατικού παρεμβατισμού, που πάρθηκαν μεταπολεμικά σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη για την ανόρθωση των οικονομιών τους. Ο συσχετισμός δύναμης και οι ειδικές συνθήκες της ελληνικής περίπτωσης υπαγόρευαν διαφορετική τακτική προσέγγιση για την εξυπηρέτηση του ίδιου στρατηγικού στόχου, που για το αστικό στρατόπεδο δεν ήταν παρά η αναχαίτιση του κομμουνισμού.
Η μελέτη μας δίνει ένα κατατοπιστικό σχεδιάγραμμα για τις κινήσεις και τις επιδιώξεις της κάθε εμπλεκόμενης πλευράς. Αναφέρεται στον ετερόκλιτο αστικό συνασπισμό, που είχε ως βασικούς του άξονες και αποκλειστικά συνεκτικά του στοιχεία τη στήριξη των Άγγλων και τον ετεροπροσδιορισμό από το ΕΑΜ. Στη στρατηγική των Άγγλων, με τη θέσπιση πολιτικών κριτηρίων για την παροχή της επισιτιστικής βοήθειας στην Ελλάδα, και μετέπειτα των Αμερικανών, με το δόγμα Τρούμαν και την οικονομική ενίσχυση για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Στέκεται στην κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ των εξαθλιωμένων εργατικών στρωμάτων, που έβλεπαν τους μισθούς τους να εξανεμίζονται από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, και την αστική τάξη που αναδύθηκε μέσα από την κατοχική περίοδο, ξεκοκάλιζε τη συμμαχική βοήθεια και ήταν συνηθισμένη να κυνηγά το εύκολο, μαυραγορίτικο υπερ-κέρδος. Σημειώνει τη θαυμαστή πειθαρχία των εργατικών συνδικάτων στην Εαμική ηγεσία και τη μοναδική, ανεπανάληπτη εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλλε ο λαός την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», για να προχωρήσει στο έργο της. Αλλά και τις αντιθέσεις εντός του Εαμικού στρατοπέδου και τις αντικρουόμενες πολιτικές στοχεύσεις, που αντανακλούσαν εν μέρει διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Παράλληλα με την κριτική όμως υπενθυμίζει τις αντικειμενικές δυσκολίες (που δεν αναφέρονται ως απλό ελαφρυντικό-δικαιολογία) και συμπληρώνει πως «οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε το εαμικό κίνημα σε επιλογές που σήμερα, εκ των υστέρων, εμφανίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως αντιφατικές».
Εισαγωγικά ο Μαριόλης επισημαίνει τον έντονο και δελεαστικό πειρασμό των ιστορικών αναλογιών με τη σημερινή εποχή και τις απρόσμενες ομοιότητες με την τρέχουσα συγκυρία. Θα μπορούσαν να συμπληρωθούν επίσης κάποια παραδείγματα, που δε θα μπορούσε να έχει υπόψη του, όταν έγραφε αυτή τη μελέτη. Πχ οι εκβιαστικοί όροι των Άγγλων στο ζήτημα του καθορισμού των ημερομισθίων σε χαμηλά ύψη, ως προαπαιτούμενο για να παρέχουν την επισιτιστική βοήθεια στον ελληνικό λαό, ή η τύχη των μικροκαταθετών. Ωστόσο, οι όποιες τυχόν ομοιότητες περιορίζονται ασφαλώς στην άλλη όχθη και τη διαχρονική στάση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να σταθεί αντιθέτως μεταξύ της εαμικής πλευράς και της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, εκτός και αν την περιορίσουμε πχ στις συμβιβαστικές διαθέσεις του Σβώλου. Οι οποίες όμως πολύ γρήγορα θα παραμερίζονταν από το ΕΑΜ, που προχώρησε στη ρήξη με τον πιο αποφασιστικό κι εμφατικό τρόπο, στην ένοπλη αντίσταση του Δεκέμβρη (άλλο ζήτημα αν έπρεπε να είχε εκδηλωθεί νωρίτερα και με διαφορετικούς όρους). Κι αν υπάρχει ένα διαχρονικό συμπέρασμα που βγαίνει από την πείρα της συμμετοχής των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προς τη δυνατότητα να συμβιβαστούν αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα και να συνυπάρχουν αρμονικά, μπορούμε να το βρούμε ήδη στον τίτλο της μελέτης. Η ταξική ανακωχή, ειδικά σε τόσο οξυμένες περιόδους, είναι ανέφικτη. Και αυτό είναι ένα μάθημα, που πλήρωσε πολύ ακριβά το ταξικό κίνημα, για να το επαναλάβει αυτούσιο στις σημερινές συνθήκες.
Αναδημοσίευση από Ατέχνως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου