Για να προβάλει την πολύ αξιόλογη έκδοση της Σύγχρονης Εποχής "Φωτογραφίζοντας το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας", που πρωτοκυκλοφόρησε στο διήμερο της ΚΝΕ στο Βίτσι, με το σπουδαίο φωτογραφικό αρχείο του Απόστολου Μουσούρη (που παραδόθηκε στο Κόμμα πριν από δύο χρόνια, από τους συγγενείς του), η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα τη μαρτυρία του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία, που ήταν χρεωμένος στο φωτογραφικό-κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ και δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες στην εξιστόρησή του. Αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισχύει απόλυτα το κινέζικο ρητό "μία εικόνα, χίλιες λέξεις" και ο αναγνώστης πρέπει να προετοιμάσει τον εαυτό του για ένα ποτάμι από εκατοντάδες εικόνες (συγκλονιστικά φωτογραφικά ντοκουμέντα) και εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις.
Μαρτυρία του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία για το κινηματογραφικό και φωτογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ
Για την κατανόηση του φωτογραφικού έργου του Απόστολου Μουσούρη στο ΔΣΕ, είναι χρήσιμη η παρακολούθηση της δράσης του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, μέλος του οποίου ήταν και ο Απόστολος Μουσούρης. Το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ, σύμφωνα με τις καταγραφές και τις μαρτυρίες του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία, υπαγόταν στο Τμήμα Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Τράβηξε χιλιάδες μέτρα φιλμ, που αφορούσαν τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ, καθώς και των κατοίκων των περιοχών σε Γράμμο και Βίτσι.
Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, την άνοιξη του 1948, φορτωμένος με 2 κουρδιστές κινηματογραφικές μηχανές λήψης, μια 35 mm και μια δεκαεξάρα "Παγιάρ", καθώς και κουτιά με φιλμ, πέρασε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα και μπήκε παράνομα στην Ελλάδα στην περιοχή της Αλεβίτσας. Όπως μας διηγείται: "... Είχα εντολή να βρω το Γιώργο Σεβαστίκογλου για να οργανώσουμε το κινηματογραφικό συνεργείο. Συναντηθήκαμε στα έμπεδα. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, που θα ήταν ο επικεφαλής του συνεργείου, ο Απόστολος Μουσούρης, φωτογράφος και οπερατέρ, που είχε γυρίσει ήδη ταινίες στην Ελλάδα, και εγώ, επίδοξος σκηνοθέτης, που κουβάλησα τις μηχανές και το φιλμ από το Παρίσι. Ο καθένας είχε ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Είναι γνωστή η οδύσσεια του Γιώργου που, για να αποφύγει το στρατό και τελικά τη Μακρόνησο, μπαρκάρει παράνομα με ένα καΐκι και θαλασσοδαρμένος βρίσκεται λαθρομετανάστης στην Ιταλία, γνωρίζει όλες τις ιταλικές φυλακές και στο τέλος, με τη βοήθεια Ιταλών και ξένων διανοουμένων, ελευθερώνεται και βρίσκεται στην Ελλάδα.
Οργανώθηκε ολόκληρη εκστρατεία. Η Εντίτα Μόρις, γνωστή Σουηδή συγγραφέας, που μεταξύ άλλων είχε γράψει και Τα λουλούδια της Χιροσίμα, δραστηριοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Μοράβια, του Κάρλο Λέβι και άλλων κατάφεραν να ανακαλύψουν σε μια από τις φυλακές και να βγάλουν πρώτο το Γιώργο Σεβαστίκογλου. Μετά, με τη βοήθεια και του Γιώργου, ελευθερώθηκαν και οι άλλοι.
Τους συνάντησα λοιπόν στα έμπεδα. Έπρεπε να μάθουμε πέντε πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό και για την τακτική του. Δεν κράτησε και πολύ. Σε μια εβδομάδα αρχίσαμε τις αποστολές. Πηγαίναμε στις διάφορες μονάδες, βγάζαμε φωτογραφίες, γυρίζαμε κομμάτια από τη ζωή των μαχητών. Ήταν ένας άλλος στρατός. Γυναίκες και άνδρες μαζί στις μονάδες και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, παντού. Κάτι που θύμιζε το αντάρτικο της Κατοχής, αλλά που είχε και τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού, με σχετικά σταθερή γραμμή μετώπου, με οργανωμένη επιμελητεία και κάποια ζωή στα μετόπισθεν.
Εμείς παίρναμε εντολές από τη στρατιωτική διοίκηση να πάμε στην τάδε μονάδα, γιατί "κάτι θα γίνει", στην άλλη να γυρίσουμε τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων, να επισκεφθούμε το νοσοκομείο που λειτουργούσε μέσα σε σπηλιές, κάπου θα γινόταν μια σύσκεψη, και έτσι τριγυρνάγαμε τις βουνοκορφές του Γράμμου καταγράφοντας το ιστορικό του παράξενου αυτού πολέμου.
Μετακινούμαστε τις περισσότερες φορές με σύνδεσμο, γιατί δε γνωρίζαμε τα μέρη και μπορούσαμε να χαθούμε. Συχνά περπατάγαμε νύχτες. Άλλες φορές διανυκτερεύαμε στο δάσος, σε καλύβες φτιαγμένες από φτέρη. Μάθαμε την τεχνική, αργότερα τις φτιάχναμε και μόνοι μας. Στην αρχή, τα μόνα μας εφόδια ήταν οι μηχανές μας και το φιλμ, μετά όμως από ένα επεισόδιο αποκτήσαμε και οπλισμό.
Πηγαίναμε στα βομβαρδισμένα χωριά, που τα περισσότερα ήταν άδεια και ψάχναμε να βρούμε τους κατοίκους στα δάση, δηλαδή τις γυναίκες με τους γέρους και τα μωρά που, αποφεύγοντας τα αεροπλάνα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν στις καλύβες με τα λιγοστά τρόφιμα που του προμήθευε η τοπική αυτοδιοίκηση.
Στο Γράμμο δε μείναμε πολύ. Είχε αρχίσει η μεγάλη επίθεση του μοναρχοφασιστικού στρατού, που μας ανάγκασε να υποχωρήσουμε προς το Βίτσι, στην περιοχή των Πρεσπών.
Εκεί η κατάσταση ήταν εντελώς αλλιώτικη. Ο χώρος που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν μεγαλύτερος, υπήρχε οργανωμένη ζωή, αγροτικός συνεταιρισμός, καλλιεργημένη γη. Εγκατασταθήκαμε σε ένα χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα -στον Πυξό. Είχαμε στέγη, μια ψάθα για να κοιμόμαστε, ζεστό φαΐ από τη μονάδα στην οποία ανήκαμε. Τα μηχανήματα (είχε βρεθεί ήδη και μια δεύτερη Παγιάρ 16 mm), τα φιλμ, οι φωτογραφικές μηχανές και τα εξαρτήματα εξασφαλίστηκαν στο αρχηγείο, που ήταν εγκατεστημένο στο μικρό κομμάτι ελληνικής γης ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.
Πάνω από το χωριό Ψαράδες. Ο Απόστολος πηγαινοερχόταν, κουβάλαγε τα απαραίτητα για τη δουλειά μας, φρόντιζε τα μηχανήματα, έστελνε τα γυρισμένα φιλμ για εμφάνιση. Είχαμε αποκτήσει και δύο βοηθούς, τον Γιάννη και το Φαέθονα. Βοηθούσαν κυρίως τον Απόστολο.
Αρχίσαμε πάλι τις περιοδείες. Στο Βίτσι υπήρχε σχολή αξιωματικών, οργανωμένα νοσοκομεία, στρατόπεδο αιχμαλώτων, ο συνεταιρισμός και μια εκτεταμένη γραμμή μετώπου που έπιανε από την Μπέλα Βόντα στα ανατολικά ως τις παρυφές του Γράμμου στα δυτικά. Όλα αυτά έπρεπε να τα καταγράψουμε. Ορμητήριο ο Πυξός και ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας. Πολλέ φορές κάναμε και μια βδομάδα να γυρίσουμε πίσω, αλλά πάντα στα κουτιά μας υπήρχαν καταχωρισμένα ανεπανάληπτα γεγονότα, μοναδικά πρόσωπα, καθημερινές σκηνές πολέμου -κομμάτια Ιστορίας και μνήμης.
Ένα πρωί μας φώναξαν στο αρχηγείο και μας ανακοίνωσαν ότι τη νύχτα θα έρθει μια γαλλική αντιπροσωπία (Ιούνης 1949), με επικεφαλής το διάσημο ποιητή Πολ Ελιάρ. Εμείς θα έπρεπε να είμαστε μαζί τους, σε όλη τη διάρκεια της εδώ παραμονής τους, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τα πάντα. Εγώ θα ήμουνα ο επίσημος μεταφραστής τους και θα έπρεπε το βράδυ να πάω με ένα άγημα του Δημοκρατικού Στρατού να τους υποδεχτώ στα σύνορα.
Έτσι κι έγινε. Έφτασα στα σύνορα με μια ομάδα της σχολής αξιωματικών, οπλισμένη και ντυμένη στην τρίχα, ανάψαμε φωτιές και περιμέναμε. Αργούσαν και αρχίσαμε να ανησυχούμε, γιατί γυρίζοντας θα περνούσαμε από ένα δρόμο που εβάλλετο από το πυροβολικό. Ήρθαν λίγο πριν τα ξημερώματα. Τους αποδόθηκαν στρατιωτικές τιμές κι εγώ τους καλωσόρισα στην Ελεύθερη Ελλάδα. Δε θα ξεχάσω το ξάφνιασμά τους. Ποιος ξέρει τι περιμένανε να δούνε! Τους βάλαμε στα αυτοκίνητα, περάσαμε σφαίρα τον επικίνδυνο δρόμο και φτάσαμε στο χωριό που θα μένανε. Ήταν τέσσερις -ο Πολ Ελιάρ, ο Ιβ Φαρζ, ο Μορίς Ερμάν και ο Μπασίς.
Συναντήθηκαν με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, επισκέφτηκαν νοσοκομεία και γνώρισαν τον υπεύθυνο τότε χειρουργό Πέτρο Κόκκαλη, άκουσαν ένορκες καταθέσεις μαχητών για τις αγριότητες του μοναρχικού στρατού, πήγαν στην πρώτη γραμμή και τη νύχτα μίλησαν με τον τηλεβόα, γίνανε συγκεντρώσεις στα χωριά και λαϊκά γλέντια. Τους συνόδευε συχνά ο στρατηγός Καραγιώργης. Πριν φύγουν, ο Πολ Ελιάρ έγραψε και αφιέρωσε στο Δημοκρατικό Στρατό ένα ποίημα. Έφυγαν αποφασισμένοι να γνωρίσουν στη διεθνή κοινή γνώμη αυτά που είδαν κι αυτά που πίστεψαν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Ήταν ένα καλοκαίρι αισιοδοξίας!
Εμείς τα καταγράψαμε όλα αυτά και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Εδώ και αρκετό καιρό οι οργανώσεις είχαν αρχίσει να στέλνουν τα μικρά παιδιά από τα χωριά που βρίσκονταν κοντά στη γραμμή του μετώπου στις Λαϊκές Δημοκρατίες, που προσφέρθηκαν να τα φιλοξενήσουν για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, την πείνα και το θάνατο. Στην Αθήνα οργίαζε η προπαγάνδα για το "παιδομάζωμα", για βίαιες αρπαγές παιδιών από την αγκαλιά της μάνας τους, για μελλοντικούς γενίτσαρους και άλλα πολλά.
Έτσι αποφασίσαμε με τον Γιώργο να κάνουμε την πρώτη μας ταινία: Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας, μια ταινία ντοκουμέντο, απάντηση στην προπαγάνδα για το παιδομάζωμα.
Αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε υλικό γυρνώντας στα ρημαγμένα χωριά του Βίτσι και του Γράμμου. Κινηματογραφήσαμε τη ζωή των κατοίκων τους στις σπηλιές και στα δάση, τα εγκαταλελειμμένα και πεινασμένα παιδιά, όλη αυτή τη δυστυχία και τον παραλογισμό αυτού του πολέμου. Περπατήσαμε ώρες ατέλειωτες στα βουνά ψάχνοντας να βρούμε αυτό που θέλαμε. Θυμάμαι πως έτσι βρεθήκαμε σε ένα χωριό, Σφήκα το λέγανε, κοντά στη γραμμή του μετώπου, που βομβαρδιζόταν συχνά και που από εκεί κοντά, όπως μας είπαν, θα μπορούσαμε να κινηματογραφήσουμε αεροπορική επιδρομή στις θέσεις μας, φαινόμενο καθημερινό. Ο πρόεδρος του χωριού θα μας ενημέρωνε. Πήραμε λοιπόν ξηρά τροφή για δύο μέρες και μετά από δεκάωρη πορεία βρεθήκαμε στη Σφήκα. Όμως ούτε πρόεδρος, ούτε κανένας δεν ήταν στο χωριό. Κυριολεκτικά ρημαγμένο, χωρίς στέγες τα περισσότερα σπίτια, άδεια. Μόνο σε ένα στάβλο βρήκαμε μια ξεχασμένη γελάδα. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε δίπλα στο σπίτι για να έχουμε συντροφιά. Και πράγματι τα βράδια που καθόμαστε να δουλέψουμε με ένα κερί στο τραπέζι, ξαφνικά μουγκάνιζε η γελάδα, μουγκρίζαμε κι εμείς, μας απαντούσε πάλι η γελάδα. Έτσι πέρναγε ο καιρός. Μείναμε αρκετές μέρες. Κινηματογραφήσαμε το χωριό, βγήκαμε απάνω στο ξέφωτο και περιμέναμε να γυρίσουμε την αεροπορική επιδρομή στο απέναντι βουνό. Αλλά παραδόξως ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη ημέρα έγινε τίποτα.
Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και είχε αρχίσει η πείνα, γιατί στο χωριό δε βρήκαμε τίποτα φαγώσιμο, μόνο κάτι ρίζες που τις βράσαμε, αλλά δεν τρώγονταν γιατί ήτανε πικρές.
Είχαμε κάνει όμως τόσο κόπο και μας χρειαζότανε πολύ ένας βομβαρδισμός, για αυτό αποφασίσαμε να περιμένουμε. Τελικά την πέμπτη μέρα, εκεί που είμαστε αραγμένοι, με το Γιώργο, τα μηχανήματα έτοιμα κι ο Απόστολος να βγάζει γύρω φωτογραφίες, βλέπουμε ένα μαχητή να ανηφορίζει τρέχοντας την πλαγιά και να έρχεται προς το μέρος μας. Σταμάτησε, χαιρετιστήκαμε και μας ρώτησε απορώντας τι γυρεύουμε εκεί πάνω. Του είπαμε πως περιμένουμε να βομβαρδιστεί το απέναντι βουνό για να το κινηματογραφήσουμε. Έβαλε τα γέλια και ξεκινώντας να φύγει μας πέταξε: Είσαστε τυχεροί, γιατί εδώ και τρεις-τέσσερις μέρες μας έχουνε ξεχάσει. Κι ο λόφος που βομβαρδίζεται είναι αυτός και όχι το απέναντι βουνό. Τα μαζέψαμε τρέχοντας και τον ακολουθήσαμε στο χωριό. Πάντως το βομβαρδισμό τον πετύχαμε αλλού, πάνω στα κεφάλια μας. Μερικές σκηνές υπάρχουν στην ταινία.
Μόλις μαζέψαμε το υλικό που θέλαμε στην Ελλάδα, περάσαμε τα σύνορα και βρεθήκαμε στην Ουγγαρία και μετά στην Τσεχοσλοβακία για να γυρίσουμε τη ζωή των παιδιών του "παιδομαζώματος" στις χώρες αυτές που προσπαθούσαν να τους εξασφαλίσουν υγιεινούς όρους διαβίωσης, καλό φαΐ και να τους κάνουν να ξεχάσουν το απειλητικό βουητό των αεροπλάνων. Εμφανίσαμε το υλικό και κάναμε το μοντάζ στο στούντιο "Μπάραντοβ" της Πράγας.
Μετά το Γράμμο περάσαμε και πάλι στο Βίτσι. Εκεί συναντήσαμε και το θεατρικό συγκρότημα του Δημοκρατικού Στρατού με επικεφαλής τον Αντώνη Γιαννίδη. Μείναμε αρκετό καιρό μαζί και κάναμε και κάποιες κοινές εκδηλώσεις. Εν τω μεταξύ ο Απόστολος είχε εκπαιδεύσει ένα νέο ικανό παιδί σε εικονολήπτη, το Φώτη Ματσάκα, και έτσι μπορέσαμε να χωριστούμε σε δύο συνεργεία. Ο Απόστολος με το Γιώργο και ο Φώτης με εμένα, για να βρισκόμαστε συγχρόνως σε δύο διαφορετικά μέρη..."
Ιούνιος 2016
Μαρτυρία του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία για το κινηματογραφικό και φωτογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ
Για την κατανόηση του φωτογραφικού έργου του Απόστολου Μουσούρη στο ΔΣΕ, είναι χρήσιμη η παρακολούθηση της δράσης του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, μέλος του οποίου ήταν και ο Απόστολος Μουσούρης. Το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ, σύμφωνα με τις καταγραφές και τις μαρτυρίες του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία, υπαγόταν στο Τμήμα Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Τράβηξε χιλιάδες μέτρα φιλμ, που αφορούσαν τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ, καθώς και των κατοίκων των περιοχών σε Γράμμο και Βίτσι.
Ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, την άνοιξη του 1948, φορτωμένος με 2 κουρδιστές κινηματογραφικές μηχανές λήψης, μια 35 mm και μια δεκαεξάρα "Παγιάρ", καθώς και κουτιά με φιλμ, πέρασε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα και μπήκε παράνομα στην Ελλάδα στην περιοχή της Αλεβίτσας. Όπως μας διηγείται: "... Είχα εντολή να βρω το Γιώργο Σεβαστίκογλου για να οργανώσουμε το κινηματογραφικό συνεργείο. Συναντηθήκαμε στα έμπεδα. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, που θα ήταν ο επικεφαλής του συνεργείου, ο Απόστολος Μουσούρης, φωτογράφος και οπερατέρ, που είχε γυρίσει ήδη ταινίες στην Ελλάδα, και εγώ, επίδοξος σκηνοθέτης, που κουβάλησα τις μηχανές και το φιλμ από το Παρίσι. Ο καθένας είχε ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Είναι γνωστή η οδύσσεια του Γιώργου που, για να αποφύγει το στρατό και τελικά τη Μακρόνησο, μπαρκάρει παράνομα με ένα καΐκι και θαλασσοδαρμένος βρίσκεται λαθρομετανάστης στην Ιταλία, γνωρίζει όλες τις ιταλικές φυλακές και στο τέλος, με τη βοήθεια Ιταλών και ξένων διανοουμένων, ελευθερώνεται και βρίσκεται στην Ελλάδα.
Οργανώθηκε ολόκληρη εκστρατεία. Η Εντίτα Μόρις, γνωστή Σουηδή συγγραφέας, που μεταξύ άλλων είχε γράψει και Τα λουλούδια της Χιροσίμα, δραστηριοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Μοράβια, του Κάρλο Λέβι και άλλων κατάφεραν να ανακαλύψουν σε μια από τις φυλακές και να βγάλουν πρώτο το Γιώργο Σεβαστίκογλου. Μετά, με τη βοήθεια και του Γιώργου, ελευθερώθηκαν και οι άλλοι.
Τους συνάντησα λοιπόν στα έμπεδα. Έπρεπε να μάθουμε πέντε πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό και για την τακτική του. Δεν κράτησε και πολύ. Σε μια εβδομάδα αρχίσαμε τις αποστολές. Πηγαίναμε στις διάφορες μονάδες, βγάζαμε φωτογραφίες, γυρίζαμε κομμάτια από τη ζωή των μαχητών. Ήταν ένας άλλος στρατός. Γυναίκες και άνδρες μαζί στις μονάδες και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, παντού. Κάτι που θύμιζε το αντάρτικο της Κατοχής, αλλά που είχε και τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού, με σχετικά σταθερή γραμμή μετώπου, με οργανωμένη επιμελητεία και κάποια ζωή στα μετόπισθεν.
Εμείς παίρναμε εντολές από τη στρατιωτική διοίκηση να πάμε στην τάδε μονάδα, γιατί "κάτι θα γίνει", στην άλλη να γυρίσουμε τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων, να επισκεφθούμε το νοσοκομείο που λειτουργούσε μέσα σε σπηλιές, κάπου θα γινόταν μια σύσκεψη, και έτσι τριγυρνάγαμε τις βουνοκορφές του Γράμμου καταγράφοντας το ιστορικό του παράξενου αυτού πολέμου.
Μετακινούμαστε τις περισσότερες φορές με σύνδεσμο, γιατί δε γνωρίζαμε τα μέρη και μπορούσαμε να χαθούμε. Συχνά περπατάγαμε νύχτες. Άλλες φορές διανυκτερεύαμε στο δάσος, σε καλύβες φτιαγμένες από φτέρη. Μάθαμε την τεχνική, αργότερα τις φτιάχναμε και μόνοι μας. Στην αρχή, τα μόνα μας εφόδια ήταν οι μηχανές μας και το φιλμ, μετά όμως από ένα επεισόδιο αποκτήσαμε και οπλισμό.
Πηγαίναμε στα βομβαρδισμένα χωριά, που τα περισσότερα ήταν άδεια και ψάχναμε να βρούμε τους κατοίκους στα δάση, δηλαδή τις γυναίκες με τους γέρους και τα μωρά που, αποφεύγοντας τα αεροπλάνα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν στις καλύβες με τα λιγοστά τρόφιμα που του προμήθευε η τοπική αυτοδιοίκηση.
Στο Γράμμο δε μείναμε πολύ. Είχε αρχίσει η μεγάλη επίθεση του μοναρχοφασιστικού στρατού, που μας ανάγκασε να υποχωρήσουμε προς το Βίτσι, στην περιοχή των Πρεσπών.
Εκεί η κατάσταση ήταν εντελώς αλλιώτικη. Ο χώρος που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν μεγαλύτερος, υπήρχε οργανωμένη ζωή, αγροτικός συνεταιρισμός, καλλιεργημένη γη. Εγκατασταθήκαμε σε ένα χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα -στον Πυξό. Είχαμε στέγη, μια ψάθα για να κοιμόμαστε, ζεστό φαΐ από τη μονάδα στην οποία ανήκαμε. Τα μηχανήματα (είχε βρεθεί ήδη και μια δεύτερη Παγιάρ 16 mm), τα φιλμ, οι φωτογραφικές μηχανές και τα εξαρτήματα εξασφαλίστηκαν στο αρχηγείο, που ήταν εγκατεστημένο στο μικρό κομμάτι ελληνικής γης ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.
Πάνω από το χωριό Ψαράδες. Ο Απόστολος πηγαινοερχόταν, κουβάλαγε τα απαραίτητα για τη δουλειά μας, φρόντιζε τα μηχανήματα, έστελνε τα γυρισμένα φιλμ για εμφάνιση. Είχαμε αποκτήσει και δύο βοηθούς, τον Γιάννη και το Φαέθονα. Βοηθούσαν κυρίως τον Απόστολο.
Αρχίσαμε πάλι τις περιοδείες. Στο Βίτσι υπήρχε σχολή αξιωματικών, οργανωμένα νοσοκομεία, στρατόπεδο αιχμαλώτων, ο συνεταιρισμός και μια εκτεταμένη γραμμή μετώπου που έπιανε από την Μπέλα Βόντα στα ανατολικά ως τις παρυφές του Γράμμου στα δυτικά. Όλα αυτά έπρεπε να τα καταγράψουμε. Ορμητήριο ο Πυξός και ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας. Πολλέ φορές κάναμε και μια βδομάδα να γυρίσουμε πίσω, αλλά πάντα στα κουτιά μας υπήρχαν καταχωρισμένα ανεπανάληπτα γεγονότα, μοναδικά πρόσωπα, καθημερινές σκηνές πολέμου -κομμάτια Ιστορίας και μνήμης.
Ένα πρωί μας φώναξαν στο αρχηγείο και μας ανακοίνωσαν ότι τη νύχτα θα έρθει μια γαλλική αντιπροσωπία (Ιούνης 1949), με επικεφαλής το διάσημο ποιητή Πολ Ελιάρ. Εμείς θα έπρεπε να είμαστε μαζί τους, σε όλη τη διάρκεια της εδώ παραμονής τους, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τα πάντα. Εγώ θα ήμουνα ο επίσημος μεταφραστής τους και θα έπρεπε το βράδυ να πάω με ένα άγημα του Δημοκρατικού Στρατού να τους υποδεχτώ στα σύνορα.
Έτσι κι έγινε. Έφτασα στα σύνορα με μια ομάδα της σχολής αξιωματικών, οπλισμένη και ντυμένη στην τρίχα, ανάψαμε φωτιές και περιμέναμε. Αργούσαν και αρχίσαμε να ανησυχούμε, γιατί γυρίζοντας θα περνούσαμε από ένα δρόμο που εβάλλετο από το πυροβολικό. Ήρθαν λίγο πριν τα ξημερώματα. Τους αποδόθηκαν στρατιωτικές τιμές κι εγώ τους καλωσόρισα στην Ελεύθερη Ελλάδα. Δε θα ξεχάσω το ξάφνιασμά τους. Ποιος ξέρει τι περιμένανε να δούνε! Τους βάλαμε στα αυτοκίνητα, περάσαμε σφαίρα τον επικίνδυνο δρόμο και φτάσαμε στο χωριό που θα μένανε. Ήταν τέσσερις -ο Πολ Ελιάρ, ο Ιβ Φαρζ, ο Μορίς Ερμάν και ο Μπασίς.
Συναντήθηκαν με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, επισκέφτηκαν νοσοκομεία και γνώρισαν τον υπεύθυνο τότε χειρουργό Πέτρο Κόκκαλη, άκουσαν ένορκες καταθέσεις μαχητών για τις αγριότητες του μοναρχικού στρατού, πήγαν στην πρώτη γραμμή και τη νύχτα μίλησαν με τον τηλεβόα, γίνανε συγκεντρώσεις στα χωριά και λαϊκά γλέντια. Τους συνόδευε συχνά ο στρατηγός Καραγιώργης. Πριν φύγουν, ο Πολ Ελιάρ έγραψε και αφιέρωσε στο Δημοκρατικό Στρατό ένα ποίημα. Έφυγαν αποφασισμένοι να γνωρίσουν στη διεθνή κοινή γνώμη αυτά που είδαν κι αυτά που πίστεψαν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Ήταν ένα καλοκαίρι αισιοδοξίας!
Εμείς τα καταγράψαμε όλα αυτά και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Εδώ και αρκετό καιρό οι οργανώσεις είχαν αρχίσει να στέλνουν τα μικρά παιδιά από τα χωριά που βρίσκονταν κοντά στη γραμμή του μετώπου στις Λαϊκές Δημοκρατίες, που προσφέρθηκαν να τα φιλοξενήσουν για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, την πείνα και το θάνατο. Στην Αθήνα οργίαζε η προπαγάνδα για το "παιδομάζωμα", για βίαιες αρπαγές παιδιών από την αγκαλιά της μάνας τους, για μελλοντικούς γενίτσαρους και άλλα πολλά.
Έτσι αποφασίσαμε με τον Γιώργο να κάνουμε την πρώτη μας ταινία: Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας, μια ταινία ντοκουμέντο, απάντηση στην προπαγάνδα για το παιδομάζωμα.
Αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε υλικό γυρνώντας στα ρημαγμένα χωριά του Βίτσι και του Γράμμου. Κινηματογραφήσαμε τη ζωή των κατοίκων τους στις σπηλιές και στα δάση, τα εγκαταλελειμμένα και πεινασμένα παιδιά, όλη αυτή τη δυστυχία και τον παραλογισμό αυτού του πολέμου. Περπατήσαμε ώρες ατέλειωτες στα βουνά ψάχνοντας να βρούμε αυτό που θέλαμε. Θυμάμαι πως έτσι βρεθήκαμε σε ένα χωριό, Σφήκα το λέγανε, κοντά στη γραμμή του μετώπου, που βομβαρδιζόταν συχνά και που από εκεί κοντά, όπως μας είπαν, θα μπορούσαμε να κινηματογραφήσουμε αεροπορική επιδρομή στις θέσεις μας, φαινόμενο καθημερινό. Ο πρόεδρος του χωριού θα μας ενημέρωνε. Πήραμε λοιπόν ξηρά τροφή για δύο μέρες και μετά από δεκάωρη πορεία βρεθήκαμε στη Σφήκα. Όμως ούτε πρόεδρος, ούτε κανένας δεν ήταν στο χωριό. Κυριολεκτικά ρημαγμένο, χωρίς στέγες τα περισσότερα σπίτια, άδεια. Μόνο σε ένα στάβλο βρήκαμε μια ξεχασμένη γελάδα. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε δίπλα στο σπίτι για να έχουμε συντροφιά. Και πράγματι τα βράδια που καθόμαστε να δουλέψουμε με ένα κερί στο τραπέζι, ξαφνικά μουγκάνιζε η γελάδα, μουγκρίζαμε κι εμείς, μας απαντούσε πάλι η γελάδα. Έτσι πέρναγε ο καιρός. Μείναμε αρκετές μέρες. Κινηματογραφήσαμε το χωριό, βγήκαμε απάνω στο ξέφωτο και περιμέναμε να γυρίσουμε την αεροπορική επιδρομή στο απέναντι βουνό. Αλλά παραδόξως ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη ημέρα έγινε τίποτα.
Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και είχε αρχίσει η πείνα, γιατί στο χωριό δε βρήκαμε τίποτα φαγώσιμο, μόνο κάτι ρίζες που τις βράσαμε, αλλά δεν τρώγονταν γιατί ήτανε πικρές.
Είχαμε κάνει όμως τόσο κόπο και μας χρειαζότανε πολύ ένας βομβαρδισμός, για αυτό αποφασίσαμε να περιμένουμε. Τελικά την πέμπτη μέρα, εκεί που είμαστε αραγμένοι, με το Γιώργο, τα μηχανήματα έτοιμα κι ο Απόστολος να βγάζει γύρω φωτογραφίες, βλέπουμε ένα μαχητή να ανηφορίζει τρέχοντας την πλαγιά και να έρχεται προς το μέρος μας. Σταμάτησε, χαιρετιστήκαμε και μας ρώτησε απορώντας τι γυρεύουμε εκεί πάνω. Του είπαμε πως περιμένουμε να βομβαρδιστεί το απέναντι βουνό για να το κινηματογραφήσουμε. Έβαλε τα γέλια και ξεκινώντας να φύγει μας πέταξε: Είσαστε τυχεροί, γιατί εδώ και τρεις-τέσσερις μέρες μας έχουνε ξεχάσει. Κι ο λόφος που βομβαρδίζεται είναι αυτός και όχι το απέναντι βουνό. Τα μαζέψαμε τρέχοντας και τον ακολουθήσαμε στο χωριό. Πάντως το βομβαρδισμό τον πετύχαμε αλλού, πάνω στα κεφάλια μας. Μερικές σκηνές υπάρχουν στην ταινία.
Μόλις μαζέψαμε το υλικό που θέλαμε στην Ελλάδα, περάσαμε τα σύνορα και βρεθήκαμε στην Ουγγαρία και μετά στην Τσεχοσλοβακία για να γυρίσουμε τη ζωή των παιδιών του "παιδομαζώματος" στις χώρες αυτές που προσπαθούσαν να τους εξασφαλίσουν υγιεινούς όρους διαβίωσης, καλό φαΐ και να τους κάνουν να ξεχάσουν το απειλητικό βουητό των αεροπλάνων. Εμφανίσαμε το υλικό και κάναμε το μοντάζ στο στούντιο "Μπάραντοβ" της Πράγας.
Μετά το Γράμμο περάσαμε και πάλι στο Βίτσι. Εκεί συναντήσαμε και το θεατρικό συγκρότημα του Δημοκρατικού Στρατού με επικεφαλής τον Αντώνη Γιαννίδη. Μείναμε αρκετό καιρό μαζί και κάναμε και κάποιες κοινές εκδηλώσεις. Εν τω μεταξύ ο Απόστολος είχε εκπαιδεύσει ένα νέο ικανό παιδί σε εικονολήπτη, το Φώτη Ματσάκα, και έτσι μπορέσαμε να χωριστούμε σε δύο συνεργεία. Ο Απόστολος με το Γιώργο και ο Φώτης με εμένα, για να βρισκόμαστε συγχρόνως σε δύο διαφορετικά μέρη..."
Ιούνιος 2016
1 σχόλιο:
http://www.parapolitika.gr/tags/synenteyxi-koytsoympa
Κουκουτσης
Δημοσίευση σχολίου