Εντάξει, ο τίτλος είναι λιγάκι παραπλανητικός (δεν υπάρχουν συμπαθείς φασίστες) και θα μπορούσε να θεωρηθεί παγίδα για παραπάνω κλικ-επισκέπτες, αλλά είναι ασορτί με το σουρεάλ χαρακτήρα του κειμένου. Παραμένοντας σε ολυμπιακό κλίμα, η κε του μπλοκ καταπιάνεται με κάτι εξειδικευμένο, που υποψιάζομαι πως αφορά ελάχιστους σφους αναγνώστες, αλλά δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς, στην καρδιά του καλοκαιριού, με το μισό κοινό να διακοπεύει και το άλλο μισό να αγανακτεί, επειδή δεν μπορεί να το κάνει, και να ζεσταίνεται υπερβολικά για να διαβάσει οτιδήποτε, ο καθένας μπορεί να γράφει ό,τι θέλει.
Δεν έχει ο κόσμος πια κριτήριο
Το Ρίο έγινε Αντίρριο
Θεωρητικά ο στίβος είναι ο βασιλιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, και τα ρεπό του -μέχρι να μπει στο πρόγραμμα- τα κάνει ο υγρός στίβος. Εκεί δηλαδή που μπορείς να δεις το Φελπς πχ να παίρνει το 23ο μετάλλιο στην καριέρα του (και μάλλον θα ακολουθήσουν κι άλλα), όσα έχουν δηλ ολόκληρες χώρες, σαν τη Νιγηρία και την Πορτογαλία, σε όλους τους αγώνες μέχρι τώρα.
Για μένα πάλι, το ζουμί, το αλατοπίπερο κι άλλα τέτοια λατρεμένα κλισέ, είναι το ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ, είτε συμμετέχει η επίσημη αγαπημένη, είτε όχι. Και δε θεωρώ ατραξιόν τους αμερικανούς, εκτός κι αν χάνουν κι η ομάδα-όνειρο γίνεται εφιάλτης. Η εκτός κι αν εννοούμε κάτι σαν κι αυτή τη φωτό, με τη διαφορά ύψους, όγκου και βάρους του αμερικανού Ντε Αντρε Τζόρνταν με μια συμπατριώτισσά του, γυμνάστρια.
Προσωπικά με κερδίζουν περισσότερο κάτι αγώνες σαν τους χτεσινούς. Όπου η Λιθουανία πήγε να χάσει δικό της παιχνίδι από τους 30 πόντους κόντρα στη διοργανώτρια Βραζιλία (το έχει ξανακάνει άλλωστε ο Καζλάουσκας, που βιαστήκαμε να τον βγάλουμε... Υπνάουσκας στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουμε πάρει κανένα μετάλλιο, αφότου έφυγε) κι έπεσε από τους 58 πόντους του πρώτου ημιχρόνου στους 24 -κι αυτούς με το ζόρι- στο δεύτερο. Κι η Κροατία έκανε φοβερή ανατροπή κόντρα στην Ισπανία, κάνοντας το μπασκετικό ελληνικό έθνος -που λατρεύει να μισεί τους Ισπανούς- ευτυχισμένο για μια μέρα. Το περίεργο της υπόθεσης πάντως δεν είναι η μίνι έκπληξη αλλά πως ο Αλεξάντερ Πέτροβιτς, ο αδερφός του Ντράζεν, που ανέλαβε αποστολή αυτοκτονίας και μας πέταξε έξω στο προολυμπιακό του Τορίνο, κατάφερε μαζί με την παλιά φρουρά (Βράνκοβιτς, Ράτζα) το αδιανόητο: να παρουσιάσει μια κροατική ομάδα, που εκτός από ταλαντούχα (αυτό είναι σχεδόν δεδομένο) είναι και ψυχωμένη! Και δεν είναι τυχαίο μάλλον που λείπει ο λιγόψυχος Τόμιτς από μια τέτοια ομάδα...
Αλλά το βασικό θέμα της ανάρτησης είναι οι Λιθουανοί. Που γεννάνε στο Sniper σοκ και δέος με τα ονόματά τους (Άρβιντας, Σαρούνας, κτλ, άσχετα που ο μικρός Σαμπόνις λέγεται Ντομάντας, για να επιβεβαιώσει -ως εξαίρεση- τον κανόνα), που του θυμίζουν μεσαίωνα (από πολιτική άποψη δεν έχει άδικο), ιππότες, κάστρα, άρχοντες κι άλλα τρομερά πράγματα. Και οι οποίοι, όσο αντιδραστικοί και βασικά αντικομμουνιστές είναι, άλλο τόσο ζουν κι αναπνέουν για το μπάσκετ, που είναι κάτι σαν το εθνικό τους άθλημα (με αξιοσημείωτη συνέπεια στα ολυμπιακά ραντεβού από το 92' και παράδοση με δύο τίτλους ήδη από το μεσοπόλεμο, προτού γίνουν σοβιετική δημοκρατία), προκαλώντας τις πιο αντιφατικές εντυπώσεις.
Να βλέπεις πχ το Σαμπόνις, να μην ξέρεις αν πρέπει να θαυμάσεις περισσότερο το μπασκετικό του μυαλό ή τη σωματική του διάπλαση (ή τη χαίτη και το μουστακάκι-χνούδι που ήταν σήμα κατατεθέν για το δικό μας μπλοκ στη δεκαετία με τις βάτες, από το Βάλτερς μέχρι τον Πολωνό Βάντσικ) ή τη διαλεκτική τους σύνδεση που του έδωσε το παρανόμι "θαύμα της φύσης". Και να αναλογίζεσαι πόσο επικές πρέπει να ήταν οι μονομαχίες του με τον -συμβατικής τεχνολογίας- τίμιο γίγαντα, Βλαντίμιρ Τκατσένκο, στα ντέρμπι της Ζαλγκίρις με την ΤΣΣΚΑ, το δίδυμο ψηλών που έκανε στη Ρεάλ με τον Αρλάουκας, τις κόντρες του με το Σακίλ (που αν μιλάμε για θαύμα της φύσης, αυτός ήταν κάτι σαν "τέρας της φύσης", με κτηνώδη δύναμη) στους τελικούς της Δύσης του ΝΒΑ, όταν πήρε μεταγραφή στο Πόρτλαντ και πήγε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, χωρίς τα αργύρια της προδοσίας, αλλά με σαφώς εξωνημένη συνείδηση. Να σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να γίνει αν δεν είχε σακατέψει το σώμα του με διάφορους τραυματισμούς...
...και να διαβάζεις εκ των υστέρων δηλώσεις του σε παλιά, συλλεκτικά Τρίποντα της εποχής (ίσως το καλύτερο μη πολιτικό περιοδικό που κυκλοφόρησε ποτέ) του τύπου "ο κομμουνισμός μου κατέστρεψε την καριέρα". Και να λες από μέσα σου, δε μας χέζεις ρε Σαμπόνις... Εγώ φταίω που σε συμπαθούσα.
Η αλήθεια είναι πως ο αντικομμουνισμός τείνει να γίνει δεύτερη φύση για όσους μεγαλώνουν στις βαλτικές χώρες, κάνοντας τον πολιτικό βίο (και βασικά την ίδια την ύπαρξη) αβίωτο στα εκεί ΚΚ και πολλούς συντρόφους, απολιθωμένους και μη. Κι ας μην το πάμε με βάση το φυσιογνωμισμό, ότι δηλ βλέποντας τα φρύδια και τα ζυγωματικά του Γιασικεβίτσιους κι αναρωτιέσαι αν είναι νόθο παιδί του Γέλτσιν ή τους πολιτικούς συνειρμούς (που μπορεί να πέφτουν τελείως έξω) που μπορεί να γεννάει η εμφάνιση του Καβαλιάουσκας (που πέρασε κάποτε κι από τον Πανιώνιο). Θα βασιστούμε σε αληθινά κι υπαρκτά γεγονότα, πρόσωπα, τάσεις, φαινόμενα.
Το πιο χαρακτηριστικό από τα οποία ήταν σε ένα αγώνα της Ευρωλίγκα μεταξύ Ζαλγκίρις και Ρεάλ, στο Κάουνας, όπου το μπασκετικό σίχαμα Ρούντι Φερνάντεθ (κι ας έλεγε το Ναβάρο έτσι ο Συρίγος), κάτι σαν το χαμένο αδελφό του Κριστιάνο Ρονάλντο, άνοιξε κόντρα με την κερκίδα και πρόσβαλε θανάσιμα τους οπαδούς, γιατί τους είπε "κομμουνιστές", εξαιτίας του σοβιετικού παρελθόντος τους. Η βραδιά -αν θυμάμαι καλά- πρέπει να τελείωσε στο αστυνομικό τμήμα, με δυο σεσημασμένους νεο-ναζί χούλιγκαν που προπηλάκισαν το Ρούντι. Κι εσύ μένεις αμήχανος να προσπαθείς να απαντήσεις το προαιώνιο ερώτημα: με ποιους είμαστε; Με αυτόν που νόμιζε πως τους έβρισε, αποκαλώντας τους κομμουνιστές ή με αυτούς που προσβλήθηκαν; Με το μπασκετικό σίχαμα ή με τα πολιτικά σιχάματα;
Είναι τόσο ψευτοδίλημμα, που απορώ πώς δεν έγινε κάνα δημοψήφισμα με αυτό το ερώτημα.
Αλλά η πιο αντιφατική περίπτωση έλαβε χώρα στα μέρη μας, μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά του 95', στο κλειστό του ΟΑΚΑ, στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, στον τελικό μεταξύ της Λιθουανίας και της Σερβίας, που τότε ήταν ακόμα Γιουγκοσλαβία, γιατί είχε μείνει στην Ομοσπονδία το Μαυροβούνιο. Εκεί όπου το ελληνικό κοινό ξέχασε ελληνοσερβικές φιλίες, ομόδοξα αδέρφια και αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη, κι έβραζε εναντίον της μπασκετικής παράγκας του Στάνκοβιτς, φωνάζοντας ρυθμικά: Λιέ-του-βα, Λιέ-του-βα!
Αλλά ο Τζόρτζεβιτς έδειξε τι μπασκετικά καρύδια έχει, με μια ξεγυρισμένη 40άρα κι ο Ντανίλοβιτς μας έδειξε τα δικά του, τα συμβατικά, για να συμβολίσει ότι πήραμε το τρίτο το μακρύτερο -αν και μια ζωή τέταρτοι βγαίναμε. Ενώ οι Σέρβοι αδερφοί -που λίγα χρόνια μετά θα κατεβαίναμε παλλαϊκά στους δρόμους, για να τους υπερασπιστούμε ενάντια στη νατοϊκή επέμβαση- περικύκλωσαν οργισμένοι την ελληνική πρεσβεία -ή μήπως προξενείο;- στο Βελιγράδι και πρέπει να πέταξαν κάτι ψιλά (ντομάτες, αυγά, πέτρες).
Οι Λιθουανοί πάντως έχουν να επιδείξουν δύο μοναδικά μπασκετικά παραδείγματα. Τον χρυσοδάχτυλο Μίδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, έναν από τους πιο ευφυείς οργανωτές που είδαμε ποτέ στα παρκέ, που λίγο έλειψε να νικήσει μόνος του τις ΗΠΑ, στον ημιτελικό του 2000 και να τους πάρει την επαγγελματική παρθενιά (από το 92' που συμμετέχουν οι ΝΒΑers), αλλά έχασε στο τελευταίο σουτ, άφησε τη δόξα της πρώτης φοράς στη μεγάλη Αργεντινή και πήρε τη δική του εκδίκηση τέσσερα χρόνια μετά στην Αθήνα.
Και τη Ζαλγκίρις του 99', τη Σταχτοπούτα του Φάιναλ Φορ του Μονάχου, που νίκησε τον Ολυμπιακό και την Κίντερ Μπολόνια, σε μια τρομερή επίδειξη για το πώς θα παίζεται το μπάσκετ του μέλλοντος και του δικού μας αιώνα. Χώρια ότι τα μέλη εκείνης της ομάδας άφησαν πίσω τους ένα σχεδόν προλεκάλτ μουσικό βίντεο.
Κλείνοντας, παρουσιάζουμε μια υποθετική ομάδα Λιθουανών επιλέκτων, από τα τελευταία χρόνια. Δεκτές ενστάσεις, προσθήκες, αλλαγές.
Πλέι μέικερ: Γιασικεβίτσιους - Κουρτινάιτις (κι ο Καουκένας; Ο Καλνιέτις;)
Σούτινγκ Γκαρντ: Μαρτσουλιόνις - Ματσιγιάουσκας
Σμολ Φόργουορντ: Σισκάουσκας - Καρνισόβας (αλλά μένουν έξω ο Στομπέργκας κι ο Ματσιούλις)
Πάουερ Φόργουορντ: Κλέιζα και ο μικρός Σαμπόνις, όταν μεγαλώσει
Σέντερ Φορ: ο Σαμπόνις αυτονόητα και μετά Βαλαντσιούνας και Γιαβτόκας.
Αφήνουμε έτσι βέβαια έξω το χταπόδι Ζουκάουσκας, η καλτ μορφή Γκιντάρας Εϊνίκις και οι δύο Λαβρινοβιτς, Ντάριους και Κριστόφ, που είναι αδύνατο να τους ξεχωρίσει κανείς, εκτός κι αν κάνει το σύστημα του Μαυρομάτη με τους Ντε Μπουρ, ο Φρανκ ντε Μπουρ κι ο Ρόναλντ ντε Μπερ (που γιατί ήταν πάντα Φρανκ και Ρόναλντ κι όχι ανάποδα); Να λέμε πχ τον ένα Λαβρίνοβιτς και τον άλλο Λαβρινόβιτς. Και τον Κριστόφ φασίστα, γιατί είχε ζωγραφίσει κάποτε στην προπονητική του τσάντα, πάνω στο σήμα της ΝΙΚΕ το σήμα της σβάστικας.
Που αν το καλοσκεφτείς, έχει και πολύ ωραία, εύστοχη σημειολογία.
Δεν έχει ο κόσμος πια κριτήριο
Το Ρίο έγινε Αντίρριο
Θεωρητικά ο στίβος είναι ο βασιλιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, και τα ρεπό του -μέχρι να μπει στο πρόγραμμα- τα κάνει ο υγρός στίβος. Εκεί δηλαδή που μπορείς να δεις το Φελπς πχ να παίρνει το 23ο μετάλλιο στην καριέρα του (και μάλλον θα ακολουθήσουν κι άλλα), όσα έχουν δηλ ολόκληρες χώρες, σαν τη Νιγηρία και την Πορτογαλία, σε όλους τους αγώνες μέχρι τώρα.
Για μένα πάλι, το ζουμί, το αλατοπίπερο κι άλλα τέτοια λατρεμένα κλισέ, είναι το ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ, είτε συμμετέχει η επίσημη αγαπημένη, είτε όχι. Και δε θεωρώ ατραξιόν τους αμερικανούς, εκτός κι αν χάνουν κι η ομάδα-όνειρο γίνεται εφιάλτης. Η εκτός κι αν εννοούμε κάτι σαν κι αυτή τη φωτό, με τη διαφορά ύψους, όγκου και βάρους του αμερικανού Ντε Αντρε Τζόρνταν με μια συμπατριώτισσά του, γυμνάστρια.
Προσωπικά με κερδίζουν περισσότερο κάτι αγώνες σαν τους χτεσινούς. Όπου η Λιθουανία πήγε να χάσει δικό της παιχνίδι από τους 30 πόντους κόντρα στη διοργανώτρια Βραζιλία (το έχει ξανακάνει άλλωστε ο Καζλάουσκας, που βιαστήκαμε να τον βγάλουμε... Υπνάουσκας στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουμε πάρει κανένα μετάλλιο, αφότου έφυγε) κι έπεσε από τους 58 πόντους του πρώτου ημιχρόνου στους 24 -κι αυτούς με το ζόρι- στο δεύτερο. Κι η Κροατία έκανε φοβερή ανατροπή κόντρα στην Ισπανία, κάνοντας το μπασκετικό ελληνικό έθνος -που λατρεύει να μισεί τους Ισπανούς- ευτυχισμένο για μια μέρα. Το περίεργο της υπόθεσης πάντως δεν είναι η μίνι έκπληξη αλλά πως ο Αλεξάντερ Πέτροβιτς, ο αδερφός του Ντράζεν, που ανέλαβε αποστολή αυτοκτονίας και μας πέταξε έξω στο προολυμπιακό του Τορίνο, κατάφερε μαζί με την παλιά φρουρά (Βράνκοβιτς, Ράτζα) το αδιανόητο: να παρουσιάσει μια κροατική ομάδα, που εκτός από ταλαντούχα (αυτό είναι σχεδόν δεδομένο) είναι και ψυχωμένη! Και δεν είναι τυχαίο μάλλον που λείπει ο λιγόψυχος Τόμιτς από μια τέτοια ομάδα...
Αλλά το βασικό θέμα της ανάρτησης είναι οι Λιθουανοί. Που γεννάνε στο Sniper σοκ και δέος με τα ονόματά τους (Άρβιντας, Σαρούνας, κτλ, άσχετα που ο μικρός Σαμπόνις λέγεται Ντομάντας, για να επιβεβαιώσει -ως εξαίρεση- τον κανόνα), που του θυμίζουν μεσαίωνα (από πολιτική άποψη δεν έχει άδικο), ιππότες, κάστρα, άρχοντες κι άλλα τρομερά πράγματα. Και οι οποίοι, όσο αντιδραστικοί και βασικά αντικομμουνιστές είναι, άλλο τόσο ζουν κι αναπνέουν για το μπάσκετ, που είναι κάτι σαν το εθνικό τους άθλημα (με αξιοσημείωτη συνέπεια στα ολυμπιακά ραντεβού από το 92' και παράδοση με δύο τίτλους ήδη από το μεσοπόλεμο, προτού γίνουν σοβιετική δημοκρατία), προκαλώντας τις πιο αντιφατικές εντυπώσεις.
Να βλέπεις πχ το Σαμπόνις, να μην ξέρεις αν πρέπει να θαυμάσεις περισσότερο το μπασκετικό του μυαλό ή τη σωματική του διάπλαση (ή τη χαίτη και το μουστακάκι-χνούδι που ήταν σήμα κατατεθέν για το δικό μας μπλοκ στη δεκαετία με τις βάτες, από το Βάλτερς μέχρι τον Πολωνό Βάντσικ) ή τη διαλεκτική τους σύνδεση που του έδωσε το παρανόμι "θαύμα της φύσης". Και να αναλογίζεσαι πόσο επικές πρέπει να ήταν οι μονομαχίες του με τον -συμβατικής τεχνολογίας- τίμιο γίγαντα, Βλαντίμιρ Τκατσένκο, στα ντέρμπι της Ζαλγκίρις με την ΤΣΣΚΑ, το δίδυμο ψηλών που έκανε στη Ρεάλ με τον Αρλάουκας, τις κόντρες του με το Σακίλ (που αν μιλάμε για θαύμα της φύσης, αυτός ήταν κάτι σαν "τέρας της φύσης", με κτηνώδη δύναμη) στους τελικούς της Δύσης του ΝΒΑ, όταν πήρε μεταγραφή στο Πόρτλαντ και πήγε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, χωρίς τα αργύρια της προδοσίας, αλλά με σαφώς εξωνημένη συνείδηση. Να σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να γίνει αν δεν είχε σακατέψει το σώμα του με διάφορους τραυματισμούς...
...και να διαβάζεις εκ των υστέρων δηλώσεις του σε παλιά, συλλεκτικά Τρίποντα της εποχής (ίσως το καλύτερο μη πολιτικό περιοδικό που κυκλοφόρησε ποτέ) του τύπου "ο κομμουνισμός μου κατέστρεψε την καριέρα". Και να λες από μέσα σου, δε μας χέζεις ρε Σαμπόνις... Εγώ φταίω που σε συμπαθούσα.
Βρε λες; |
Έχει γούστο... |
Είναι τόσο ψευτοδίλημμα, που απορώ πώς δεν έγινε κάνα δημοψήφισμα με αυτό το ερώτημα.
Βρε λες;#2 |
Αλλά ο Τζόρτζεβιτς έδειξε τι μπασκετικά καρύδια έχει, με μια ξεγυρισμένη 40άρα κι ο Ντανίλοβιτς μας έδειξε τα δικά του, τα συμβατικά, για να συμβολίσει ότι πήραμε το τρίτο το μακρύτερο -αν και μια ζωή τέταρτοι βγαίναμε. Ενώ οι Σέρβοι αδερφοί -που λίγα χρόνια μετά θα κατεβαίναμε παλλαϊκά στους δρόμους, για να τους υπερασπιστούμε ενάντια στη νατοϊκή επέμβαση- περικύκλωσαν οργισμένοι την ελληνική πρεσβεία -ή μήπως προξενείο;- στο Βελιγράδι και πρέπει να πέταξαν κάτι ψιλά (ντομάτες, αυγά, πέτρες).
Οι Λιθουανοί πάντως έχουν να επιδείξουν δύο μοναδικά μπασκετικά παραδείγματα. Τον χρυσοδάχτυλο Μίδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, έναν από τους πιο ευφυείς οργανωτές που είδαμε ποτέ στα παρκέ, που λίγο έλειψε να νικήσει μόνος του τις ΗΠΑ, στον ημιτελικό του 2000 και να τους πάρει την επαγγελματική παρθενιά (από το 92' που συμμετέχουν οι ΝΒΑers), αλλά έχασε στο τελευταίο σουτ, άφησε τη δόξα της πρώτης φοράς στη μεγάλη Αργεντινή και πήρε τη δική του εκδίκηση τέσσερα χρόνια μετά στην Αθήνα.
Και τη Ζαλγκίρις του 99', τη Σταχτοπούτα του Φάιναλ Φορ του Μονάχου, που νίκησε τον Ολυμπιακό και την Κίντερ Μπολόνια, σε μια τρομερή επίδειξη για το πώς θα παίζεται το μπάσκετ του μέλλοντος και του δικού μας αιώνα. Χώρια ότι τα μέλη εκείνης της ομάδας άφησαν πίσω τους ένα σχεδόν προλεκάλτ μουσικό βίντεο.
Κλείνοντας, παρουσιάζουμε μια υποθετική ομάδα Λιθουανών επιλέκτων, από τα τελευταία χρόνια. Δεκτές ενστάσεις, προσθήκες, αλλαγές.
Πολιτική αυτοκτονία που χάσαμε την ΕΣΣΔ |
Σούτινγκ Γκαρντ: Μαρτσουλιόνις - Ματσιγιάουσκας
Σμολ Φόργουορντ: Σισκάουσκας - Καρνισόβας (αλλά μένουν έξω ο Στομπέργκας κι ο Ματσιούλις)
Πάουερ Φόργουορντ: Κλέιζα και ο μικρός Σαμπόνις, όταν μεγαλώσει
Σέντερ Φορ: ο Σαμπόνις αυτονόητα και μετά Βαλαντσιούνας και Γιαβτόκας.
Αφήνουμε έτσι βέβαια έξω το χταπόδι Ζουκάουσκας, η καλτ μορφή Γκιντάρας Εϊνίκις και οι δύο Λαβρινοβιτς, Ντάριους και Κριστόφ, που είναι αδύνατο να τους ξεχωρίσει κανείς, εκτός κι αν κάνει το σύστημα του Μαυρομάτη με τους Ντε Μπουρ, ο Φρανκ ντε Μπουρ κι ο Ρόναλντ ντε Μπερ (που γιατί ήταν πάντα Φρανκ και Ρόναλντ κι όχι ανάποδα); Να λέμε πχ τον ένα Λαβρίνοβιτς και τον άλλο Λαβρινόβιτς. Και τον Κριστόφ φασίστα, γιατί είχε ζωγραφίσει κάποτε στην προπονητική του τσάντα, πάνω στο σήμα της ΝΙΚΕ το σήμα της σβάστικας.
Που αν το καλοσκεφτείς, έχει και πολύ ωραία, εύστοχη σημειολογία.
6 σχόλια:
HΘΕΛΕ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΙ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ.
ΧΑ
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΨΕΜΜΑΤΑ.
ΘΕΡΣΙΤΗΣ
ΓΕΙΑ ΣΑΣ
ο Κακαρας, αυτός ο Άνθρωπος , ´Αντρας, που λέει παραδίπλα ότι πέθανε. Δεν πέθανε. Ζει. το αίμα του στις φλέβες μου, το αίμα μου στις δικές του και αυτά που έγραφε στο μυαλό μου. Γεια σου ´Ανθρωπε, ´Αντρα, Στρατιώτη.
Ωραία ομάδα. Εγώ θα έβαζα τον τίμιο Ιλγκάουσκας ( Λιθουανό Τσκατσένκο) στη θέση του άτεχνου και υπερτιμημένου Γιαβτόκας. Ακόμα θα έβαζα Σονγκάιλα στη θέση του Σαμπόνις Jr. Nωρίς να τον κρίνουμε αν και απο ότι ελάχιστα είδα να παίζει με το κολέγιο του Gonzaga ( μαζί με τον γιό του θρυλικού Γουίλτζερ) δεν με ενθουσίασε. Αντί για Μάτσας θα έβαζα Χομίτσιους. Αυτά
Σώβρακος
Υπάρχει ενα ντοκιμαντερ "the other dream team" που ειναι σκετος εμετος σχετικο με το θεμα του ΑΧΑΡΙΣΤΟΥ Σαμπονις.
Τον εστρωσε οπως λες ο Βλαντε το 95 ο οποιος παρεπιπτοντως ηταν παντα ενωτικος στα της Γιουγκοσλαβιας.
Τελος νομιζω οτι μπασκετικα υποτιμας Βαλανσιουνας κ Ιλγκαουσκας. Ο δευτερος ηταν καλυτερος του Σαμπ. Κ ο πρωτος θα γινει καλυτερος ολων
Ωραίο σχόλιο Σώβρακε. Το Γιαβτόκας τον έχω δει να κάνει παπάδες, προτού πέσει στον ΠΑΟ του Ομπράντοβιτς, με τον οποίο δεν έδεσε ποτέ και δε συνήλθε νομίζω έκτοτε. Δεν το λέω ως αιχμή για το Ζοτς, αλλά το έπαθε με αρκετούς παίκτες, για να είναι απλή σύμπτωση.
Τον τίμιο Ιλγκάουσκας ομολογώ πως δεν τον έχω παρακολουθήσει πολύ, και γενικά μπερδεύουμαι και μπερδεύω τους διάφορους άουσκας, που έπαιξαν στο ΝΒΑ. Το αυτό ισχύει και για το Σονγκάιλα, που δε με έχει ενθουσιάσει, όπου έχει τύχει να τον δω. Και γενικά, ούτε ο Κλέιζα μου πολυαρέσει, συμπλήρωσα με άνεση όλες τις θέσεις της πεντάδας, αλλά είχα μια τεράστια τρύπα στο 4, που την κάλυψα όπως-όπως.
Το Χομίτσιους το σέβομαι, αλλά ούτε αυτόν τον πρόλαβα πολύ για να τον κρίνω.
Διονύση, για το Ντίβατς, υπάρχει κι η αντίστροφη ανάγνωση, ότι ήταν ο πιο σκληρός Σέρβος εθνικιστής.
Κι εμένα μου αρέσει ο Βαλανσιούνας, για αυτό και είναι απ' τους λίγους σύγχρονους που βάζω στην ομάδα. Πώς τον υποτιμώ δηλ;
Κι ο Σονγκάιλα καλύτερος του Άρβιντας; Μήπως υποτιμούμε λιγάκι το δεύτερο;
Υγ: όχι, δεν τα είχα δει, σαπόρ. Αλλά ποιος είναι ο γνωστός λογαριασμός;
https://mobile.twitter.com/SovietVisuals?p=s
Δημοσίευση σχολίου